Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κοχλιάριο κο-χλι-ά-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {κοχλιαρ-ίου} (λόγ.): κουτάλι με μικρή κοιλότητα και μακριά λαβή· ξέστρο με την ίδια μορφή: δοσιμετρικό/(ΑΡΧΑΙΟΛ.) λίθινο ~. Μετάληψη με ~ (= λαβίδα).|| (ΙΑΤΡ.) ~ απόξεσης/οδοντίνης. [< μτγν. κοχλιάριον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.