Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 15 εγγραφές  [0-15]


  • κούκου κού-κου επιφών. {άκλ.} 1. η φωνή του κούκου. Βλ. κουάξ κουάξ. 2. (οικ.-χιουμορ.) για να δηλώσει κάποιος την ξαφνική εμφάνιση ή επανεμφάνισή του: ~! Ήρθα/να 'μαι κι εγώ! ΣΥΝ. τσα 3. (νεαν. αργκό) για άνθρωπο φευγάτο, τρελαμένο, που ζει στον κόσμο του. Πβ. τζαζ, τσίου. ● ΦΡ.: δεν μου κάνει κούκου (αργκό): δεν μου προκαλεί κάποιος ερωτικό ενδιαφέρον· (ειδικότ., για άνδρα) δεν έχω στύση. Βλ. μου κάνει κλικ. [< μεσν. κούκου, λ. ηχομιμητ.]
  • κουκουβάγια κου-κου-βά-για ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. νυκτόβιο αρπακτικό πουλί (επιστ. ονομασ. Athene noctua), με μεγάλο, πλατύ κεφάλι, επίπεδο πρόσωπο, κοντό και κυρτό ράμφος, μεγάλα ακίνητα μάτια, εύκαμπτο λαιμό, συνήθ. καφετί πιτσιλωτό φτέρωμα και δυνατά πόδια με γαμψά νύχια: λευκή ~. Πβ.τυτώ). || (στην αρχαιότητα:) Η ~ ως σύμβολο της θεάς Αθηνάς/της σοφίας. Βλ. γκιόνης, κλαψοπούλι, μπούφος, χαροπούλι. ΣΥΝ. γλαύκα. 2. ΜΑΓΕΙΡ. ντάκος. ● ΦΡ.: άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι [< μεσν. κουκουβάγια]
  • κουκουβάου κου-κου-βά-ου επιφών. {άκλ.}: η φωνή της κουκουβάγιας. Βλ. κουάξ κουάξ. [< λ. ηχομιμητ.]
  • κουκούλα κου-κού-λα ουσ. (θηλ.) 1. κάλυμμα του κεφαλιού ραμμένο στο πίσω και πάνω μέρος ενός ρούχου για προστασία κυρ. από τη βροχή και το κρύο: αποσπώμενη/ενσωματωμένη/ρυθμιζόμενη ~. ~ αδιάβροχου/μπουφάν. Μπλούζα/μπουρνούζι/φούτερ με ~. ~ με κορδόνι/με φερμουάρ/που διπλώνει μέσα στον γιακά. Βάζω/βγάζω την ~. Βλ. σκούφος.|| Στολή κατάδυσης με ~.|| Υπνόσακος με ~. 2. εφαρμοστό περίβλημα της κεφαλής και του προσώπου με ανοίγματα για τα μάτια, τη μύτη και το στόμα, το οποίο φοράει κάποιος για να μην αναγνωρίζεται, κυρ. κατά την τέλεση αξιόποινης πράξης: μάλλινη/μαύρη ~. Ληστές/τρομοκράτες με ~ες. Κρύβονται κάτω/πίσω από τις ~ες. Πβ. μπαλακλάβα.|| (παλαιότ.) Καταδότης/δήμιος με ~. 3. προστατευτικό κάλυμμα οχήματος ή σκάφους: πολυεστερική ~. (Αδιάβροχη) ~ αυτοκινήτου/μοτοσικλέτας. ~ πάρκινγκ. 4. (σε κάμπριο) πτυσσόμενη οροφή: ηλεκτρική/υφασμάτινη ~. Αναδίπλωση/άνοιγμα της ~ας. Ανεβάζω/κατεβάζω/μαζεύω/σηκώνω την ~. [< μεσν. κουκούλλα < λατ. cuculla]
