Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κρίνος κρί-νος ουσ. (αρσ.) & κρίνο (το): ΒΟΤ. ποώδες καλλωπιστικό φυτό (οικογ. Liliaceae, γένος Lilium) με βολβό και αρωματικά άνθη σε σχήμα χωνιού: λευκός ~. ~ της άμμου/της θάλασσας/της Παναγίας. Βλ. αγάπανθος, αλστρομέρια, ίριδα, μενεξές, υάκινθος. ΣΥΝ. λίλιο ● Υποκ.: κρινάκι (το) ● ΦΡ.: με τον κρίνο & μύρισε τον κρίνο (ειρων.): (για γυναίκα που είναι ή επιθυμεί να μείνει έγκυος) χωρίς σεξουαλική επαφή: Και πώς το έκανε το παιδί; ~ ~; [< αρχ. κρίνον (τό)]

αγάπανθος

αγάπανθος [ἀγάπανθος] α-γά-παν-θος ουσ. (αρσ.) & κρίνος του Νείλου & αφρικανικός κρίνος: ΒΟΤ. εξωτικό ποώδες φυτό (οικογ. Amaryllis, γένος Agapanthus, κυρ.το είδος Ag. africanus) με σκούρα πράσινα μακριά φύλλα και πολυάριθμα μπλε, βυσσινί ή άσπρα μικρά άνθη, γνωστό κυρ. ως καλλωπιστικό. [< αγγλ. agapanthus, περ. 1789, γαλλ. agapanthe, 1812 < νεολατ. agapanthus < ἀγάπη + ἄνθος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.