Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κόβω κό-βω ρ. (αμτβ. κ. μτβ) {έκοψε, κόψει, προστ. κόψε (κόφτο κ. κόφ' το), -ψ(ε)τε, κόπ-ηκε, -εί, κομμένος, κόβ-οντας} & (σπάν.-λόγ.) κόπτω 1. αποσπώ, ξεχωρίζω, αφαιρώ κάτι από ένα μεγαλύτερο σύνολο: ~ τα κλαδιά (= κλαδεύω)/σύκα. ~ονται δέντρα (βλ. υλοτομώ). Έκοψα (= μάζεψα) λίγα λουλούδια. Μου ~εις λίγο ψωμί (ενν. κομμάτι); Μου ~ηκε (= έφυγε) ένα κουμπί. ~ει άρθρα από εφημερίδες/περιοδικά. ~ τα γένια/το μουστάκι (= ξυρίζω)/τα νύχια/τις φαβορίτες μου. Έκοψες τα μαλλιά σου (= κουρεύτηκες); Έκοψε (= έσκισε) μια σελίδα από το τετράδιο. Πβ. αποκόπτω, αποχωρίζω.|| Έκοψαν (= λογόκριναν) τις ερωτικές σκηνές.|| (μτφ.-προφ.) Δεν μου έκοψε τίποτα (: δεν μου έκανε έκπτωση). Το κάπνισμα ~ει χρόνια από τη ζωή. 2. (προφ.) παύω, σταματώ, διακόπτω: ~ τα γλυκά (= δεν τρώω)/τον καφέ/το ποτό (= δεν πίνω). Έχω κόψει το κάπνισμα/τσιγάρο (: δεν καπνίζω πια). Δεν ~εις την πλάκα; Κόφ' το δούλεμα! Συνέχεια με ~εις, όταν μιλάω. Ή θα μιλήσουμε ειλικρινά ή ~ουμε εδώ την κουβέντα/τη συζήτηση! (Πάνω) στο καλύτερο μας έκοψες! Έκοψε κάθε επαφή/σχέση μαζί της (: δεν επικοινωνεί καθόλου).|| (μτφ.) Μη μου ~εις την τύχη!|| Η σειρά ~ηκε (: έπαψε να προβάλλεται). Έκοψαν (= ακύρωσαν, ματαίωσαν· βλ. αναβάλλω) τη συναυλία εξαιτίας των επεισοδίων.|| Του ~ηκε η γλώσσα (: δεν ήξερε τι να πει)/το κέφι (= χάλασε η διάθεσή του).|| Ο αέρας έκοψε (= κόπασε) τελείως.|| (ειδικότ. για διακοπή παροχής αγαθού, υπηρεσίας) ~ηκε το νερό/ρεύμα/η σύνδεση (στο ίντερνετ). Από χθες μου κόψανε το τηλέφωνο. Πβ. αποσυνδέω. 3. (ειδικότ.) καταργώ, μειώνω, περιορίζω: ~ την αναβολή μου. Μου έκοψαν το χαρτζιλίκι/την υποτροφία. ~ουν άδειες/δρομολόγια/επιδόματα/θέσεις εργασίας/παροχές/συντάξεις.|| ~ (= ελαττώνω τα έξοδα) κι από το φαγητό, για να τα βγάλω πέρα. Πβ. κουτσουρεύω, περικόπτω, πετσοκόβω.|| Οι δουλειές τώρα τελευταία έχουν κόψει (= λιγοστέψει). 4. (για δέρμα ή μέλη του σώματος) πληγώνω, τραυματίζω, συνήθ. με κοφτερό αντικείμενο, με αποτέλεσμα να τρέξει αίμα: Έκοψε το δάχτυλό του. ~ηκα στο ξύρισμα. Πρόσεξε, θα/μην ~είς!|| Του 'κόψαν/του κόψανε το δεξί πόδι/το κεφάλι (= τον αποκεφάλισαν, καρατόμησαν).|| (μτφ.) ~ηκαν (= κουράστηκαν, πόνεσαν) τα χέρια μου από τα ψώνια. 5. (προφ.) απορρίπτω, αφήνω· αποκλείω: Μ' έκοψαν στις εξετάσεις. Ο καθηγητής έκοψε τη μισή τάξη. ~ηκε με τέσσερα (: σε βαθμολογική κλίμακα με άριστα το δέκα)/στην έκθεση/στο τεστ. Αν δεν διαβάσεις, θα ~είς. ~ηκε από απουσίες (: δεν προάγεται). Λυπάμαι, ~ήκατε (= αποτύχατε. ΑΝΤ. περνώ).|| (για υποψήφιο κόμματος) ~ηκε από το ψηφοδέλτιο. 6. βγάζω, δίνω, εκδίδω, τυπώνω: ~ει απόδειξη (παροχής υπηρεσιών)/επιταγή/τιμολόγιο. Μου έκοψε κλήση/πρόστιμο για ... Η εταιρεία έχει κόψει μέρισμα ύψους ... || ~ηκαν νομίσματα (: κυκλοφόρησαν). 7. (προφ.) (για το τιμόνι) στρίβω απότομα, εντελώς: Έκοψε όλο το τιμόνι δεξιά. 8. (προφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι: Μου ~εις τον δρόμο (= κλείνεις)/τον ήλιο/τη θέα (: δεν μπορώ να δω· πβ. κρύβω)!|| (ΑΘΛ.) Καθυστέρησε να σουτάρει και ~ηκε (πβ. ανακόπηκε, αναχαιτίστηκε) από τους αμυντικούς. 9. (σπάν.-προφ.) ξεκόβω: Έκοψε (= απομακρύνθηκε) απ' όλους τους παλιούς του φίλους. 10. διαιρώ, (δια)χωρίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη, χρησιμοποιώντας συνήθ. κοφτερό εργαλείο: ~ το κρέας (= κομματιάζω, τεμαχίζω) με το μαχαίρι. ~ ένα καρπούζι στη μέση. ~ τις μελιτζάνες σε (λεπτές/χοντρές) λωρίδες/ροδέλες/φέτες (βλ. ψιλο~). ~ ξύλα με το πριόνι (= πριονίζω, πβ. πελεκώ). Ο δυνατός άνεμος έκοψε το σχοινί. Έκοψε την κορδέλα των εγκαινίων. Ο σύλλογος θα κόψει τη βασιλόπιτα. Ο κιμάς ~εται παρουσία του πελάτη. ~ηκε η αλυσίδα/~ηκαν τα καλώδια. Μηχανή που ~ει (= αλέθει) καφέ.|| (σε χαρτοπαίγνια) Έκοψε (την τράπουλα) και μοίρασε.|| (ΓΕΩΜ.) Η ευθεία ~ει (= τέμνει) τον κύκλο στο σημείο ...|| Δρόμοι που ~ονται από ρυάκια.|| (μτφ.) Η χώρα ~ηκε στα δύο λόγω της κακοκαιρίας (: συνήθ. όταν είναι αδύνατη η κυκλοφορία οχημάτων σε κάποιο σημείο του εθνικού οδικού δικτύου).κόβει (προφ.) 1. είναι κοφτερός, κατάλληλος για κοπή: Πάρε το άλλο μαχαίρι, ~ καλύτερα. 2. στενεύει: Με ~ουν (= με χτυπάνε) τα παπούτσια μου. 3. αλλοιώνεται, χαλά: ~ψε το αβγολέμονο/η κρέμα γάλακτος. ΑΝΤ. δένει.|| (για χρώματα) ~ουν στον ήλιο (: ξεβάφουν, ξεθωριάζουν). ● Παθ.: κόβομαι (προφ.): ενδιαφέρομαι έντονα, μου αρέσει πάρα πολύ: Δεν ~ να γυρίσω πίσω. Γιατί ~εσαι τόσο για το τι λένε οι άλλοι για σένα; Πβ. κόπτομαι. ● ΦΡ.: θα σου κόψω τα πόδια! (μτφ.-απειλητ.): Αν κάνεις να φύγεις, ~ ~!, θα σου κόψω τη γλώσσα (μτφ.): ως απειλή σε κάποιον που αυθαδιάζει ή λέει κακίες., κόβω (κάποιον) (αργκό) 1. σχηματίζω άποψη, εντύπωση για κάποιον: Μια χαρά σε ~. Σας ~ κακόκεφους. Τον έκοψα αμέσως (: κατάλαβα τον χαρακτήρα του). Πβ. παίρνω χαμπάρι/είδηση/πρέφα/μυρωδιά. 2. κοιτάζω, παρατηρώ: Την έκοβε για πολλή ώρα. Πβ. κοζάρω, παρακολουθώ, φερμάρω., κόβω (τους) δεσμούς & τον δεσμό (μτφ.): δεν έχω πια επαφή, σχέση με κάποιον ή κάτι: Ποτέ δεν έκοψε ~ με την οικογένειά/την πατρίδα του. Είναι αποφασισμένη να κόψει ~ με το παρελθόν., κόβω αντιδράσεις (νεαν. αργκό): βλέπω, παρατηρώ τις αντιδράσεις των άλλων: Τρελαίνομαι να τους πειράζω, για να ~ ~., κόβω κίνηση (νεαν. αργκό): παρακολουθώ με προσοχή τον κόσμο που βρίσκεται σε ένα μέρος ή διέρχεται από αυτό· γενικότ. προσέχω, παρατηρώ μια διαδικασία, κατάσταση, για να αντλήσω πληροφορίες: Κοίταζε (αριστερά-δεξιά/τριγύρω)/κοντοστάθηκε, για να κόψει ~.|| Προτείνω να πάμε στα μαγαζιά να κόψουμε ~., κόβω ταχύτητα: επιβραδύνω: Κόψε ~ και πιάσε δεξιά. Το μετρό/πλοίο/ο συρμός έκοψε ~. Δεν πρόλαβε να κόψει ~ (πβ. φρενάρω)., κόβω το κεφάλι/χέρι μου & το δεξί μου χέρι (μτφ.-προφ.): (για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα) βάζω στοίχημα: ~ ~ ότι κάπου σε έχω ξαναδεί. Πβ. βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο, βάζω το χέρι μου στη φωτιά, παίρνω όρκο. [< γαλλ. en donner sa tête/main à couper] , κόβω το λαιμό/το σβέρκο μου (μτφ.-προφ.) 1. ως έκφραση έντονης βεβαιότητας: ~ ~ ότι αυτός το έκανε/ότι δεν θα έρθει. 2. {κυρ. στο β' εν.} (ως έκφρ. θυμού) για κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει: Κόψε ~, το θέλω ως το Σάββατο. Να κόψεις ~ σου να το λύσεις/φτιάξεις. 3. για να δηλωθεί αδιαφορία, περιφρόνηση: Ας/δεν πάει να κόψει ~ του (: δεν με νοιάζει τι θα κάνει)., κόβω τον ομφάλιο λώρο (μτφ.): παύω να εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι: Ποτέ δεν έκοψε ~ με τη μητέρα του., κόφτο & κόφ' το (προφ.): (λέγεται απότομα, θυμωμένα σε κάποιον) πάψε, σταμάτα να μιλάς ή να ενοχλείς: ~ είπα/επιτέλους/τώρα! ~ πια, έχεις καταντήσει κουραστικός!, κόψε κάτι (προφ.) 1. (ειρων.) προς κάποιον που υπερβάλλει: ~ ~, πολλά λες. 2. για να ζητηθεί έκπτωση., με κόβει η κοιλιά μου (προφ.): έχω διάρροια., το κόβω (αργκό) 1. νομίζω, πιστεύω: ~ ~ δύσκολο να προλάβω. Αν και καλή ιδέα, δεν ~ ~ να γίνεται. Πώς ~ ~εις, θα την πάρεις τη δουλειά; ΣΥΝ. το βλέπω. 2. (για κάτι ενοχλητικό) σταματώ: (π.χ. προς κάποιους που τσακώνονται) Δεν ~ ~ετε πρωί-πρωί;, το κόβω με τα πόδια (προφ.): πηγαίνω κάπου περπατώντας., του κόβει (προφ.): έχει μυαλό, είναι έξυπνος: Προσπαθεί, αλλά δεν ~ ~ και πολύ. Μέχρι εκεί σας ~. Μα καλά, δεν τους ~ καθόλου;|| Δεν μου 'κοψε να τον ρωτήσω (: δεν το σκέφτηκα)., (μου) κόβεται η όρεξη/χάνω την όρεξή μου βλ. όρεξη, (το) κόβω λάσπη βλ. λάσπη, δεν κόβει ούτε με βαλέ βλ. βαλές, έκοψε η μαγιονέζα βλ. μαγιονέζα, έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου) βλ. νήμα, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του βλ. μιλιά, κάνω/κόβω/φέρνω βόλτες βλ. βόλτα, κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, κόβει και ράβει βλ. ράβω, κόβει μονέδα βλ. μονέδα, κόβει την ανάσα βλ. ανάσα, κόβει το μάτι (του) βλ. μάτι, κόβει/γκρεμίζει τις γέφυρες βλ. γέφυρα, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, κόβω (και) την καλημέρα/δεν λέω ούτε καλημέρα βλ. καλημέρα, κόβω (με το) μαχαίρι βλ. μαχαίρι, κόβω δρόμο βλ. δρόμος, κόβω εισιτήρια βλ. εισιτήριο, κόβω μισθό σε κάποιον βλ. μισθός, κόβω τα χέρια βλ. χέρι, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, κόβω τις φλέβες μου βλ. φλέβα, κόβω τον κώλο βλ. κώλος, κόβω φάτσες βλ. φάτσα, κόβω/ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου βλ. φτερό, κόπηκε/έπεσε η γραμμή βλ. γραμμή, με κόβει (η) λόρδα/πείνα βλ. λόρδα, με λούζει/με κόβει κρύος ιδρώτας βλ. ιδρώτας, μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή βλ. αίμα, μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα βλ. αναπνοή, μου κόπηκαν τα ήπατα βλ. ήπαρ, μου κόπηκαν τα πόδια βλ. πόδι, μου κόπηκε/μου πάγωσε το γέλιο βλ. γέλιο, να μου κοπεί το χέρι βλ. χέρι, πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι βλ. κεφάλι, τι σε κόφτει; βλ. κόφτει, το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι βλ. ξυράφι ● βλ. κομμένος [< μεσν. κόβω, γαλλ. couper, αγγλ. cut]

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

αναπνοή

αναπνοή [ἀναπνοή] α-να-πνο-ή ουσ. (θηλ.) 1. βασική λειτουργία του οργανισμού, με την οποία προσλαμβάνεται οξυγόνο μέσω του εισπνεόμενου αέρα και αποβάλλεται διοξείδιο του άνθρακα με την εκπνοή: βαριά/γρήγορη/δύσκολη/θορυβώδης/μηχανική/σωστή/υποβοηθούμενη ~. Διαφραγματική/θωρακική/κοιλιακή/ρινική/συρίττουσα ~. Αργές/κοφτές/μικρές/ρηχές ~ές (= εισπνοές-εκπνοές). Η ~ των ανθρώπων/ζώων/φυτών. Διακοπή (βλ. άπνοια)/κράτημα της ~ής. Δυσκολία στην ~ (βλ. άσθμα, ασφυξία, δύσπνοια, λαχάνιασμα). Ασκήσεις ~ής. Πάρτε βαθιές ~ές/μια μεγάλη ~! Βλ. πνεύμονας. 2. (κατ' επέκτ.) ανάσα: δροσερή/δυσάρεστη/έντονη/ευχάριστη/καθαρή ~. Η ~ του μυρίζει αλκοόλ. Η ζεστασιά της ~ής του.|| Η θέα σου κόβει την ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλη αναπνοή: ΦΥΣΙΟΛ. αποβολή διοξειδίου του άνθρακα και υδρατμών και απορρόφηση οξυγόνου από τους πόρους του δέρματος· δερματική αναπνοή. Βλ. διαπνοή. [< γαλλ. perspiration insensible] , κυτταρική αναπνοή: ΒΙΟΛ. ενζυμική διαδικασία με την οποία τα κύτταρα διασπούν τη γλυκόζη (ή άλλα σάκχαρα και λιπίδια), απελευθερώνοντας και εξασφαλίζοντας ενέργεια: αερόβια/αναερόβια ~ ~. [< αγγλ. cellular/cell respiration] , τεχνητή αναπνοή: ενεργοποίηση της αναπνευστικής λειτουργίας με αναπνευστήρα ή εκπνοή στο στόμα: Εφαρμόζω/κάνω ~ ~. Επανήλθε στη ζωή με ~ ~. Βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση. ΣΥΝ. φιλί (της) ζωής [< αγγλ. artificial respiration] , παράδοξη αναπνοή βλ. παράδοξος ● ΦΡ.: κρατώ την αναπνοή μου & βαστώ/συγκρατώ την αναπνοή μου: δεν ανασαίνω για λίγο: Πόση ώρα μπορείς να ~ήσεις ~ σου;|| (μτφ., από αγωνία, προσμονή ή ένταση:) Οι θεατές ~ούσαν ~ τους στα τελευταία λεπτά του αγώνα., με μια αναπνοή (μτφ.): πολύ γρήγορα ή ταυτόχρονα: Μόλις δόθηκε το σύνθημα, όλοι ~ ~ πεταχτήκαμε έξω. Πβ. αμέσως. [< αγγλ. in one/in the same breath] , μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα: σχεδόν σταματώ να αναπνέω, συνήθ. λόγω έντονου συναισθήματος: Μου κόπηκε ~ απ' την τρομάρα.|| Μια δυνατή παγωνιά μου έκοψε την ~, μόλις ξεκινήσαμε. Βλ. λαχανιάζω., σε απόσταση αναπνοής βλ. απόσταση [< αρχ. ἀναπνοή, αγγλ.-γαλλ. respiration]

ανάσα

ανάσα [ἀνάσα] α-νά-σα ουσ. (θηλ.) 1. ο αέρας που βγαίνει από το στόμα κατά την αναπνοή και γενικότ. η λειτουργία της: αδύναμη/απαλή/βαθιά/βαριά/γλυκιά/ζεστή/κοφτή ~. Ακούω/αφουγκράζομαι την ~ κάποιου. Μυρίζει η ~ του σκόρδο. Κρατάει την ~ του από την αγωνία. Πβ. πνοή.|| (μτφ.) Αγώνας/κούρσα της μιας ~ας (: των 100 μέτρων στον ανοιχτό ή των 60 μέτρων στον κλειστό στίβο). 2. (μτφ.) ξεκούραση, ανακούφιση: (σε τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή) Μικρή ~ (= ανάπαυλα, διάλειμμα) για διαφημίσεις. Πβ. ανάπαυση, ριλάξ, χαλάρωση.|| Κυκλοφοριακή ~. ~ αισιοδοξίας. ~ ρευστότητας στην αγορά. Πβ. ξαλάφρωμα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Έργο/μέτρα/νίκη-~. ΣΥΝ. ανακουφιστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: καυτή ανάσα 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για να δηλωθεί αίσθημα πίεσης και επικείμενης απειλής: Νιώθει την ~ ~ του ανταγωνισμού. 2. ένδειξη ερωτικής ή σεξουαλικής διάθεσης., ανάσα δροσιάς βλ. δροσιά ● ΦΡ.: δίνω (μια) ανάσα (ζωής) (μτφ.): προσφέρω σημαντική βοήθεια., κόβει την ανάσα: (μτφ.) προκαλεί έντονα συναισθήματα, αφήνει (κάποιον) άναυδο: ερμηνεία/θέα/ομορφιά/τοπίο που ~ ~., με κομμένη (την) ανάσα (μτφ.): με μεγάλη αγωνία: Μένω/μιλώ ~ ~. [< γαλλ. à bout de souffle] , μια ανάσα από/πριν από (μτφ.): λίγο πριν., παίρνω (μια) ανάσα & παίρνω μια αναπνοή 1. (συνήθ. με άρνηση) (μτφ.) σταματώ κάτι που κάνω με εντατικούς ρυθμούς, για να ξεκουραστώ ή απαλλάσσομαι από έγνοιες, ανακουφίζομαι: Δεν έχω πάρει ~ από το πρωί. Πβ. αναπαύομαι, ξαλαφρώνω, ξανασαίνω, ξεκουράζομαι. 2. εισπνέω: Πάρε βαθιές ~ες. ΣΥΝ. αναπνέω (1) ΑΝΤ. εκπνέω, χωρίς ανάσα (μτφ.): χωρίς διάλειμμα, παύση: Δούλευαν ~ ~, για να εξασφαλίσουν το μεροκάματο. Πβ. απνευστί, μονορούφι., μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα βλ. αναπνοή [< ανασαίνω, υποχωρητικός σχηματισμός]

