Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κωλοτούμπα κω-λο-τού-μπα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. τούμπα που γίνεται με τα χέρια στο έδαφος και με σκύψιμο του σώματος και του κεφαλιού. ΣΥΝ. κυβίστηση 2. (μτφ.) ενέργεια ή δήλωση αναίρεσης προηγούμενης θέσης, άποψης ή στάσης (ως ένδειξη ασυνέπειας): πολιτικές ~ες. Βλ. αναποδογύρισμα.
  • κωλοτούμπας κω-λο-τού-μπας ουσ. (αρσ.) (προφ.-μειωτ.): πρόσωπο, κυρ. πολιτικό, που δείχνει ασυνέπεια, μεταβάλλοντας την άποψη ή τη στάση του σύμφωνα με το συμφέρον του.

αναποδογύρισμα

αναποδογύρισμα [ἀναποδογύρισμα] α-να-πο-δο-γύ-ρι-σμα ουσ. (ουδ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναποδογυρίζω: ~ του αυτοκινήτου (= ντελαπάρισμα, τουμπάρισμα)/της βάρκας/των καθισμάτων.|| (μτφ.) Το ~ της τύχης.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.