Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κρέας κρέ-ας ουσ. (ουδ.) {κρέ-ατος | -ατα, -άτων} 1. σάρκα σφαγμένου ζώου ως τροφή του ανθρώπου: αλεσμένο (= κιμάς)/άνοστο/άπαχο (βλ. φιλέτο)/άψητο/βιολογικό/βραστό/καπνιστό/κατεψυγμένο/κοκκινιστό/κρύο (βλ. πατέ)/λιπαρό/μισοψημένο (βλ. σενιάν)/νωπό/σιτεμένο/σκληρό/τηγανητό (βλ. κεφτές)/τρυφερό/φρέσκο/ψητό/ωμό ~. Άσπρο (: από πουλερικά, χοιρινό, κουνέλι ή ψάρι)/κόκκινο (: αρνίσιο, βοδινό, κατσικίσιο, μοσχαρίσιο, πρόβειο)/μαύρο (βλ. κυνήγι) ~. Βιομηχανία/εμπόριο/ζωμός/τεχνολογία ~ατος. Εισαγόμενα/επεξεργασμένα (βλ. αλλαντικά)/κονσερβοποιημένα/ντόπια ~ατα. (ΜΑΓΕΙΡ.) Βράζω/μαρινάρω/ψήνω (το) ~. ~ με πατάτες. ~ στα κάρβουνα/στην κατσαρόλα/στο φούρνο. Μαλακό ~ χωρίς κόκαλο (βλ. ψαχνό). ~ γαρνιρισμένο με λαχανικά. Η θρεπτική αξία του ~ατος. Κατασχέθηκαν ακατάλληλα/αλλοιωμένα/σάπια ~ατα. Βλ. σφάγιο. 2. (προφ.) το σύνολο των μυών και του λίπους του ανθρώπινου σώματος: πλαδαρό/σφιχτό ~. Δεν έχει/βάζει/πιάνει ~ πάνω του (= είναι αδύνατος). ● Υποκ.: κρεατάκι (το) ● ΦΡ.: ένα μάτσο κρέας & (σπάν.) σκέτο κρέας (προφ.): για άνθρωπο παχύ και νωθρό και κατ' επέκτ. χωρίς αισθήματα. Πβ. λαπάς., το φτηνό το κρέας το τρώνε οι σκύλοι (παροιμ.): για κάτι που είναι κατώτερης ποιότητας και επομένως άχρηστο., του έκανε τα μούτρα/τη μούρη κρέας (προφ.) 1. (συνήθ. ειρων.) τον ντρόπιασε. Πβ. εξευτελίζω, θίγω, προσβάλλω. 2. τον χτύπησε άγρια: (απειλητ.) Θα σου κάνω ~ ~ (= θα σε σπάσω/μαυρίσω στο ξύλο)!, βαφτίζει το κρέας ψάρι βλ. βαφτίζω, είναι νύχι-κρέας/σαν το νύχι με το κρέας βλ. νύχι [< αρχ. κρέας]

βαφτίζω

βαφτίζω βα-φτί-ζω ρ. (μτβ.) {βάφτι-σα, βαφτί-στηκα (λόγ.) -σθηκα, -σμένος, βαφτίζ-οντας} & (λόγ.) βαπτίζω 1. ΕΚΚΛΗΣ. εντάσσω κάποιον στους κόλπους της Εκκλησίας με το μυστήριο της βάπτισης: ~ ένα παιδί (= γίνομαι νονός ή νονά). ~σαν τον γιο/την κόρη τους. ~σμένος Χριστιανός Ορθόδοξος. Το μωρό δεν είναι ακόμα ~σμένο (= αβάφτιστο). 2. ονοματοδοτώ κατά το μυστήριο της βάφτισης: Την ~ησαν Ιωάννα (= την έβγαλαν, την ονόμασαν). 3. (κατ' επέκτ.) δίνω σε κάποιον ή κάτι όνομα ή του αποδίδω ιδιότητα: ~σαν το σκυλάκι τους Τζακ. ~στηκε το ταχύτερο πλοίο του κόσμου.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ουν θύματα τους θύτες. Εισάγουν ξένα προϊόντα και τα ~ουν ελληνικά. Πβ. αποκαλώ, ονομάζω, προσαγορεύω. 4. (σπάν.-λόγ.) εμβαπτίζω: Σε αραιό διάλυμα κασσίτερου ~εται μπρούτζινο σκεύος. ● ΦΡ.: βαφτίζει το κρέας ψάρι (μτφ.): παραποιεί την πραγματικότητα: Πρόκειται για σκάνδαλο κι ας βαφτίζουν μερικοί ~ ~. Βλ. κάνω τα πικρά γλυκά., τρελός παπάς σε/τον βάφτισε: για παράλογη συμπεριφορά., ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης [< μτγν. βαπτίζω]