βαλές

βαλές βα-λές ουσ. (αρσ.) 1. τραπουλόχαρτο με τη φιγούρα νεαρού άνδρα: ~ κούπα/σπαθί. Φουλ του άσου με ~έδες. Βλ. ντάμα, ρήγας. ΣΥΝ. φάντης 2. οροφοκόμος. Βλ. -ές. ● ΦΡ.: δεν κόβει ούτε με βαλέ (στην ποδοσφαιρική αργκό): (για παίκτη) που δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να ανακόψει τους αντιπάλους του. [< γαλλ. valet]

βόλτα

βόλτα βόλ-τα ουσ. (θηλ.): κάλυψη μικρής σχετικά απόστασης αμέριμνα και ξέγνοιαστα, με τα πόδια ή με μεταφορικό μέσο, για αναψυχή ή άσκηση: ανέμελη/κυριακάτικη/μοναχική/ρομαντική ~. ~ με το αυτοκίνητο/τη βάρκα (= βαρκάδα). ~ στο δάσος/στην εξοχή/στο κέντρο (ενν. της πόλης)/στο πάρκο. ~ στα μαγαζιά για ψώνια. Ατελείωτες ~ες με φίλους. Είσαι για μια/πάμε καμιά ~ (πβ. πάμε για καφέ); Βγήκε για την απογευματινή/πρωινή του ~. Κάνω (μια) ~. Βγάζω ~ τον σκύλο. Πβ. γύρα, γυροβολιά, περίπατος, σουλάτσο, τσάρκα.|| (μτφ.) ~ στο διαδίκτυο (= σερφάρισμα)/στο φόρουμ (= περιήγηση).βόλτες (οι) {σπάν. στον εν.} (προφ.) 1. σπειρώματα, ελικοειδείς αυλακώσεις βίδας. ΣΥΝ. στροφές. Πβ. βήμα, πάσο. 2. γύροι, περιστροφές: (σε συνταγή) Ρίχνουμε τα λαχανικά στην κατσαρόλα και τα φέρνουμε δυο ~ (= ανακατεύουμε). Φέρνει ~ γύρω από ... ● Υποκ.: βολτούλα & βολτίτσα (η) (οικ.): σύντομη βόλτα. ● ΦΡ.: κάνω/κόβω/φέρνω βόλτες (προφ.): περιφέρομαι, τριγυρίζω (σε περιορισμένο χώρο): Οι τουρίστες ~ουν ~ στην προκυμαία. Έκανε/έκοβε/έφερνε ~ πάνω-κάτω/πέρα-δώθε (με το μηχανάκι/στη γειτονιά).|| Ένα ελικόπτερο ~ει ~ πάνω απ' τα κεφάλια μας. ΣΥΝ. βολτάρω, παίρνει την κάτω βόλτα (προφ.): ακολουθεί πτωτική, φθίνουσα πορεία· αντιμετωπίζει ατυχίες ή δυσκολίες: Η ζωή της έχει πάρει ~ (= πάει από το κακό στο χειρότερο). Η εταιρεία έχει αρχίσει να ~ ~ (πβ. πάει για/προς φούντο). ΣΥΝ. παίρνει την κατιούσα, παίρνει την πάνω βόλτα (προφ.) & (σπάν.) την άνω βόλτα: ακολουθεί ανοδική πορεία, παρουσιάζει θετική εξέλιξη ή σημάδια βελτίωσης: Οι μετοχές πήραν ~ (πβ. ανάκαμψη). ΣΥΝ. παίρνει την ανιούσα, περνάω μια βόλτα (προφ.): πηγαίνω ή έρχομαι κάπου: Πέρνα ~ από το μαγαζί/το πάρτι. Είπα να περάσω ~ να δω πώς είστε., τα φέρνω βόλτα/γύρα (προφ.): καταφέρνω να αντιμετωπίσω τα οικονομικά μου προβλήματα· γενικότ. ξεπερνώ τις δυσκολίες: Μόλις που τα ~ει ~. Βλ. δεν βγαίνω/βγαίνει.|| Δεν προλαβαίνει να τα φέρει ~ με τις δουλειές του σπιτιού. Πβ. τα βολεύω, τα βγάζω/τα φέρνω πέρα., φέρνει/ρίχνει τις βόλτες του (λαϊκό): χορεύει (συνήθ. ζεϊμπέκικο ή άλλους λαϊκούς χορούς)., φέρνω βόλτα (προφ.) 1. κουμαντάρω: ~ει ~ μόνη της μια ολόκληρη επιχείρηση. Πβ. κουλαντρίζω. 2. πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη: Κατάφερε να τον φέρει ~ (= τουμπάρει). ΣΥΝ. φέρνω κάποιον στα νερά μου [< μεσν. βόλτα 'στροφή' < ιταλ. volta]

γέλιο

γέλιο γέ-λιο ουσ. (ουδ.): σύσπαση των μυών του προσώπου κατά την έκφραση ευχαρίστησης, ευθυμίας, ειρωνείας και o ήχος που παράγεται: αβίαστο/ακατάσχετο/αμήχανο/ασυγκράτητο/αυθόρμητο/άφθονο/γάργαρο/δυνατό/εκνευριστικό/θριαμβευτικό/κακαριστό/παιδικό/πνιχτό/προσποιητό/σαρκαστικό/σπασμωδικό/συγκρατημένο/τρανταχτό/τρελό/υποκριτικό/υστερικό/ψεύτικο ~. Έκρηξη/ταινία ~ου. Βγάζω/προκαλώ ~. Μου βγήκε ξινό το ~. Με πιάνουν/πάτησε τα ~ια. Είχαν πολύ ~ (: ήταν αστείοι). Το ~ είναι μεταδοτικό/υγεία. Μόλις είδαμε τα ρούχα του, βάλαμε κάτι/τα ~ια! Πβ. γέλως. Βλ. χαμόγελο.|| (εμφατ. σε εκφρ. που δηλώνουν πολύ γέλιο:) Κατουριέμαι/ξεραίνομαι/πεθαίνω από τα ~ια. Ξεκαρδίζομαι/ξεσπώ/σκάω/τρελαίνομαι στα ~ια. Έπεσε πολύ ~. Κάναμε πολλά ~ια. Ρίξαμε το ~ της αρκούδας. ● Υποκ.: γελάκι (το) 1. (υποκ.-συχνά ειρων.) γέλιο. 2. εμότικον με χαμόγελο. ΣΥΝ. φατσούλα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, νευρικό γέλιο βλ. νευρικός, σαρδόνιο γέλιο βλ. σαρδόνιος ● ΦΡ.: για γέλια (μειωτ.-ειρων.): που είναι ανάξιο λόγου ή προκαλεί γέλιο: Το επιχείρημά σου είναι ~ ~ (= γελοίο). Η κατάσταση είναι σοβαρή, δεν είναι ~ ~., για γέλια και για κλάματα (ειρων.): για κάτι ή κάποιον που βρίσκεται σε κωμικοτραγική κατάσταση: ιστορίες ~ ~., λύνομαι/χτυπιέμαι στο γέλιο/στα γέλια (προφ.): γελώ πάρα πολύ: Με τις ατάκες του ~ ~! Χτυπιόμασταν κάτω απ' τα ~. Πβ. πεθαίνω στα γέλια., μου κόπηκε/μου πάγωσε το γέλιο (μτφ.): σταματώ να γελώ ή γενικότ. να έχω χαρούμενη διάθεση λόγω αναπάντεχου και δυσάρεστου γεγονότος., κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, μου λύθηκε ο αφαλός από τα γέλια/από τον φόβο βλ. αφαλός, ξελιγώνομαι στα/από τα γέλια βλ. ξελιγώνω [< μεσν. γέλιο]

γέφυρα

γέφυρα γέ-φυ-ρα ουσ. (θηλ.) {γεφυρ-ών} 1. κατασκευή που συνδέει περιοχές, οι οποίες χωρίζονται από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια (ποταμούς, διώρυγες, δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές) και δημιουργεί πέρασμα για πεζούς και οχήματα: ανισόπεδη/κινητή/κρεμαστή (βλ. αερο~)/μεταλλική/ξύλινη/περιστρεφόμενη/πέτρινη (πβ. γεφύρι)/πλωτή/σιδηροδρομική/σταθερή/τοξωτή ~. ~ διάβασης/μεταφοράς/σήμανσης (: περνάει πάνω από αυτοκινητόδρομο και φέρει οδικές πινακίδες). ~ από σκυρόδεμα. Η ~ (ζεύξης) Ρίου-Αντιρρίου. ~ες και σήραγγες. Βλ. κοιλαδο~, οδο~, πεζο~, υδατο~.|| ~ φόρτωσης (φορτηγών πλοίων) Πβ. γερανο~.|| (μτφ.) Η ~ της ομορφιάς (= πασαρέλα). 2. (μτφ.) μέσο επαφής, σύνδεσης: ~ ειρήνης/πολιτισμού/συνεργασίας/σωτηρίας/φιλίας. Ενεργειακή ~ μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η κυβέρνηση ρίχνει ~ για συναινετική λύση. Στήνουμε/χτίζουμε ~ες εμπιστοσύνης. 3. ΙΑΤΡ. προσθετική κατασκευή (σταθερή ή κινητή) για αναπλήρωση ενός ή περισσότερων δοντιών, η οποία υποστηρίζεται από τα διπλανά φυσικά ή τεχνητά δόντια ή τις ρίζες: οδοντική ~. Βλ. στεφάνη. 4. ΝΑΥΤ. υπερυψωμένη πλατφόρμα, συνήθ. πάνω από το κατάστρωμα, όπου στεγάζεται ο θάλαμος διακυβέρνησης μηχανοκίνητου σκάφους: ~ ναυσιπλοΐας. Αξιωματικός ~ας. Ο πλοίαρχος βρίσκεται στη ~. 5. ΓΥΜΝ. άσκηση κατά την οποία το σώμα από ύπτια θέση παίρνει τοξοειδές σχήμα, στηριζόμενο στις παλάμες και τα πέλματα: Κάνω ~. 6. ΜΟΥΣ. σταθερό υποστήριγμα που ανασηκώνει ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου, ώστε να είναι τεντωμένες. ΣΥΝ. καβαλάρης (2) 7. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή για τη μέτρηση ηλεκτρικών μεγεθών (αντιστάσεων, συχνοτήτων): κύκλωμα ~ας. Βλ. γαλβανόμετρο. 8. ΠΛΗΡΟΦ. υπολογιστής που συνδέει μεταξύ τους δύο δίκτυα του ίδιου ή διαφορετικού πρωτοκόλλου: ~ δικτύου. 9. (μτφ.) μεταβατικό κομμάτι (μουσικό, σχολιαστικό, διαλογικό), το οποίο συνδέει τα μέρη ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού συνήθ. προγράμματος: μουσική ~. 10. ΑΝΑΤ. τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους που ενώνει τον προμήκη μυελό με τον μεσεγκέφαλο· γενικότ. τμήμα ιστού που συνδέει δύο μέρη ενός οργάνου. ● Υποκ.: γεφυράκι (το), γεφυρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γέφυρα επικοινωνίας (μτφ.): μέσο που διευκολύνει την επικοινωνία: ~ ~ και γνωριμίας. Η γλώσσα της μουσικής ως ~ ~ μεταξύ των λαών. Το διαδίκτυο είναι η ~ ~ των νέων. ~ ~ με τον απανταχού Ελληνισμό. Έχει κόψει κάθε ~ ~ μαζί τους., καλωδιωτή γέφυρα: που αποτελείται από έναν ή περισσότερους πυλώνες, οι οποίοι στηρίζουν με καλώδια το οδόστρωμα., φυσική γέφυρα: ΓΕΩΜΟΡΦ. τοξοειδής σχηματισμός από βράχο ή κομμάτι γης που ενώνει δύο περιοχές. ● ΦΡ.: κόβει/γκρεμίζει τις γέφυρες (μτφ.): διακόπτει κάθε επαφή, επικοινωνία: ~ ~ με το παρελθόν. ~ουν ~ του διαλόγου/της συνεννόησης. Πβ. κόβω (τους) δεσμούς. [< αρχ. γέφυρα, γαλλ. pont, αγγλ. bridge]

γόνατο

γόνατο γό-να-το ουσ. (ουδ.) {-ου (επίσ.) -ος (συχνότ. λόγ.) -άτου | -ων} & (αρχαιοπρ.) γόνυ & (λαϊκό) γόνα 1. ΑΝΑΤ. η άρθρωση του ποδιού μεταξύ μηρού και κνήμης· η αντίστοιχη περιοχή στα τετράποδα: βλαισό/ραιβό/σπασμένο ~. Ήρθε σπίτι με ματωμένα/χτυπημένα ~α (: για παιδιά). Λυγίζω/τεντώνω τα ~α. Στηρίζομαι στα ~α. Παίρνω (κάποιον) στα ~ά μου. Καθόταν στα ~α του παππού. Ενοχλήσεις/επέμβαση/κάκωση/τραυματισμός/φλεγμονή στο ~. Παθήσεις των ~άτων. Βλ. επιγονατίδα, μηνίσκος, τετρακέφαλος.|| Φούστα κάτω/πάνω από το ~. Το νερό (μου) έφτανε μέχρι/ως τα ~α.|| (συνεκδ.) Το παντελόνι έχει κάνει ~α (: έχει πάρει το σχήμα των γονάτων στο αντίστοιχο μέρος)/έχει τριφτεί στα ~α. 2. ΒΟΤ. σημείο έκφυσης φύλλων ή κλαδιών στον βλαστό. ● Υποκ.: γονατάκι (το): στη σημ. 1. ● ΦΡ.: κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου (μτφ.-προφ.): από κούραση ή συναισθηματική φόρτιση: Νιώθω να ~ ~. ~ ~ από το δέος/την έκπληξη/τον πόθο/τον φόβο. Με το που τον είδε, του κόπηκαν τα γόνατα. Πβ. παραλύω., μεγαλώνω κάποιον στα γόνατά μου: τον ανατρέφω από πολύ μικρή ηλικία., πέφτω στα γόνατα & σέρνομαι στα γόνατα: γονατίζω, ιδ. για ικεσία: Έπεσε ~ ~ και φίλησε το χώμα.|| (μτφ.) ~ ~ κλαίγοντας/ταπεινωμένος. ~ ~ και ζητώ συγχώρεση. Λυπήσου με, ~ ~ά σου! Πβ. εκλιπαρώ, ικετεύω, παρακαλώ, πέφτω στα τέσσερα, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου). [< γαλλ. tomber à genoux] , στο γόνατο (μτφ.): πρόχειρα, χωρίς επιμέλεια: Η δουλειά/μελέτη έγινε ~ ~. Πβ. στο πόδι., θα τον/τη σφάξω στο γόνατο βλ. σφάζω [< μτγν. γόνατον]

