ασκαλώνιο[ἀσκαλώνιο] α-σκα-λώ-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. μικρό κρεμμύδι (επιστ. ονομασ. Allium Ascalonicum). ΣΥΝ. εσαλότ. [< μτγν. ἀσκαλώνιον (κρόμμυον) ‘που προέρχεται από την Ασκάλωνα, πόλη της νότιας Παλαιστίνης’]
κύμινο
κύμινοκύ-μι-νο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. μικρό, ετήσιο ποώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Cuminum cyminum) με λευκά ή ρόδινα άνθη και έντονο άρωμα· κυρ. συνεκδ. το μπαχαρικό που προέρχεται από τους σπόρους του: τριμμένο ~ (= ~ σε σκόνη). Σουτζουκάκια με ~. Βλ. κάρι, τσίλι. ● ΦΡ.: μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι (μτφ.-προφ.): αμέσως, πολύ γρήγορα: Θα έχω τελειώσει ~ ~! ΣΥΝ. στη στιγμή, στο άψε σβήσε, στο τάκα-τάκα, ώσπου να πεις αμήν [< αρχ. κύμινον, γαλλ.-αγγλ. cumin]
σκόρ-δο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. φυτό με επίπεδα, λεία φύλλα και αποξηραμένο βολβό (επιστ. ονομασ. Allium sativum), ο οποίος αποτελείται από μικρές σκελίδες, έχει καυστική γεύση και έντονη μυρωδιά: άγριο/φρέσκο/χλωρό/ψιλοκομμένο ~. Κόβω/σοτάρω το ~. Ένα κεφάλι ~. Πολτός ~ου. Η ανάσα του μυρίζει ~. Βλ. λαχανικά. ● Υποκ.: σκορδάκι (το):1. μικρό σκόρδο. 2. παιδικό πυροτέχνημα. ● ΦΡ.: σκόρδο ο ένας, κρεμμύδι ο άλλος (προφ.): για να δηλωθεί έντονη διαφωνία μεταξύ δύο ανθρώπων., φτου σκόρδα/σκόρδο! & σκόρδα στα μάτια σου (προφ.): ως έκφραση για αποτροπή του ματιάσματος: ~ ~, να μην τη ματιάσω. [< μτγν. σκόρδον, μεσν. σκόρδο < αρχ. σκόροδον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.