Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κυκλάμινο κυ-κλά-μι-νο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. ποώδες αυτοφυές φυτό της οικογένειας των πριμουλιδών (επιστ. ονομασ. Cyclamen Graecum, Cyclamen Repandum) με κόνδυλο στη ρίζα, σκούρα πράσινα φύλλα σε σχήμα καρδιάς και άνθη μοβ ή λευκορόδινα: ~ το ελληνικό. Βλ. γεώφυτα, σικλαμέν. ● Υποκ.: κυκλαμινάκι (το) [< μτγν. κυκλάμινος (ὁ, ἡ) > μεσν. κυκλάμινο(ν), γαλλ.-αγγλ. cyclamen]

γεώφυτα

γεώφυτα γε-ώ-φυ-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {-ων (λόγ.) -ύτων}: ΒΟΤ. κοινή ονομασία φυτών που διαθέτουν όργανα (βολβούς, κονδύλους, ριζώματα) κάτω από το έδαφος. Βλ. ασφόδελος, καρότο, κρεμμύδι, κυκλάμινο, πατάτα, τουλίπα. [< γαλλ. géophytes]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.