γραμμή

γραμμή γραμ-μή ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των διαδοχικών θέσεων ενός σημείου που κινείται στον χώρο, συνεχές και συνήθ. μακρόστενο ίχνος ή όριο (ορατό ή νοητό): (ΓΕΩΜ.) διαγώνια/διακεκομμένη/διπλή/ευθεία (βλ. ευθυγραμμία)/κάθετη/καμπύλη/κατακόρυφη/μονή/οριζόντια/τεθλασμένη ~. Ισοϋψείς/παράλληλες ~ές. Σημείο τομής δύο ~ών. Τραβώ/χαράσσω μια ~.|| Η ~ του αιγιαλού/ισημερινού/ορίζοντα/των συνόρων. Οριοθετική ~.|| (ΑΘΛ.) ~ εκκίνησης/τερματισμού. Η μπάλα πέρασε τη ~ (του) τέρματος.|| Οι ~ές του πενταγράμμου/τετραδίου. Διάστημα μεταξύ δύο ~ών (= διάστιχο). Έγραψα πέντε ~ές (= αράδες). Έλεγξα το κείμενο ~ προς ~. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (: αυτά τα λόγια). || ~ κορμού. Οι ~ές του τραμ/του τρένου (= ράγες).|| Οι ~ές του προσώπου (βλ. ρυτίδες)/χεριού. Η ~ της ζωής/καρδιάς/τύχης (βλ. χειρομαντεία).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ διευθύνσεων/εντολών/εργαλείων/εργασιών/σάρωσης. (ΤΕΧΝΟΛ.) Εκτυπωτές ~ής.|| (ΝΑΥΤ.) ~ φορτώσεως (: καθορίζει τη μέγιστη επιτρεπόμενη βύθιση του πλοίου). 2. (ειδικότ.) το περίγραμμα αντικειμένου ή σώματος· σχήμα, φόρμα: οι ~ές του αυτοκινήτου/βουνού/κτιρίου/τοπίου. Αδρές/έντονες/λεπτές ~ές προσώπου (= χαρακτηριστικά). Έχει ωραίες ~ές (: είναι καλλίγραμμη. ΣΥΝ. σιλουέτα).|| Αρμονία των ~ών. Ρούχο σε ίσια/σπορ/στενή/φαρδιά ~. Σαλόνι σε μοντέρνα/κλασική ~. Η σύγχρονη αισθητική επιβάλλει απλές/καθαρές/λιτές ~ές. 3. πραγματικό ή νοητό μέσο σύνδεσης, μεταφοράς και η αντίστοιχη υπηρεσία: (ΤΗΛΕΠ.) επίγεια/υποθαλάσσια ~. Απευθείας/δεύτερη ~. ~ές τηλεφώνου. ~ ίντερνετ/μετάδοσης (: δεδομένων, σημάτων). Αναβάθμιση/αριθμός/ενεργοποίηση/ενισχυτής/κατάργηση/παροχή ~ής. Οι ~ές είναι εκτός λειτουργίας. Η ~ είναι κατειλημμένη (: το τηλέφωνο μιλάει).|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ ηλεκτρικού ρεύματος. ~ές υψηλής τάσης.|| Εμπορική/επιδοτούμενη/λεωφορειακή/ταχυδρομική/υπέργεια/υπόγεια ~. Η ~ του Ηλεκτρικού/μετρό. Ανακαίνιση/επέκταση/οι σταθμοί (της) ~ής. ~ές πλοίων/ακτοπλοϊκές ~ές. Αστικές ~ές ΚΤΕΛ. ~ές εξωτερικού/εσωτερικού. Οχηματαγωγά δρομολογημένα στη ~ των Κυκλάδων/σε τακτική ~. Ταξίδεψε με το αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο της ~ής. Άλλαξα ~ και προορισμό. 4. (μτφ.) γενική κατεύθυνση, πορεία ή οδηγία που πρέπει να ακολουθηθεί, ώστε να επιτευχθεί ορισμένος στόχος: ενιαία/ιδεολογική/κατευθυντήρια/κομματική/πολιτική ~. Καθορίζει τη ~ της εφημερίδας/κυβέρνησης. Κράτησε την ίδια ~. Την τελευταία στιγμή άλλαξε ~. Η ~ δράσης στοχεύει στην οικονομική ανάπτυξη. Επικράτησε η ~ των μετριοπαθών. Δόθηκε/έπεσε ~ να καταψηφιστεί η υποψηφιότητά του. Πβ. ντιρεκτίβα. 5. ευθυγραμμισμένη σειρά ή διάταξη προσώπων, πραγμάτων, στοιχείων: οχυρωματική ~. ~ βολής/διαδοχής/κρούσης/μάχης/προέλασης. Οι ~ές άμυνας του εχθρού. Βάζω κάποιον/κάτι στη ~.|| Λεωφόροι με ~ές δέντρων (= δεντροστοιχίες). Τα στοιχεία ενός πίνακα οργανώνονται σε ~ές και στήλες (: οριζοντίως και καθέτως).|| (μτφ.) Προσχώρησε στις ~ές του κόμματος/της οργάνωσης.|| Χρονική ~ γεγονότων (πβ. διαδοχή). 6. (ως επίρρ.) κατευθείαν, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις ή στη σειρά: Έφυγε/τράβηξε ~ για το γραφείο. ● Υποκ.: γραμμούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονη γραμμή: ακτοπλοϊκή (ή σπανιότ. συγκοινωνιακή) γραμμή με μικρή επιβατική κίνηση και συνεκδ. τα νησιά που εξυπηρετούνται από αυτή ή ο αντίστοιχος γεωγραφικός χώρος: τα δρομολόγια της ~ης ~ής. Το πλοίο εξυπηρετεί/καλύπτει την ~ ~., αεροπορική γραμμή {συνηθέστ. στον πληθ.}: αερογραμμή., ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας): που επιτρέπει την απευθείας πληροφόρηση ή συνεννόηση: Λειτουργεί ~ ~ βοήθειας/εξυπηρέτησης/(υπο)στήριξης (: για τηλεφωνική υπηρεσία). ~ ~ επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων. Βρισκόμαστε σε ~ ~ με τον πρωθυπουργό για ... [< αγγλ. open line] , άσπρη/λευκή γραμμή 1. λωρίδα στο οδόστρωμα που διαχωρίζει τα ρεύματα κυκλοφορίας. 2. ΑΝΑΤ. ινώδης περιοχή της κοιλιακής χώρας κάτω από τον ομφαλό και μέχρι το τριχωτό του εφηβαίου που σχηματίζεται από τις προσφύσεις των πλάγιων κοιλιακών μυών., γραμμές (του) τέρματος: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) οι δύο μικρότερες γραμμές (πλάτους) των εξωτερικών ορίων αγωνιστικού χώρου. Βλ. πλάγια γραμμή., γραμμή επαφής (με αιώρηση αλυσοειδούς): ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα για την τροφοδοσία τρένων, τρόλεϊ και τραμ με ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο αποτελείται από τους αγωγούς επαφής, τα φέροντα καλώδια, τους αναρτήρες και όλα τα εξαρτήματα που τοποθετούνται μεταξύ των αγωγών και των μονωτήρων. Βλ. αλυσοειδής (ανάρτηση)., γραμμή μεταφοράς 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο αγωγών ή καλωδίων για τη μεταφορά ενέργειας ή σήματος: εναέρια ~ ~ ρεύματος μέσης/υψηλής τάσης. 2. υπηρεσία που εξυπηρετεί τις μετακινήσεις: ~ ~ εμπορευμάτων/επιβατών. [< αγγλ. transmission line] , γραμμή παραγωγής ΟΙΚΟΝ. 1. σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε παραγωγική μονάδα: αυτοματοποιημένη/ολοκληρωμένη ~ ~. Πβ. αλυσίδα παραγωγής. 2. & γραμμή προϊόντος: ομάδα προϊόντων που ανήκουν στο ίδιο είδος. [< αγγλ. production line, 1935] , γραμμή συναρμολόγησης: σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε βιομηχανική μονάδα, όπου μηχανές και εξαρτήματα τοποθετούνται στη σειρά για τη συναρμολόγηση του τελικού προϊόντος: κινούμενη ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτων/κινητήρων. [< αγγλ. assembly line] , διαχωριστική γραμμή: οτιδήποτε διαχωρίζει· όριο: φυσική ~ ~. Παραβίασε τη ~ ~ και πήρε κλήση.|| (μτφ.) ~ ~ μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Δυσκολεύεται να τραβήξει μια ~ ~ ανάμεσα στην οικογένεια και το επάγγελμα. [< γαλλ. ligne disjonctive] , επίσημη γραμμή: οι κατευθυντήριες και δεσμευτικές θέσεις ενός φορέα απέναντι σε ένα θέμα: Ακολουθεί την/διαφοροποιήθηκε από την ~ ~ του κόμματος. [< αγγλ. official line, 1974] , η γραμμή του τρίποντου/των 6,75: ΑΘΛ. (στο ευρωπαϊκό μπάσκετ) το όριο πέρα από το οποίο επιχειρείται σουτ τριών πόντων: Ευστόχησε/σκόραρε από τη ~ ~ (: πέτυχε τρίποντο)., κίτρινη γραμμή: που έχει σχεδιαστεί στο οδόστρωμα, παράλληλα με το κράσπεδο του πεζοδρομίου, για την απαγόρευση της στάσης και της στάθμευσης., κόκκινη γραμμή 1. & θερμή γραμμή: ειδική και αποκλειστική γραμμή άμεσης επικοινωνίας για ανταλλαγή στρατιωτικών, πολιτικών πληροφοριών, κυρ. μεταξύ αρχηγών κρατών: ~ (τηλεφωνική) ~ λειτούργησε χθες στον Λευκό Οίκο. ~ ~ μεταξύ των αεροπορικών στρατηγείων. Πβ. κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο. 2. όριο, κρίσιμο σημείο που δεν επιτρέπεται να το υπερβεί κάποιος: Πέρασαν την ~ ~ που έχει οριοθετήσει η διεθνής κοινότητα. [< 1: αγγλ. hot line, 1955 2: αγγλ. red line, 1952] , λεπτή γραμμή (μτφ.): οριακό, διαχωριστικό σημείο: ~ ~ ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Η ~ ~ που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο., μελωδική γραμμή: ΜΟΥΣ. μελωδία: αντιστικτική/απλή/κύρια/ρυθμική ~ ~. Η ανιούσα ~ ~ των μπάσων., πλευρική γραμμή: ΖΩΟΛ. αισθητήριο όργανο ψαριών και αμφιβίων που ανιχνεύει την οποιαδήποτε κίνηση στο νερό. [< γαλλ. ligne latérale ] , πράσινη γραμμή: & γραμμή Αττίλα: το προστατευόμενο από τον ΟΗΕ όριο που χωρίζει την Κύπρο σε ελεύθερα (νότιο τμήμα) και κατεχόμενα (βόρειο τμήμα) εδάφη. [< αγγλ. green line] , πρώτη γραμμή 1. το πεδίο όπου μαίνεται ο πόλεμος, το μέτωπο· (συχνότ. κατ' επέκτ.) κάθε εμπροσθοφυλακή, πρωτοπορία: Πολέμησε στην ~ ~.|| Στην ~ ~ των μεταρρυθμίσεων. Ήταν πάντα παρών στην ~ ~ των λαϊκών αγώνων. 2. επίκεντρο: στην ~ ~ του ενδιαφέροντος/των εξελίξεων/της επικαιρότητας., πρώτης γραμμής (μτφ.): άριστης ποιότητας· πολύ μεγάλης αξίας, σημασίας: τεχνολογία/υπηρεσίες/φάρμακα ~ ~.|| Στόχος ~ ~ (= πρώτης προτεραιότητας). Στέλεχος ~ ~ (= βασικό, κορυφαίο). ΣΥΝ. πρώτης τάξεως/τάξης, σιδηροδρομική γραμμή: δύο σταθερά συνδεδεμένες παράλληλες ράγες πάνω στις οποίες κινούνται τα οχήματα του σιδηρόδρομου και κατ' επέκτ. η διαδρομή που εξυπηρετούν: ~ ~ υψηλών ταχυτήτων. [< γαλλ. voie ferrée/ferroviaire] , σκληρή γραμμή (μτφ.): τακτική αντιπαράθεσης χωρίς υποχωρήσεις: Η κυβέρνηση ακολουθεί ~ ~ στο θέμα της διαφθοράς. [< αγγλ. hard line, 1962] , τηλεφωνική γραμμή: ΤΗΛΕΠ. καλωδίωση που έχει ορισμένο αριθμό και μεταφέρει τηλεφωνικά σήματα συνδέοντας περιοχές: αναλογική/εσωτερική/συμβουλευτική/ψηφιακή ~ ~., αμυντική γραμμή βλ. αμυντικός, Ασύμμετρη Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή βλ. ασύμμετρος, γραμμή (του) πυρός βλ. πυρ, γραμμή άλφα βλ. άλφα, γραμμή του μετώπου βλ. μέτωπο, γραμμή/πορεία πλεύσης βλ. πλεύση, επιθετική γραμμή βλ. επιθετικός, ηλεκτρικές γραμμές βλ. ηλεκτρικός, ίσαλος (γραμμή) βλ. ίσαλος, μεσαία γραμμή βλ. μεσαίος, μισθωμένη γραμμή βλ. μισθώνω, οικοδομική γραμμή/γραμμή δόμησης βλ. οικοδομικός, οροθετική γραμμή βλ. οροθετικός1, πλάγια γραμμή βλ. πλάγιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, ρυμοτομική γραμμή βλ. ρυμοτομικός ● ΦΡ.: διαβάζω ανάμεσα στις/πίσω (/κάτω/μέσα) από τις γραμμές (/αράδες): ανακαλύπτω μια σημασία ή έναν σκοπό που δεν εκφράζεται ρητά σε ένα κείμενο, μαντεύω τα υπονοούμενα: Μπορεί και ~ει ~. [< γαλλ. lire entre des lignes] , διατηρώ τη γραμμή μου: παραμένω κομψός και αδύνατος: Ασκείται καθημερινά, για να ~εί ~ της., εκτός γραμμής 1. για κάποιον που δεν ακολουθεί τη γενική κατεύθυνση του συνόλου ή της ομάδας όπου ανήκει: Βουλευτής που βρίσκεται ~ ~ του κόμματος (= αποκλίνει). 2. ΠΛΗΡΟΦ. για περιφερειακή συσκευή που δεν ελέγχεται προσωρινά από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας ή δεν επικοινωνεί με αυτή. [< 2: αγγλ. off-line, 1950] , κατευθείαν γραμμή: (για συγγένεια) που ενώνει πατέρα, γιο ή κόρη, εγγονό ή εγγονή., κόπηκε/έπεσε η γραμμή (προφ.): διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία: Ξαφνικά, εκεί που μιλάγαμε, ~ ~., μπαίνω στη γραμμή 1. τοποθετούμαι σε σειρά δίπλα σε άλλους ή πίσω τους: Μπήκαν ~ ~, για να σερβιριστούν. Πβ. μπαίνω στη/σε σειρά. 2. παρεμβάλλομαι (σε τηλεφωνική επικοινωνία): Δεν σ' ακούω, μάλλον κάποιος μπήκε ~ ~. 3. (για μεταφορικό μέσο) εντάσσομαι σε δρομολόγιο: Το πλοίο μπήκε ~ ~ των Κυκλάδων., παίρνω γραμμή (συχνά αρνητ. συνυποδ.): λαμβάνω κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο χειρισμού μιας κατάστασης: ~ ~ από την κυβέρνηση. Πήρε ~ από το κόμμα και άλλαξε στάση., παίρνω κάποιον/κάτι γραμμή (νεαν. αργκό): αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, χαμπάρι: Δεν πήρε ~ τίποτα. Μας πήρε ~ κι έβαλε τις φωνές., πιάνω γραμμή (προφ.): καταφέρνω να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με κάποιον: Δεν μπορώ/προσπαθώ να ~σω ~., σε γενικές γραμμές & σε αδρές/χοντρές γραμμές: γενικά, χωρίς λεπτομέρειες, χοντρικά: Περιέγραψε τις νέες πρακτικές ~ ~. Δίνει/σκιαγραφεί με/σε ~ ~ το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Πβ. μέσες άκρες, κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου. ΣΥΝ. σε γενικά πλαίσια, (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου βλ. πλάγιος, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, σε ευθεία γραμμή βλ. ευθύς [< αρχ. γραμμή, γαλλ. ligne, αγγλ. line, γερμ. Linie]

