αγιο- & αγιό- & αγι-: α' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων με αναφορά σε Άγιο ή γενικότ. στην Εκκλησία: αγιο-βασιλόπιτα/~γραφία/~δημητριάτικος. Αγιό-νερο. Αγι-ωνύμιο.
ανδρόγυνο [ἀνδρόγυνο] αν-δρό-γυ-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ύνου} & (προφ.) αντρόγυνο: παντρεμένο ζευγάρι άντρα και γυναίκας: αγαπημένο ~. [< μεσν. ανδρόγυνο(ν)]
ανεξαρτησία [ἀνεξαρτησία] α-νε-ξαρ-τη-σί-α ουσ. (θηλ.): απουσία εξάρτησης και γενικότ. κάθε είδους περιορισμού, δέσμευσης: εθνική/δικαστική/ιδεολογική/οικονομική/πολιτική ~. ~ γνώμης/σκέψης. Η ~ της δικαιοσύνης. Διασφάλιση/κατοχύρωση/σεβασμός της ~ας. Αγώνας για την ~ (= απελευθέρωση) ενός έθνους/λαού. Η χώρα διακήρυξε/επανέκτησε την ~ της. Γιορτάστηκε η επέτειος της ~ας. Πβ. αυτο-νομία, -τέλεια, ελευθερία. ΑΝΤ. εξάρτηση (1), υποτέλεια [< γαλλ. indépendance]
Αποκριά [Ἀποκριά] Α-πο-κριά ουσ. (θηλ.) {Αποκριών (λόγ.) Απόκρεων, συνήθ. στον πληθ.} & Απόκρια & (λόγ.) Απόκρεω {άκλ.} (σπανιότ. με μικρό α): το διάστημα των τριών εβδομάδων του Τριωδίου και ειδικότ. η τελευταία Κυριακή πριν από την Καθαρά Δευτέρα και την έναρξη της νηστείας της Σαρακοστής· κατ' επέκτ. οι εορτασμοί με μεταμφιέσεις και καρναβαλικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου: παραδοσιακή ~. Το (τελευταίο) σαββατοκύριακο/τριήμερο της ~άς/των ~ών. Τι θα ντυθείς τις Απόκριες (πβ. καρναβάλι);|| (ευχετ.) Καλή ~! ● ΣΥΜΠΛ.: Κυριακή της Αποκριάς & (λόγ.) της/των Απόκρεω: ΕΚΚΛΗΣ. η Κυριακή της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου. Πβ. Κρεατινή., Μικρή Αποκριά 1. ανήμερα του Αποστόλου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου), την επομένη της οποίας ξεκινά η νηστεία των σαράντα ημερών για τα Χριστούγεννα. 2. η Κυριακή της Αποκριάς. [< μεσν. Aποκριά, Απόκρεως]
-αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~. 2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~. 3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.
αρχονταρίκι [ἀρχονταρίκι] αρ-χο-ντα-ρί-κι ουσ. (ουδ.): (σε μοναστήρι) αίθουσα υποδοχής και φιλοξενίας των επισκεπτών. Βλ. -ίκι. [< μεσν. αρχονταρίκιον]
-αρχος {-άρχου (σπανιότ.) -αρχου} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. τον διοικητή, τον επικεφαλής: (ως αξίωμα:) μοίρ~/ναύ~/πλοί~/φύλ~.|| Δήμ~. 2. τον προϊστάμενο υπηρεσίας: ληξί~.
άσωτος, η, ο [ἄσωτος] ά-σω-τος επίθ.: που δεν έχει μέτρο και φραγμούς, ακόλαστος: ~η: ζωή (= διεφθαρμένη, σπάταλη). ~ο: παρελθόν.|| (ως ουσ.) ~οι και φιλήδονοι. Πβ. αχαλίνωτος, έκλυτος. ΑΝΤ. εγκρατής (1), μετρημένος (1) ● επίρρ.: άσωτα & (λόγ.) ασώτως ● ΣΥΜΠΛ.: άσωτος (υιός): (συνήθ. ειρων., χιουμορ. ή περιπαικτικά) για νεαρό άνδρα που έχει απομακρυνθεί από την οικογένειά του (ή άλλο οικείο περιβάλλον) και σπαταλά την οικογενειακή περιουσία ή γενικότ. δεν ζει έντιμα: (ως ουσ.) Η επιστροφή του ασώτου.|| (ΚΔ) Η παραβολή του ασώτου υιού., Κυριακή του Ασώτου: ΕΚΚΛΗΣ. η δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου. [< αρχ. ἄσωτος]
αυτοδιάθεση [αὐτοδιάθεση] αυ-το-δι-ά-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΟΛΙΤ. το δικαίωμα που έχει κάθε λαός να καθορίζει ελεύθερα το πολιτικό καθεστώς του και να εξασφαλίζει την οικονομική, κοινωνική και μορφωτική ανάπτυξή του: ελευθερία και ~. Πβ. αυτεξουσιότητα, αυτοκυριαρχία, αυτονομία. 2. το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να διαθέτει ελεύθερα τον εαυτό του: προσωπική ~. Πβ. αυτοκαθορισμός. ΑΝΤ. ετεροκαθορισμός, ετεροπροσδιορισμός ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της αυτοδιάθεσης: ΠΟΛΙΤ. δόγμα που αναφέρεται στο δικαίωμα μιας εθνικής κοινότητας να έχει πολιτική αυτοτέλεια: Η ~ ~ των λαών. Η ~ ~ και της εδαφικής ακεραιότητας. Πβ. η αρχή των εθνοτήτων. [< γαλλ. autodétermination, 1955]
