Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κόκκινος , η, ο κόκ-κι-νος επίθ. 1. που έχει το χρώμα του αίματος ή κάποια απόχρωσή του: ~ος: μαρκαδόρος. ~η: αλεπού/βότκα/μπογιά/πινακίδα (πβ. στοπ)/πιπεριά/σάλτσα (: συνήθ. από ντομάτα)/σημαία (: και ως σύμβολο της κομμουνιστικής επανάστασης). ~ο: ελάφι/κραγιόν/κρασί/κρέας (: το βοδινό και το μοσχαρίσιο σε αντίθεση προς τα άσπρα κρέατα)/κοράλλι/λάχανο/μήλο/πιπέρι/σταφύλι/στιλό/τριαντάφυλλο. ~α: αβγά (= πασχαλινά)/μαλλιά/νύχια/φασόλια/φώτα/ψάρια. ~ο πυρακτωμένο μέταλλο. Αρώματα ~ων φρούτων (π.χ. βατόμουρου, φράουλας). Πβ. άλικος, βαθυ~, ερυθρός, κατα~, ξανθο~, ολο~, πορφυρός. Βλ. κεραμιδί, κερασί, πορτοκαλί, ροζ, φαιο~, φούξια.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~η (κυματιστή) υπογράμμιση. 2. (μτφ.) κομμουνιστής ή κομμουνιστικός: ~ος: δήμαρχος. ~οι: δήμοι (: στους οποίους πλειοψηφούν οι κομμουνιστές). 3. που σχετίζεται με ομάδα που φορά κόκκινα: ~ος: θρίαμβος. ~η: νίκη. ~οι: φίλαθλοι. 4. που το δέρμα του έχει κοκκινωπό χρώμα: ~η: μύτη (από το κρύο). ~α: αυτιά/μάγουλα (από ντροπή/πυρετό). Τα μάτια σου είναι ~α από το κλάμα. Έγινε ~ από τον ήλιο/το θυμό. 5. ως χρώμα που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί απαγόρευση, κίνδυνος: ~ος: κατάλογος (των απειλούμενων ζώων). ● Ουσ.: κόκκινο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: έντονο (πβ. βερμιγιόν)/βαθύ/πύρινο/σκοτεινό ~. Το ~ της φωτιάς. Αποχρώσεις του ~ου (βλ. βυσσινί, γκρενά, μπορντό).|| (συνεκδ.) Πόνταρε στο ~ της ρουλέτας. (στον πληθ.) Φοράει πάντα ~α (ενν. ρούχα). 2. {χωρ. πληθ.} ο φωτεινός σηματοδότης που απαγορεύει την κίνηση των οχημάτων ή τη διέλευση πεζών: Μην περάσεις, άναψε ~. Πβ. Σταμάτης. ΑΝΤ. πράσινο (3), κόκκινοι (οι) 1. οι παίκτες και οι οπαδοί μιας ομάδας, της οποίας το έμβλημα έχει κόκκινο χρώμα, συνεκδ. η ίδια η ομάδα. 2. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Κ) οι κομμουνιστές και ειδικότ. οι Ρώσοι. ● Υποκ.: κοκκινάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινη ζώνη: περιοχή όπου απαγορεύεται η είσοδος, η πρόσβαση, ή απαιτείται ειδική άδεια., κόκκινο πανί (μτφ.): καθετί που θυμώνει, εξοργίζει: Ο διορισμός του αποτελεί ~ ~ για τους επικριτές του., Κόκκινος Στρατός & (σπάν.) Ερυθρός Στρατός: ΙΣΤ. ο στρατός της Σοβιετικής Ένωσης που δημιουργήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση., κόκκινος συναγερμός (μτφ.): γενική κινητοποίηση, επαγρύπνηση και κατ' επέκτ. απειλή, κίνδυνος: ~ ~ για το περιβάλλον/τις τιμές (πβ. καμπανάκι). ~ ~ στο στρατιωτικό επιτελείο. Σε ισχύ ο ~ ~ μέχρι την πλήρη κατάσβεση της πυρκαγιάς. Σε κατάσταση ~ου ~ού (: σε πλήρη επιφυλακή, ετοιμότητα). Πβ. κατάσταση έκτακτης ανάγκης. [< αγγλ. red alert, 1941] , κόκκινα βέλη βλ. βέλος, κόκκινα δάνεια βλ. δάνειο, κόκκινη γραμμή βλ. γραμμή, κόκκινη κάρτα βλ. κάρτα, κόκκινη λάσπη βλ. λάσπη, κόκκινη λίστα βλ. λίστα, κόκκινο χαλί βλ. χαλί, κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο, κόκκινος πλανήτης βλ. πλανήτης, κόκκινος/ερυθρός γίγαντας βλ. γίγαντας, σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα βλ. σκοτώνω ● ΦΡ.: μου τη βγαίνει με κόκκινο (αργκό): για κάποιον που προλαβαίνει να ενεργήσει, κυρ. σε βάρος κάποιου άλλου. Πβ. βγαίνω (από) μπροστά., περνώ με κόκκινο: (για οδηγούς ή σπανιότ. πεζούς) παραβιάζω τον κόκκινο σηματοδότη: Πέρασε ~ και συγκρούστηκε με διερχόμενο αυτοκίνητο. Τον έγραψαν, γιατί πέρασε ~., πιάσε κόκκινο: προτροπή στον συνομιλητή να αγγίξει κάτι κόκκινο, για να αποφευχθεί η φιλονικία που, σύμφωνα με λαϊκή δοξασία, προμηνύεται από την ταυτόχρονη εκφώνηση της ίδιας λέξης ή φράσης από δύο ανθρώπους., στο κόκκινο/χτυπάω κόκκινο: σε οριακό σημείο, σε οριακές τιμές (πολύ υψηλές ή χαμηλές): ~ ~ η αδρεναλίνη/οι πωλήσεις της εταιρείας/ο υδράργυρος. Η τηλεθέαση χτύπησε ~ στο χθεσινό ντιμπέιτ. Η περιοχή βρίσκεται στο ~ για σεισμό., φωτιά στα κόκκινα! (προφ.): λέγεται από άνδρες κυρ. σε ωραία, νεαρή γυναίκα ντυμένη με (έντονα) κόκκινα ρούχα., γίνομαι κόκκινος/κοκκινίζω σαν (το) παντζάρι/(την) παπαρούνα/(τη) ντομάτα βλ. παντζάρι, το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο βλ. θερμόμετρο [< μτγν. κόκκινος]
  • Κοκκινοσκουφίτσα Κοκ-κι-νο-σκου-φί-τσα ουσ. (θηλ.): γνωστή ηρωίδα παραμυθιού με τον ομώνυμο τίτλο: η ~ και ο (κακός) λύκος. Βλ. Σταχτοπούτα, Χιονάτη. [< γερμ. Rotkäppchen]