δρόμος

δρόμος δρό-μος ουσ. (αρσ.) 1. μακρόστενη επιφάνεια εδάφους που πλαισιώνεται συνήθ. από σπίτια ή/και κτίρια και έχει χαραχθεί και διαμορφωθεί έτσι, ώστε να κινούνται σε αυτήν άνθρωποι ή/και κυρ. οχήματα: αγροτικός/αδιέξοδος (βλ. αδιέξοδο)/αμαξιτός/ανηφορικός/αστικός/άστρωτος (βλ. χωματόδρομος)/ασφαλτοστρωμένος/δασικός/δευτερεύων (πβ. παράδρομος)/δημόσιος/δύσβατος/εθνικός/ελικοειδής/επαρχιακός/επικίνδυνος/έρημος/ευθύς/ιδιωτικός/κατηφορικός/κεντρικός (βλ. λεωφόρος)/κύριος/πλακόστρωτος/πλατύς/πολυσύχναστος/στενός/φιδωτός ~. ~ προτεραιότητας. ~ μονής/διπλής (βλ. αρτηρία, αυτοκινητόδρομος) κατεύθυνσης. ~ με κίνηση/κλειστές στροφές/(διαχωριστική) νησίδα. ~ για τους πεζούς (βλ. πεζόδρομος). Κατάστρωμα (πβ. οδόστρωμα)/κράσπεδο/όνομα/πλευρά/ρείθρο/χάραξη του ~ου. Διασταύρωση ~ων (βλ. σταυροδρόμι). (Δι)ανοίχτηκε ~. Ο ~ είναι ανοιχτός. Διασχίζω/περνώ/φτιάχνω τον ~ο. Περπατώ στον ~ο. Γυρίζει/περιφέρεται στους ~ους. Ζωγράφος/καλλιτέχνης (του) ~ου (βλ. πλανόδιος, υπαίθριος). Το δωμάτιο βλέπει στο(ν) ~ο. Σε ποιο ~ο μένει; ΣΥΝ. οδός (1) 2. (ειδικότ.) μετάβαση από έναν τόπο ή σημείο σε άλλο, η απόσταση που διανύεται και η διαδρομή που ακολουθείται· διέξοδος, πέρασμα: (ως ευχή) Καλό ~ο (= ταξίδι)! Σε όλο το ~ο τη σκεφτόμουν. (κυριολ. κ. μτφ.) Έχουμε να διανύσουμε/να κάνουμε πολύ ~ο ακόμα. Μια ώρα/μιας ώρας ~. Πέντε χιλιόμετρα ~. Βρίσκω/μπερδεύω τον ~ο. Μου ζήτησε να του δείξω τον ~ο. Συνέχισαν τον ~ο τους και έφτασαν στον προορισμό τους. Ποιος είναι ο συντομότερος ~; Από ποιο ~ο ήρθες; Ακολουθώ τον ίδιο ~ο/τον ~ο που οδηγεί στην παραλία. Είμαι/επιστρέφω στον ~ο για/προς ... Θα πάω να τον δω, είναι στον ~ο μου. Με έφαγαν οι ~οι (= με κούρασαν οι μετακινήσεις).|| Εναέριοι/θαλάσσιοι/υδάτινοι ~οι (= πορείες των αεροπλάνων ή των πλοίων).|| (μτφ.) Μουσικοί ~οι (: μουσικές διαδρομές).|| Βρίσκω ~ο μέσα από ... (προφ.) Ανοίξτε ~ο (: για διέλευση μέσα από πλήθος κόσμου). Βλ. διάδρομος. 3. (μτφ.) η τακτική και οι ενέργειες για την επίτευξη ενός στόχου, οι επιλογές που γίνονται ή οι δυνατότητες που προσφέρονται και κατ' επέκτ. η πορεία που ακολουθείται στη ζωή, η χρονική της διάρκεια και οι συνακόλουθες εμπειρίες: ο ~ της αρετής/της ελπίδας/της ευτυχίας/της κακίας/της προσφοράς/του χρέους. Ο (βέβαιος) ~ προς τη δόξα/την ειρήνη/την ενωμένη Ευρώπη/την επιτυχία/την κορυφή/το κύπελλο/τη μάθηση. Ο ~ για υγεία και ευεξία. Υπάρχει κι άλλος ~ πέρα από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Η πορεία προς τη γνώση δεν είναι ~ στρωµένος µε ροδοπέταλα (: δεν είναι εύκολη). Ο ~ που οδηγεί στη λύση του προβλήματος (= μέθοδος, τρόπος). Δύσβατος ο ~ της μεταρρύθμισης. Οι ~οι μας είναι διαφορετικοί, αλλά ο στόχος κοινός. Βλ. πρόδρομος.|| Παράλληλοι ~οι (βλ. βίοι παράλληλοι). Έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ~ους. Διαλέγω το(ν) δύσκολο/εύκολο ~ο. Βαδίζει στον ~ο του καθήκοντος. Βρίσκεται/επανήλθε στον σωστό ~ο. Διασταυρώθηκαν/συναντήθηκαν/χώρισαν οι ~οι μας. 4. ΑΘΛ. αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές τρέχουν και νικητής αναδεικνύεται ο ταχύτερος: ~ 100/200/400/800/1.500 μέτρων. ~ ημιαντοχής/ταχύτητας. 5. ΤΕΧΝΟΛ. γραμμή, κανάλι μετάδοσης ή παροχής: ~ διάδοσης. ● Υποκ.: δρομάκι (το) & δρομάκος & (λόγ.) δρομίσκος (ο): στη σημ. 1: γραφικό/ερημικό/χωμάτινο ~ (βλ. σοκάκι). Τα στενά ~ια με τα παραδοσιακά σπίτια. Περιπλανήθηκα στα μικρά, δαιδαλώδη ~ια του κάστρου. Βλ. μονοπάτι. ● ΣΥΜΠΛ.: αγώνας δρόμου 1. ΑΘΛ. συναγωνισμός αθλητών, επαγγελματιών ή μη, στο τρέξιμο: λαϊκός ~ ~. ~ ~ αγοριών και κοριτσιών. 2. (μτφ.) για ταχύτατες ενέργειες της τελευταίας στιγμής, προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος: Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~α ~ για να προλάβουν ..., εμπορικός δρόμος & εμπορική οδός 1. που έχει πολλά καταστήματα, εμπορικά κέντρα και κατ' επέκτ. ιδιαίτερη εμπορική και αγοραστική κίνηση: οι ακριβότεροι ~οί ~οι. 2. διεθνής οδικός άξονας στον οποίο διακινούνται εμπορεύματα: ~οί ~οι που συνδέουν τη Δύση με την Ανατολή.|| Θαλάσσιος ~ ~ από και προς τον Εύξεινο Πόντο., παιδί του δρόμου: που στερείται την οικογενειακή φροντίδα, είναι άστεγο και συχνά οδηγείται στην επαιτεία ή την παρανομία: βοήθεια/υποστήριξη στα ~ιά ~. Πρόγραμμα/προστασία/τηλεμαραθώνιος αγάπης για τα ~ιά ~. Βλ. αλητάκι, παιδιά των φαναριών. [< γαλλ. enfant des rues] , ταινία δρόμου: ΚΙΝΗΜ. με θέμα την περιπλάνηση ανήσυχων ή/και περιθωριακών ανθρώπων που ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι χωρίς καθορισμένη συνήθ. πορεία. ΣΥΝ. ρόουντ μούβι [< αγγλ. road movie] , ανώμαλος δρόμος βλ. ανώμαλος, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, δρόμος αντοχής βλ. αντοχή, θεάματα (του) δρόμου βλ. θέαμα, θέατρο (του) δρόμου βλ. θέατρο, ίσιος δρόμος βλ. ίσιος, Μαραθώνιος Δρόμος βλ. μαραθώνιος, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: (γυναίκα) του δρόμου (μειωτ.): πόρνη και γενικότ. γυναίκα με ανήθικη συμπεριφορά: Γνώρισε/έμπλεξε με μια ~ ~. Της συμπεριφέρεται σαν να είναι καμιά ~ ~ (πβ. του πεζοδρομίου)., (ο) δρόμος (της) επιστροφής (κυριολ. κ. μτφ.): ερχομός, γυρισμός, επάνοδος: Ο ~ ~ είναι δύσκολος/εύκολος/κλειστός. Αναζητούν έναν ~ο επιστροφής στο ειδυλλιακό παρελθόν., (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο (μτφ.): για παρέκκλιση από τις καθιερωμένες αξίες και κατ' επέκτ. για κακή εξέλιξη: Πήρε τον ~ ~ κι έμπλεξε (πβ. παραστρατώ). Τον παρέσυρε στον ~ (τον) ~. Τον απομάκρυνε/έβγαλε από τον ~ ~.|| Τι συνέβη και πήραν τα πράγματα ~ ~; Βλ. ίσιος δρόμος., ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους: δημιουργεί νέες προοπτικές ή κατευθύνσεις, καινοτομεί: ~ ~ στις επιχειρηματικές δραστηριότητες/στην έρευνα/στη σκέψη/στην τεχνολογία. ~ονται ~οι ~οι για ... Με το έργο του άνοιξε ~ ~. Πβ. ανοίγει (νέους) ορίζοντες., αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο & (εμφατ.) στους πέντε δρόμους (μτφ.): αφήνω κάποιον χωρίς στέγη, εργασία, προστασία., βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) 1. (για όχημα) εκτρέπομαι, (για πρόσ.) δεν ακολουθώ την προγραμματισμένη πορεία: Το αυτοκίνητο βγήκε ~ (του) και ανατράπηκε. Βγήκαν ~ τους, για να μας βοηθήσουν. 2. (μτφ.) παρεκτρέπομαι, ξεστρατίζω: Παρόλο που δεν είχα λεφτά, δεν βγήκα ~ ~., βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους & στον δρόμο: συμμετέχω σε διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις ή πανηγυρισμούς: Βγήκαν ~ για τα δικαιώματά τους.|| Τα προβλήματα βγάζουν τον κόσμο στους δρόμους., βρέθηκε στο(ν) δρόμο 1. δεν έχει πού να μείνει, τα μέσα για να ζήσει: ~ ~ με τα ανήλικα παιδιά της. Βρέθηκαν ~ και δεν μπορούν να βρουν δουλειά. ΣΥΝ. είναι στο(ν) δρόμο (2), μένω στον δρόμο (2) 2. συνάντησε κάποιον ή κάτι: Δυστυχώς, δεν ~ ~ τους κανένας, για να τους βοηθήσει. Πολλά εμπόδια βρέθηκαν ~ του., βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο (μτφ.): εξασφαλίζω κάτι εύκολα ή τυχαία: Την αληθινή φιλία δεν τη ~εις ~., βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) (μτφ.) 1. επιλέγω τον τρόπο ζωής, το επάγγελμα που με ικανοποιεί, αποφασίζω ποια πορεία θα ακολουθήσω στη ζωή: Κατάφερε να βρει ~ της, παρά τις αντιξοότητες. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. χωρ. την κτητική αντωνυμία) ανακαλύπτω τον τρόπο επίτευξης ενός στόχου: Βρήκε τον δρόμο προς τη νίκη., δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω (συνήθ. σε παραμύθια, στο γ' πρόσ.): κάνω μεγάλη απόσταση με τα πόδια, οδοιπορώ: ~ ~ει (και) φτάνει στο ποτάμι., δρόμο! (προφ.): φύγε, εξαφανίσου, μακριά από 'δω: άντε, ουστ, ~! Πάρε τα πράγματά σου και ~!, δρόμος μετ' εμποδίων 1. ΑΘΛ. αγώνισμα τρεξίματος με εμπόδια: ~ ~ 110 μέτρων. 2. (μτφ.) προσπάθεια που γίνεται με δυσκολίες και προβλήματα: ~ ~ η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένες χώρες., δρόμος χωρίς επιστροφή/γυρισμό (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που δεν δίνει τη δυνατότητα επανόδου στην προηγούμενη κατάσταση: Τα ναρκωτικά είναι ~ ~. Πβ. ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό.|| Η νίκη στις εκλογές είναι ~ ~ (= μονόδρομος) για την παράταξη., έδωσα δρόμο σε κάποιον/κάτι (προφ.-μειωτ.): διώχνω κάποιον ή πετώ κάτι: Δεν άντεξα πια και του ~ ~ (= τον έδιωξα, του έδωσα πόδι). Το κινητό βγήκε ελαττωματικό και του ~ ~. Μην το σκέφτεσαι, δώσ' του ~!, είναι στο(ν) δρόμο 1. κατευθύνεται κάπου: Είναι ~ κι έρχονται. ΣΥΝ. καθ' οδόν. 2. είναι πάμφτωχος, δεν έχει πού να μείνει: Πεινούν και είναι ~ (= βρέθηκαν, έμειναν στον δρόμο)., ένα τσιγάρο/δυο τσιγάρα δρόμος (λαϊκό): πολύ μικρή απόσταση: Η παραλία είναι ~ ~ από την πόλη., έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου (μτφ.): πρέπει να προσπαθήσω κι άλλο για να τα καταφέρω: Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται, αλλά έχουμε ~ ~ μας., κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο (κυριολ. κ. μτφ.): εμποδίζω κάποιον ή κάτι να προχωρήσει: Σηκώθηκε απότομα και μου έκλεισε/έκοψε ~.|| Του έκοψε ~ προς την επιτυχία. Έφραξε ~ στη συνεργασία., κόβω δρόμο: διανύω μια απόσταση, ακολουθώντας την πιο σύντομη διαδρομή: Έκοψε ~ μέσα απ' το δάσος., με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος (προφ.): περνώ από κάπου, έχοντας ορισμένο προορισμό: Όποτε με φέρει ~ (μου), θα περάσω να σας δω., μεγάλωσε στο(ν) δρόμο/στους δρόμους: για παιδιά και νέους που δεν γνώρισαν τη φροντίδα της οικογένειας ή συγγενικού προσώπου: Ζούσαν μόνα τους, έχοντας μεγαλώσει ~., μένω στον δρόμο 1. δεν μπορώ να συνεχίσω τη διαδρομή ή το ταξίδι μου, συνήθ. λόγω βλάβης του οχήματος ή έλλειψης καυσίμων: Έμεινε ~ και έφτασε τελικά στον προορισμό του με μεγάλη καθυστέρηση.|| (σπανιότ.) Το αυτοκίνητο με άφησε ~ (= χάλασε). 2. & μένω στους πέντε δρόμους: είμαι φτωχός και άστεγος: Έχασε τη δουλειά του και έμεινε ~ (= βρέθηκε, είναι στον δρόμο)., ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος μπορεί να φύγει, όποτε θελήσει., ο δρόμος του Θεού/του Χριστού: ενάρετος βίος, τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου., ο τρίτος δρόμος: πρόταση, λύση, δυνατότητα που θεωρείται εναλλακτική ανάμεσα σε δύο ακραίες· ειδικότ. μετριοπαθές πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη γενική συναίνεση: ~ ~ για την απασχόληση/υγεία. [< αγγλ. third way, 1949] , παίρνω δρόμο 1. φεύγω χωρίς καθυστέρηση, εξαφανίζομαι: Πήραν ~ κι όπου φύγει φύγει (πβ. το βάζω στα πόδια). Πάρε ~! 2. χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι· γενικότ. με διώχνουν: Θα πάρεις ~ απ' αυτή τη γειτονιά!, παίρνω το(ν) δρόμο & τραβώ το(ν) δρόμο 1. (συνήθ. + για/προς) πηγαίνω, κατευθύνομαι σε ένα μέρος: ~ει ~ για το σπίτι του. ~ουν ~ προς το βουνό. Πήρε ~ του γυρισμού. 2. (+ γεν.) (μτφ.) οδηγούμαι σε κάτι: Η εταιρεία ~ει ~ του χρηματιστηρίου. Τα έργα πήραν ~ της υλοποίησης. Η υπόθεση πήρε ~ της δικαιοσύνης., παίρνω τον καλό δρόμο: ζω ενάρετα και κατ' επέκτ. κάνω τη σωστή επιλογή. [< γαλλ. prendre le bon chemin] , παίρνω τους δρόμους: βγαίνω έξω, γυρνώ άσκοπα, περιπλανιέμαι: ~ ~ και σε ψάχνω. Πήραν ~ χωρίς να ξέρουν για πού., πάνω στο(ν) δρόμο (μτφ.): κατά μήκος της διαδρομής, δεξιά ή αριστερά: ~ ~ για το αεροδρόμιο θα συναντήσετε το μοναστήρι., πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο: τον διώχνω από το σπίτι ή τη δουλειά του: Πέταξαν ~ τόσες οικογένειες. Τους προσέλαβε για δυο μήνες κι ύστερα τους πέταξε ~., πετώ κάτι στον δρόμο (μτφ.-προφ.): κατασπαταλώ: Πέταξε ~ τόσα λεφτά., σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία (μτφ.): για ομαλή, ευνοϊκή εξέλιξη με προοπτικές επιτυχίας: ~ ~ οι έρευνες της Αστυνομίας. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται/είναι ~ ~. [< γαλλ. sur le bon chemin] , στα μισά του δρόμου 1. στη μέση της απόστασης. 2. (μτφ.) για ημιτελή προσπάθεια: Η ανάκαμψη βρίσκεται ακόμη ~ ~., στη μέση του δρόμου: στο μέσο της οδού και κατ' επέκτ. σε εξωτερικό χώρο, συνήθ. μπροστά σε πολύ κόσμο: Πετάχτηκε/στάθηκε/χόρευε ~ ~., τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους & αφήνω τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους: οι υποθέσεις, οι καταστάσεις δρομολογήθηκαν, άρχισαν να υλοποιούνται: Με πήραν στη δουλειά και από κει και πέρα ~ ~. Αφήστε τα πράγματα να πάρουν ~, δεν χρειάζεται να πιέζετε καταστάσεις. || Όλα πήραν το δρόμο τους. [< αγγλ. let things take their course] , τραβώ το(ν) δρόμο μου & τον δικό μου δρόμο (μτφ.): ακολουθώ τη δική μου ανεξάρτητη πορεία: Δεν τα βρήκαν και η κάθε πλευρά τράβηξε ~ της. Τράβα ~ σου και άσε τον κόσμο να λέει., χάνω το(ν) δρόμο (μου) (κυριολ. κ. μτφ.): ξεστρατίζω: Έχασα ~ και βρέθηκα αλλού., χαράζω δρόμο 1. (μτφ.) καθορίζω πορεία ζωής, καταστρώνω σχέδιο, προγραμματίζω κάτι: Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο ...! 2. προσδιορίζω τη θέση οδού: ~ουν ~ους κάθετους προς την παραλία., (εδώ) χωρίζουν οι δρόμοι μας βλ. χωρίζω, αλλάζω δρόμο βλ. αλλάζω, ανοίγω (τον) δρόμο βλ. ανοίγω, δρόμος στρωμένος με αγκάθια βλ. στρώνω, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, ο δρόμος της καμήλας βλ. καμήλα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη βλ. Ρώμη1, στρώνω το(ν) δρόμο βλ. στρώνω [< αρχ. δρόμος, γαλλ. chemin, rue, αγγλ. way 5: αγγλ. route] ΔΡΟΜΟΣ

εισιτήριο

εισιτήριο [εἰσιτήριο] ει-σι-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} 1. ειδικό δελτίο με το οποίο βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του έχει πληρώσει το αντίτιμο εισόδου του σε χώρο ή μετακίνησής του με συγκεκριμένο μεταφορικό μέσο: μαθητικό/φοιτητικό ~. Ενιαίο/ηλεκτρονικό ~ αστικών συγκοινωνιών. ~ λεωφορείου/πλοίου/τρένου. Αξία/απόκομμα/(χρονική) διάρκεια/έκδοση/επίδειξη/επικύρωση/κράτηση ~ίου. ~α Εργατικής Εστίας/θεάματος. Έλεγχος/εξάντληση/επιστροφή/(προ)πώληση ~ίων. Βγάζω/κλείνω/προμηθεύομαι ~ (για τον αγώνα/τη συναυλία). Δεν βρήκα ~. Επικυρώστε το ~ό σας. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) κάθε μέσο ή προϋπόθεση για την πραγματοποίηση ενός στόχου: Η ομάδα πήρε το ~ για τον τελικό (πβ. χαρτάκι). Οι βαθμοί του στις εξετάσεις τού έδωσαν το ~ για το Πανεπιστήμιο. 3. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. έγγραφο με το οποίο βεβαιώνεται η εισαγωγή ασθενούς σε νοσοκομείο: εντολή εκτάκτου/τακτικού ~ου. Βλ. -τήριο. ΑΝΤ. εξιτήριο ● ΣΥΜΠΛ.: εισιτήριο διαρκείας & (προφ.) διαρκείας: το οποίο παρέχει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στον κάτοχό του τη δυνατότητα απεριορίστων εισόδων σε κάποιο χώρο (κυρ. γήπεδο για την παρακολούθηση αγώνων) ή μετακινήσεων με μεταφορικό μέσο. Πβ. κάρτα διαρκείας., μειωμένο/μισό εισιτήριο: του οποίου το αντίτιμο αντιστοιχεί μέχρι και στο μισό της αξίας του κανονικού εισιτηρίου και το οποίο δικαιούνται άτομα συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας (φοιτητές, πολύτεκνοι, άτομα με ειδικές ανάγκες, ηλικιωμένοι): ~ ~ σε θέατρο/κινηματογράφο. ~α ~α αστικών συγκοινωνιών. ● ΦΡ.: εισιτήριο μετ' επιστροφής/με επιστροφή: που επιτρέπει στον επιβάτη να μεταβεί κάπου και να επιστρέψει με το ίδιο μεταφορικό μέσο: αεροπορικό/ακτοπλοϊκό ~ ~. Πβ. αλέ-ρετούρ., κόβω εισιτήρια: (κυρ. για κινηματογραφικά έργα, παραστάσεις ή αθλητικούς αγώνες) πουλώ εισιτήρια: Η ταινία δεν έκοψε ~ (: δεν είχε εισπρακτική επιτυχία).|| Κάθεται πίσω από το γκισέ και ~ει ~., κέρδισε το εισιτήριο βλ. κερδίζω [< μτγν. εἰσιτήριον, ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. εἰσιτήριος 1: γερμ. Eintrittsgeld, Eintrittspreis, γαλλ. billet]

ήπαρ

ήπαρ [ἧπαρ] ή-παρ ουσ. (ουδ.) {ήπ-ατος}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. συκώτι: λιπώδες ~ (: εναπόθεση λίπους στα ηπατικά κύτταρα, ηπατική στεάτωση). Καρκίνος του/κίρρωση του/μεταμόσχευση ~ατος. ● ΦΡ.: μου κόπηκαν τα ήπατα (μτφ.-προφ.): φοβήθηκα, τρόμαξα πολύ, λαχτάρησα. Πβ. μου κόπηκαν τα πόδια, πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου. [< αρχ. ἧπαρ, αγγλ. hepar, γερμ. Hepar]

ιδρώτας

ιδρώτας [ἱδρώτας] ι-δρώ-τας ουσ. (αρσ.) & (λαϊκό) ίδρωτας 1. άχρωμο, ελαφρώς αλμυρό υγρό με συνήθ. έντονη οσμή, που παράγεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες του σώματος και εκκρίνεται από τους πόρους του δέρματος με τη μορφή σταγονιδίων, κάτω από ορισμένες συνθήκες, κυρ. ζέστη, εντατική εργασία, συναισθηματική φόρτιση: χάντρες ~α. Κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο ο ~ κυλούσε ποτάμι. Σκούπισε τον ~α από το μέτωπό του. Έσταζε από τον ~α (πβ. νερό). 2. (μτφ.) μόχθος: Έκανε περιουσία με τον ~α του (= με προσωπικό κόπο). Ζει με τον ~α του προσώπου του. Πβ. κάματος. ● ΦΡ.: με λούζει/με κόβει κρύος ιδρώτας (μτφ.-προφ.): τρέμω από τον φόβο μου, τρομοκρατούμαι: Τον έκοψε/έλουσε ~ ~, όταν σκέφτηκε τι τον περίμενε., ποτίζω κάτι με τον ιδρώτα μου (μτφ.): μοχθώ, κοπιάζω πολύ για κάτι: Πότισαν με τον ιδρώτα και το αίμα τους (= θυσιάστηκαν για) τα ιερά χώματα της πατρίδας., (είμαι/γίνομαι) μούσκεμα στον ιδρώτα βλ. μούσκεμα, λούζομαι στον ιδρώτα βλ. λούζω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< μεσν. ιδρώτας < αρχ. ἱδρώς] ΙΔΡΩΤΑΣ

καλημέρα

καλημέρα κα-λη-μέ-ρα επιφών.: τυπικός πρωινός χαιρετισμός: ~, τι κάνεις; ~ σας/σου (ή καλή σας/σου μέρα)! ~ και καλή βδομάδα! ~ και σε σένα/παιδιά/σε όλους! Πολύ ~ σας!|| (σπανιότ. στον πληθ.) Γλυκές/όμορφες/πολλές ~ες! Πβ. καλημερούδια.|| (ως ουσ.) Την ~ μου από .../στην οικογένειά σου! Πες μια ~ πρώτα (πβ. καλημερίζω)! Πέρασα για μια βιαστική ~. Βλ. καλη-νύχτα, -σπέρα. ● ΦΡ.: κόβω (και) την καλημέρα/δεν λέω ούτε καλημέρα: διακόπτω και την πιο τυπική μορφή επικοινωνίας με κάποιον λόγω διένεξης ή παρεξήγησης: Ανταλλάξαμε βαριές κουβέντες κι από τότε μου έκοψε ~. Δεν λένε ούτε ~.|| Μετά τις κακίες που είπε για μένα, δεν θέλω ούτε την ~ του!, με το καλημέρα: από πολύ νωρίς, με το ξεκίνημα, από την πρώτη κιόλας στιγμή: καταιγίδα/παράπονα ~ ~. Πβ. ευθύς εξαρχής, με το καλωσόρισες. [< μεσν. καλημέρα]

