κυρίως κυ-ρί-ως επίρρ. & (σπάν.-προφ.) κύρια: κατά κύριο λόγο, προπαντός, πρωτίστως, ιδίως: Το βιβλίο απευθύνεται ~ σε παιδιά δημοτικού. Πβ. βασικά, ιδία, ιδιαιτέρως, κατεξοχήν.|| (ως επίθ.) Ο ~ ναός. Η ~ αίθουσα. Το ~ θέμα/μενού/πιάτο. ● ΦΡ.: πρώτα και κύρια βλ. πρώτα απ’ όλα ● βλ. κύριος [< αρχ. κυρίως]
κύριος
κύριος κύ-ρι-ος ουσ. (αρσ.) {κυρί-ου | -ων, -ους} 1. ως ευγενική αναφορά ή προσφώνηση άντρα: (για κάποιον του οποίου αγνοούμε το όνομα) Ένας γοητευτικός/ευγενέστατος/ηλικιωμένος/νεαρός ~. Σας ζητάει ένας ~. Ο ~ της φωτογραφίας της φάνηκε γνωστός. Ρωτήστε τον ~ο δίπλα. Ο εν λόγω ~ θέλησε να μείνει ανώνυμος. (στο τηλέφωνο) Με ποιον ~ο μιλάω;|| Αγαπητέ/φίλτατε ~ε ... Αξιότιμοι ~οι ... Κυρίες και ~οι ...|| (με ρ. στο γ' πρόσ., συνήθ. για πελάτη) Για δες τι θέλει ο ~. Τι θα πάρουν οι ~οι;|| (συνοδεύει επώνυμο ή/και όνομα, ιδιότητα) Ο ~ Αντρέας. (ως συντομ. κ.) Ο κ. Πετρόπουλος. (ως συντομ. κ.κ.) Οι κ.κ. Βασιλείου και Ρένεσης. Ο ~ καθηγητής/πρόεδρος ... Μάλιστα, ~ε δικαστά.2. (λόγ.) εξουσιαστής, κυρίαρχος: ~ του κόσμου (= ο Θεός). Έγινε ο ~ του νησιού/της πόλης (πβ. αφέντης). Κάθε άνθρωπος είναι ~ της μοίρας/τύχης του. Παρέμειναν ~οι της κατάστασης/του παιχνιδιού μέχρι τέλους. Πβ. άρχοντας, βασιλιάς.3. ΝΟΜ. κάτοχος, ιδιοκτήτης: ο ~ του ακινήτου/της επιχείρησης/των μετοχών. Βλ. συγ~.4. άνδρας με αξιοπρέπεια, ήθος και σοβαρότητα: Είναι ~ με τα/σε όλα του. Ήταν ένας πραγματικός ~ του ελληνικού θεάτρου. Πβ. ιππότης, τζέντλεμαν.5. προσηγορία ή προσφώνηση δασκάλου ή καθηγητή μέσης εκπαίδευσης, κυρ. από μαθητές: Με σήκωσε ο ~ στον πίνακα. ~ε, να ρωτήσω κάτι;6. σύζυγος, οικοδεσπότης ή αφεντικό: (κυρ. παλαιότ.) Ο ~ της κυρίας. Πβ. άνδρας.|| Πότε επιστρέφει ο ~ του σπιτιού;|| (από το υπηρετικό προσωπικό) Ο ~ απουσιάζει. ● ΣΥΜΠΛ.: συμφωνία κυρίων: που δεν βασίζεται σε επίσημο έγγραφο, αλλά στον λόγο των συμβαλλόμενων: Υπάρχει ~ ~ ανάμεσα στις δύο πλευρές ότι ... [< αγγλ. gentlemen's/ gentleman's agreement, γαλλ. ~ ~, 1930] , ψιλός κύριος βλ. ψιλός ● ΦΡ.: κύριος/κυρία του εαυτού μου: ανεξάρτητος/η ή ικανός/ή να διατηρώ τον αυτοέλεγχό μου. ● βλ. κυρία [< 1,5,6: μτγν. κύριος, γαλλ. monsieur, ιταλ. signore 2,3: αρχ. κύριος 4: αγγλ. gentleman]
πρώτα
πρώτα [πρῶτα] πρώ-τα επίρρ. 1. αρχικά, πριν από κάτι άλλο: Μάθε ~ να οδηγείς και μετά πάρε αυτοκίνητο. Μην πάρετε το φάρμακο, αν δεν συμβουλευτείτε ~ τον γιατρό σας. Βλ. κατόπιν.2. (προφ.) σε παλιότερη χρονική φάση, παλιά: ~ είχαμε τις κασέτες, τώρα τα σιντί. Πβ. άλλοτε.3. για δήλωση προτεραιότητας: ~ η δουλειά και μετά η διασκέδαση.4. προπάντων, κυρίως: Για όλα αυτά ~ φταίει η απερισκεψία σου. ● ΦΡ.: πρώτα απ' όλα/πρώτα-πρώτα1. πριν γίνει ή ειπωθεί οτιδήποτε άλλο: ~ ~ να διευκρινίσω/ξεκαθαρίσω ένα πράγμα. Γεια σας, ~ ~ να σας συστηθώ. Πβ. αρχικά.2. & πρώτα και κύρια το σημαντικότερο, βασικότερο: ~ ~ υγεία και αγάπη! ΣΥΝ. πάνω απ' όλα, προπαντός, πρωτίστως, σαν/όπως (και) πρώτα: όπως παλιά: Είμαστε ξανά αγαπημένοι ~ ~. ΣΥΝ. σαν άλλοτε, πρώτα ο Θεός βλ. θεός, στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα βλ. στερνός ● βλ. πρώτος [< αρχ. πρῶτα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.