κρέας κρέ-ας ουσ. (ουδ.) {κρέ-ατος | -ατα, -άτων} 1. σάρκα σφαγμένου ζώου ως τροφή του ανθρώπου: αλεσμένο (= κιμάς)/άνοστο/άπαχο (βλ. φιλέτο)/άψητο/βιολογικό/βραστό/καπνιστό/κατεψυγμένο/κοκκινιστό/κρύο (βλ. πατέ)/λιπαρό/μισοψημένο (βλ. σενιάν)/νωπό/σιτεμένο/σκληρό/τηγανητό (βλ. κεφτές)/τρυφερό/φρέσκο/ψητό/ωμό ~. Άσπρο (: από πουλερικά, χοιρινό, κουνέλι ή ψάρι)/κόκκινο (: αρνίσιο, βοδινό, κατσικίσιο, μοσχαρίσιο, πρόβειο)/μαύρο (βλ. κυνήγι) ~. Βιομηχανία/εμπόριο/ζωμός/τεχνολογία ~ατος. Εισαγόμενα/επεξεργασμένα (βλ. αλλαντικά)/κονσερβοποιημένα/ντόπια ~ατα. (ΜΑΓΕΙΡ.) Βράζω/μαρινάρω/ψήνω (το) ~. ~ με πατάτες. ~ στα κάρβουνα/στην κατσαρόλα/στο φούρνο. Μαλακό ~ χωρίς κόκαλο (βλ. ψαχνό). ~ γαρνιρισμένο με λαχανικά. Η θρεπτική αξία του ~ατος. Κατασχέθηκαν ακατάλληλα/αλλοιωμένα/σάπια ~ατα. Βλ. σφάγιο.2. (προφ.) το σύνολο των μυών και του λίπους του ανθρώπινου σώματος: πλαδαρό/σφιχτό ~. Δεν έχει/βάζει/πιάνει ~ πάνω του (= είναι αδύνατος). ● Υποκ.: κρεατάκι (το) ● ΦΡ.: ένα μάτσο κρέας & (σπάν.) σκέτο κρέας (προφ.): για άνθρωπο παχύ και νωθρό και κατ' επέκτ. χωρίς αισθήματα. Πβ. λαπάς., το φτηνό το κρέας το τρώνε οι σκύλοι (παροιμ.): για κάτι που είναι κατώτερης ποιότητας και επομένως άχρηστο., του έκανε τα μούτρα/τη μούρη κρέας (προφ.) 1. (συνήθ. ειρων.) τον ντρόπιασε. Πβ. εξευτελίζω, θίγω, προσβάλλω.2. τον χτύπησε άγρια: (απειλητ.) Θα σου κάνω ~ ~ (= θα σε σπάσω/μαυρίσω στο ξύλο)!, βαφτίζει το κρέας ψάρι βλ. βαφτίζω, είναι νύχι-κρέας/σαν το νύχι με το κρέας βλ. νύχι [< αρχ. κρέας]
βαφτίζω
βαφτίζω βα-φτί-ζω ρ. (μτβ.) {βάφτι-σα, βαφτί-στηκα (λόγ.) -σθηκα, -σμένος, βαφτίζ-οντας} & (λόγ.) βαπτίζω 1. ΕΚΚΛΗΣ. εντάσσω κάποιον στους κόλπους της Εκκλησίας με το μυστήριο της βάπτισης: ~ ένα παιδί (= γίνομαι νονός ή νονά). ~σαν τον γιο/την κόρη τους. ~σμένος Χριστιανός Ορθόδοξος. Το μωρό δεν είναι ακόμα ~σμένο (= αβάφτιστο).2. ονοματοδοτώ κατά το μυστήριο της βάφτισης: Την ~ησαν Ιωάννα (= την έβγαλαν, την ονόμασαν).3. (κατ' επέκτ.) δίνω σε κάποιον ή κάτι όνομα ή του αποδίδω ιδιότητα: ~σαν το σκυλάκι τους Τζακ. ~στηκε το ταχύτερο πλοίο του κόσμου.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ουν θύματα τους θύτες. Εισάγουν ξένα προϊόντα και τα ~ουν ελληνικά. Πβ. αποκαλώ, ονομάζω, προσαγορεύω.4. (σπάν.-λόγ.) εμβαπτίζω: Σε αραιό διάλυμα κασσίτερου ~εται μπρούτζινο σκεύος. ● ΦΡ.: βαφτίζει το κρέας ψάρι (μτφ.): παραποιεί την πραγματικότητα: Πρόκειται για σκάνδαλο κι ας βαφτίζουν μερικοί ~ ~. Βλ. κάνω τα πικρά γλυκά., τρελός παπάς σε/τον βάφτισε: για παράλογη συμπεριφορά., ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης [< μτγν. βαπτίζω]