κεφάλι

κεφάλι κε-φά-λι ουσ. (ουδ.) {κεφαλ-ιού | -ιών} 1. το ανώτερο τμήμα του σώματος του ανθρώπου, που συνδέεται με τον κορμό μέσω του λαιμού και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος, το στόμα και αισθητήρια όργανα, όπως τα μάτια, τα αυτιά και η μύτη: η κίνηση/η κλίση/η κορυφή/το νεύμα/το σκύψιμο/το σχήμα/το τίναγμα του ~ιού. Το πίσω μέρος του ~ιού (βλ. ινίο). Το ~ μου πονάει/πάει να σπάσει (: έχω πονοκέφαλο, ημικρανία). Κούνησε το ~ του καταφατικά (βλ. συγκατανεύω). Μου κάνει νόημα με το ~ (: μου γνέφει). Βουτιά με το ~. Ξύνει το ~ του (: το τριχωτό μέρος, κυρ. από αμηχανία ή άγνοια). Νέοι με κοντοκουρεμένα/ξυρισμένα ~ια.|| (μτφ.) Βάζω/πάω στοίχημα το ~ μου (= τη ζωή μου). Παίζει το ~ του (κορόνα γράμματα) (= διακινδυνεύει, ρισκάρει). Βλ. προσκέφαλο. ΣΥΝ. κεφαλή (1) 2. το αντίστοιχο εμπρόσθιο ή ανώτερο τμήμα του σώματος ζώων: ~ αλόγου/εντόμου/ψαριού.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Βραστό ~ κατσικιού. Καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα ~ια και το κέλυφος. 3. νους, μυαλό, πνεύμα· άνθρωπος με μεγάλες ή/και ειδικές διανοητικές ικανότητες: Ποιος σου έβαλε αυτή την ιδέα στο ~;|| Μαθηματικό ~. Πβ. αυθεντία, διάνοια, εγκέφαλος, ιδιοφυΐα.|| (ειδικότ.) Τα κορυφαία ~ια (: ηγετικά στελέχη) της κυβέρνησης. Πβ. επιτελής. 4. καλλιτεχνική αναπαράσταση αυτού του τμήματος του σώματος ανθρώπου ή ζώου: ανάγλυφο/αρχαϊκό/μαρμάρινο ~. Ξύλινο ~ θεάς. Σκαλιστό ~ λιονταριού. Το ~ της Μέδουσας (: με μαλλιά από φίδια). Πβ. κεφαλή, προτομή. 5. στρογγυλό ή στρογγυλεμένο αντικείμενο ή άκρο αντικειμένου: ένα ~ τυρί/τυριού. Μισό ~ σκόρδο/σκόρδου.|| ~ βελόνας/καρφιού/καρφίτσας. 6. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) ζώο ή σπανιότ. πρόσωπο θεωρούμενο ως μονάδα μέτρησης ευρύτερου συνόλου: Εκατό ~ια γίδια/πρόβατα. Μετράει ~ια. ● Υποκ.: κεφαλάκι (το) ● Μεγεθ.: κεφάλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι (μτφ.): πεισματάρης, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Δεν παίρνει από λόγια και συμβουλές, είναι ~ ~!, άδειο/κούφιο κεφάλι (μειωτ.): για άνθρωπο άμυαλο, ανόητο., βαρύ κεφάλι (προφ.): ο πονοκέφαλος: Το πρωί σηκώνομαι με ~ ~. , μεγάλο κεφάλι (μτφ.) 1. ο ιθύνων νους: Ποιος είναι το ~ ~ της εταιρείας/της ομάδας; Πβ. εγκέφαλος. 2. ευφυής, πανέξυπνος. ΑΝΤ. βλάκας, χαζός (1), κάλυμμα (της) κεφαλής βλ. κεφαλή, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: (το) έφαγε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): υφίσταται αρνητικές ή/και καταστροφικές συνέπειες λόγω δικών του κακών επιλογών: Πάει γυρεύοντας να (το) φάει ~ (: καταστραφεί). Πβ. τρώω/σπάω τα μούτρα μου., ανοιγμένα κεφάλια & άνοιξαν κεφάλια (μτφ.-προφ.): για βίαια επεισόδια και τραυματισμούς: συμπλοκές και ~ ~. Βλ. δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι., βάζω το κεφάλι κάτω 1. σκύβω το κεφάλι προς τα κάτω: Έβαλε ~ και έφυγε με την ουρά στα σκέλια. 2. (μτφ.) σκέφτομαι προσεκτικά, συγκεντρώνομαι: ~ ~ και δουλεύω. Να βάλεις ~ να ξεκαθαρίσεις πρώτα τι θες. 3. (μτφ.) υποτάσσομαι, υποχωρώ, εγκαταλείπω την προσπάθεια: Μη βάλεις ~, αλλά να παλέψεις ως το τέλος., βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου (προφ.): σκέψου προσεκτικά, πάρ' το απόφαση: Ένα θα σου πω και ~ ~. ~ ~ (= συνειδητοποίησέ το), δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει., βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) & (σπάν.) κουτουλάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) (μτφ.-προφ.): μετανιώνω πικρά για κάτι: Όταν σκέφτομαι τι έχω κάνει, ~ ~. ~ ~ που ήμουν τόσο αφελής., βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου (μτφ.-προφ.): αναφέρω κάτι που αποτελεί προϊόν δικής μου επινόησης· κατ' επέκτ. μιλάω αυθαίρετα, ατεκμηρίωτα., γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): ξέφυγε από θανάσιμο ή άλλο κίνδυνο (κυρ. καθαίρεσης, απόλυσης): Εγκατέλειψε την πόλη και ~ ~. Φόρτωσε το φταίξιμο στον συνάδελφό του, για να σώσει ~ ~., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): ζαλίζομαι και κατ' επέκτ. βρίσκομαι σε σύγχυση: ~ ~ από το ξενύχτι. Πβ. βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια. Βλ. ίλιγγος., έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου (προφ.) 1. (κυριολ.) πέφτει (κάτι) στο κεφάλι μου: Μια μπάλα μού ήρθε στο κεφάλι. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ., για ξαφνική σκέψη) μου έρχεται στον νου: Ο καθένας λέει ό,τι του έρθει στο κεφάλι. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., έφυγε από το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): απαλλάχτηκα, λυτρώθηκα από κάτι που με βασάνιζε: Ένα βάρος ~ ~.|| Φύγε ~ (: άσε με ήσυχο)!, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου (προφ.): έχω πολλές σκέψεις, έγνοιες, προβλήματα που με απασχολούν: ~ ~, για να συγχύζομαι και με τα ειρωνικά σου σχόλια., έχω το κεφάλι μου ήσυχο (προφ.): είμαι ήρεμος, δεν με απασχολεί κάτι: Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο κι όχι μεταχειρισμένο για να ~ ~., κάνω του κεφαλιού μου (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): κάνω ενέργειες, συχνά άστοχες ή απερίσκεπτες, χωρίς να υπολογίζω τη γνώμη ή την υπόδειξη κανενός., κάνω/φτιάχνω κεφάλι (αργκό) 1. ζαλίζομαι, μεθώ. 2. μαστουρώνω. Πβ. φτιάχνομαι., μας πήρε το κεφάλι (προφ.): μας ζάλισε, έγινε ανυπόφορος: ~ ~ με τη γκρίνια/το κλάμα/τη φλυαρία του., με περνά ένα κεφάλι & μου ρίχνει ένα κεφάλι (προφ.): με ξεπερνά στο ύψος κατά ένα κεφάλι., με το κεφάλι ψηλά & ψηλά το κεφάλι (μτφ.): για να δηλωθεί τόλμη, αξιοπρέπεια ή περηφάνια: Περπατώ με το κεφάλι ψηλά. Αποχώρησε/έφυγε/στάθηκε με ~ ~. Αποκλεισμός/ήττα με ~ ~.|| (ως προτροπή) Κράτα ψηλά ~. Ψηλά ~, ο αγώνας συνεχίζεται., παίρνω κεφάλι (μτφ.-προφ.): παίρνω προβάδισμα: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~ στο σκορ (= προηγούνται)., παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια & κόβω κεφάλια (προφ.) 1. (μτφ.) τιμωρώ αυστηρά· απολύω: Ένα λάθος έκανε ο άνθρωπος, γιατί να του πάρουμε το ~; Κόβουν/παίρνουν ~ια στελεχών. 2. αποκεφαλίζω., πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας (προφ.): από πάνω μου ή σε χαμηλό ύψος: Αεροπλάνα που πετούν/καλώδια που βρίσκονται ~ ~ μας. Μη στέκεσαι ~ ~ μου (: για να δηλωθεί ενόχληση)!|| (μτφ.) Γράφω αυτά που θέλω, χωρίς να έχω κανέναν ~ ~ μου (: δεν με ελέγχει, περιορίζει κανείς)., πέφτουν (πολλά) κεφάλια (προφ.): γίνονται αποπομπές ή καθαιρέσεις (από θέσεις και αξιώματα), επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες. Βλ. καρατόμηση., πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι: για ακραίες ενέργειες που, αντί να θεραπεύσουν ένα πρόβλημα, έχουν καταστροφικές συνέπειες: Η λογική/η συνταγή (του) "~ ~". Ό,τι δεν λειτουργεί καλά, το καταργούμε: ~ ~., σκύβω το κεφάλι 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω, συνήθ. λόγω ντροπής, απογοήτευσης: Περπατά/στέκεται με σκυμμένο ~. 2. (μτφ.) υποτάσσομαι, φέρομαι δουλικά, υποχωρώ: Μη ~εις ~ (: μην υποκύπτεις)! ΣΥΝ. κύπτω τον αυχένα ΑΝΤ. σηκώνω κεφάλι (1), τα κεφάλια μέσα! (οικ.-χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι έληξε η περίοδος της ανάπαυλας και αρχίζουν πάλι οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα καθήκοντα: Το διάλειμμα τελείωσε, ~ ~. Πβ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του., το κάτω κεφάλι (προφ.): το αντρικό μόριο και κατ' επέκτ. η σεξουαλική επιθυμία: Σκέφτονται με το ~ ~., το πάνω κεφάλι (προφ.): η λογική., χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι & κατακέφαλα (προφ.): προκαλεί ζαλάδα: Με χτύπησε ο ήλιος/το κρασί στο κεφάλι., (βάζω/έχω κάποιον) κορόνα στο κεφάλι μου βλ. κορόνα, (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. κεραμίδι, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) βλ. ανοίγω, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά/στην γκιλοτίνα βλ. ντορβάς, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... βλ. γεμίζω, γίνομαι κουδούνι/το κεφάλι μου έγινε κουδούνι βλ. κουδούνι, δεν σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, έγινε/μου έκανε το κεφάλι (μου) καζάνι βλ. καζάνι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. μυαλό, κακό του κεφαλιού μου/σου/του βλ. κακό, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) βλ. κατεβαίνω, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό, στου κασίδη/κασιδιάρη το κεφάλι βλ. κασίδης, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) βλ. φέρνω, χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο βλ. άμμος [< μεσν. κεφάλιν]

κομμένος

κομμένος, η, ο κομ-μέ-νος επίθ. 1. που έχει κοπεί: ~ος: κορμός (δέντρου). ~ο: ψωμί. ~α: λουλούδια. Λαχανικά/φρούτα ~α σε ροδέλες/σε φέτες. Βλ. φρεσκο~, χοντρο~, ψιλο~. ΑΝΤ. άκοπος.|| Οι ~ες σκηνές της ταινίας (: που δεν προβλήθηκαν).|| (ως έκφρ. οργής) ~α τα αστεία (= τέρμα)!|| (ως ουσ.) Οι ~οι των εξετάσεων (= οι αποτυχόντες). 2. (μτφ.) που δείχνει κουρασμένος εξαιτίας ασθένειας ή αϋπνίας· καταβεβλημένος, εξαντλημένος, καταπονημένος: Νιώθω ~. Φαίνεσαι (λίγο) ~. Με ~α γόνατα (: από εξάντληση ή συναισθηματική φόρτιση). Τα μάτια του είναι ~α από την κούραση. Πβ. χλομός, ωχρός. ● ΦΡ.: κομμένος και ραμμένος: που είναι κατάλληλος (για κάποιον), που έχει προσαρμοστεί ή ταιριάζει απόλυτα κάπου: ρόλος ~ ~ στα μέτρα του πρωταγωνιστή. Προϊόν ~ο ~ο για τις ανάγκες μου., με κομμένα/πεσμένα (τα) φτερά βλ. φτερό, με κομμένη (την) ανάσα βλ. ανάσα ● βλ. κόβω

κόφτει

κόφτει κό-φτει ρ. (μτβ.) (λαϊκό) & (λόγ.) κόπτει: κυρ. στις ● ΦΡ.: δεν με κόφτει: δεν με νοιάζει, με αφήνει αδιάφορο: ~ ~ τι λένε!|| Μη σε κόφτει τι θα κάνω εγώ (: δεν σε αφορά)!, τι σε κόφτει; & (σπάν.) τι σε κόβει;: τι σε νοιάζει, τι σε ενδιαφέρει; ~ ~ πού θα πάω; Κι εσένα ~ ~;, πού σε πονεί και πού σε σφάζει/κόφτει βλ. σφάζω [< μεσν. κόφτω]

κώλος

κώλος [κῶλος] κώ-λος ουσ. (αρσ.) (προφ.): πρωκτός· γλουτοί: Έπεσε με τον ~ο. Πβ. κωλομέρι, οπίσθια, πάτος, πισινός, ποπός.|| Μας γύρισε τον ~ο (: τα νώτα).|| (μτφ.) Σκίστηκε ο ~ του παντελονιού. (το πίσω ή κάτω μέρος) Ο ~ του αυτοκινήτου/του ποτηριού. ● Υποκ.: κωλαράκι & κωλάκι (το), κωλαράκος (ο) ● Μεγεθ.: κωλάρα (η) ● ΦΡ.: (όλο) μαγκιά, (όλο) κλανιά και κώλο/και ο κώλος κουβαρίστρα/φινιστρίνι (αργκό): για άντρα που παριστάνει τον δυνατό, τον τολμηρό, ενώ δεν είναι., γίνομαι κώλος (μτφ.-αργκό) 1. τσακώνομαι άσχημα με κάποιον: Έγινε ~ με τη γειτόνισσα. (απειλητ.) Πρόσεξε τι λες, γιατί θα γίνουμε ~! ΣΥΝ. γίνομαι μπίλιες (με κάποιον) 2. για μεγάλη ακαταστασία: Η κουζίνα έγινε ~.|| Δεν είχα ομπρέλα μαζί μου κι έγινα ~ (= μουσκίδι). Πβ. χάλι. 3. πίνω πάρα πολύ, μεθώ., έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι’ έχεσε τον κόσμο όλο (παροιμ.): για κάποιον που νομίζει ότι απέκτησε αξία και γι' αυτό έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του., έχει κώλο (αργκό): έχει το θάρρος, τη θέληση ή τις ικανότητες: Ποιος ~ ~ να του πάει κόντρα;, καίγεται ο κώλος του (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έντονη επιθυμία, ανησυχία ή μεγάλη ανάγκη., κόβω τον κώλο (μτφ.-προφ.) 1. {συνήθ. στον μέλλ.} τιμωρώ αυστηρά: (κυρ. απειλητ.) Θα σου κόψω ~, αν συνεχίσεις. 2. (σπάν.) {μόνο στο α' πρόσ.} είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι το έκανε αυτός. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κώλος και βρακί (μτφ.-οικ.): για να δηλωθεί ότι κάποιοι έχουν πολύ καλές, στενές σχέσεις μεταξύ τους., μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι/κι οι κώλοι (παροιμ.): για κάποιον ασήμαντο, ανάξιο που εκφέρει μια άποψη χωρίς ουσία., μου βγαίνει ο κώλος (μτφ.-προφ.): κουράζομαι υπερβολικά: Της βγαίνει ~ στη δουλειά. ΣΥΝ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι, μου βγήκε η μέση, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος, μου έπιασαν τον κώλο (μτφ.-προφ.): συνήθ. για υπερβολική χρέωση: Μας ~ ~ στον λογαριασμό. Πβ. κωλοπιάσιμο, με πιάνουν κότσο., που να/όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω (μτφ.-προφ.): όσο και αν προσπαθήσεις, ό,τι και αν κάνεις: Δεν σου λέω, ~ ~!, στήνω κώλο (μτφ.-προφ.): εξευτελίζομαι, ταπεινώνομαι, υποχωρώ: Έστησε ~ για να πάρει τη δουλειά. ΣΥΝ. κατεβάζει τα βρακιά (του), στρώνω κώλο/πισινό & στρώνω τον κώλο/πισινό μου (μτφ.-οικ.): αφοσιώνομαι σε μια ασχολία, καταβάλλω επίμονη προσπάθεια: Στρώσε τον ~ σου (κάτω) να διαβάσεις., σφίγγουν οι κώλοι (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι δυσκολεύουν οι συνθήκες, προκύπτουν προβλήματα, η κατάσταση γίνεται πιεστική: Ήρθε ο νέος διευθυντής και έσφιξαν οι ~!, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του (προφ.): για κάποιον που επιδιώκει ή προκαλεί με τη συμπεριφορά του κάτι: ~ ~ σου, μου φαίνεται. Πβ. πάει/πηγαίνει γυρεύοντας. ΣΥΝ. τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του, του κώλου (προφ.): ασήμαντος, ανάξιος λόγου, κακής ποιότητας: συμβουλές ~ ~.|| Διοργάνωση ~ ~., του κώλου τα εννιάμερα (λαϊκό): βλακείες, ανοησίες., αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. αγκάθι, αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) βλ. τρώω, πήρε φωτιά ο κώλος του βλ. φωτιά, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί βλ. Γιάννης, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους/και μεταξωτούς κώλους βλ. βρακί, του έβαλαν/του έχουν βάλει νέφτι (στον κώλο/πισινό/ποπό) βλ. νέφτι, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< μεσν. κώλος]

λάσπη

λάσπη λά-σπη ουσ. (θηλ.) 1. μείγμα από χώμα, νερό και, συχνά, άλλα υλικά: δρόμος γεμάτος ~ες από τη βροχή (βλ. γλίτσα). Το αυτοκίνητο κόλλησε στη ~. Μες στις ~ες.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~ κτισίματος (= κονίαμα). Φτωχικά σπίτια από ~. Πβ. πηλός. Βλ. πλίνθος.|| (ΓΕΩΛ., στον πυθμένα θαλασσών, λιμνών και ποταμών:) ~ οργανικών και ανόργανων ουσιών (= ιλύς). Επάλειψη με ιαματική ~ (= λασποθεραπεία). Βλ. άργιλος, βυθοκορήματα, ίζημα, κατακάθι, οινο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ στη χολή (: παθολογική σε πυκνότητα χολή).|| (μτφ.) Τα μακαρόνια έγιναν ~ (= λάσπωσαν). 2. (ειδικότ.) λυματολάσπη: βιολογική/τοξική ~. Επεξεργασία/ξήρανση ~ης (βλ. εδαφοποίηση). 3. (μτφ.) συκοφάντηση: πολιτική ~ (πβ. δυσφήμιση, λασπολογία). Επίθεση/πόλεμος ~ης (= λασποπόλεμος) κατά ... (πβ. λασπομαχία). Δέχεται ~ από παντού. 4. (μτφ.) ανηθικότητα: Βουλιάζει/έπεσε/κυλίστηκε στη ~. Πβ. βόρβορος, βούρκος, οχετός, σαπίλα, σήψη. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινη λάσπη & (λόγ.) ερυθρά ιλύς: ΟΙΚΟΛ. τοξικό στερεό απόβλητο που προκύπτει κατά τη διαδικασία παραγωγής αλουμινίου από βωξίτη και περιέχει βαρέα μέταλλα, όπως μόλυβδο, τιτάνιο, χρώμιο και κοβάλτιο: περιβαλλοντική καταστροφή από ~ ~. [< αγγλ. red mud] ● ΦΡ.: (το) κόβω λάσπη (μτφ.-αργκό): φεύγω, συνήθ. βιαστικά και κρυφά: Στα δύσκολα ~ει ~ (= λακίζει). Μόλις είδε τους αστυνομικούς, το ~ψε ~ (= το 'βαλε στα πόδια, την έκανε, την κοπάνησε)., πετώ/ρίχνω/βάζω (τη) λάσπη στον ανεμιστήρα (μτφ., συνήθ. στον δημοσιογραφικό κ. πολιτ. λόγο): εκτοξεύω συκοφαντίες προς κάθε κατεύθυνση. Πβ. λασπολογώ. Βλ. (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους., ρίχνω/πετάω λάσπη (μτφ.-προφ.): συκοφαντώ: Μας ρίχνουν ~ συνεχώς. Πετάνε ~ κι όπου πιάσει. Ρίχνουν/πετούν ~ εναντίον ... ΣΥΝ. λασπολογώ, όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί βλ. νύχτα, χόρευε στη βροχή/στη λάσπη βλ. χορεύω [< μεσν. λάσπη, γαλλ. boue]

