Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κρεμμυδίλα κρεμ-μυ-δί-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): δυσάρεστη οσμή από κρεμμύδι: Μυρίζει ~. Βλ. σκορδίλα, -ίλα.

σκορδίλα

σκορδίλα σκορ-δί-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): ανυπόφορη μυρωδιά σκόρδου. Βλ. -ίλα, κρεμμυδίλα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.