κρυψώνα κρυ-ψώ-να ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) κρυψώνας (ο): μέρος κατάλληλο για να κρυφτεί κάποιος (συνήθ. όταν καταδιώκεται ή κινδυνεύει) ή να κρύψει κάτι: ασφαλής/μυστική/υπόγεια/φυσική ~. Ανακάλυψη της ~ας (από την Αστυνομία). Το ζώο βγήκε από την ~ του. Πβ. άντρο, καταπακτή, κρησφύγετο, κρύπτη, λημέρι. Βλ. καταφύγιο.
καταφύγιο
καταφύγιο κα-τα-φύ-γι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} 1. μέρος όπου καταφεύγει κάποιος, για να προστατευτεί από κίνδυνο ή κακοκαιρία: Βρήκε/(ανα)ζήτησε ~ κάτω από ένα δέντρο. Έψαχναν για ~.|| Ορειβατικό/ορεινό ~ (: μικρό οίκημα στο βουνό για διανυκτέρευση ή προσωρινή διαμονή κυρ. των ορειβατών). Πβ. κατάλυμα. || Αλιευτικό ~.2. ΣΤΡΑΤ. υπόγειος χώρος ειδικά διαμορφωμένος για την ασφάλεια στρατιωτών ή αμάχων από βομβαρδισμούς: αντιαεροπορικό/πυρηνικό ~. Μόλις ήχησαν οι σειρήνες, έτρεξαν/κατέβηκαν στα ~α.3. (μτφ.) πρόσωπο ή χώρος στο(ν) οποίο βρίσκει κάποιος προστασία ή/και ανακούφιση από τα προβλήματά του: Η οικογένεια είναι το ~ό του (= απάγκιο, αποκούμπι, λιμάνι, στήριγμα).|| (για μέρος:) Έχει βρει ασφαλές/ήσυχο ~ σ' ένα σπιτάκι στην εξοχή (πβ. όαση, φωλιά). Βλ. άσυλο.|| (κατ' επέκτ.) Η δικαιοσύνη ως έσχατο ~. Πβ. καταφυγή. ● ΣΥΜΠΛ.: καταφύγιο άγριας ζωής/θηραμάτων: ΟΙΚΟΛ. περιοχή όπου απαγορεύεται το κυνήγι και επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες για την ασφαλή διαβίωση και αναπαραγωγή θηραματικών ειδών. Βλ. βιό-, υγρό-τοπος, εθνικός δρυμός, θαλάσσιο πάρκο., φορολογικός παράδεισος βλ. παράδεισος [< 1: αρχ. καταφύγιον, γαλλ. refuge, abri]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.