λόρδα

λόρδα λόρ-δα ουσ. (θηλ.): στη ● ΦΡ.: με κόβει (η) λόρδα/πείνα (προφ.): πεινώ πάρα πολύ: Δεν έχω φάει τίποτα απ' το πρωί και μ' έχει κόψει (η) ~. Πβ. βρομούν τα χνότα του από την πείνα, μου τρέχουν τα σάλια, πεινώ/τρώω σαν λύκος. Βλ. ξελίγωμα, ψωμόλυσσα. ΣΥΝ. πεθαίνω/ψοφώ της πείνας/από την πείνα [< βεν. lorda 'μεγάλη πείνα']

μαγιονέζα

μαγιονέζα μα-γιο-νέ-ζα ουσ. (θηλ.): κρύα, πηχτή σάλτσα από κρόκους αβγών χτυπημένους με λάδι, η οποία συνήθ. περιέχει λεμόνι, ξίδι, μουστάρδα ή/και μπαχαρικά και χρησιμοποιείται ως συνοδευτικό πιάτων ή για την παρασκευή άλλων φαγητών: σος ~ας. ~ με σκόρδο. Κοτόπουλο/πατατοσαλάτα/ψάρι με ~. ● ΦΡ.: έκοψε η μαγιονέζα & χάλασε η μαγιονέζα (προφ.) 1. αλλοιώθηκε κατά την παρασκευή της. 2. (μτφ.) δεν προέκυψε το επιθυμητό αποτέλεσμα. ΣΥΝ. χάλασε η μανέστρα [< γαλλ. mayonnaise]

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

μαχαίρι

μαχαίρι μα-χαί-ρι ουσ. (ουδ.) {μαχαιρ-ιού | -ιών} 1. κοπτικό εργαλείο με λαβή και αιχμηρή λεπίδα: ανοξείδωτο/ασημένιο/ατσάλινο/κοφτερό/μεταλλικό/πλαστικό/πτυσσόμενο/πριονωτό ~. Επαγγελματικό ~. ~ γλυκού/φαγητού. ~ κρέατος/τυριού/ψωμιού. ~ του σεφ. Άκρη/λάμα/μύτη του ~ιού. Ακονίζω/τροχίζω το ~. Καθαρίζω/κόβω το φρούτο με ~. Βλ. κουτάλι, πιρούνι.|| ~ για το κόψιμο των κλαδιών/της χλόης.|| (ως όπλο:) (Δολο)φονικό ~. Επίθεση/οπλισμένος με ~. Πληγή/τραύμα από ~. Τον χτύπησε με ~. Πβ. μάχαιρα. Βλ. κουζινο-, τραπεζο-, χασαπο-μάχαιρο. Βλ. σουγιάς. 2. (μτφ.-προφ.) μείωση, περιορισμός: ~ σε μισθούς/συντάξεις. Το ~ των περικοπών. Μπαίνει/πέφτει ~ στις δαπάνες. 3. (μτφ.) για κάτι οξύ ή πολύ επώδυνο: κοφτερός σαν ~. Η ήττα του ήταν ~ στην καρδιά/στο στομάχι. Πβ. μαχαιριά. ● Υποκ.: μαχαιράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: δίκοπο μαχαίρι βλ. δίκοπος ● ΦΡ.: βγάζω/τραβάω μαχαίρι 1. επιτίθεμαι με μαχαίρι που έχω πάνω μου: Έβγαλε/τράβηξε ~ και τον τραυμάτισε σοβαρά. 2. (μτφ.) αντιδρώ πολύ έντονα, επιθετικά: ~ ~, όταν με θίξουν., βγήκαν τα μαχαίρια (από τα θηκάρια)/βγήκαν τα κουμπούρια & βγήκαν μαχαίρια (μτφ.): ξεκίνησε έντονη διαμάχη μεταξύ αντιπάλων: ~ τα ~ μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης., έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο (μτφ.) 1. τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, μια κατάσταση έγινε ανυπόφορη: ~ ~, δεν πάει άλλο! 2. & (σπάν.) έβαλε/μπήκε ~ ~: για παράνομη υπόθεση που ερευνάται εξονυχιστικά, προκειμένου να ληφθούν τα σωστά μέτρα., και το μαχαίρι και το καρπούζι/και το καρπούζι και το μαχαίρι & και το μαχαίρι και το πεπόνι/και το πεπόνι και το μαχαίρι (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος διαθέτει τα μέσα, έχει τη δυνατότητα να κάνει αυτό που θέλει, χωρίς να υπολογίζει τους άλλους: Στα χέρια των υπευθύνων είναι ~ ~. Οι ιθύνοντες έχουν/κρατούν ~ ~., κόβω (με το) μαχαίρι (μτφ.): διακόπτω, σταματώ απότομα, και συνήθ. οριστικά: Μου κόπηκε ~ η όρεξη. Έκοψε το τσιγάρο με το ~ (= μια κι έξω)!, με το μαχαίρι: (λέγεται από υπαίθριο πωλητή) για καρπούζια και σπανιότ. πεπόνια, που μπορούν να κοπούν με μαχαίρι, για να διαπιστωθεί η ποιότητά τους: Όλα ~ ~ (= με δοκιμή). Βλ. με τη βούλα., στα μαχαίρια (με κάποιον) (μτφ.): για έντονη αντιπαράθεση μεταξύ δύο πλευρών: Βρίσκονται/ήρθαν ~. Είναι ~ με τον γείτονά του., ακονίζουν τα μαχαίρια βλ. ακονίζω, βάζω (βαθιά) το μαχαίρι στην πληγή βλ. πληγή, βάζω το μαχαίρι/τη θηλιά στο(ν) λαιμό κάποιου βλ. λαιμός, έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι βλ. τρώω [< μεσν. μαχαίρι(ν)]

μιλιά

μιλιά μι-λιά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. ομιλία, ήχος της φωνής και η αντίστοιχη ικανότητα: (σε παραμύθια) Τα πουλιά μιλούσαν με ανθρώπινη ~. ΣΥΝ. ομιλία (1) 2. (ως προσταγή) μη μιλάς!, σώπα!, μη βγάλεις άχνα!: Και συ τ' ακούς; ~! Μη βγάζεις λέξη, ~ (= βούβα, μούγγα, σκασμός, τσιμουδιά). ● ΦΡ.: δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά (μτφ.): επικρατεί απόλυτη σιωπή., δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά & δεν κάνω κιχ (μτφ.-προφ.): δεν λέω τίποτα, δεν κάνω το παραμικρό σχόλιο, παράπονο: Μη βγάλεις ~ (= μη μιλήσεις, σώπα)! Ούτε ~ δεν πρόλαβε να βγάλει!, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του & του κόπηκε η μιλιά/η λαλιά (μτφ.): έμεινε άναυδος, άφωνος: ~ ~ από την έκπληξη/τον τρόμο/τον φόβο., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει βλ. στόμα [< μεσν. μιλιά]

μισθός

μισθός μι-σθός ουσ. (αρσ.) & (λαϊκό) μιστός: το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε εργαζόμενο ως αμοιβή για την εργασία του: ετήσιος/ημερήσιος/ικανοποιητικός/κατώτατος/μηνιαίος/νόμιμος/πενιχρός/πρώτος/σταθερός/συμβατικός (: που καθορίζεται από τη σύμβαση εργασίας)/συντάξιμος ~. Βασικός ~ (: χωρίς επιδόματα και προσαυξήσεις). Καθαρός ~ (: χωρίς κρατήσεις). Ο δέκατος τρίτος ~ (= το δώρο των Χριστουγέννων). ~ βουλευτή/δημοσίου υπαλλήλου. Υπάλληλος με υψηλό/χαμηλό ~ό (πβ. υψηλό-, χαμηλό-μισθος). ~οί και συντάξεις. Αναπροσαρμογή/διαμόρφωση/μείωση/όρια/πάγωμα/περικοπή/πίνακας/συγκράτηση ~ών. Δικαιούμαι/εισπράττω/παίρνω ~ό. Οι εργαζόμενοι ζητούν αυξήσεις ~ών. ΣΥΝ. αποδοχές, απολαβές ● Υποκ.: μισθουλάκος & μισθουλάκι ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικός/έμμεσος μισθός: το σύνολο των κοινωνικών παροχών και επιδομάτων που χορηγούνται ανεξάρτητα από τον μισθό του εργαζομένου (π.χ. ασφάλιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση)., μικτός/ακαθάριστος μισθός: ΟΙΚΟΝ. από τον οποίο δεν έχει παρακρατηθεί φόρος ή άλλη εισφορά: μέσος/ωριαίος ~ ~. Αύξηση/φόρος ~ου ~ού., μισθός πείνας (προφ.): πάρα πολύ χαμηλός, που δεν εξασφαλίζει στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση., ονομαστικός μισθός: ΟΙΚΟΝ. που συμπεριλαμβάνει και τις κρατήσεις: μηνιαίος ελάχιστος ~ ~., πραγματικός μισθός: ΟΙΚΟΝ. τα αγαθά και οι υπηρεσίες που μπορεί να αγοράσει ο εργαζόμενος με τις αποδοχές του, η αγοραστική δύναμη του μισθού. ● ΦΡ.: άξιος ο μισθός (κάποιου) (συνήθ. ως επιφών.-ειρων.): του αξίζει η ανταμοιβή, η επιβράβευση: Σε καλή μεριά! ~ ~ σου!, κόβω μισθό σε κάποιον (προφ.): χορηγώ, καταβάλλω μισθό. [< αρχ. μισθός, γαλλ. salaire]

μονέδα

μονέδα μο-νέ-δα ουσ. (θηλ.) (παρωχ.): νόμισμα ή χρήμα. ● ΦΡ.: κόβει μονέδα (λαϊκό): έχει πολλά και εξασφαλισμένα κέρδη, πλουτίζει εύκολα και γρήγορα. [< μεσν. μονέδα]

νήμα

νήμα [νῆμα] νή-μα ουσ. (ουδ.) {νήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κλωστή: ακρυλικό/βαμβακερό/μάλλινο ~. ~ από μετάξι. ~ πλεξίματος. Υφαντικά ~ατα. Βλ. στημόνι, υφάδι.|| (μτφ.) Τους δένει/ενώνει/συνδέει ένα αόρατο ~. ΣΥΝ. μίτος (2) 2. (κατ' επέκτ.) δέσμη ινών από ποικίλα υλικά: ελαστικό/μακρύ/χοντρό ~. ~ κοπής. Το (διάφανο/συνθετικό) ~ της πετονιάς. Το (μεταλλικό) ~ του λαμπτήρα (πυρακτώσεως). ~ατα μεγάλης αντοχής. Βλ. ανθρακόνημα. 3. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.) ειρμός, ακολουθία, αλληλουχία: το ~ της ομιλίας/της σκέψης (κάποιου). Ξεδιπλώνω το ~ της αφήγησης/των γεγονότων/της μνήμης. (Ξανα)πιάνει το ~ από την αρχή/από εκεί που το άφησε. Πβ. σύνδεση, συνέχεια.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ μηνυμάτων. Πβ. θρεντ. Βλ. ουρά. 4. ΒΟΤ. το άγονο τμήμα του στήμονα: ~ και ανθήρας. ● Υποκ.: νηματάκι (το): Πβ. νημάτιο. ● ΣΥΜΠΛ.: νήμα της στάθμης: όργανο για τον έλεγχο της καθετότητας μιας επιφάνειας, το οποίο αποτελείται από κλωστή με βαρίδι δεμένο στην άκρη της. Βλ. αλφάδι. [< γαλλ. fil à plomb] , οδοντικό νήμα: δέσμη λεπτών νάιλον ινών για την απομάκρυνση των τροφών και της οδοντικής πλάκας ανάμεσα στα δόντια. [< αγγλ. dental floss, 1910] ● ΦΡ.: (κόβω) το νήμα (του τερματισμού): ΑΘΛ. (σε αγώνα δρόμου) (περνώ την) ταινία ή τη γραμμή που δηλώνει το τέλος αγωνιστικής διαδρομής· τερματίζω πρώτος και κατ' επέκτ. αναδεικνύομαι νικητής: Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, κόβοντας ~.|| (μτφ.) Κανείς δεν ξέρει ποιος θα κόψει πρώτος το ~ (του διαγωνισμού).|| Φτάνουμε στο ~ ~ (= στο τέλος) της εκλογικής μάχης., έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου): τον σκότωσε ή σκοτώθηκε, πέθανε: Έκοψε ο ίδιος ~ ~ του (= αυτοκτόνησε). Κόπηκε αναπάντεχα/πρόωρα το ~ ~ του., η άκρη του νήματος (μτφ.): η αιτία, εξήγηση, λύση: Η Αστυνομία αναζητά την ~ ~ στην υπόθεση (πβ. ο μίτος της Αριάδνης). Νέα στοιχεία οδηγούν στην ~ ~., η αρχή του νήματος (μτφ.): αφετηρία μιας σειράς εξελίξεων, συνήθ. για την εξιχνίαση υπόθεσης: Τυχαίο συμβάν που υπήρξε ~ ~ για τη διαλεύκανση του εγκλήματος., κινεί τα νήματα/τα γρανάζια & κρατά τα νήματα (μτφ.): ελέγχει, κατευθύνει μια κατάσταση: ~ ~ της δράσης/εξουσίας (από το παρασκήνιο). [< αγγλ. pull the strings/wires] , στο νήμα (μτφ.): την τελευταία (και κρίσιμη) στιγμή: ήττα/νίκη ~ ~. ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο τσακ/στο τσαφ, ξετυλίγω το κουβάρι/το νήμα βλ. ξετυλίγω [< αρχ. νῆμα, γαλλ. fil, αγγλ. thread]

ξυράφι

ξυράφι ξυ-ρά-φι ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) ξουράφι: λεπτό μεταλλικό εργαλείο με κοφτερή λεπίδα που χρησιμοποιείται συνήθ. στο ξύρισμα: σκουριασμένο ~. Κόψιμο με/μόλυνση από ~. (Κάτι) κόβει σαν ~ (: είναι ιδιαίτερα αιχμηρό).|| (συνεκδ.) Λάμα ~ιού (ενν. ξυριστικής μηχανής).|| (ΑΘΛ.) Σέντρα-~ (: κοφτή και δυνατή, παράλληλη προς το αντίπαλο τέρμα). ● ΦΡ.: στην κόψη του ξυραφιού (μτφ.): σε οριακό, κρίσιμο ή επικίνδυνο σημείο: Ακροβατεί/βρίσκεται ~ ~ (= επί ξυρού ακμής). ΣΥΝ. μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι: είναι πολύ έξυπνος: Μυαλό ξυράφι, κατεβάζει ιδέες στο λεπτό. ΑΝΤ. κουκούτσι μυαλό [< μεσν. ξυράφι]

όρεξη

όρεξη [ὄρεξη] ό-ρε-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) ορέξεως | ορέξεις, ορέξεων} 1. φυσική επιθυμία για κατανάλωση τροφής που προκαλείται από το αίσθημα της πείνας: αυξημένη/μεγάλη/μειωμένη ~. Απώλεια/αύξηση/διέγερση/ελάττωση/έλεγχος/καταστολή/μείωση/ρύθμιση/τόνωση της ~ης. Διαταραχές της ~ης (βλ. νευρική ανορεξία/βουλιμία). Έλλειψη ~ης. Η ορμόνη της ~ης (βλ. γκρελίνη). Διεγερτικά/κατασταλτικά της ~ης. Δεν έχω καθόλου ~ για φαγητό. Χάπια που κόβουν την ~. Έφαγε με/χωρίς ~. 2. (μτφ.) διάθεση, συνήθ. έντονη, για κάτι· κέφι: ~ για γυμναστική/δημιουργία/έρωτα/ζωή/μάθηση/παιχνίδι. Έχει χάσει την ~ή του για διάβασμα. Δουλεύει με ζήλο και ~ (πβ. προθυμία). ~ να έχει κανείς και όλα γίνονται. Αν υπάρχει ~, να κανονίσουμε να βγούμε. Όλα είναι θέμα ~ης. (προφ.) -Θα έρθεις; -Ανάλογα με την ~ή/τις ορέξεις μου.|| (προφ.-επιτατ.) Δεν έχω καμία ~ για αστεία/κουβέντες. Από ~ άλλο τίποτα.ορέξεις (οι): (μτφ.) έντονες επιθυμίες, ορμές, συνήθ. ερωτικές ή σεξουαλικές: ακόρεστες/αχαλίνωτες/αχόρταγες/φυσικές ~. Δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ~ του. Ενέδωσε/παραδόθηκε/υπέκυψε/υποτάχθηκε στις ~ της/του. Έρμαιο των ορέξεών του.|| (αρνητ. συνυποδ.) Επιχειρηματικές/πολιτικές ~. Οι αδηφάγες ~ των κερδοσκόπων. Άγριες/επιθετικές ~ των παικτών της ομάδας.|| Δραστηριότητες για όλες τις ~ (: γούστα). ● ΦΡ.: (μου) κόβεται η όρεξη/χάνω την όρεξή μου: δεν έχω πια όρεξη: Μου κόπηκε η ~ με αυτά που είδα. Είναι άρρωστος και του έχει κοπεί η ~ για φαγητό.|| (μτφ.) Έχασε την ~ή του για διασκέδαση. Με το που την βλέπω μου κόβεται η ~ (: χαλάει η διάθεσή μου)., άλλη όρεξη δεν είχα! (προφ.-επιτατ.): δεν θέλω να κάνω κάτι: Σιγά, ~ ~ (από το) να κάθομαι να τσακώνομαι μαζί σου!, έμεινα με την όρεξη (μτφ.-προφ.): δεν έγινε τελικά αυτό που επιθυμούσα: Τα εισιτήρια για τη συναυλία εξαντλήθηκαν κι ~ ~. ΣΥΝ. έμεινα με τη γλύκα, καλή όρεξη!: ευχή πριν ή κατά τη διάρκεια γεύματος: ~ ~ και καλή χώνεψη! Καλή σου όρεξη!, όρεξη έχεις/έχεις όρεξη; (προφ.): για να δηλωθεί ενόχληση: Τι το σκαλίζεις το θέμα; ~ ~ πρωί πρωί; Άσε με ήσυχο, πάλι ~ ~;, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα): καθένας έχει τις δικές του προτιμήσεις και τα δικά του γούστα: Αν εσένα σου αρέσει, εμένα δεν μου πέφτει λόγος. (Άλλωστε,) ~ ~., ανοίγω την όρεξη/(μου)ανοίγει η όρεξη βλ. ανοίγω, μου κάνει κέφι βλ. κέφι, τραβάει η όρεξή μου (κάτι) βλ. τραβώ, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω [< αρχ. ὄρεξις ‘τάση, επιθυμία’, γαλλ. appétit, αγγλ. appetite]