βάγια βά-για ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.-λαϊκό): παραμάνα, τροφός. [< μεσν. βάγια < μτγν. βαΐα < μτγν. λατ. baiula]
γιορτή γιορ-τή ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) εορτή 1. εκδήλωση με επετειακό ή ευκαιριακό χαρακτήρα και πανηγυρική συμμετοχή, συνήθ. ομαδική· κατ' επέκτ. η μέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα: αποχαιρετιστήρια/εθνική (: η ~ της 28ης Οκτωβρίου/της 25ης Μαρτίου· βλ. αργία)/επίσημη/λαϊκή/παιδική/σχολική/τοπική ~. Αθλητική ~ (= εκδήλωση). Η τελετή έναρξης της ~ής. Πρόσκληση σε ~. (Δι)οργανώνω/κάνω μια ~.|| (για διοργάνωση ή θεσμό:) H ~ του βιβλίου/του κρασιού/της μουσικής/της μπίρας/του ούζου. Η ~ των λουλουδιών (= Πρωτομαγιά).|| (μέρα αφιερωμένη σε κατηγορία ανθρώπων:) Η ~ της γυναίκας/των ερωτευμένων/της μητέρας/του πατέρα.|| (γλέντι:) Μετά τη νίκη ακολούθησε ~ (βλ. πανηγυρισμός). Χθες είχαμε ~ (πβ. πάρτι). Βλ. φιέστα.|| (ΑΡΧ.) Βακχικές ~ές.|| (μτφ., αναγέννηση, χαρά:) Η άνοιξη είναι η ~ της φύσης. Βλ. οικο~. 2. μέρα του εκκλησιαστικού εορτολόγιου, συμβατικά καθορισμένη, κατά την οποία τιμάται η μνήμη θρησκευτικού γεγονότος ή Αγίου και συνεκδ. η ονομαστική γιορτή: πασχαλινή/χριστουγεννιάτικη ~. H ~ της Παναγίας/των Τριών Ιεραρχών. Ανήμερα/την παραμονή της ~ής του Αγίου Δημητρίου.|| Αύριο έχει τη ~ της (= γιορτάζει). Χρόνια πολλά για τη ~ σου! ● γιορτές & εορτές (οι): η περίοδος των Χριστουγέννων και σπανιότ. του Πάσχα: επίδομα/ωράριο εορτών (= εορταστικό). Ενόψει των εορτών ... Το εστιατόριο λειτουργεί καθημερινά εκτός αργιών και εορτών. Πώς τα πέρασες (σ)τις ~; Οι ~ έρχονται/πέρασαν. ● Υποκ.: γιορτούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ακίνητη/σταθερή γιορτή βλ. ακίνητος, δεσποτική εορτή βλ. εορτή, θεομητορική εορτή βλ. εορτή, κινητή εορτή βλ. κινητός, ονομαστική εορτή βλ. ονομαστικός ● ΦΡ.: γιορτές/χαρές και πανηγύρια (προφ.): μεγάλη χαρά, ξεφάντωμα: Πήρε το πτυχίο του και έχουν ~ ~! Tον υποδέχτηκαν με ~ ~ (: με ενθουσιασμό). Πολύς κόσμος, φωνές ~ ~!|| Δεν έχω καμία διάθεση για ~ ~. Βλ. φανφάρα., καλές γιορτές!: ως ευχή, συνήθ. για τα Χριστούγεννα: ~ ~ και καλή χρονιά! ~ ~ με υγεία και ευτυχία!|| ~ ~ και Καλή Ανάσταση!, Κυριακή κοντή γιορτή (παροιμ.): για κάτι που θα συμβεί στο άμεσο μέλλον., μεγάλη γιορτή (μτφ.) 1. σημαντική, με ευρεία απήχηση: Η ~ ~ του Ελληνισμού/της Χριστιανοσύνης. Ο Δεκαπενταύγουστος είναι ~ ~. 2. σειρά εκδηλώσεων με σχετική διάρκεια: η ~ ~ του αθλητισμού/της μουσικής. Βλ. ιβέντ.|| (οργανωμένη δραστηριότητα με στόχο την ευρύτερη προβολή τομέα ή κίνησης:) H ~ ~ του βιβλίου/του εθελοντισμού/του πολιτισμού. [< γαλλ. grande fête] , δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2 [< μεσν. γιορτή]
Θωμάς [Θωμᾶς] Θω-μάς κύριο όν. (αρσ.): μόνο στα ● ΣΥΜΠΛ.: άπιστος Θωμάς: πρόσωπο που είναι δύσπιστο απέναντι σε κάτι για το οποίο δεν έχει προσωπική αντίληψη., Κυριακή του Θωμά: ΕΚΚΛΗΣ. η Κυριακή μετά την Κυριακή του Πάσχα. [< μτγν. Θωμᾶς]
-ιάτικα: επίθημα επιρρημάτων∙ δηλώνει την ενόχληση του ομιλητή για τον ακατάλληλο χρόνο πραγματοποίησης ενέργειας ή γεγονότος: βραδ~/καλοκαιρ~/μεσημερ~/νυχτ~/πασχαλ~/σαββατ~/χριστουγενν~.
