Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κρημνός κρη-μνός ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ. σύνθετo τμήμα ιστών (κυρ. του δέρματος) που μετατίθεται με χειρουργική επέμβαση από μια περιοχή του σώματος σε μια άλλη γειτονική. 2. γκρεμός· κυρ. στη ● ΦΡ.: κατά κρημνών (λόγ.): προς την καταστροφή: Η επιχείρηση/οικονομία βαίνει/πάει ~ ~. Πβ. κατά δια(β)όλου. [< 1: γαλλ. lambeau 2: αρχ. κρημνός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.