πόδι

πόδι πό-δι ουσ. (ουδ.) {ποδ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα κάτω άκρα ανθρώπου ή ζώου· ειδικότ. άκρο πόδι: αδύνατα (βλ. κανιά)/κοντά/μακριά/ξεκούραστα/στραβά/ταλαιπωρημένα/τεχνητά/ψηλά ~ια. Κάκωση/πόνος στο ~. Με το ένα ~ πάνω στο άλλο/με τα ~ια σταυρωμένα (= σταυρο~). Στραμπούληξε/έσπασε/έχασε το ~ του (βλ. ανάπηρος, κουτσός). Έκανε ακτινογραφία/τραυματίστηκε/υπέστη κάταγμα στο ~. Μαζεύω/τεντώνω τα ~ια μου. Βλ. κνήμη, μηρός.|| Βρόμικα/ξυπόλυτα/πρησμένα ~ια. Τα δάκτυλα/η καμάρα/τα νύχια/το πέλμα/το τόξο του ~ιού. Κακοσμία (= ποδαρίλα)/περιποίηση (= πεντικιούρ) ~ιών. Ίχνη ~ιών. Βλ. πατούσα, πλατυποδία.|| Τα μπροστινά/πίσω ~ια της αρκούδας/του σκύλου. Τα ~ια της αράχνης/μέλισσας. Πτηνό με μακριά και λεπτά ~ια (βλ. πελαργός). ΣΥΝ. ποδάρι 2. (μτφ.) καθετί με παρόμοια μορφή, κυρ. στήριγμα αντικειμένου στο κάτω μέρος του: τα ~ια της καρέκλας/του κρεβατιού/του τραπεζιού. Τα ~ια του πιάνου. Πλαστικά ~ια επίπλων. || Ποτήρια με (= κολονάτα)/χωρίς ~. Αγγείο με χαμηλό (βλ. κύλικα)/ψηλό ~.|| Το πρώτο/δεύτερο/τρίτο ~ της Χαλκιδικής. 3. (μτφ.) το κατώτερο τμήμα: στα ~ια του βουνού (= πρόποδες). 4. ΜΕΤΡΟΛ. (σύμβ. ft ή ′) μονάδα μήκους, κυρ. του αγγλικού και αμερικανικού συστήματος, ίση περ. με το ένα τρίτο του μέτρου: αγγλικό/διεθνές ~ (: 0,3048 μέτρα). Βλ. γιάρδα, ίντσα. ● Μεγεθ.: ποδάρα (η): ΣΥΝ. αρίδα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο πόδι & (λόγ.) άκρος πους {άκρου ποδός}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τελικό τμήμα του κάτω άκρου, που αποτελείται από τον ταρσό, το μετατάρσιο και τα δάχτυλα: Το ~ ~ στηρίζει το βάρος του σώματος., πήλινα/ξύλινα/γυάλινα πόδια (μτφ.): αδύναμη, σαθρή βάση: Η εταιρεία/χώρα αποδείχτηκε γίγαντας/κολοσσός με ~ ~. Η ανάπτυξη/οικονομία πατά/στηρίζεται σε ~ ~. Βλ. χάρτινη τίγρη. [< γαλλ. pieds d'argile] , διαβητικό πόδι βλ. διαβητικός, πόδι της χήνας βλ. χήνα, πόδι του αθλητή βλ. αθλητής, αθλήτρια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο (προφ.): φεύγω τρέχοντας: Ο κλέφτης έφυγε με ~ ~. Πβ. την κοπανάω.|| (μτφ.) Έχουν βάλει ~ ~ για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα., (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου (προφ.): (δεν) αντέχω σωματικά: Δεν ~ ~ από την εξάντληση/κούραση. Είμαι πτώμα, δεν με ~ άλλο ~ μου. Εργάζομαι ακόμη, όσο με ~ ~ μου., αφήνω κάποιον στο πόδι μου (προφ.): τον βάζω στη θέση μου ως αντικαταστάτη., βάζω πόδι (προφ.): εισέρχομαι, διεισδύω: Η πολυεθνική έβαλε ~ στην ελληνική αγορά., δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου (προφ.): νιώθω αδύναμος, εξουθενωμένος: ~ ~ απ' την κούραση/το ξενύχτι.|| Πάρε τα ~ σου! (= κουνήσου, περπάτα)!, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι (προφ.) & (λαϊκό) δίνω/παίρνω πασαπόρτι: διώχνω/με διώχνουν: Του 'δωσε ~ (: τον πέταξε έξω).|| Έφαγε/πήρε ~ απ' τη δουλειά (= απολύθηκε)., με τα πόδια: περπατώντας: Ήρθαμε/κάναμε βόλτα/πήγαμε ~ ~. Η πλατεία βρίσκεται πέντε λεπτά ~ ~ απ' τη στάση του μετρό. Πβ. πεζή., με το ένα πόδι/με τα δυο πόδια στον τάφο (προφ.): για ετοιμοθάνατο ή πολύ ηλικιωμένο άτομο: Είναι ~ ~. ΣΥΝ. τον περιμένουν, με χέρια και με πόδια & με πόδια και με χέρια (μτφ.-προφ.) 1. με απόλυτη σιγουριά, χωρίς κανέναν ενδοιασμό: Ψηφίζω ~ ~. Βλ. δαγκωτός.|| Υπογράφω ~ ~. Πβ. προσυπογράφω. 2. με όλη μου τη δύναμη: Αντιστάθηκα ~ ~., μου κόπηκαν τα πόδια (μτφ.-προφ.): παρέλυσα: Μας είχαν κοπεί ~ από την κούραση.|| Ένιωθε την πείνα/τον φόβο να του κόβει ~. Πβ. μου κόπηκαν τα ήπατα., μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου (προφ.): τον εμποδίζω να κινηθεί ελεύθερα με το να βρίσκομαι πολύ κοντά του και κατ' επέκτ. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του: Μην μπερδεύεσαι ~ μου την ώρα που κάνω δουλειά!, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια (παροιμ.): όποιος δεν προνοεί, ταλαιπωρείται., ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) (προφ.): τον παρακαλώ θερμά, τον ικετεύω. ΣΥΝ. πέφτω στα γόνατα, πέφτω στα τέσσερα [< γαλλ. se traîner aux pieds de quelqu' un] , στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αντικαθιστώ: Θα σταθείς ~ ~ μου, να πεταχτώ μια στιγμή στην τράπεζα;, στο πόδι (προφ.): βιαστικά, πρόχειρα: Έγραψε το κείμενο ~ ~. Όλα έγιναν ~ ~ (= τσαπατσούλικα). Πβ. στο γόνατο., το βάζω στα πόδια (προφ.): φεύγω, τρέχω και γενικότ. απομακρύνομαι γρήγορα από μια επικίνδυνη, δύσκολη, δυσάρεστη κατάσταση: Το έβαλε ~ ~ πανικόβλητος/σαστισμένος/τρομαγμένος/φοβισμένος. Το έβαλε ~ ~ για να γλιτώσει. Της άρπαξε την τσάντα και το έβαλε ~ ~. Πβ. παίρνω δρόμο.|| (μτφ.) Δεν ~ ~ σε κάθε δυσκολία., τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) (προφ.): για κατάσταση που απαιτεί να σπεύσει κάποιος., απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου βλ. πάπλωμα, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα σου κόψω τα πόδια! βλ. κόβω, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, με την μπάλα στα πόδια βλ. μπάλα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατώ πόδι βλ. πατώ, πατώ το πόδι μου (κάπου) βλ. πατώ, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω στο πόδι βλ. σηκώνω, στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου βλ. στέκομαι, στις μύτες (των ποδιών) βλ. μύτη, στύλωσε τα πόδια/τα στύλωσε βλ. στυλώνω, το κόβω με τα πόδια βλ. κόβω, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί [< αρχ. πόδιον, αγγλ. foot]

ράβω

ράβω ρά-βω ρ. (αμτβ. κ. μτβ) {έρα-ψα, ρά-ψω, ράβ-εται, ρά-φτηκε, προστ. ρά-ψε, ρα-μμένος, ράβ-οντας} 1. ενώνω με βελόνα και κλωστή ιδ. κομμάτια ενδύματος ή υφάσματος: ~ τα κουμπιά/το παντελόνι/την τσέπη (πβ. επιδιορθώνω). ~ διακριτικά πάνω σε ρούχο. ~ (κάτι) γερά/προσωρινά/πρόχειρα/σφιχτά. ~ με μηχανή (βλ. ραπτομηχανή)/στο χέρι. Τρύπησε η μπλούζα σου και πρέπει να την ~ψεις. Πβ. μαντάρω, στριφώνω.|| ~ φύλλα καπνού. ΑΝΤ. ξηλώνω (1) 2. αναθέτω σε επαγγελματία να μου φτιάξει ρούχο ή σπανιότ. σχεδιάζω και δημιουργώ ρούχο κατά παραγγελία: ~ νυφικό/σακάκι/ταγιέρ (σε μοδίστρα ή ράφτη). ~εται σε οίκο μόδας.|| Μόδιστρος που ~ει τους διάσημους. ΣΥΝ. ντύνω (2) 3. (προφ.) κάνω ράμματα: Ο γιατρός του ~ψε την πληγή/το τραύμα (βλ. κλείνω). Με ~ψανε με/χωρίς αναισθητικό. ● ΦΡ.: κόβει και ράβει (μτφ.-προφ.): κάνει ό,τι θέλει ή σπανιότ. φλυαρεί ακατάσχετα: ~ ~ χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν. Πβ. λύνει και δένει.|| Η γλώσσα σου/το στόμα σου ~ ~., ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει (παροιμ.): για περιττή ή ανώφελη επανάληψη εργασίας ή διαδικασίας., κομμένος και ραμμένος βλ. κομμένος, ράβει/προβάρει το κουστούμι βλ. κουστούμι, ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! βλ. στόμα [< μεσν. ράβω < αρχ. ῥάπτω]

φάτσα

φάτσα φά-τσα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. πρόσωπο· συνεκδ. άτομο: απαίσια/άσχημη (= ασχημόφατσα)/γελοία/ηλίθια/θλιμμένη/περίεργη ~. Αντιπαθητικές/αστείες/γνώριμες/χαρούμενες ~ες. Βλ. αγριό-, παλιό-, σκατό-, σκυλό-φατσα.|| Δεν μ' αρέσει η ~ (= μάπα, μούρη) του (: τον θεωρώ ύποπτο ή επικίνδυνο). (μειωτ.) Έχεις δει τη ~ (= τα μούτρα) σου στον καθρέφτη; 2. (κατ' επέκτ.) μπροστινό μέρος, πρόσοψη: η ~ του αυτοκινήτου/κτιρίου/σπιτιού. ΣΥΝ. μούρη (3) 3. (ως επίρρ.) αντίκρυ, απέναντι: οικόπεδο ~ στη θάλασσα. Πβ. κατάφατσα. ● Υποκ.: φατσούλα (η) 1. στη σημ. 1: αξιαγάπητη/γλυκιά/συμπαθητική ~. Πβ. μουρίτσα, μουτράκι, προσωπάκι. 2. ΠΛΗΡΟΦ. εμότικον: θυμωμένη/χαμογελαστή ~. Έβαλε ~ στο μήνυμα. ● ΦΡ.: (είναι) φάτσα (οικ.): (είναι) κατεργάρης, πονηρός: (~) ~ ο μικρός!, κόβω φάτσες (λαϊκό): παρατηρώ προσεκτικά τους άλλους, προκειμένου να συμπεράνω κάτι για αυτούς. || Κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα., φάτσα κάρτα & (σπάν.) φάτσα μόστρα (προφ.): ακριβώς απέναντι, μπροστά (μου): Στρίψε δεξιά και θα δεις ~ κάρτα ένα κατάστημα με ...|| Ήρθε ~ ~ (= μούρη με μούρη) με ..., φάτσα με φάτσα (προφ.): πρόσωπο με πρόσωπο. Πβ. βιζαβί., ούνα φάτσα ούνα ράτσα βλ. ράτσα, φάτσα φόρα βλ. φόρα2 [< βεν. fazza ή ιταλ. faccia]

φλέβα

φλέβα φλέ-βα ουσ. (θηλ.) {φλεβ-ών} 1. ΑΝΑΤ. αγγείο που μεταφέρει το αίμα από τα τριχοειδή αγγεία στην καρδιά: μασχαλιαία/νεφρική/ομφαλική/πνευμονική/προσωπική/σπερματική (βλ. κιρσοκήλη)/σπληνική/σφαγίτιδα/υποκλείδια ~. Εγκεφαλικές/ηπατικές ~ες. Άνω ή κάτω (κοίλη) ~. Έξω ή έσω (λαγόνια) ~. Επιπολής μηριαία ~. Κεντρική ~ (αμφιβληστροειδούς). Οι βαλβίδες/κλάδοι μιας ~ας. Βλ. αρτηρία.|| (ΙΑΤΡ.) Κιρσώδεις ~ες των κάτω άκρων (= κιρσοί). Απόφραξη/θρόμβωση/στένωση ~ας (βλ. αγγειοπλαστική, ισχαιμία). Αποκάλυψη/παρακέντηση (βλ. φλεβοκέντηση) ~ας. Διαστολή/(συμφορητική) διόγκωση των ~ών.|| (προφ.) Μοβ (βλ. ευρυαγγεία)/πεταχτές ~ες. Ο γιατρός δυσκολεύτηκε να βρει ~ για να του κάνει ένεση.|| (κατ' επέκτ.) Οι ~ες των φύλλων (βλ. νεύρωση).|| (μτφ., για ποταμό:) ~ ζωής. 2. (μτφ.) έφεση, κλίση, ταλέντο: νέοι με καλλιτεχνική ~. Διαθέτει/έχει κωμική/λογοτεχνική/μουσική/ποιητική ~. 3. ΓΕΩΛ. ρωγμή πετρώματος στην οποία έχει γίνει απόθεση μεταλλικών ορυκτών που μεταφέρθηκαν από υδροθερμικά διαλύματα· υπόγειο υδάτινο ρεύμα: Ανακαλύφθηκε ~ μεταλλεύματος/πετρελαίου. Πβ. κοίτασμα.|| ~ νερού. 4. (μτφ.) καταγωγή, προέλευση: (γνήσια) ελληνική ~. ● Υποκ.: φλεβίδιο (το): (ΑΝΑΤ.) ~α και αρτηρίδια.|| (ΓΕΩΛ.) ~α ασβεστίτη., φλεβίτσα (η), φλεβούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πυλαία φλέβα βλ. πυλαίος ● ΦΡ.: κόβω τις φλέβες μου 1. & κόβω φλέβες: (αργκό) μου αρέσει πολύ, τρελαίνομαι: ~ει ~ του για πάρτη της (: είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της).|| Δεν ~ ~ για τα τραγούδια του. 2. & κόβω φλέβες: (μτφ.-αργκό) νιώθω βαρεμάρα ή κατάθλιψη: Ταινία για να ~εις φλέβες! 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ. του αορ.} (κυριολ.) επιχειρώ να αυτοκτονήσω ή αυτοκτονώ (με αυτόν τον τρόπο)., χτυπώ φλέβα (μτφ.): βρίσκω το ευαίσθητο σημείο κάποιου, τον συγκινώ: Εδώ/τώρα χτύπησες ~. Πβ. αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές (κάποιου)., χτυπώ/βρίσκω φλέβα χρυσού (μτφ.): ανακαλύπτω κάποιον ή κάτι που θα μου εξασφαλίσει κέρδη και επιτυχία: Χτύπησαν ~ ~ με το νέο τους μεταγραφικό απόκτημα., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του βλ. αίμα, πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου βλ. αίμα [< μεσν. φλέβα, γαλλ. veine]

φόρα1

φόρα1 φό-ρα ουσ. (θηλ.): μεγάλη δύναμη, ταχύτητα, ορμή: Το αυτοκίνητο έπεσε με ~ στον τοίχο. Ερχόταν με ~ καταπάνω μας (πβ. φούρια).|| (ΑΘΛ.) Άλμα με ~. Έριξε με ~ το ακόντιο. Εκτέλεσε χωρίς ~ το πέναλτι.|| (μτφ.) Η τεχνολογία έχει μπει με ~ στη ζωή μας. ● ΦΡ.: κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) (μτφ.-προφ.): τον αποθαρρύνω ή του προβάλλω εμπόδια: Πήγε να της ζητήσει βοήθεια, αλλά του ~ψε αμέσως ~/του ~ψε ~ μια και καλή. ΣΥΝ. κόβω/ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου, παίρνω φόρα 1. αναπτύσσω ταχύτητα: Πήρε ~ και πέταξε το ακόντιο. Πάρε ~ και πήδα!|| (μτφ.) Τώρα που πήρε ~, ποιος τον πιάνει. Ήταν να μην πάρει ~. 2. (μτφ.) αρχίζω την πολυλογία, με πιάνει λογοδιάρροια: Σταμάτα, γιατί πολλή ~ πήρες. [< αρχ. φορά με μετακίνηση του τόνου]

φτερό

φτερό φτε-ρό ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) πτερό 1. ΖΩΟΛ. -ΟΡΝΙΘ. καθένας από τους σχηματισμούς που καλύπτουν και προστατεύουν το σώμα των πτηνών και με τη βοήθεια των οποίων μπορούν να πετούν, να επιπλέουν στο νερό και να διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία τους· αποτελείται από έναν κεντρικό άξονα, το κάτω μέρος του οποίου είναι γυμνό (κάλαμος), ενώ το επάνω (ράχη) φέρει αριστερά και δεξιά μύστακες που ενώνονται μεταξύ τους: πλουμιστά ~ά. Τα ~ά του παγονιού/της πάπιας/της χήνας. ~ά και πούπουλα (βλ. φτέρωμα). Βλ. πτερόρροια, πτεροφυΐα.|| Πένα από ~. Καπέλο με ~ά. 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} φτερούγα: πληγωμένα ~ά. Τα ~ά των πουλιών. Το άνοιγμα των ~ών του αετού.|| Τα ~ά της μύγας/της πεταλούδας.|| Τα ~ά των αγγέλων/του δράκου.|| (μτφ.) Με τα ~ά του έρωτα/της φαντασίας/της ψυχής. 3. (κατ' επέκτ.) ό,τι μοιάζει με φτερό ή φτερούγα: βλάβη στο αριστερό ~ (= πτέρυγα) του αεροσκάφους. Τα ~ά του ανεμιστήρα (= πτερύγια, φτερωτή)/ανεμόμυλου.|| Σερβιέτες με ~ά (προστασίας). 4. τμήμα του αμαξώματος που καλύπτει το επάνω μέρος των τροχών οχήματος: το μπροστινό/πίσω ~ του αυτοκινήτου/της μηχανής. Βαθούλωμα/βούλιαγμα στο ~. ~ά ποδηλάτου. 5. ΑΘΛ. το μπαλάκι του μπάντμιντον. 6. ξεσκονιστήρι. ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορία φτερού 1. ΑΘΛ. (στην πυγμαχία) κατηγορία βάρους στην οποία κατατάσσονται πυγμάχοι που ζυγίζουν από 55 μέχρι 57 κιλά: πρωταθλητής στην ~ ~. 2. (μτφ.-προφ.) για κάποιον πολύ αδύνατο ή κάτι πολύ ελαφρύ., το φτερό της επίθεσης: ΑΘΛ. το άκρο της επιθετικής γραμμής ποδοσφαιρικής ομάδας: Στο αριστερό/δεξί φτερό ~ έπαιζε/ήταν ο ... ● ΦΡ.: ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) (μτφ.) 1. ανεξαρτητοποιούμαι, κάνω μια νέα αρχή: Είναι καιρός να ανοίξεις τα ~ σου και να γνωρίσεις τον κόσμο. 2. επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία ετοιμάζεται να απλώσει τα ~ της στο εξωτερικό., βάζω φτερά (στα πόδια) (μτφ.) 1. αρχίζω να τρέχω γρήγορα: Έβαλε ~ ~ κι εξαφανίστηκε (= έγινε πύραυλος). 2. εμψυχώνω: Το γκολ έβαλε ~ στα πόδια των γηπεδούχων., βγάζω φτερά (μτφ.-προφ.): φεύγω γρήγορα: Μόλις κατάλαβε τι τον περίμενε, έβγαλε ~ (= την έκανε, έγινε καπνός/Λούης)., δίνω φτερά (σε κάποιον) (μτφ.): ενθαρρύνω: Η επιβράβευση ~ει ~ στους μαθητές να συνεχίσουν την προσπάθεια., κάνει φτερά (μτφ.-προφ.): εξαφανίζεται, συνήθ. λόγω κλοπής: Κοσμήματα ανυπολόγιστης αξίας έκαναν ~.|| Τα λεφτά έχουν κάνει ~ (= εξανεμιστεί)., κόβω/ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου (μτφ.): αποθαρρύνω, απογοητεύω: Η αποτυχία τού έκοψε ~. ΣΥΝ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), με κομμένα/πεσμένα (τα) φτερά & με τα φτερά κομμένα (μτφ.): αποθαρρυμένος, χωρίς αυτοπεποίθηση: Μετά την ήττα της, η ομάδα συνεχίζει ~ ~., πετώ με τα δικά μου φτερά (μτφ.): στηρίζομαι στις δυνάμεις μου, τα καταφέρνω μόνος μου: Είναι σε ηλικία που μπορεί πια να ~άξει με τα δικά του ~., στο φτερό (προφ.): βιαστικά, πολύ γρήγορα, αμέσως: Συναντιόμαστε πάντα ~ ~. Έκαναν τη δουλειά/πήρα την απόφαση ~ ~ (= στο άψε σβήσε/πι και φι/πιτς-φιτίλι/τάκα-τάκα). ΣΥΝ. στα γρήγορα, στα πεταχτά, φτερό στον άνεμο βλ. άνεμος, φύλλο (και) φτερό βλ. φύλλο [< μεσν. φτερό(ν) < αρχ. πτερόν 3,4: γαλλ. aile]

