κυοφορώ [κυοφορῶ] κυ-ο-φο-ρώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κυοφορ-είς ..., -ώντας, λόγ. μτχ. θηλ. -ούσα | κυοφόρ-ησε, -ήσει, -ήθηκε, -ούμενος} (λόγ.): (για γυναίκα κ. θηλ. θηλαστικό) εγκυμονώ: ~εί αγόρι/δίδυμα/κορίτσι. ~ήθηκε κλωνοποιημένο έμβρυο.|| Γυναίκα που ~εί (= είναι έγκυος). Βλ. γεννώ, -φορώ. ● κυοφορεί (μτφ.): προετοιμάζει κάτι που πρόκειται να εκδηλωθεί στο μέλλον, όταν ωριμάσει: Γεγονότα που ~ησαν την ανατροπή του καθεστώτος. Συνθήκες μέσα στις οποίες ~ήθηκαν (: γεννήθηκαν, ζυμώθηκαν) νέες ιδέες., κυοφορείται (μτφ.): πρόκειται ή αναμένεται να συμβεί: ~ ανασχηματισμός. ~ούνται αλλαγές/εξελίξεις/μεταρρυθμίσεις. ~ούμενα: σχέδια. Πβ. επίκειται. [< αρχ. κυοφορῶ]
γεννώ
γεννώ [γεννῶ] γεν-νώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {γενν-άς ..., -ώντας | γένν-ησα, -ήθηκα (μτχ. λόγ. γεννηθείς, -θείσα, -θέν), -ημένος} & γεννάω: (για γυναίκα ή θηλαστικό ζώο) φέρνω στη ζωή: ~ησε το δεύτερο παιδί της/δίδυμα/ένα αγόρι/ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Έχει ~ήσει με καισαρική/πρόωρα/φυσιολογικά. Βλ. εγκυμονώ, κυοφορώ, (ξ)ανα~, ξε~.|| ~ησε η γάτα/η σκυλίτσα της. ● γεννά & γεννάει 1. (για πουλιά, ψάρια, έντομα) κάνει αβγά. 2. (μτφ.) προκαλεί, δημιουργεί: ~ ανησυχία/ελπίδες/ερωτηματικά/συγκίνηση/συναισθήματα φόβου/υποψίες. Του/της ~ήθηκε η απορία/το ενδιαφέρον/η ιδέα/η περιέργεια/η σκέψη. Η βία ~ (= παράγει) βία. Η χώρα που ~ησε τη δημοκρατία (: η Ελλάδα). Αγαπούν τη γη/τον τόπο που τους ~ησε. ● Παθ.: γεννιέμαι1. έρχομαι στον κόσμο: ~ήθηκε στην Πάτρα. Το βρέφος/μωρό ~ήθηκε με φυσιολογικό τοκετό. ~ήθηκε κωφός/με νοητική υστέρηση/τυφλός.|| (μτφ.) Ένα αστέρι ~ιέται. Βλ. ξανα~.2. είμαι από τη φύση μου, έχω την έμφυτη προδιάθεση: Έξυπνος/καλλιτέχνης ~ιέσαι ή γίνεσαι; ● Μτχ.: γεννημένος , η, ο 1. & (επίσ.) γεννηθείς, -θείσα, -θέν: που γεννήθηκε: ~η στη Θεσσαλονίκη το 1990. Τα εκτός γάμου ~θέντα τέκνα.2. (προφ.) που έχει ταλέντο, ροπή προς κάτι: Είναι ~ ζωγράφος/ηγέτης/ηθοποιός/νικητής/πολιτικός/χορευτής. ~ για την επιτυχία/την περιπέτεια/το τραγούδι.|| Είναι ~οι ο ένας για τον άλλο (: ταιριάζουν πολύ). Πβ. φτιαγμένος.3. (σπάν.-μτφ.) που προέρχεται, προκαλείται: Δεισιδαιμονία ~η από άγνοια. ● ΦΡ.: δεν γεννήθηκα χθες (προφ.): έχω πείρα από τη ζωή: Ξέρω την αγορά, ~ ~., σ' έχω γεννήσει & τον/την έχω γεννήσει (οικ.): για κάποιον που γνωρίζουμε πολύ καλά: Εμένα δεν μπορείς να μου κρυφτείς, εγώ ~ ~!, αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες βλ. κακάρισμα, γεννά το μυαλό του βλ. μυαλό, γεννούν και τα κοκόρια (κάποιου) βλ. κοκόρι, δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, όπως τον/την γέννησε η μάνα του/της βλ. μάνα, ούτε η μάνα που τον γέννησε βλ. μάνα [< αρχ. γεννῶ]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.