βέλος

βέλοςβέ-λος ουσ. (ουδ.) {βέλ-ους | -η, -ών} 1. λεπτή, μακρόστενη και συνήθ. ξύλινη ράβδος με συνήθ. μεταλλική αιχμή στο εμπρόσθιο άκρο της και φτερά στο οπίσθιο, η οποία εξακοντίζεται από τόξο προς συγκεκριμένο στόχο: δηλητηριασμένα ~η. Εκτόξευσε/έριξε/πέταξε το ~. Βλ. φαρέτρα.|| (μτφ.) Τον χτύπησαν τα ~η του έρωτα (= ερωτεύτηκε). ΣΥΝ. σαΐτα (2) 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει με βέλος και δηλώνει κατεύθυνση, φορά, συνεπαγωγή: διπλό/φωτεινό ~. ~ προς τα αριστερά (: αριστερό ~)/δεξιά/κάτω/πάνω. Σελιδοδείκτης/σηματοδότης σε σχήμα ~ους. Πινακίδα με ~. Ακολουθήστε τα ~η! Βλ. βελόνα, τόξο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Πλήκτρα ~ους. Το ποντίκι γίνεται ~ στη οθόνη (βλ. κέρσορας).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ κάμψης δοκού. 3. ΑΣΤΡΟΝ. (με κεφαλ. Β) μικρός αστερισμός του Βόρειου Ημισφαιρίου. Βλ. Κύκνος, Λύρα.βελάκια (τα): νταρτς: μπιλιάρδο και ~., βέλη (τα) (μτφ.): μομφές, υπαινιγμοί: Εξακόντισε/εξαπέλυσε τα αιχμηρά/δηλητηριώδη/φαρμακερά ~ του κατά ... Πβ. αιχμές, βολές, πυρά. ● Υποκ.: βελάκι (το): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινα βέλη: διάσημο ακροβατικό σμήνος της βρετανικής πολεμικής αεροπορίας. [< αγγλ. Red Arrows] , πάρθιο(ν) βέλος βλ. πάρθιος ● ΦΡ.: βέλη στη φαρέτρα (μτφ.): όπλα, λύσεις, διέξοδοι: Με όλα τα ~ ~ της θα παραταχθεί η ομάδα (: χωρίς απουσίες βασικών παικτών). Έχει κι άλλα ~ ~ της η ελληνική αντιπροσωπεία (: εναλλακτικές προτάσεις. Πβ. άσος στο μανίκι, χρυσή εφεδρεία)., εξ οικείων/εξ ιδίων τα βέλη (λόγ.): για ύπουλο χτύπημα ή κατηγορίες που δέχεται κάποιος, κυρ. χωρίς να το περιμένει, από πρόσωπα του περιβάλλοντός του, συνήθ. στενούς συνεργάτες., σαν βέλος/ρουκέτα/σαΐτα: πολύ γρήγορα: Έφυγε ~ ~ (= αστραπή, βολίδα, σφαίρα). [< πβ. γαλλ. comme une flèche] [< 1: αρχ. βέλος 2: αγγλ. arrow 3: γαλλ. Flèche]