  • κουκουλάρικος , η, ο κου-κου-λά-ρι-κος επίθ.: ΛΑΟΓΡ. φτιαγμένος από μεταξωτή κλωστή η οποία προέρχεται από κουκούλι μεταξοσκώληκα: ~ο: εργόχειρο/υφαντό. ~α: κάδρα (: στα οποία έχουν τοποθετηθεί αντίστοιχα κεντήματα). ● Ουσ.: κουκουλάρικα (τα): ενν. υφάσματα. Πβ. μεταξωτά. [< μεσν. κουκουλάρικος]
  • κουκούλι κου-κού-λι ουσ. (ουδ.) {κουκουλ-ιού | -ιών} 1. ΖΩΟΛ. μαλακή θήκη της προνύμφης μερικών εντόμων: ~ μεταξοσκώληκα (: από το οποίο παράγεται το μετάξι). Η κάμπια πλέκει/υφαίνει/φτιάχνει το ~ της. Η πεταλούδα βγήκε από το/έσπασε το ~ της.|| Παραγωγή (χλωρών) ~ιών (βλ. σηροτροφείο). Επεξεργασία του ~ιού. ΣΥΝ. βομβύκιο 2. (σπάν.-μτφ.) οτιδήποτε προσφέρει ασφάλεια και προστασία, περιορίζοντας, ταυτόχρονα, την ελευθερία δράσης: Ξέφυγε από το ~ της οικογένειας. Έχει κλειστεί στο ~ του (= καβούκι). [< μεσν. κουκούλι]
  • κουκουλοφόρος κου-κου-λο-φό-ρος ουσ. (αρσ.): αυτός που φοράει μαύρη συνήθ. κουκούλα, για να μην αναγνωρίζεται κατά τη διάπραξη αξιόποινης πράξης: ένοπλοι ~οι. Δράση/εισβολή/ομάδα ~ων. Απαγωγή/επεισόδια από ~ους.|| (ως επίθ.) ~οι: τρομοκράτες.|| (παλαιότ.) Οι ~οι της Κατοχής (= δωσίλογοι, καταδότες). Βλ. -φόρος.
  • κουκούλωμα κου-κού-λω-μα ουσ. (ουδ.) {κουκουλώμ-ατος | -ατα} (προφ.) 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) συγκάλυψη ή αποσιώπηση στοιχείου, γεγονότος ή πράξης: ~ του εγκλήματος/του θέματος/των προβλημάτων/της υπόθεσης. Προσπάθεια ~ατος του σκανδάλου. Όλα θα γίνουν με διαφάνεια χωρίς ~ατα. Πβ. απόκρυψη, θάψιμο. Βλ. μαγείρεμα, παρασκήνιο. ΑΝΤ. ξεκουκούλωμα, ξεμασκάρεμα 2. (σπάν.) κάλυψη με κουκούλα: ~ του κεφαλιού. Πβ. σκέπασμα.
  • κουκουλώνω κου-κου-λώ-νω ρ. (μτβ.) {κουκούλω-σα, κουκουλώ-σει, -θηκα, -μένος, κουκουλών-οντας} (προφ.) 1. καλύπτω, σκεπάζω κάποιον ή κάτι εντελώς: ~ το αυτοκίνητο. ~θηκα με την κουβέρτα/το σεντόνι. Κουκουλώσου στα σκεπάσματα. ΑΝΤ. ξεκουκουλώνω (2), ξεσκεπάζω (1) 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) αποκρύπτω, αποσιωπώ: ~ την αλήθεια/ένα έγκλημα/ένα ζήτημα/ένα λάθος/μια παρανομία. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, ~οντας τα προβλήματα. Το σκάνδαλο ~θηκε. Πβ. θάβω, συγκαλύπτω. ΑΝΤ. βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα, ξεκουκουλώνω (1), ξεσκεπάζω (2) 3. (συνήθ. για γυναίκα) κάνω κάποιον να με παντρευτεί, παραπλανώντας τον με τεχνάσματα: Τον ~σε (= τον τύλιξε). ● ΦΡ.: τα κουκουλώνω (μτφ.-προφ.): κρύβω στοιχεία ή εμποδίζω την αποκάλυψή τους: Ενώ γνωρίζουν τους υπεύθυνους, πάνε να τα ~σουν. ΣΥΝ. τα σκεπάζω, τα κουκουλώνει σαν τη γάτα βλ. γάτα [< μεσν. κουκουλλώνω]