χέρι

χέρι χέ-ρι ουσ. (ουδ.) {χερ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα άνω άκρα ανθρώπου ή σπάν. τα μπροστινά άκρα τετράποδου σπονδυλωτού· ειδικότ. το τμήμα από τον καρπό ως και τα δάχτυλα, που χρησιμεύει ως όργανο σύλληψης και αίσθησης: ακρωτηριασμένο/δυνατό ~. Στιβαρά ~ια (βλ. μπράτσο). Ατροφία/κάταγμα ~ιού. Γράφει και με τα δύο ~ια (: είναι αμφιδέξιος). Τύλιξε τα ~ια του στη μέση της (βλ. αγκαλιάζω). Πβ. κουλό, ξερό. Βλ. αγκώνας, βραχίονας, ώμος.|| Οι γραμμές του ~ιού (: ενν. της παλάμης· βλ. χειρομαντεία). Κρέμες/υγιεινή ~ιών. Κρατούσε στο ~ του τα εισιτήρια. Της φίλησε το ~ (βλ. χειροφίλημα). Του έσφιξε το ~ (: τον συνεχάρη). Βλ. μετακάρπιο.|| Έπεσε νεκρή από το ~ του.|| Μηχανικό ~. 2. για διαδικασία, ενέργεια που επαναλαμβάνεται· φορά: Μετά το τελευταίο ~ (ενν. μπογιάς· πβ. πέρασμα), περνάτε το ξύλο με γυαλιστικό. 3. (σε χαρτοπαίγνια) συνδυασμός τραπουλόχαρτων· παρτίδα: δυνατό/καλό ~ (πβ. φύλλο). Το ~ της μπάνκας. Βλ. κέντα, χρώμα.|| Πόκερ πολλαπλών ~ιών. 4. τμήμα επίπλου για τη στήριξη των χεριών: τα ~ια του καναπέ/της πολυθρόνας. Πβ. μπράτσο. Βλ. πόδι.|| Δίσκος με ξύλινα ~ια (= χερούλια). 5. (στο ποδόσφαιρο) παράβαση από την εκούσια συνήθ. επαφή του χεριού ενός παίκτη, πλην του τερματοφύλακα, με την μπάλα. ● Υποκ.: χεράκι (το): τα ~ια του μωρού. ● Μεγεθ.: χέρα (διαλεκτ.), χερούκλα (η): Βλ. -ούκλα. ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο χέρι & (λόγ.) άκρα χειρ: ΑΝΑΤ. η παλάμη και τα δάχτυλα του χεριού: καρπός και ~ ~. Χειρουργική της άκρας χειρός. Βλ. άκρο πόδι., αόρατο χέρι & (λόγ.) αόρατος χειρ: ΟΙΚΟΝ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ελεύθερη ατομική δράση που στοχεύει στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, συμβάλλει ασυνείδητα στην ανάπτυξη της αγοράς. [< αγγλ. invisible hand] , μακρύ χέρι (μτφ.) 1. ισχυρή παρουσία: το (~) ~ του Νόμου. 2. {σπανιότ. στον πλήθ.} για κάποιον που διαπράττει κλοπές: Είχε ~ιά ~ια, αλλά τον συνέλαβαν στο τέλος. 3. πρόσωπο ή θεσμός που εξυπηρετεί με συγκαλυμμένο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου άλλου: Αποτελεί το ~ ~ της εργοδοσίας/της κεντρικής εξουσίας., σιδερένιο χέρι: (μτφ.) για να δηλωθεί αυστηρότητα, σκληρότητα: Κυβέρνησε τη χώρα με ~ ~., το καλό χέρι κάποιου: αυτό που χρησιμοποιεί με μεγαλύτερη ευχέρεια: Το δεξί είναι ~ ~ μου χέρι., χρυσά χέρια: για να δηλωθεί η επιδεξιότητα κάποιου: γιατρός/μπασκετμπολίστας (βλ. εύστοχος) με ~ ~. Βλ. χρυσοχέρης., δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, εργατικά χέρια βλ. εργατικός, πρώτο χέρι βλ. πρώτος, υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής, χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (έχει) βαρύ χέρι: χτυπάει δυνατά· τιμωρεί αυστηρά: Άνδρας με ~ ~.|| (μτφ.) Μην τα βάζεις μαζί του, έχει ~ ~. [< γαλλ. avoir la main lourde] , (έχω) ελαφρύ χέρι: έχω απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα: Ο γιατρός είχε ~ ~, δεν κατάλαβα το τσίμπημα της βελόνας.|| Με ~ ~ (= σε μικρή ποσότητα) το αλάτι και το ξίδι στη σαλάτα., από χέρι σε χέρι & χέρι με χέρι: για κάτι που δίνεται ή σπανιότ. διαδίδεται από τον έναν στον άλλο, συνήθ. σε μια αλυσίδα ανθρώπων: Από ~ σε ~ η ολυμπιακή φλόγα διέσχισε όλη τη χώρα. Η ανταλλαγή έγινε ~ με ~. Βλ. από στόμα σε στόμα. [< γαλλ. de main en main] , βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου: αναμειγνύομαι, συμμετέχω: Είμαστε περήφανοι που βάλαμε και εμείς ~ μας στην προσπάθεια αυτή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει βάλει κι αυτός κάπου το χεράκι του στην υπόθεση., βάζω στο χέρι (μτφ.-σπάν.): αποκτώ: Έβαλε ~ την κληρονομιά/την περιουσία της (: την οικειοποιήθηκε, με πρόθεση την κατασπατάλησή της). Πβ. τσεπώνω., βάζω χέρι (προφ.) 1. πειράζω, αλλάζω κάτι· επεμβαίνω: Έβαλε ~ στην εξάτμιση.|| (κυρ. μτφ.) ~ουν ~ στα δικαιώματα των αγροτών (πβ. αναμειγνύομαι). 2. χουφτώνω. 3. (μτφ.) επιπλήττω, μαλώνω: Μου έβαλε ~, γιατί άργησα., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη: δίνω, ξοδεύω, πληρώνω (πολλά) χρήματα: Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα βάλουν οι οδηγοί λόγω αύξησης της τιμής της βενζίνης. Βλ. έχει καβούρια στην τσέπη του., γλιτώνω από τα χέρια κάποιου: ξεφεύγω: Το θύμα κατάφερε να ~σει ~ του βιαστή. Βλ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., δίνω τα χέρια 1. (μτφ.) επισφραγίζω συμφωνία ή συμφιλιώνομαι με κάποιον: Αφού συζήτησαν τις λεπτομέρειες, έδωσαν τα ~.|| Είναι καιρός να δώσετε τα ~ σας και να ξεχάσετε ό,τι έγινε. 2. για χαιρετισμό, χειραψία: Δώσαμε τα ~ και μετά έφυγε ο καθένας για το σπίτι του., δίνω το χέρι 1. κάνω χειραψία. 2. (μτφ.) συμφιλιώνομαι, βοηθώ· κάνω δεκτή πρόταση γάμου: ~ουμε το ~ σε όσους αγωνίζονται για τα λαϊκά συμφέροντα.|| (παλαιότ.) Αρνήθηκε να δώσει το ~ της κόρης του (: να γίνει ο γάμος της με κάποιον)., δίνω/παίρνω στο χέρι: για μετρητά: Μου έδωσε ~ ... ευρώ.|| Πήρε τα χρήματα ~ ~., είναι στο χέρι κάποιου: εξαρτάται απ' αυτόν: ~ ~ σου (= μπορείς) να περάσεις την τάξη. Δεν ~ ~ του να μας απολύσει., είναι/τον έχω του χεριού μου: για πρόσωπο ή κατάσταση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό μου: Θέλουν έναν υπάλληλο να είναι ~ τους (πβ. σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε). Τον έχω ~ (= τον κάνω ό,τι θέλω). Πβ. έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου, παίζω στα δάχτυλα, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη. Βλ. τον έχει για πρωινό., ένα (γερό) χέρι ξύλο: για ξυλοδαρμό: Του έδωσε/έριξε/χρειάζεται ~ ~, για να βάλει μυαλό., έρχεται στα χέρια μου: αποκτώ, βρίσκω ή παραλαμβάνω: Δεν ήρθε στα ~ μας το γράμμα σας., έχω (καλό) χέρι (μτφ.): είμαι επιδέξιος, έχω ταλέντο: ~ει καλό ~ στο σχέδιο/στις φωτογραφίες. Δεν ~ ~ (για ζωγραφική)., έχω κάποιον στο χέρι (μου) (μτφ.): έχω στοιχεία εναντίον του και μπορώ να τον εκβιάζω: Της ομολόγησε τα πάντα και τώρα τον έχει ~ ~., έχω μόνο δύο/δυο χέρια! (σπάν.): σε περιπτώσεις που δεν προλαβαίνει να κάνει κάποιος ταυτόχρονα όλα όσα του ζητούν ή επιβάλλεται να γίνουν., έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι: ελέγχω, εξουσιάζω, υπερέχω: Έχει ~ ~ στη σχέση τους. Η ομάδα πήρε ~ ~ μετά το γκολ που πέτυχε. Πβ. είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω., ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια: τσακώθηκαν παλεύοντας μεταξύ τους: Οι παίκτες των δύο ομάδων λίγο έλειψε να έρθουν ~. Πβ. χειροδικώ., και με τα δυο (τα) χέρια: με σιγουριά και ενθουσιασμό: Τους ψήφισα ~ ~. ΣΥΝ. με χέρια και με πόδια (1), κάτω τα χέρια από ... (συνήθ. σε συνθήματα): απειλητικά για την υπεράσπιση προσώπου ή κατάστασης: ~ ~ από την εργατική τάξη/τα συνδικάτα., κόβω τα χέρια (μτφ.) 1. εμποδίζω, περιορίζω: Χωρίς ρεύμα όλη μέρα, μας κόπηκαν ~. Βλ. κόβω τη φόρα. 2. είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι όλα αυτά είναι ψέματα. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! (προφ.): συνήθ. ως προειδοποίηση ή απειλή για να μην αγγιχθεί, χτυπηθεί, παρενοχληθεί, θιγεί κάποιος ή κάτι., κρύα χέρια, ζεστή καρδιά: λαϊκή ρήση για να δηλωθεί συμπάθεια σε κάποιον που έχει παγωμένα χέρια., με κατεβασμένα χέρια (μτφ.): χωρίς αντίσταση, προσπάθεια: Έχασαν τον αγώνα ~ ~., με τα χέρια/με το χέρι/στο χέρι: χωρίς μαχαιροπίρουνα: Τρώγεται/φάγαμε ~ ~., με τρώει το χέρι μου & (σπάν.) η παλάμη μου 1. ως ένδειξη ότι πρόκειται να πάρω ή να δώσω χρήματα. 2. (μτφ.) θέλω πάρα πολύ να κάνω κάτι: ~ ~ να γράψω ένα σωρό πράγματα, αλλά δεν έχω χρόνο., να μου κοπεί το χέρι (συχνά ως όρκος): για να δηλωθεί ότι κάποιος λέει την αλήθεια ή ότι είναι αποφασισμένος να (μην) (ξανα)κάνει κάτι: ~ ~, αν έκλεψα. Καλύτερα ~ ~ παρά να ..., ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του (ευχή σε δύσκολη κατάσταση): μακάρι να γίνει κάτι: ~ ~ να πάνε όλα καλά στις αυριανές εξετάσεις. Πβ. ο Θεός να δώσει, και ο Θεός βοηθός., όσο περνάει από το χέρι μου: όσο μπορώ: ~ ~ θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω., παίρνω από το χέρι (μτφ.): καθοδηγώ: Με πήρε ~ ~ στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου.|| Τι θες; Να σε πάρουν ~/χεράκι για να πας;, περνά από πολλά χέρια: βρίσκεται στην ιδιοκτησία ή την κατοχή πολλών ανθρώπων: Το οικόπεδο πέρασε ~., περνά από τα χέρια κάποιου: για κάτι που διευθετείται από ορισμένο πρόσωπο: Περνάνε όλα ~ ~ μου., περνά από το χέρι μου: μπορώ: Αυτό που μου ζητάς δεν ~ ~ (: δεν μπορώ να το κάνω)., περνώ από τα χέρια κάποιου: όταν μαθητεύει κανείς για ορισμένο χρονικό διάστημα κόντα σε κάποιον: Εκατοντάδες μαθητές πέρασαν ~ ~ του., πέφτει στα χέρια κάποιου: περιέρχεται στη δικαιοδοσία ή ιδιοκτησία κάποιου: Οι ληστές έπεσαν ~ της Αστυνομίας.|| Διαβάζει όποιο βιβλίο πέσει ~ του (: βρίσκει συμπτωματικά).|| (απειλητ.) Δε θα πέσεις ~ μου (= δεν θα σε πιάσω); Αλίμονό σου!, πιάνουν τα χέρια/πιάνει το χέρι μου (μτφ.): είμαι επιδέξιος στις χειρωνακτικές εργασίες., σε καλά χέρια: για αξιόπιστο, ικανό και σοβαρό πρόσωπο: Η περιουσία της βρίσκεται ~ ~. Μην ανησυχείς, σε αφήνω ~ ~., σε ξένα χέρια 1. χωρίς την οικογένειά του: Μεγάλωσε ~ ~ (= με θετούς γονείς). 2. (κατ' επέκτ.) στην κυριότητα ανθρώπων που προέρχονται από άλλη χώρα: Αρκετές ελληνικές εταιρείες έχουν περάσει ~ ~., στα χέρια κάποιου: στην κατοχή, υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του: Νέα στοιχεία ~ ~ της Ασφάλειας για τη δολοφονία του ... Πρέπει να πάρεις τη ζωή ~ ~ σου., στο δεξί/αριστερό χέρι (προφ.): δεξιά ή αριστερά: Μετά από εκατό μέτρα, θα δεις στο δεξί σου ~ ένα πάρκινγκ., στο χέρι: με τα χέρια, χειρωνακτικά: κέντημα ~ ~. Φόρεμα ραμμένο ~ ~.|| Απορρυπαντικό για πλύσιμο ~ ~.|| Έπιπλα φτιαγμένα ~ ~ (: χειροποίητα). ΑΝΤ. μηχανικά (2) [< γαλλ. à la main ] , το χέρι της καρδιάς: το αριστερό., τρίβω τα χέρια μου (μτφ.): αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση, κυρ. λόγω μελλοντικών οικονομικών απολαβών ή άλλων προνομίων: ~ει ~ του από ευχαρίστηση. Οι παραγωγοί ~ουν ~ τους, καθώς η ταινία αναμένεται να κάνει ρεκόρ εισιτηρίων., χαμένος/καμένος από χέρι: για να δηλωθεί σίγουρη αποτυχία, καταστροφή: Η υπόθεση έμοιαζε ~η ~. Είμαστε/πάμε χαμένοι ~, αν το μάθουν., χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου: δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω, να διατηρήσω ή να πετύχω κάτι που συνήθ. θεωρείται δεδομένο, σίγουρο: Η ομάδα ~σε ~ της τη νίκη.|| (για πρόσ.) Ξέφυγε ~ ~ των Αρχών., χέρι-χέρι/χέρι με χέρι 1. & χεράκι-χεράκι: κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι: Περπατούσαμε ~ ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάτι συμβαδίζει με κάτι άλλο: ~ ~ οι δύο ομάδες στη βαθμολογία (ΣΥΝ. κοντά-κοντά). Φοιτητές και καθηγητές διαδήλωσαν ~ ~ (: μαζί, ενωμένοι)., (είναι) το δεξί χέρι κάποιου βλ. δεξιός, (έχω) καθαρά χέρια βλ. καθαρός, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, αλλάζει χέρια βλ. αλλάζω, απλώνω χέρι βλ. απλώνω, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου βλ. αρπάζω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω το χέρι μου στη φωτιά βλ. φωτιά, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, γεια στα χέρια σου! βλ. γεια, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, δένω τα χέρια (κάποιου) βλ. δένω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, ελευθερώνω τα χέρια (κάποιου) βλ. ελευθερώνω, ζητώ το χέρι βλ. ζητώ, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει βλ. κάλλιο, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κατάσχεση στα χέρια τρίτου βλ. κατάσχεση, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, λερώνω τα χέρια μου βλ. λερώνω, λερώνω τα χέρια μου με αίμα βλ. αίμα, λύνω τα χέρια (κάποιου) βλ. λύνω, με άδεια χέρια βλ. άδειος, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, με γεμάτα χέρια βλ. γεμάτος, με μια βαλίτσα στο χέρι βλ. βαλίτσα, με το κλειδί στο χέρι βλ. κλειδί, με χέρια και με πόδια βλ. πόδι, μένω στα χέρια (κάποιου) βλ. μένω, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, παίρνω κάτι στα χέρια μου βλ. παίρνω, παίρνω τον νόμο στα χέρια μου βλ. νόμος, περνάει στα χέρια κάποιου βλ. περνώ, σηκώνω στα χέρια (μου) βλ. σηκώνω, σηκώνω τα χέρια ψηλά βλ. σηκώνω, σηκώνω χέρι βλ. σηκώνω, σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια βλ. σφίγγω, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, υπογράφω και με τα δυο χέρια βλ. υπογράφω, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μεσν. χέριν, γαλλ. main, αγγλ. hand, γερμ. Hand]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.