νύχι
νύχι νύ-χι ουσ. (ουδ.) {νυχ-ιού | -ιών} 1. καθεμία από τις σκληρές, κεράτινες προστατευτικές πλάκες που αναπτύσσονται στο άκρο κάθε δαχτύλου των χεριών και των ποδιών του ανθρώπου: η ρίζα του ~ιού. Βαμμένα (βλ. ασετόν, μανό)/βρόμικα/εύθραυστα/καθαρά/κίτρινα/κομμένα/μακριά/σπασμένα/τετραγωνισμένα/τεχνητά/φαγωμένα ~ια. Λίμα/περιποίηση/σκληρυντικό/ψαλιδάκι ~ιών (βλ. μανικιούρ, πεντικιούρ). Λευκά στίγματα/μύκητες στα ~ια. Ξύνω με το ~ μου. Τρώει τα ~ια του (βλ. ονυχοφαγία). ΣΥΝ. όνυχας1 (1) 2. καθένα από τα αντίστοιχα μυτερά και γαμψά κεράτινα περιβλήματα των ποδιών στα πτηνά και ορισμένα θηλαστικά· χηλή, οπλή: Η γάτα γδέρνει τον καναπέ με τα ~ια της. Ο αετός άρπαξε τον λαγό με τα δυνατά του ~ια.|| (μτφ.) Τα ~ια της εξουσίας (βλ. σαγόνι).3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει αντίστοιχο σχήμα: το ~ της άγκυρας/ζάντας. ● Μεγεθ.: νυχάρα (η) ● ΦΡ.: (πατώ/περπατώ) στα νύχια (των ποδιών): προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο (για να μη με αντιληφθούν). Πβ. στις μύτες (των ποδιών)., είναι νύχι-κρέας/σαν το νύχι με το κρέας (προφ.): για πρόσωπα που έχουν πολύ στενή σχέση ή για καταστάσεις που συνδέονται άμεσα: Είναι συνέχεια μαζί, σαν το ~ ~. Πβ. κώλος και βρακί, φηλί-κλειδί.|| Οικονομική κρίση και ανεργία είναι ~ ~., με νύχια και με δόντια (μτφ.): με όλες μου τις δυνάμεις, με πάθος: Αγωνίστηκαν/αμύνθηκαν/αντιστάθηκαν/πάλεψαν ~ ~., όποιος δεν έχει νύχια να ξυστεί ... & αλίμονο σ' αυτόν που δεν έχει νύχια να ξυστεί (παροιμ.): αλίμονο σε αυτόν που δεν μπορεί να στηριχτεί στις δυνάμεις του., στα/από τα νύχια κάποιου (μτφ.): στην/από την παγίδα: Έπεσε στα ~ εκβιαστών/εμπόρων του λευκού θανάτου.|| Γλίτωσε/ξέφυγε από τα ~ του., τρώει τα νύχια του για καβγά & (σπάν.) ξύνει τα νύχια του για καβγά (παροιμ.): ψάχνει να βρει αφορμή να τσακωθεί, είναι οξύθυμος., ακονίζουν τα μαχαίρια βλ. ακονίζω, από την κορυφή ως τα νύχια βλ. κορυφή, δείχνει τα δόντια/τα νύχια (του) βλ. δόντι, θα/να μυρίσω τα δάχτυλά μου/τα νύχια μου; βλ. μυρίζω ● βλ. νυχάκι [< μεσν. νύχι(ν), γαλλ. ongle, αγγλ. nail]
σφάγιο
σφάγιο σφά-γι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου | συνηθέστ. στον πληθ.} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ζώο που έχει σφαγεί ή πρόκειται να σφαγεί με σκοπό την κατανάλωσή του: Βάρος/ποιότητα/σφραγίδα/τεμαχισμός/τμήματα ~ου. Χοιρινό ~ τύπου καρέ. Πβ. σφαχτάρι.2. ΑΡΧ. ζώο που προσφέρεται σε ζωοθυσία. [< 2: αρχ. σφάγιον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.