νύχι

νύχι νύ-χι ουσ. (ουδ.) {νυχ-ιού | -ιών} 1. καθεμία από τις σκληρές, κεράτινες προστατευτικές πλάκες που αναπτύσσονται στο άκρο κάθε δαχτύλου των χεριών και των ποδιών του ανθρώπου: η ρίζα του ~ιού. Βαμμένα (βλ. ασετόν, μανό)/βρόμικα/εύθραυστα/καθαρά/κίτρινα/κομμένα/μακριά/σπασμένα/τετραγωνισμένα/τεχνητά/φαγωμένα ~ια. Λίμα/περιποίηση/σκληρυντικό/ψαλιδάκι ~ιών (βλ. μανικιούρ, πεντικιούρ). Λευκά στίγματα/μύκητες στα ~ια. Ξύνω με το ~ μου. Τρώει τα ~ια του (βλ. ονυχοφαγία). ΣΥΝ. όνυχας1 (1) 2. καθένα από τα αντίστοιχα μυτερά και γαμψά κεράτινα περιβλήματα των ποδιών στα πτηνά και ορισμένα θηλαστικά· χηλή, οπλή: Η γάτα γδέρνει τον καναπέ με τα ~ια της. Ο αετός άρπαξε τον λαγό με τα δυνατά του ~ια.|| (μτφ.) Τα ~ια της εξουσίας (βλ. σαγόνι). 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει αντίστοιχο σχήμα: το ~ της άγκυρας/ζάντας. ● Μεγεθ.: νυχάρα (η) ● ΦΡ.: (πατώ/περπατώ) στα νύχια (των ποδιών): προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο (για να μη με αντιληφθούν). Πβ. στις μύτες (των ποδιών)., είναι νύχι-κρέας/σαν το νύχι με το κρέας (προφ.): για πρόσωπα που έχουν πολύ στενή σχέση ή για καταστάσεις που συνδέονται άμεσα: Είναι συνέχεια μαζί, σαν το ~ ~. Πβ. κώλος και βρακί, φηλί-κλειδί.|| Οικονομική κρίση και ανεργία είναι ~ ~., με νύχια και με δόντια (μτφ.): με όλες μου τις δυνάμεις, με πάθος: Αγωνίστηκαν/αμύνθηκαν/αντιστάθηκαν/πάλεψαν ~ ~., όποιος δεν έχει νύχια να ξυστεί ... & αλίμονο σ' αυτόν που δεν έχει νύχια να ξυστεί (παροιμ.): αλίμονο σε αυτόν που δεν μπορεί να στηριχτεί στις δυνάμεις του., στα/από τα νύχια κάποιου (μτφ.): στην/από την παγίδα: Έπεσε στα ~ εκβιαστών/εμπόρων του λευκού θανάτου.|| Γλίτωσε/ξέφυγε από τα ~ του., τρώει τα νύχια του για καβγά & (σπάν.) ξύνει τα νύχια του για καβγά (παροιμ.): ψάχνει να βρει αφορμή να τσακωθεί, είναι οξύθυμος., ακονίζουν τα μαχαίρια βλ. ακονίζω, από την κορυφή ως τα νύχια βλ. κορυφή, δείχνει τα δόντια/τα νύχια (του) βλ. δόντι, θα/να μυρίσω τα δάχτυλά μου/τα νύχια μου; βλ. μυρίζω ● βλ. νυχάκι [< μεσν. νύχι(ν), γαλλ. ongle, αγγλ. nail]

σφάγιο

σφάγιο σφά-γι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου | συνηθέστ. στον πληθ.} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ζώο που έχει σφαγεί ή πρόκειται να σφαγεί με σκοπό την κατανάλωσή του: Βάρος/ποιότητα/σφραγίδα/τεμαχισμός/τμήματα ~ου. Χοιρινό ~ τύπου καρέ. Πβ. σφαχτάρι. 2. ΑΡΧ. ζώο που προσφέρεται σε ζωοθυσία. [< 2: αρχ. σφάγιον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.