-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.
κρεοφάγος, ος, ο κρε-ο-φά-γος επίθ./ουσ. (λόγ.): κρεατοφάγος. ● ΣΥΜΠΛ.: η εβδομάδα/Κυριακή της Κρεοφάγου: ΕΚΚΛΗΣ. Κρεατινή. Βλ. τυροφάγος. [< αρχ. κρεοφάγος]
κυριακάτικος, η, ο κυ-ρια-κά-τι-κος επίθ. (προφ.): που συμβαίνει ή κυκλοφορεί την Κυριακή: ~ος: περίπατος. ~η: εκδρομή/(ΕΚΚΛΗΣ.) Λειτουργία. ~ο: γεύμα/ντέρμπι/ξύπνημα/παζάρι/πρωινό. Βλ. -ιάτικος.|| Ο ~ος Τύπος. Οι ~ες εφημερίδες. Τα ~α δημοσιεύματα/πρωτοσέλιδα/φύλλα.|| (ως ουσ.) Τα ~α (ενν. ρούχα). Πβ. γιορτινά (τα). ΑΝΤ. καθημερινά (τα). ● επίρρ.: κυριακάτικα (αρνητ. συνυποδ.): Τι με ξύπνησες ~ από τόσο νωρίς; Βλ. -ιάτικα.
κύριος κύ-ρι-ος ουσ. (αρσ.) {κυρί-ου | -ων, -ους} 1. ως ευγενική αναφορά ή προσφώνηση άντρα: (για κάποιον του οποίου αγνοούμε το όνομα) Ένας γοητευτικός/ευγενέστατος/ηλικιωμένος/νεαρός ~. Σας ζητάει ένας ~. Ο ~ της φωτογραφίας της φάνηκε γνωστός. Ρωτήστε τον ~ο δίπλα. Ο εν λόγω ~ θέλησε να μείνει ανώνυμος. (στο τηλέφωνο) Με ποιον ~ο μιλάω;|| Αγαπητέ/φίλτατε ~ε ... Αξιότιμοι ~οι ... Κυρίες και ~οι ...|| (με ρ. στο γ' πρόσ., συνήθ. για πελάτη) Για δες τι θέλει ο ~. Τι θα πάρουν οι ~οι;|| (συνοδεύει επώνυμο ή/και όνομα, ιδιότητα) Ο ~ Αντρέας. (ως συντομ. κ.) Ο κ. Πετρόπουλος. (ως συντομ. κ.κ.) Οι κ.κ. Βασιλείου και Ρένεσης. Ο ~ καθηγητής/πρόεδρος ... Μάλιστα, ~ε δικαστά. 2. (λόγ.) εξουσιαστής, κυρίαρχος: ~ του κόσμου (= ο Θεός). Έγινε ο ~ του νησιού/της πόλης (πβ. αφέντης). Κάθε άνθρωπος είναι ~ της μοίρας/τύχης του. Παρέμειναν ~οι της κατάστασης/του παιχνιδιού μέχρι τέλους. Πβ. άρχοντας, βασιλιάς. 3. ΝΟΜ. κάτοχος, ιδιοκτήτης: ο ~ του ακινήτου/της επιχείρησης/των μετοχών. Βλ. συγ~. 4. άνδρας με αξιοπρέπεια, ήθος και σοβαρότητα: Είναι ~ με τα/σε όλα του. Ήταν ένας πραγματικός ~ του ελληνικού θεάτρου. Πβ. ιππότης, τζέντλεμαν. 5. προσηγορία ή προσφώνηση δασκάλου ή καθηγητή μέσης εκπαίδευσης, κυρ. από μαθητές: Με σήκωσε ο ~ στον πίνακα. ~ε, να ρωτήσω κάτι; 6. σύζυγος, οικοδεσπότης ή αφεντικό: (κυρ. παλαιότ.) Ο ~ της κυρίας. Πβ. άνδρας.|| Πότε επιστρέφει ο ~ του σπιτιού;|| (από το υπηρετικό προσωπικό) Ο ~ απουσιάζει. ● ΣΥΜΠΛ.: συμφωνία κυρίων: που δεν βασίζεται σε επίσημο έγγραφο, αλλά στον λόγο των συμβαλλόμενων: Υπάρχει ~ ~ ανάμεσα στις δύο πλευρές ότι ... [< αγγλ. gentlemen's/ gentleman's agreement, γαλλ. ~ ~, 1930] , ψιλός κύριος βλ. ψιλός ● ΦΡ.: κύριος/κυρία του εαυτού μου: ανεξάρτητος/η ή ικανός/ή να διατηρώ τον αυτοέλεγχό μου. ● βλ. κυρία [< 1,5,6: μτγν. κύριος, γαλλ. monsieur, ιταλ. signore 2,3: αρχ. κύριος 4: αγγλ. gentleman]
κυρίως κυ-ρί-ως επίρρ. & (σπάν.-προφ.) κύρια: κατά κύριο λόγο, προπαντός, πρωτίστως, ιδίως: Το βιβλίο απευθύνεται ~ σε παιδιά δημοτικού. Πβ. βασικά, ιδία, ιδιαιτέρως, κατεξοχήν.|| (ως επίθ.) Ο ~ ναός. Η ~ αίθουσα. Το ~ θέμα/μενού/πιάτο. ● ΦΡ.: πρώτα και κύρια βλ. πρώτα απ’ όλα ● βλ. κύριος [< αρχ. κυρίως]
