Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κρασοκανάτα κρα-σο-κα-νά-τα ουσ. (θηλ.) 1. (χιουμορ.) για κάποιον που πίνει πολύ κρασί: Είναι γερή/μεγάλη ~ (= γερό ποτήρι). Πβ. μεθύστακας, μπεκρής, μπεκρούλιακας, οινοπότης. ΣΥΝ. κρασοπατέρας, μπεκροκανάτας, μπεκροκανάτα 2. (λαϊκό-παρωχ.) κανάτα για κρασί. Βλ. οινοχόη.

οινοχόη

οινοχόη [οἰνοχόη] οι-νο-χό-η ουσ. (θηλ.): ΑΡΧΑΙΟΛ. αγγείο με κάθετη λαβή για την άντληση κρασιού από τους κρατήρες και το σερβίρισμά του σε ποτήρια: αττική/γεωμετρική/ερυθρόμορφη/κεραμική/μελανόμορφη/πήλινη/χάλκινη ~. Πβ. κύαθος. Βλ. κάνθαρος, (πρό)χους. [< αρχ. οἰνοχόη]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.