Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κραγιόν κρα-γιόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. καλλυντικό, κυρ. σε μορφή στικ ή υγρή σε σωληνάριο με πινέλο, για το βάψιμο των χειλιών· συνεκδ. σημάδι, λεκές από το προϊόν αυτό: έντονο/ενυδατικό/κόκκινο/λαμπερό/ματ/ροζ ~. Μολύβι-~. Βάζω/φοράω ~. Βγάζω/διορθώνω το ~. Περίγραμμα που σταθεροποιεί το ~. Πβ. κοκκινάδι, λιπ γκλος. Βλ. ρουζ, σκιά.|| Ίχνη από ~ στο ποτήρι. 2. κραγιόνι: ~ για ζωγραφική σε ύφασμα. ● Υποκ.: κραγιονάκι (το) [< γαλλ. crayon]
  • κραγιόνι κρα-γιό-νι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.): κηρομπογιά: χρωματιστά ~ια. Πβ. παστέλ. ΣΥΝ. κραγιόν (2)

ρουζ

ρουζουσ. (ουδ.) {άκλ.}: καλλυντικό για ροδαλό χρώμα κυρ. στα μάγουλα: απαλό/σκουρόχρωμο ~. Αποχρώσεις ~. ~ τερακότα. ~ σε μορφή κρέμας/σκόνης. Απλώνω/βάζω/φορώ ~. Πβ. κοκκινάδι. Βλ. κραγιόν, πούδρα, σκιά. [< γαλλ. rouge]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.