Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κυριλέ κυ-ρι-λέ επίθ. {άκλ.} (αργκό-ειρων.): (για πρόσ.) που ζει με πολυτέλεια ή (για πράγμα) που είναι ακριβό και εντυπωσιάζει: ~ τύπος. ~ ύφος. ΑΝΤ. λαϊκός.|| ~ αμάξι/εστιατόριο/ντύσιμο. Πβ. χλιδάτος. Βλ. γιάπικος.|| (ως επίρρ.) Ντυμένος ~. Πβ. καθωσπρέπει. ΣΥΝ. κυριλάτος

γιάπικος

γιάπικος, η, ο γιά-πι-κος επίθ. (προφ.-ειρων.): που σχετίζεται με τους γιάπηδες. Βλ. κυριλέ.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.