  • κουκουνάρα κου-κου-νά-ρα ουσ. (θηλ.) (μεγεθ.): μεγάλο κουκουνάρι. ● ΦΡ.: άρες μάρες (κουκουνάρες) βλ. άρες [< μεσν. κουκουνάρα]
  • κουκουνάρι κου-κου-νά-ρι ουσ. (ουδ.): ο καστανόχρωμος, ωοειδής ή σφαιρικός, ξυλώδης καρπός της κουκουναριάς· καθένας από τους εδώδιμους σπόρους της που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική: τα ~ια του πεύκου. Πβ. κώνος.|| Καβουρδισμένα ~ια. Γέμιση γαλοπούλας με ~ια. Χαλβάς με ~. [< μεσν. κουκουνάρι]
  • κουκουναριά κου-κου-να-ριά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. μεσογειακό είδος πεύκου (επιστ. ονομασ. Pinus pinea), που έχει σχετικά κοντό καστανό κορμό με βαθιές ρωγμές, σφαιρική κόμη, φύλλα που μοιάζουν με βελόνες και ωοειδείς καρπούς (κουκουνάρια): δάσος ~ιάς. ΣΥΝ. ήμερο πεύκο, πίτυς [< μεσν. κουκουναριά]
  • κουκουρίκου βλ. κικιρίκου
  • κουκουρούκου κου-κου-ρού-κου επίθ. {άκλ.} (νεαν. αργκό): ασυνάρτητος· (για πρόσ.) τρελαμένος ή περίεργος: ~ κατάσταση.|| Ο τύπος είναι εντελώς ~ (= αλλοπρόσαλλος).|| (ως επίρρ.) Φέρεται ~. Πβ. άλλα αντ' άλλων, ό,τι να 'ναι.
  • κουκούτσι κου-κού-τσι ουσ. (ουδ.) {κουκουτσ-ιού | -ιών}: το σκληρό, συνήθ. μικρό, στρογγυλό ή ελλειψοειδές τμήμα καρπού που βρίσκεται στο κέντρο του και αποτελεί τον σπόρο, πυρήνα του: μεγάλο ~ (βλ. αβοκάντο). Το ~ του βερίκοκου/της ελιάς/του κερασιού/του ροδάκινου. Τα ~ια του καρπουζιού/μήλου/σταφυλιού (= οι σπόροι). Απόσταγμα/εκχύλισμα ~ιών. Δαμάσκηνα/μανταρίνια χωρίς ~ια. Βγάζω/καθαρίζω/φτύνω τα ~ια. Εργαλείο αφαίρεσης ~ιών (βλ. ξεκουκουτσιάζω).|| Κομπολόι (με χάντρες) από αρωματικό ~. ● Υποκ.: κουκουτσάκι (το) ● ΦΡ.: κουκούτσι μυαλό & μυαλό κουκούτσι & (σπάν.) μυαλό φιρίκι: για άτομο ανόητο, άμυαλο: Δεν έχει ~ ~ (πβ. δράμι, ίχνος). Ωραίο παιδί, αλλά από μυαλό, κουκούτσι! Πβ. σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση. ΑΝΤ. το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι [< μεσν. κουκούτσι(ν)]