νηστεία νη-στεί-α ουσ. (θηλ.) {νηστειών} 1. αποχή από ορισμένα είδη τροφίμων (κρέας, ψάρι, γαλακτοκομικά, λάδι για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς) και συνεκδ. το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: (ΕΚΚΛΗΣ.) απόλυτη/αυστηρή/ευχαριστιακή (: που προηγείται της Θείας Κοινωνίας) ~. Η ~ του Δεκαπενταύγουστου/της Μεγάλης Εβδομάδας/της Σαρακοστής/της Τετάρτης και της Παρασκευής/των Χριστουγέννων (βλ. σαρανταήμερο). Περίοδος ~ας. Κάνω ~ (= νηστεύω). Αρχίζω/διακόπτω τη ~. Καταλύω τη ~ (= αρταίνομαι). Βλ. αφαγία, κατάλυση.|| Η ~ του Ραμαζανιού. 2. (κατ' επέκτ.) συνειδητή αποχή από τις υλικές, σαρκικές απολαύσεις και απαλλαγή από κακόβουλες σκέψεις: πνευματική ~. Ασκητική ζωή με ~ και προσευχή. ● ΣΥΜΠΛ.: Κυριακή των Νηστειών: ΕΚΚΛΗΣ. καθεμία από τις Κυριακές της Σαρακοστής. [< αρχ. νηστεία, μτγν. ~]
νοικοκυρά νοι-κο-κυ-ρά ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) οικοκυρά 1. γυναίκα που φροντίζει το σπίτι και τις ανάγκες της οικογένειας: σύγχρονη/χρυσοχέρα ~. Υπόδειγμα ~άς. Βλ. κυρία, οικοδέσποινα. 2. (κατ' επέκτ.) αυτή που ασχολείται αποκλειστικά με τις δουλειές του σπιτιού, χωρίς να έχει άλλο επάγγελμα. 3. (κυρ. παλαιότ.) σπιτονοικοκυρά. Βλ. νοικοκύρης. ● Υποκ.: νοικοκυρούλα (η) ● ΦΡ.: η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά (παροιμ.): που φροντίζει τους άλλους, αλλά συμπεριφέρεται και αντιμετωπίζεται και ως κυρία του σπιτιού., το καλάθι της νοικοκυράς βλ. καλάθι [< μεσν. νοικοκυρά, οικοκυρά]
ομόσπονδος, η, ο [ὁμόσπονδος] ο-μό-σπον-δος επίθ.: που ανήκει σε ομοσπονδία: ~η: δημοκρατία/κυβέρνηση/πολιτεία/χώρα. ~ο: κρατίδιο/κράτος. [< αρχ. ὁμόσπονδος, γαλλ. fédéré, fédéral]
ορθοδοξία [ὀρθοδοξία] ορ-θο-δο-ξί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Ο) η Ορθόδοξη Εκκλησία και το αντίστοιχο δόγμα της· συνεκδ. το σύνολο των μελών της: ελληνική/οικουμενική/χριστιανική ~. Οι Άγιοι/η ηγεσία/η παράδοση/οι Πατέρες/το πνεύμα της ~ας. Ο Προκαθήμενος της ~ας (: ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως).|| Γιορτάζει/πενθεί η ~. Βλ. νεο~. 2. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) άποψη και δράση που θεωρείται κοινώς αποδεκτή, που ακολουθεί τα καθιερωμένα: επιστημονική/ιατρική/ιδεολογική/κομματική/οικονομική ~. Κατέρρευσε η παραδοσιακή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Κυριακή της Ορθοδοξίας: ΕΚΚΛΗΣ. η Πρώτη Κυριακή των Νηστειών (της Μεγάλης Σαρακοστής), κατά την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει την αναστήλωση των εικόνων (843 μ.Χ.). [< μτγν. ὀρθοδοξία, γαλλ. orthodoxie, αγγλ. orthodoxy]
παράλυτος, η, ο πα-ρά-λυ-τος επίθ.: που έχει πάθει παράλυση: ~α: άκρα/μέλη του σώματος.|| (μτφ.) ~ο: κράτος (: αποδιοργανωμένο, αποδυναμωμένο). ● Ουσ.: παράλυτος, παράλυτη (ο/η): Έμεινε ~η από τροχαίο. Είναι ~ από τη μέση και κάτω/στα κάτω άκρα. Το ατύχημα τον άφησε ~ο. ● ΣΥΜΠΛ.: Κυριακή του Παραλύτου/του Παραλυτικού: ΕΚΚΛΗΣ. η τέταρτη Κυριακή μετά το Πάσχα, αφιερωμένη στο θαύμα της θεραπείας του παραλύτου από τον Χριστό. [< μτγν. παράλυτος]
Πασχαλιά2 Πα-σχα-λιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): Πάσχα. Πβ. Λαμπρή. ● ΦΡ.: δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή (παροιμ.): δεν μπορούμε να έχουμε κάθε μέρα επιτυχίες ή ευχάριστα γεγονότα. [< μεσν. πασχαλία]
