Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κρεμμύδι κρεμ-μύ-δι ουσ. (ουδ.) {κρεμμυδ-ιού | -ιών} & (λαϊκό) κρομμύδι: ΒΟΤ. διετές ποώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Allium cepa), λαχανικό συγγενικό με το σκόρδο, με βολβό και φύλλα που τρώγονται και έχουν χαρακτηριστική καυτερή γεύση· (συνήθ. συνεκδ.) ο βολβός του: κίτρινο/κόκκινο/λευκό ~. Ξερά/φρέσκα/χλωρά ~ια. Γλυκά/σοταρισμένα/τηγανητά/ψητά/ωμά ~ια. Καθαρίζω/τσιγαρίζω/(ψιλο)κόβω (τα) ~ια. Φέτες ~ιού. Δαχτυλίδια/ροδέλες ~ιών (= κρεμμυδοροδέλες). Γύρος/σουβλάκι/χωριάτικη σαλάτα με/χωρίς ~. Βλ. ασκαλώνιο, γεώφυτα, κοκκάρι, στιφάδο. ● Υποκ.: κρεμμυδάκι (το) ● Μεγεθ.: κρεμμύδα (η) ● ΦΡ.: (ντυμένος) σαν κρεμμύδι (προφ.): που φορά πολλά και βαριά ρούχα, το ένα πάνω στο άλλο., κάνω κάποιον με τα κρεμμυδάκια (προφ.) ΣΥΝ. κάνω κάποιον κιμά 1. του ασκώ σκληρή κριτική ή έλεγχο, τον κατατροπώνω. Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο. 2. τον δέρνω άγρια. Πβ. ξυλοκοπώ. ΣΥΝ. κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο), μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, σκόρδο ο ένας, κρεμμύδι ο άλλος βλ. σκόρδο [< μεσν. κρεμμύδι(ν)]
  • κρεμμυδίλα κρεμ-μυ-δί-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): δυσάρεστη οσμή από κρεμμύδι: Μυρίζει ~. Βλ. σκορδίλα, -ίλα.

ασκαλώνιο

ασκαλώνιο[ἀσκαλώνιο] α-σκα-λώ-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. μικρό κρεμμύδι (επιστ. ονομασ. Allium Ascalonicum). ΣΥΝ. εσαλότ. [< μτγν. ἀσκαλώνιον (κρόμμυον) ‘που προέρχεται από την Ασκάλωνα, πόλη της νότιας Παλαιστίνης’]

κύμινο

κύμινοκύ-μι-νο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. μικρό, ετήσιο ποώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Cuminum cyminum) με λευκά ή ρόδινα άνθη και έντονο άρωμα· κυρ. συνεκδ. το μπαχαρικό που προέρχεται από τους σπόρους του: τριμμένο ~ (= ~ σε σκόνη). Σουτζουκάκια με ~. Βλ. κάρι, τσίλι. ● ΦΡ.: μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι (μτφ.-προφ.): αμέσως, πολύ γρήγορα: Θα έχω τελειώσει ~ ~! ΣΥΝ. στη στιγμή, στο άψε σβήσε, στο τάκα-τάκα, ώσπου να πεις αμήν [< αρχ. κύμινον, γαλλ.-αγγλ. cumin]

σκορδίλα

σκορδίλασκορ-δί-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): ανυπόφορη μυρωδιά σκόρδου. Βλ. -ίλα, κρεμμυδίλα.

σκόρδο

σκόρδο

σκόρ-δο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. φυτό με επίπεδα, λεία φύλλα και αποξηραμένο βολβό (επιστ. ονομασ. Allium sativum), ο οποίος αποτελείται από μικρές σκελίδες, έχει καυστική γεύση και έντονη μυρωδιά: άγριο/φρέσκο/χλωρό/ψιλοκομμένο ~. Κόβω/σοτάρω το ~. Ένα κεφάλι ~. Πολτός ~ου. Η ανάσα του μυρίζει ~. Βλ. λαχανικά. ● Υποκ.: σκορδάκι (το): 1. μικρό σκόρδο. 2. παιδικό πυροτέχνημα. ● ΦΡ.: σκόρδο ο ένας, κρεμμύδι ο άλλος (προφ.): για να δηλωθεί έντονη διαφωνία μεταξύ δύο ανθρώπων., φτου σκόρδα/σκόρδο! & σκόρδα στα μάτια σου (προφ.): ως έκφραση για αποτροπή του ματιάσματος: ~ ~, να μην τη ματιάσω. [< μτγν. σκόρδον, μεσν. σκόρδο < αρχ. σκόροδον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.