κρίνος κρί-νος ουσ. (αρσ.) & κρίνο (το): ΒΟΤ. ποώδες καλλωπιστικό φυτό (οικογ. Liliaceae, γένος Lilium) με βολβό και αρωματικά άνθη σε σχήμα χωνιού: λευκός ~. ~ της άμμου/της θάλασσας/της Παναγίας. Βλ. αγάπανθος, αλστρομέρια, ίριδα, μενεξές, υάκινθος. ΣΥΝ. λίλιο ● Υποκ.: κρινάκι (το) ● ΦΡ.: με τον κρίνο & μύρισε τον κρίνο (ειρων.): (για γυναίκα που είναι ή επιθυμεί να μείνει έγκυος) χωρίς σεξουαλική επαφή: Και πώς το έκανε το παιδί; ~ ~; [< αρχ. κρίνον (τό)]
αγάπανθος
αγάπανθος [ἀγάπανθος] α-γά-παν-θος ουσ. (αρσ.) & κρίνος του Νείλου & αφρικανικός κρίνος: ΒΟΤ. εξωτικό ποώδες φυτό (οικογ. Amaryllis, γένος Agapanthus, κυρ.το είδος Ag. africanus) με σκούρα πράσινα μακριά φύλλα και πολυάριθμα μπλε, βυσσινί ή άσπρα μικρά άνθη, γνωστό κυρ. ως καλλωπιστικό. [< αγγλ. agapanthus, περ. 1789, γαλλ. agapanthe, 1812 < νεολατ. agapanthus < ἀγάπη + ἄνθος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.