πατέρας πα-τέ-ρας ουσ. (αρσ.) {πατέρ-ες (προφ. στη σημ. 1, -άδες)} & (λόγ.) πατήρ {γεν. πατρός, κλητ. πάτερ} 1. άνδρας που έχει αποκτήσει παιδί: βιολογικός (βλ. τεστ πατρότητας)/φυσικός ~. Θετός ~ (= ψυχο~). Καλός/στοργικός/τρυφερός ~. Σύζυγος και ~ τριών παιδιών (= τρίτεκνος). Ο ρόλος του ~α (στην οικογένεια). Η Γιορτή/(Παγκόσμια) (Η)μέρα του ~α. Ορφανός από ~α. Η γιαγιά από τον ~α (= από την πλευρά, από το σόι του ~α). Έγινε (για πρώτη φορά) ~. Φτυστός ο ~ του. Πβ. γεννήτορας, γέρος, μπαμπάς. Βλ. γονέας, μητέρα, παππούς, -πατέρας, πατρο-.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Όνομα πατρός (= πατρώνυμο).|| Μου στάθηκε σαν (αληθινός/πραγματικός) ~. Τον είχα σαν ~α μου. 2. αρσενικό ζώο που έχει αποκτήσει νεογνά. 3. (κ. με κεφαλ. Π, μτφ.) εφευρέτης, ιδρυτής: ο ~ της Ιατρικής/Τυπογραφίας. Πβ. θεμελιωτής, πατριάρχης. Βλ. πρωτεργάτης, σκαπανέας. 4. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Π) ο Θεός: ο (επ)ουράνιος ~.|| Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. 5. ΕΚΚΛΗΣ. ιερέας ή μοναχός: αγιορείτες ~ες. Ο ~/πατήρ Νικόδημος. Βλ. πάτερ. ● πατέρες (οι): πρόγονοι: η γη/η κληρονομιά/οι παραδόσεις των ~ων (= προπατόρων) μας. ● Υποκ.: πατερούλης (ο): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιοι Πατέρες: ΕΚΚΛΗΣ. ονομασία των Επισκόπων και ειδικότ. των μελών της Ιεράς Συνόδου· οι Πατέρες της Εκκλησίας. [< μεσν.] , Κυριακή των (Αγίων) Πατέρων: ΕΚΚΛΗΣ. καθεμία από τις τρεις Κυριακές του χρόνου, κατά τις οποίες εορτάζονται οι Πατέρες της Α', Δ' και Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, αντίστοιχα., οι Πατέρες της Εκκλησίας & οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες: ΘΕΟΛ. εκκλησιαστικοί άνδρες, κυρ. κληρικοί, που με τη διδασκαλία και τα συγγράμματά τους θεμελίωσαν το χριστιανικό δόγμα: Αποστολικοί ~ ~. Βλ. πατερικός, πατρολογία. [< μτγν.] , πατέρας του έθνους 1. για άνδρα που υπήρξε αρχηγός και καθοδηγητής ενός έθνους. Βλ. εθνάρχης. 2. {στον πληθ.} (ειρων.) εθνοπατέρας., πατέρας-αφέντης (κυρ. παλαιότ.): αυταρχικός πατέρας, αρχηγός της οικογένειας. Πβ. κύρης. [< ιταλ. padre padrone] , πνευματικός πατέρας 1. (μτφ.) πνευματικός άνθρωπος που επηρέασε καθοριστικά τη διαμόρφωση της σκέψης ενός προσώπου: ο ~ ~ ενός λογοτέχνη/πολιτικού. Τον θεωρούσε ~ό του ~α. Πβ. δάσκαλος, μέντορας, πυγμαλίων. 2. (μτφ.) εισηγητής ιδέας ή τάσης: ο ~ ~ ενός θεσμού/κινήματος. 3. ΕΚΚΛΗΣ. ανάδοχος ή εξομολόγος. ● ΦΡ.: από πατέρα σε γιο: με κληρονομικό τρόπο: Τα μυστικά της τέχνης τους διδάσκονται/μεταβιβάζονται/περνούν ~ ~. Πβ. από γενιά σε γενιά, (από) πάππου προς πάππου. [< γαλλ. de père en fils] , λες και/σαν να του σκότωσα τη μάνα/τον πατέρα βλ. σκοτώνω, μου ζητάει κάποιος τη μάνα και τον πατέρα βλ. μάνα, παιδί της μάνας/του πατέρα του βλ. παιδί, πάτερ φαμίλιας βλ. φαμίλια, πόλεμος πατήρ πάντων βλ. πόλεμος, χωράφι του πατέρα του βλ. χωράφι [< 1: μεσν. πατέρας < αρχ. πατήρ 2: γαλλ. père 3: αρχ. ~, γαλλ. ~ 4: μτγν. πατήρ 5: μτγν. κ. μεσν.]