άρες

άρες [ἄρες] ά-ρες ουσ. (θηλ.) (οι): μόνο στη ● ΦΡ.: άρες μάρες (κουκουνάρες) (προφ.): ανοησίες, κουταμάρες, ασυναρτησίες. Πβ. άλλα αντ' άλλων.

γάτα

γάτα γά-τα ουσ. (θηλ.) {γατών} (δηλώνει και τον γάτο) 1. ΖΩΟΛ. μικρόσωμο αιλουροειδές (επιστ. ονομασ. Felis domesticus), που ζει κυρ. ως κατοικίδιο: άγρια (= αγριόγατα)/ζημιάρα/οικόσιτη/παιχνιδιάρα/τρίχρωμη ~. ~ Aγκύρας/Περσίας (= περσική ~)/Σιάμ (= σιαμαία ~)/του δρόμου (= κεραμιδόγατα)/του σαλονιού. Η ~ γουργουρίζει/νιαουρίζει. (Λέγεται πως) η μαύρη ~ (= μαυρόγατα) φέρνει γρουσουζιά. Πβ. γαλή, ψιψίνα.|| (μτφ.) Ζηλιάρα (= ζηλιαρόγατα)/χαδιάρα ~ (: για γυναίκα). Εφτάψυχος/περπατά αθόρυβα σαν ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος έξυπνος, ευέλικτος, ικανός να ξεπερνά τις δυσκολίες: Αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, μα είναι ~ και θα τα καταφέρει. ΣΥΝ. τσακάλι (2) ● Υποκ.: γατάκι (το), γατούλα (η): (μτφ.) για γυναίκα γλυκιά και χαδιάρα, ναζιάρα. ● Μεγεθ.: γατάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η γάτα με τις εννιά ουρές βλ. ουρά, μάτια γάτας βλ. μάτι ● ΦΡ.: όσο πατάει η γάτα (προφ.): πάρα πολύ λίγο., όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια (παροιμ.): όταν απουσιάζει ο υπεύθυνος ή ο ανώτερος χαλαρώνει η πειθαρχία και το αίσθημα ευθύνης. [< γαλλ. quand le chat n'est pas là, les souris dansent] , ούτε γάτα ούτε ζημιά (προφ.): όταν μια δυσάρεστη κατάσταση διορθώνεται χωρίς αρνητικές συνέπειες: Επέστρεψε τα κλεμμένα χρήματα, χωρίς να τον αντιληφθούν και ~ ~ (: είναι σαν να μη συνέβη τίποτα). Πβ. τι είχαμε, τι χάσαμε., σαν (τη) βρεγμένη γάτα (προφ.): με τρόπο που δείχνει ότι κάποιος αναγνωρίζει το σφάλμα που διέπραξε ή γενικά τη δυσάρεστη κατάσταση που δημιούργησε, ένοχος ή ντροπιασμένος: Μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε ~ ~., σκίζω τη γάτα (μτφ.-προφ.): (συνήθ. για άντρα) επιβάλλομαι δυναμικά σε κάποιον από την αρχή. Πβ. παίρνω τον αέρα., τα κουκουλώνει σαν τη γάτα (προφ.): για κάποιον που αποκρύπτει με επιδέξιο τρόπο στοιχεία που τον επιβαρύνουν., (αυτό) το ξέρει και η γάτα μου! βλ. ξέρω, γάτα με πέταλα βλ. πέταλο, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα βλ. περιέργεια, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει βλ. κλαίω, ούτε θηλυκή/θηλυκιά γάτα βλ. θηλυκός, παίζω σαν τη γάτα με το ποντίκι/όπως η γάτα με το ποντίκι βλ. παίζω, σαν τον σκύλο με τη γάτα βλ. σκύλος, το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι βλ. παιχνίδι [< 1: μεσν. γάτα, κάτ(τ)α < μεσν. λατ. gatta, βεν. gata]

γκιόνης

γκιόνης γκιό-νης ουσ. (αρσ.) {-ηδες}: ΟΡΝΙΘ. μικρό, νυκτόβιο, αρπακτικό πτηνό (επιστ. ονομασ. Otus scops) με γκρίζο-καφετί φτέρωμα, συγγενικό προς την κουκουβάγια, που οφείλει το όνομά του στη μονότονη κραυγή του. [< αλβ. gjion]

κικιρίκου

κικιρίκου κι-κι-ρί-κου επιφών. {άκλ.} & κουκουρίκου & κοκορίκου: το λάλημα του κόκορα. Βλ. γαβ, κουάξ κουάξ, νιάου. [< λ. ηχομιμητ.]

μαγείρεμα

μαγείρεμα μα-γεί-ρε-μα ουσ. (ουδ.) {μαγειρέμ-ατος | -ατα} 1. παρασκευή φαγητού: προετοιμασία υλικών, ~ και σερβίρισμα. Υγιεινό ~. ~ με φυσικό αέριο. Σκεύη/χρόνος ~ατος. 2. (μτφ.) παραποίηση δεδομένων ή μηχανορραφία: ~ αποτελεσμάτων/αριθμών/στοιχείων. Εκλογικά/λογιστικά ~ατα (= αλχημείες, τεχνάσματα).|| Παρασκηνιακά ~ατα. [< μεσν. μαγείρεμα < μτγν. μαγείρευμα 'μαγειρεμένο φαγητό']

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

μου

μου {άκλ.} (συνήθ. μουουου!): η φωνή της αγελάδας και γενικότ. κάθε παρόμοιος ήχος. [< λ. ηχομιμητ.]

