κρεμάλα κρε-μά-λα ουσ. (θηλ.) 1. όργανο θανατικών εκτελέσεων που έχει σχήμα ορθής γωνίας, από την άκρη της οποίας κρέμεται σχοινί με θηλιά· συνεκδ. απαγχονισμός: η ποινή της ~ας. Γλίτωσε την ~. Οδηγήθηκε στην ~ (: καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό). Πβ. αγχόνη.2. παιχνίδι στο οποίο ο ένας παίκτης γράφει το πρώτο και το τελευταίο γράμμα μιας λέξης και ο άλλος μαντεύει τα υπόλοιπα που έχουν αντικατασταθεί από παύλες, ενώ για κάθε λάθος ζωγραφίζεται σταδιακά ένα ανθρωπάκι κρεμασμένο σε αγχόνη. 3. (μτφ.-χιουμορ.) γάμος. ΣΥΝ. κρέμασμα (4) ● ΦΡ.: είναι για/θέλει κρεμάλα (μτφ.-προφ.): (για υπεύθυνο, ένοχο) πρέπει να τιμωρηθεί πολύ αυστηρά. ΣΥΝ. είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο, στέλνω κάποιον στο απόσπασμα/στην κρεμάλα βλ. στέλνω
στέλνω
στέλνω στέλ-νω ρ. (μτβ.) {έστειλ-α, στείλω, στάλ-θηκε (λόγ. εστάλη/εστάλησαν), -θεί (λόγ.) σταλεί, (λόγ. μτχ.) σταλ-θείς, -θείσα, -θέν, -μένος, στέλν-οντας} 1. φροντίζω ώστε να μεταφερθεί κάτι στον προορισμό του ή να φτάσει κάπου: ~ αίτηση/αναφορά/δεδομένα (με υπολογιστή)/έγγραφο/εγκύκλιο στα σχολεία/βιογραφικό/(ανθρωπιστική) βοήθεια/γράμμα/δώρο/ειδοποίηση/εμπόρευμα/εντολή (στον υπολογιστή)/εξώδικο/επιστολή/επιταγή/ιμέιλ/κάρτα/λουλούδια/πληροφορίες/προκήρυξη σε εφημερίδα/πρόσκληση/στοιχεία/συνάλλαγμα/φαξ/φωτογραφία/χρήματα. ~ δέμα αεροπορικώς/διά θαλάσσης/με αντικαταβολή/οδικώς/σιδηροδρομικώς/ταχυδρομικώς (πβ. αποστέλλω). ~ έκκληση/ευχές/τελεσίγραφο/χαιρετίσματα/(αγωνιστικούς) χαιρετισμούς. Μου ~ε ένα φιλάκι. ~ δείγμα για εξέταση/επεξεργασία. ~ κάτι απευθείας/προς ποικίλες κατευθύνσεις. ~θέντα (= απεσταλμένα) μηνύματα (μέσω κινητού). Δοκιμασία ~μένη απ' τον Θεό.|| Η αντλία ~ει καύσιμο στον κύλινδρο (πβ. διοχετεύω). ~ε την μπάλα στα δίχτυα (πβ. κατευθύνω, οδηγώ). Ο πληθωρισμός ~ει τις τιμές στα ύψη. ~ το παλτό για καθάρισμα.|| ~ σήμα/ΣΟΣ. Ο ήλιος ~ει το φως στη Γη. Πβ. (εκ)πέμπω. ΑΝΤ. λαμβάνω (1) 2. ενεργώ έτσι, ώστε να πάει κάποιος κάπου ή να βρεθεί σε μια κατάσταση: (Μια χώρα) ~ει αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ/εκπροσώπους στη διάσκεψη/ειρηνευτική δύναμη (/εκστρατευτικό σώμα/παρατηρητές/στρατεύματα/στρατό) στο πεδίο της μάχης/στρατιώτες στον πόλεμο. ~ τα παιδιά για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό/για ύπνο/για ψώνια/διακοπές/κατασκήνωση/σε δημόσιο ή σε ιδιωτικό σχολείο/ταξίδι. ~ πελατεία στο μαγαζί/τουρίστες στα νησιά. Με ~αν πίσω/σε αυτή τη διεύθυνση. ~ κάποιον στον ανακριτή/στον διευθυντή (πβ. παραπέμπω)/στο εδώλιο/στον εισαγγελέα/εξορία/(στη) φυλακή. Ο γιατρός τον ~ε να κάνει μια σειρά εξετάσεων. (για πολιτικό ή κόμμα) Η ψήφος του λαού θα μας στείλει στη Βουλή. Τον γρονθοκόπησε και τον ~ε στο νοσοκομείο. Βλ. διαολο~. ● ΦΡ.: με στέλνει/με έστειλε1. (αργκό) για κάποιον ή κάτι που με αφήνει άφωνο, έκπληκτο: Τώρα, μεγάλε, με έστειλες μ' αυτό που είπες! ΣΥΝ. καραφλιάζω (1), κουφαίνω (2) 2. (οικ.) για κάποιον ή κάτι που με ξετρελαίνει: Τα λαϊκά τραγούδια με στέλνουν!, στέλνω κάποιον σπίτι του (προφ.): τον διώχνω, τον απολύω: Τον θεώρησαν υπεύθυνο και τον έστειλαν ~ ~. Πβ. αποπέμπω., στέλνω κάποιον στο απόσπασμα/στην κρεμάλα & στην καρμανιόλα: για εκτέλεση: Το καθεστώς έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα χιλιάδες αντιφρονούντες.|| (μτφ.) Έστειλαν στο απόσπασμα (πβ. κατάργησαν) τα δικαιώματα των εργαζομένων., στέλνω/οδηγώ κάποιον στον άλλο κόσμο/στον τάφο/στα θυμαράκια (προφ.): τον σκοτώνω: Έχει στείλει πολύ κόσμο ~ ~. Θα με στείλεις ~ ~ με αυτά που κάνεις!, θα με στείλει/θα με κλείσει στο Δαφνί/στο Δρομοκαΐτειο βλ. Δαφνί, οδηγώ/πηγαίνω/σέρνω/στέλνω/τραβάω/τρέχω (κάποιον) στο δικαστήριο/στα δικαστήρια βλ. δικαστήριο, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, στέλνω κάποιον αδιάβαστο βλ. αδιάβαστος, στέλνω κάποιον για βρούβες βλ. βρούβα, στέλνω κάποιον στον διά(β)ολο/στον αγύριστο/από εκεί που ήρθε βλ. διάβολος, στέλνω το(ν) λογαριασμό βλ. λογαριασμός, τον έστειλε για τσάι βλ. τσάι [< μεσν. στέλνω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.