σταυροπροσκύνηση σταυ-ρο-πο-ρο-σκύ-νη-ση ουσ. (θηλ.): στο ● ΣΥΜΠΛ.: Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως: ΕΚΚΛΗΣ. η τρίτη Κυριακή των Νηστειών κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, οπότε οι πιστοί ασπάζονται τον Τίμιο Σταυρό. [< μεσν. σταυροπροσκύνησις]
σύμβολο σύμ-βο-λο ουσ. (ουδ.) {συμβόλ-ου | -ων} 1. κάθε υλικό στοιχείο, όπως αντικείμενο, παράσταση ή ήχος, που αντιπροσωπεύει κατ' αναλογία, λόγω μορφής ή φύσης, μια αφηρημένη έννοια, συνήθ. μια ιδέα: διαχρονικό/ζωντανό/θρησκευτικό/μυστικό/παγκόσμιο/πανανθρώπινο/πανάρχαιο/πανελλήνιο/πολιτικό ~. Η σημαία, το ιερό ~ της χώρας. Ερωτικά/μαγικά (: πεντάλφα, φίδι)/ολυμπιακά (: ολυμπιακή σημαία/φλόγα) ~α. ~ (της) αγάπης (: καρδιά)/γονιμότητας/δημοκρατίας/ειρήνης (: περιστέρι)/ελευθερίας/ελπίδας/ενότητας/ζωής/θυσίας/νίκης/πολιτισμού/τύχης. Σταυρός, ~ της Ορθοδοξίας/του Χριστιανισμού. Μνημείο-~ μιας πόλης (πβ. έμβλημα). Η δύναμη/ερμηνεία/χρήση (των) ~ων. Το ~ του άστρου στην ποίηση (πβ. συμβολισμός).|| (για πρόσ., κυρ. ο εκφραστής ενός ιδανικού) Η ενασχόλησή του με την πολιτική τον ανέδειξε σε εθνικό ~. (ως παραθετικό σύνθ.) Αθλητής-~/άνθρωπος-~/γυναίκα-~ στον αγώνα κατά του ρατσισμού. 2. γραπτό σημείο ή γραφική παράσταση που αντιστοιχεί κατά σύμβαση και όχι αιτιακά ή αναλογικά σε μια έννοια ή σε μια λειτουργία: αριθμητικά (π.χ. 1, 8, +, %)/αστρονομικά/λογικά/μαθηματικά (π.χ. π, ∞)/μουσικά (βλ. κλειδί, νότα) ~α. Χημικό ~ (π.χ. Hg για τον υδράργυρο). Το ~ του ευρώ (€). Το ~ @ στο ίντερνετ. Πβ. παπάκι. ~α γραφής (= γράμματα). Πίνακας ~ων. (ΠΛΗΡΟΦ.) Εισαγωγή ~ου σε κείμενο (βλ. χαρακτήρας). ● ΣΥΜΠΛ.: Σύμβολο της Πίστεως βλ. πίστη, σύμβολο του σεξ βλ. σεξ [< 1: αρχ. σύμβολον, γαλλ. symbole, αγγλ. symbol]
τελώνης τε-λώ-νης ουσ. (αρσ.) 1. προϊστάμενος σε τελωνείο. 2. φοροεισπράκτορας· κατ' επέκτ. άπληστος και σκληρός άνθρωπος κυρ. του διοικητικού μηχανισμού: (στην ΚΔ) η παραβολή του ~η.|| Οι ~ες της γραφειοκρατίας. ● ΣΥΜΠΛ.: Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου: ΕΚΚΛΗΣ. η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου. [< 1: αρχ. τελώνης 2: μεσν. ~]
τιμή τι-μή ουσ. (θηλ.) 1. αγοραστική αξία αγαθού, χρηματικό αντίτιμο, κόστος: ανώτατη/ απίστευτη/αρχική/ειδική/εκπτωτική/ενιαία/προνομιακή/σταθερή/συμβολική ~. Ακριβές/αλμυρές/ανταγωνιστικές/ασυναγώνιστες/δίκαιες/ελεύθερες/εξευτελιστικές/εξωπραγματικές/λογικές/μοναδικές/προσιτές/τσιμπημένες/τσουχτερές ~ές. ~ ασφαλείας/διάθεσης/(εξ)αγοράς/ζήτησης/παρέμβασης (στα σιτηρά)/προσφοράς/πώλησης/χρέωσης. ~ μονάδας. Σχέση ~ής και ποιότητας. Διεθνής ~ πετρελαίου. Άνοδος στην ~ του χρυσού. ~ές εργοστασίου (: χωρίς το κέρδος του παραγωγού)/καταλόγου/λιανικής/χονδρικής. Αύξηση στις ~ές των διοδίων/τροφίμων. Αναγραφή/ανάλυση/διακύμανση/διαμόρφωση/έλεγχος/εναρμονισμός/εξομάλυνση/καθορισμός/μείωση/μεταβολή/προσαρμογή/πτώση/ρύθμιση/σύγκριση των ~ών. Βουτιά/έκρηξη/κατάρρευση/πάγωμα/ράλι των ~ών. Πολιτική ~ών. Άλμα/φρένο/φωτιά στις ~ές προϊόντων και υπηρεσιών. ~ές-σοκ. Στην ~ δεν συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. Το πήρα σε ~ προσφοράς/στη μισή ~. Κερδίστε δύο εισιτήρια στην ~ του ενός. Μου έκανε καλή ~. Οι ~ές ανεβαίνουν/εκτινάσσονται στα ύψη/κυμαίνονται από ... έως ... ευρώ/σταθεροποιούνται/υποχωρούν. Ημερήσιο Δελτίο ~ών. Βλ. ανατίμηση. 