παπούτσι

παπούτσι πα-πού-τσι ουσ. (ουδ.) {παπουτσ-ιού | -ιών}: προστατευτικό κάλυμμα του ποδιού από σκληρό ανθεκτικό υλικό, το οποίο συνήθ. δεν ξεπερνά τον αστράγαλο: ανδρικά/γυναικεία/παιδικά ~ια. Ανοιχτά (βλ. ξώφτερνος)/δερμάτινα/δετά/καινούργια/καλά/καλοκαιρινά/κομψά/μαλακά/μυτερά/πάνινα/σπορ/τρύπια/υφασμάτινα/χειροποίητα ~ια. Ίσια/χαμηλά (= χαμηλοτάκουνα)/ψηλά (= ψηλοτάκουνα) ~ια. Ανατομικά/ορθοπαιδικά ~ια. Ορειβατικά (βλ. τρακτερωτός)/ποδοσφαιρικά (βλ. τάπα2) ~ια. ~ια του μπάσκετ/μπόουλινγκ/τένις. ~ια ασφαλείας/εργασίας/πεζοπορίας. Αθλητικά ~ια με καρφιά. ~ια για τρέξιμο. Η γλώσσα/τα κορδόνια/η μύτη (βλ. ψίδι)/ο πάτος/η σόλα (βλ. πέλμα) του ~ιού. Ρούχα/τσάντες και ~ια. Βαφή/βερνίκι/γυαλιστικό ~ιών. Ένα ζευγάρι ~ια. Φοράω μεγάλο νούμερο ~. Δεν μου κάνουν/μπαίνουν τα ~ια. Με στενεύουν/με χτυπάνε τα ~ια. Προβάρω ~ια. Τα ~ια μού είναι μεγάλα/μικρά. Πβ. υπόδημα. Βλ. αρβύλα, γόβα, μπότα, πέδιλο, σαγιονάρα. ● Υποκ.: παπουτσάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: χρυσό παπούτσι: ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) ετήσιο βραβείο που απονέμεται στον καλύτερο σκόρερ της Α' κατηγορίας των εθνικών πρωταθλημάτων της Ευρώπης, με βάση τον συντελεστή δυσκολίας κάθε πρωταθλήματος, όπως αυτός καθορίζεται από την ΟΥΕΦΑ. [< γαλλ. Soulier d'Or, 1968] ● ΦΡ.: γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι (παροιμ.): για κάποιον που φλυαρεί απερίσκεπτα., κρέμασε τα παπούτσια του (μτφ., για ποδοσφαιριστή): σταμάτησε το ποδόσφαιρο., με μισό παπούτσι (προφ.): πολύ φτωχός: Ξεκίνησε απ' το χωριό του ~ ~, για να έρθει στην πόλη να σπουδάσει., παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι (/είν' και) μπαλωμένο (παροιμ.): είναι προτιμότερος ο γάμος με συμπατριώτη ή συμπατριώτισσα και κατ' επέκτ. είναι καλύτερη η αγορά εγχώριου προϊόντος, ακόμα κι αν έχει ελαττώματα., του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι (προφ.): του έχει επιβληθεί, τον κάνει ό,τι θέλει. Βλ. σαν (το) σκυλάκι., του έδωσε/του 'δωσε τα παπούτσια στο χέρι & πήρε τα παπούτσια στο χέρι (προφ.): τον έδιωξε, τον χώρισε., γράφω (κάποιον/κάτι) στα παλιά μου τα παπούτσια/(λόγ.) στα παλαιότερα των υποδημάτων μου βλ. γράφω, έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι βλ. γλώσσα [< μεσν. παπούτσι(ον) < τουρκ. papuç, pabuç]

σκούφος

σκούφος [σκοῦφος] σκού-φος ουσ. (αρσ.): εφαρμοστό κάλυμμα του κεφαλιού χωρίς γείσο, το οποίο κυρ. προστατεύει από το κρύο ή το νερό: μάλλινος/πλεκτός ~. ~ κολύμβησης/του σκι. Σετ ~, γάντια, κασκόλ.|| ~ του σεφ. Χρυσός ~ (: βραβείο μαγειρικής). ● Υποκ.: σκουφάκι (το)

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.