Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κυοφορώ [κυοφορῶ] κυ-ο-φο-ρώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κυοφορ-είς ..., -ώντας, λόγ. μτχ. θηλ. -ούσα | κυοφόρ-ησε, -ήσει, -ήθηκε, -ούμενος} (λόγ.): (για γυναίκα κ. θηλ. θηλαστικό) εγκυμονώ: ~εί αγόρι/δίδυμα/κορίτσι. ~ήθηκε κλωνοποιημένο έμβρυο.|| Γυναίκα που ~εί (= είναι έγκυος). Βλ. γεννώ, -φορώ.κυοφορεί (μτφ.): προετοιμάζει κάτι που πρόκειται να εκδηλωθεί στο μέλλον, όταν ωριμάσει: Γεγονότα που ~ησαν την ανατροπή του καθεστώτος. Συνθήκες μέσα στις οποίες ~ήθηκαν (: γεννήθηκαν, ζυμώθηκαν) νέες ιδέες., κυοφορείται (μτφ.): πρόκειται ή αναμένεται να συμβεί: ~ ανασχηματισμός. ~ούνται αλλαγές/εξελίξεις/μεταρρυθμίσεις. ~ούμενα: σχέδια. Πβ. επίκειται. [< αρχ. κυοφορῶ]

γεννώ

γεννώ [γεννῶ] γεν-νώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {γενν-άς ..., -ώντας | γένν-ησα, -ήθηκα (μτχ. λόγ. γεννηθείς, -θείσα, -θέν), -ημένος} & γεννάω: (για γυναίκα ή θηλαστικό ζώο) φέρνω στη ζωή: ~ησε το δεύτερο παιδί της/δίδυμα/ένα αγόρι/ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Έχει ~ήσει με καισαρική/πρόωρα/φυσιολογικά. Βλ. εγκυμονώ, κυοφορώ, (ξ)ανα~, ξε~.|| ~ησε η γάτα/η σκυλίτσα της.γεννά & γεννάει 1. (για πουλιά, ψάρια, έντομα) κάνει αβγά. 2. (μτφ.) προκαλεί, δημιουργεί: ~ ανησυχία/ελπίδες/ερωτηματικά/συγκίνηση/συναισθήματα φόβου/υποψίες. Του/της ~ήθηκε η απορία/το ενδιαφέρον/η ιδέα/η περιέργεια/η σκέψη. Η βία ~ (= παράγει) βία. Η χώρα που ~ησε τη δημοκρατία (: η Ελλάδα). Αγαπούν τη γη/τον τόπο που τους ~ησε. ● Παθ.: γεννιέμαι 1. έρχομαι στον κόσμο: ~ήθηκε στην Πάτρα. Το βρέφος/μωρό ~ήθηκε με φυσιολογικό τοκετό. ~ήθηκε κωφός/με νοητική υστέρηση/τυφλός.|| (μτφ.) Ένα αστέρι ~ιέται. Βλ. ξανα~. 2. είμαι από τη φύση μου, έχω την έμφυτη προδιάθεση: Έξυπνος/καλλιτέχνης ~ιέσαι ή γίνεσαι; ● Μτχ.: γεννημένος , η, ο 1. & (επίσ.) γεννηθείς, -θείσα, -θέν: που γεννήθηκε: ~η στη Θεσσαλονίκη το 1990. Τα εκτός γάμου ~θέντα τέκνα. 2. (προφ.) που έχει ταλέντο, ροπή προς κάτι: Είναι ~ ζωγράφος/ηγέτης/ηθοποιός/νικητής/πολιτικός/χορευτής. ~ για την επιτυχία/την περιπέτεια/το τραγούδι.|| Είναι ~οι ο ένας για τον άλλο (: ταιριάζουν πολύ). Πβ. φτιαγμένος. 3. (σπάν.-μτφ.) που προέρχεται, προκαλείται: Δεισιδαιμονία ~η από άγνοια. ● ΦΡ.: δεν γεννήθηκα χθες (προφ.): έχω πείρα από τη ζωή: Ξέρω την αγορά, ~ ~., σ' έχω γεννήσει & τον/την έχω γεννήσει (οικ.): για κάποιον που γνωρίζουμε πολύ καλά: Εμένα δεν μπορείς να μου κρυφτείς, εγώ ~ ~!, αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες βλ. κακάρισμα, γεννά το μυαλό του βλ. μυαλό, γεννούν και τα κοκόρια (κάποιου) βλ. κοκόρι, δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, όπως τον/την γέννησε η μάνα του/της βλ. μάνα, ούτε η μάνα που τον γέννησε βλ. μάνα [< αρχ. γεννῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.