2. καλή φήμη, υπόληψη: διαφύλαξη/προάσπιση της ~ής της πατρίδας. Έγκλημα/ζήτημα/θέμα ~ής. Είναι ανάγκη να ανακτηθεί/αποκατασταθεί η χαμένη ~ του (πβ. κύρος). Του έθιξε το αίσθημα της ~ής (πβ. αξιοπρέπεια, περηφάνια). Λόγοι ~ής με αναγκάζουν να παραιτηθώ. Προστατεύω/υπερασπίζω την ~ του ονόματός μου/την προσωπική μου ~. Σέβομαι/προσβάλλω/σπιλώνω την ~ κάποιου.|| Έπεσε στο πεδίο της ~ής (= στη μάχη).|| (παρωχ.) Παρθενία· συζυγική πίστη. 3. έκφραση εκτίμησης, σεβασμού, αναγνώρισης: εξαιρετική/ιδιαίτερη/ύψιστη ~. Εκδήλωση/μνημόσυνο ~ής. Μέρα μνήμης και ~ής. Τάγμα ~ής (: παράσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας). Πρέσβης/πρόεδρος επί ~ (= επίτιμος). ~ και δόξα στους ήρωες! (Αποδίδουμε) ~ στους ευεργέτες/πεσόντες. Αισθάνομαι ιδιαίτερη /μεγάλη ~ και χαρά. Είναι ~ για μένα να ... Θα είναι μεγάλη μας ~ αν/να μας επισκεφθείτε. Μας έκανε/μου επιφύλαξε την ~ να ... ΑΝΤ. ατίμωση, προσβολή.|| -Θα με συνοδέψετε; -~ (: ευχαρίστησή) μου! Με ποιον έχω την ~ να ομιλώ; (ειρων.) Σε τι οφείλω την ~ της επίσκεψής σου; 4. (μτφ.) καμάρι, καύχημα: (για πρόσ.) Είναι η ~ της οικογένειας/ομάδας. Πβ. περηφάνια, στολίδι. ΑΝΤ. μαύρο πρόβατο 5. ΜΑΘ. κάθε δυνατός προσδιορισμός ενός μεταβλητού μεγέθους: αλγεβρική ~ (: με πρόσημο + ή -). ~ μεταβλητής/συνάρτησης. Η ~ του χ/ψ. Απόδειξη θεωρήματος για όλες τις ~ές του ν.|| (ΙΑΤΡ.) Αυξημένες/φυσιολογικές/χαμηλές ~ές βιοχημικών εξετάσεων. ~ές γλυκόζης. ● τιμές (οι): τιμητικές διακρίσεις ή εκδηλώσεις: αγήματα απόδοσης ~ών. Του έκαναν/πρόσφεραν ~. ~ και διακρίσεις. Τον υποδέχτηκαν με όλες τις δέουσες ~. Κηδεύτηκε με στρατιωτικές ~. [< γαλλ. honneurs ] ● ΣΥΜΠΛ.: ακαμψία τιμής: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η τιμή των βιομηχανικών προϊόντων ή των πρώτων υλών δεν επηρεάζεται από τη γενικότερη οικονομική ύφεση ή την αύξηση του πληθωρισμού. [< αγγλ. price rigidity] , αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία: ΟΙΚΟΝ. -ΣΤΑΤΙΣΤ. ο μέσος όρος των υποθετικών αξιών μιας τυχαίας μεταβλητής: αρνητική/θετική ~ ~. ~ ~ επένδυσης/μετοχής/προσφοράς. Αποτίμηση σε ~ ~. ΣΥΝ. μαθηματική ελπίδα (2) [< αγγλ. expected value, 1915] , ενεργός τιµή (συντομ. rms): ΗΛΕΚΤΡ. η σταθερή τιμή του ρεύματος που προκαλεί την ίδια κατανάλωση ισχύος σε μια αντίσταση (R) με ένα εναλλασσόμενο ρεύμα που έχει την ίδια τιμή: ~ ~ της τάσης του ηλεκτρικού πεδίου. [< αγγλ. effective value, root mean square (value)] , επίπεδο τιμών: ΟΙΚΟΝ. κόστος ζωής: γενικό/μεταβλητό/σταθερό/σχετικό/υψηλό ~ ~. Βλ. πληθωρισμός., εύρος τιμής: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης τιμής της αξίας σε μια συγκεκριμένη συνεδρίαση του χρηματιστηρίου: δεσμευτικό/οριστικό ~ ~. ~ ~ διάθεσης δέκα έως δώδεκα ευρώ ανά μετοχή. Μείωση του ~ους ~. Το ~ ~ ορίστηκε μεταξύ τεσσάρων και πέντε ευρώ., κυρία (επί) των τιμών: γυναίκα στην ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας: (συνήθ. ειρων.) Συμπεριφέρεται σαν ~ ~. [< αγγλ. lady of honour] , κώδικας τιμής: σύνολο ηθικών αξιών και κανόνων που προσδιορίζουν την ευυπόληπτη συμπεριφορά των μελών μιας κοινότητας: άγραφος ~ ~. [< γαλλ. code de l' honneur] , μέση τιμή (ν αριθμών): ΣΤΑΤΙΣΤ. το πηλίκο του αθροίσματος ν αριθμών με το πλήθος ν., ο λόγος της τιμής: προφορική διαβεβαίωση, υπόσχεση που βασίζεται στην αξιοπιστία κάποιου: Έχεις/σου δίνω το(ν) λόγο ~ μου. [< γαλλ. la parole d'honneur] , σταθερότητα των τιμών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη συγκράτηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα: νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη ~ ~. ΑΝΤ. διακύμανση τιμών. [< αγγλ. price stability] , συγκράτηση τιμών: ΟΙΚΟΝ. η διατήρηση των τιμών σε σταθερά επίπεδα: μέτρα για πάταξη νοθείας και ~ ~ στα καύσιμα., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτική τιμή του συναλλακτικού ενδιαφέροντος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αξιών, η οποία υπολογίζεται βάσει μεθόδου μετά το τέλος της συνεδρίασης: ημερήσια ~ ~. [< αγγλ. closing price/settlement price, 1928] , τρέχουσα τιμή: ΟΙΚΟΝ. η τιμή του υποκείμενου προϊόντος στην αγορά, η οποία ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή., φιλική τιμή: συμφέρουσα τιμή: Το πουλάω στη ~ ~ των ... ευρώ. Θα σου κάνω ~ ~., χρέος τιμής: ηθική δέσμευση, υποχρέωση: ελάχιστο/υπέρτατο ~ ~ απέναντι σε κάποιον. Για μένα είναι ~ ~ και ιερό καθήκον να ... Θεωρώ ~ ~ να μιλήσω για ... [< αγγλ. debt of honour] , (Γενικός) Δείκτης Τιμών βλ. δείκτης, άκρες τιμές βλ. άκρος, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, απόλυτη τιμή βλ. απόλυτος, δελτίο τιμών βλ. δελτίο, εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή/πληθωρισμός βλ. εναρμονισμένος, ενδεικτική τιμή βλ. ενδεικτικός, η Λεγεώνα της Τιμής βλ. λεγεώνα, πράσινη τιμή βλ. πράσινος, συμβόλαιο τιμής βλ. συμβόλαιο, τιμή αληθείας βλ. αλήθεια, τιμή αναφοράς βλ. αναφορά, τιμή ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τιμή γνωριμίας βλ. γνωριμία, τιμή εκκίνησης βλ. εκκίνηση, τιμή κόστους βλ. κόστος, τίτλος τιμής βλ. τίτλος, φόρος τιμής βλ. φόρος ● ΦΡ.: για την τιμή των όπλων: για να μη χαθεί η αξιοπρέπεια, για την υπεράσπιση της υπόληψης: αγώνας/απεργία/συμβολική ενέργεια/συνάντηση (που γίνεται) ~ ~ (και μόνο). Βλ. για τα μάτια του κόσμου., η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι η αξιοπρέπεια δεν εξαγοράζεται. [< γαλλ. l' honneur n' a pas de prix] , λαμβάνω/έχω την τιμή να ...: τυπική έκφραση ευγενείας του γραπτού και προφορικού λόγου: ~ ~ σας ανακοινώσω ότι .../σας παρουσιάσω τον ... Με την παρούσα επιστολή, ~ ~ απευθυνθώ σε εσάς για ένα ζήτημα υψίστης σημασίας. [< γαλλ. avoir l' honneur de ...] , με τιμή/μετά τιμής (επίσ.): στερεότυπη αποφώνηση επιστολής ή εγγράφου, που προηγείται της υπογραφής: Διατελώ ~ ~., προς τιμή(ν) κάποιου 1. με σκοπό να τιμηθεί κάποιος: ανέγερση μνημείου/γιορτή/δεξίωση/ημέρα/τελετή ~ ~ του ... Παρατέθηκε δείπνο ~ ~ των συνέδρων. 2. για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι άξιος τιμής, επιβράβευσης: Είναι ~ ~ τους ότι παραδέχτηκαν το σφάλμα τους/σήκωσαν το βάρος της απόφασης. [< 1: γαλλ. en l'honneur de] , σε συμφέρουσα τιμή: σε τιμή που συμφέρει τον αγοραστή, συνήθ. χαμηλή: αυτοκίνητο ~ ~., σε τιμή λιώμα (αργκό): σε πολύ καλή τιμή, πολύ φτηνά: ~ ~ το νέο μοντέλο., (μέσα) στην τιμή βλ. μέσα, γκολ της τιμής βλ. γκολ, λόγω τιμής βλ. λόγος, περιποιεί/περιποιούν τιμή βλ. περιποιώ, σε τιμή ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, τιμή μου και καμάρι μου βλ. καμάρι, τιμής ένεκεν βλ. ένεκεν, τσίμπησαν οι τιμές βλ. τσιμπώ, χτυπάει τις τιμές βλ. χτυπώ [< αρχ. τιμή, γαλλ. honneur 5: γαλλ. valeur]
τυροφάγος τυ-ρο-φά-γος επίθ./ουσ. (ο/η): αυτός που καταναλώνει πολύ τυρί. Βλ. -φάγος. ● ΣΥΜΠΛ.: η εβδομάδα/Κυριακή της Τυροφάγου: ΕΚΚΛΗΣ. Τυρινή. Βλ. κρεοφάγος. [< μτγν. τυροφάγος]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