Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • κράνο κρά-νο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ο μικρός, στρογγυλός, βαθυκόκκινος καρπός της κρανιάς που έχει γλυκόξινη γεύση: λικέρ από ~α. Βλ. βατόμουρο, βύσσινο, κούμαρο. [< μτγν. κράνον]
  • κράνος κρά-νος ουσ. (ουδ.): προστατευτικό, σχεδόν σφαιρικό, κάλυμμα της κεφαλής και συνήθ. του προσώπου από ανθεκτικό υλικό: ποδηλατικό/πυροσβεστικό/στρατιωτικό ~. ~ μοτοσικλετιστή. ~ ασφαλείας (: που φορούν συνήθ. εργάτες). Η χρήση ~ους σώζει ζωές. Πβ. κάσκα. Βλ. κουκούλα, μπαλακλάβα. [< αρχ. κράνος]
  • κρανοφόρος , ος, ο κρα-νο-φό-ρος επίθ. (λόγ.): που φορά κράνος: ~οι: αστυνομικοί.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ος: κεφαλή Αθηνάς/πολεμιστή.|| (ως ουσ.) Επίθεση από ~ους. Βλ. κουκουλοφόρος, -φόρος. [< γαλλ. casqué]

βατόμουρο

βατόμουρο βα-τό-μου-ρο ουσ. (ουδ.): ο μικρός, εδώδιμος, σκουρόχρωμος σφαιρικός καρπός της βατομουριάς: άγριο/μαύρο ~. Λικέρ/μαρμελάδα/σορμπέ/χυμός ~ου. Κόκκινο ~ (= σμέουρο, φραμπουάζ). Βλ. μούρο. ● ΣΥΜΠΛ.: χρυσό βατόμουρο: ΚΙΝΗΜ. ετήσιο βραβείο που απονέμεται στους συντελεστές των χειρότερων κινηματογραφικών ταινιών: ~ ηθοποιίας/σεναρίου/σκηνοθεσίας. Βλ. αντιβραβείο. ΣΥΝ. αντι-όσκαρ [< αμερικ. Golden Raspberry (award), 1981]

κουκούλα

κουκούλα κου-κού-λα ουσ. (θηλ.) 1. κάλυμμα του κεφαλιού ραμμένο στο πίσω και πάνω μέρος ενός ρούχου για προστασία κυρ. από τη βροχή και το κρύο: αποσπώμενη/ενσωματωμένη/ρυθμιζόμενη ~. ~ αδιάβροχου/μπουφάν. Μπλούζα/μπουρνούζι/φούτερ με ~. ~ με κορδόνι/με φερμουάρ/που διπλώνει μέσα στον γιακά. Βάζω/βγάζω την ~. Βλ. σκούφος.|| Στολή κατάδυσης με ~.|| Υπνόσακος με ~. 2. εφαρμοστό περίβλημα της κεφαλής και του προσώπου με ανοίγματα για τα μάτια, τη μύτη και το στόμα, το οποίο φοράει κάποιος για να μην αναγνωρίζεται, κυρ. κατά την τέλεση αξιόποινης πράξης: μάλλινη/μαύρη ~. Ληστές/τρομοκράτες με ~ες. Κρύβονται κάτω/πίσω από τις ~ες. Πβ. μπαλακλάβα.|| (παλαιότ.) Καταδότης/δήμιος με ~. 3. προστατευτικό κάλυμμα οχήματος ή σκάφους: πολυεστερική ~. (Αδιάβροχη) ~ αυτοκινήτου/μοτοσικλέτας. ~ πάρκινγκ. 4. (σε κάμπριο) πτυσσόμενη οροφή: ηλεκτρική/υφασμάτινη ~. Αναδίπλωση/άνοιγμα της ~ας. Ανεβάζω/κατεβάζω/μαζεύω/σηκώνω την ~. [< μεσν. κουκούλλα < λατ. cuculla]

κουκουλοφόρος

κουκουλοφόρος κου-κου-λο-φό-ρος ουσ. (αρσ.): αυτός που φοράει μαύρη συνήθ. κουκούλα, για να μην αναγνωρίζεται κατά τη διάπραξη αξιόποινης πράξης: ένοπλοι ~οι. Δράση/εισβολή/ομάδα ~ων. Απαγωγή/επεισόδια από ~ους.|| (ως επίθ.) ~οι: τρομοκράτες.|| (παλαιότ.) Οι ~οι της Κατοχής (= δωσίλογοι, καταδότες). Βλ. -φόρος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.