Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κρυψώνα κρυ-ψώ-να ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) κρυψώνας (ο): μέρος κατάλληλο για να κρυφτεί κάποιος (συνήθ. όταν καταδιώκεται ή κινδυνεύει) ή να κρύψει κάτι: ασφαλής/μυστική/υπόγεια/φυσική ~. Ανακάλυψη της ~ας (από την Αστυνομία). Το ζώο βγήκε από την ~ του. Πβ. άντρο, καταπακτή, κρησφύγετο, κρύπτη, λημέρι. Βλ. καταφύγιο.

καταφύγιο

καταφύγιο κα-τα-φύ-γι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} 1. μέρος όπου καταφεύγει κάποιος, για να προστατευτεί από κίνδυνο ή κακοκαιρία: Βρήκε/(ανα)ζήτησε ~ κάτω από ένα δέντρο. Έψαχναν για ~.|| Ορειβατικό/ορεινό ~ (: μικρό οίκημα στο βουνό για διανυκτέρευση ή προσωρινή διαμονή κυρ. των ορειβατών). Πβ. κατάλυμα. || Αλιευτικό ~. 2. ΣΤΡΑΤ. υπόγειος χώρος ειδικά διαμορφωμένος για την ασφάλεια στρατιωτών ή αμάχων από βομβαρδισμούς: αντιαεροπορικό/πυρηνικό ~. Μόλις ήχησαν οι σειρήνες, έτρεξαν/κατέβηκαν στα ~α. 3. (μτφ.) πρόσωπο ή χώρος στο(ν) οποίο βρίσκει κάποιος προστασία ή/και ανακούφιση από τα προβλήματά του: Η οικογένεια είναι το ~ό του (= απάγκιο, αποκούμπι, λιμάνι, στήριγμα).|| (για μέρος:) Έχει βρει ασφαλές/ήσυχο ~ σ' ένα σπιτάκι στην εξοχή (πβ. όαση, φωλιά). Βλ. άσυλο.|| (κατ' επέκτ.) Η δικαιοσύνη ως έσχατο ~. Πβ. καταφυγή. ● ΣΥΜΠΛ.: καταφύγιο άγριας ζωής/θηραμάτων: ΟΙΚΟΛ. περιοχή όπου απαγορεύεται το κυνήγι και επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες για την ασφαλή διαβίωση και αναπαραγωγή θηραματικών ειδών. Βλ. βιό-, υγρό-τοπος, εθνικός δρυμός, θαλάσσιο πάρκο., φορολογικός παράδεισος βλ. παράδεισος [< 1: αρχ. καταφύγιον, γαλλ. refuge, abri]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.