γίγαντας

γίγανταςγί-γα-ντας ουσ. (αρσ.) {γιγάντ-ων} ΑΝΤ. νάνος 1. άνθρωπος με σωματική διάπλαση και δύναμη που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο και γενικότ. οτιδήποτε έχει ασυνήθιστα μεγάλο μέγεθος: μωρό-~. Οι ~ες της άρσης βαρών. Πβ. θηρίο, τιτάνας.|| Καλαμάρι/σκορπιός/χελώνα ~. ΣΥΝ. γίγας (1) 2. (μτφ., για πρόσ., εταιρεία, οργανισμό) που διακρίνεται για τη δυναμική του παρουσία σε έναν χώρο: βιομηχανικός/ενεργειακός/οικονομικός/πετρελαϊκός/πνευματικός/πολιτικός/πολυεθνικός/τραπεζικός ~ (πβ. κολοσσός). (Οι) ~ες της διανόησης/της επιστήμης/της λογοτεχνίας/των ΜΜΕ (= μεγιστάνες)/της μουσικής/της πληροφορικής/του πνεύματος/της τέχνης (βλ. μύθος). Μάχη/σύγκρουση/συγχώνευση/συμμαχία/συμφωνία/συνεργασία ~ων. Φονέας ~ων (: που καταφέρνει να υπερισχύσει ενός πολύ ισχυρού αντιπάλου). Πβ. ιερά τέρατα.|| (νεαν. αργκό, ως προσφών. μεταξύ ανδρών:) Πού είσαι ρε ~α; ΣΥΝ. τιτάνας 3. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ) ανθρωπόμορφο ή τερατόμορφο ον με υπερφυσικό μέγεθος και δύναμη: η μάχη των Ολυμπίων με τους ~ες (: γιγαντομαχία).|| (σε παραμύθια κ. μύθους) Νάνοι, ~ες και ξωτικά.γίγαντες (οι): ΒΟΤ. μεγάλα άσπρα φασόλια (σπόροι) και κατ’ επέκτ. το σχετικό λαδερό φαγητό: ~ και άλλα όσπρια.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ες γιαχνί/πλακί/στον φούρνο. Πβ. ελέφαντες. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριος γίγαντας: ΑΣΤΡΟΝ. μεγάλος πλανήτης από αέριο κυρ. υλικό, που θεωρείται ότι περιβάλλει έναν στερεό πυρήνα· ειδικότ. καθένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος (Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). [< αγγλ. gas giant, 1952] , κοιμισμένος/κοιμώμενος γίγαντας (μτφ.): (για κράτος, εταιρεία) που αποτελεί μεγάλη δύναμη, η οποία, όμως, μένει αδρανής για μεγάλο χρονικό διάστημα: το ξύπνημα του ~ου ~α (της οικονομίας)., κόκκινος/ερυθρός γίγαντας: ΑΣΤΡΟΝ. αστέρας μεγάλων διαστάσεων με επιφανειακή θερμοκρασία χαμηλότερη από αστέρες ανάλογου μεγέθους και ερυθρά απόχρωση. [< αγγλ. red giant, 1929] , αγαθός γίγαντας βλ. αγαθός [< 1: μεσν. γίγαντας, αγγλ. giant, γαλλ. géant]

γραμμή

γραμμήγραμ-μή ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των διαδοχικών θέσεων ενός σημείου που κινείται στον χώρο, συνεχές και συνήθ. μακρόστενο ίχνος ή όριο (ορατό ή νοητό): (ΓΕΩΜ.) διαγώνια/διακεκομμένη/διπλή/ευθεία (βλ. ευθυγραμμία)/κάθετη/καμπύλη/κατακόρυφη/μονή/οριζόντια/τεθλασμένη ~. Ισοϋψείς/παράλληλες ~ές. Σημείο τομής δύο ~ών. Τραβώ/χαράσσω μια ~.|| Η ~ του αιγιαλού/ισημερινού/ορίζοντα/των συνόρων. Οριοθετική ~.|| (ΑΘΛ.) ~ εκκίνησης/τερματισμού. Η μπάλα πέρασε τη ~ (του) τέρματος.|| Οι ~ές του πενταγράμμου/τετραδίου. Διάστημα μεταξύ δύο ~ών (= διάστιχο). Έγραψα πέντε ~ές (= αράδες). Έλεγξα το κείμενο ~ προς ~. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (: αυτά τα λόγια). || ~ κορμού. Οι ~ές του τραμ/του τρένου (= ράγες).|| Οι ~ές του προσώπου (βλ. ρυτίδες)/χεριού. Η ~ της ζωής/καρδιάς/τύχης (βλ. χειρομαντεία).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ διευθύνσεων/εντολών/εργαλείων/εργασιών/σάρωσης. (ΤΕΧΝΟΛ.) Εκτυπωτές ~ής.|| (ΝΑΥΤ.) ~ φορτώσεως (: καθορίζει τη μέγιστη επιτρεπόμενη βύθιση του πλοίου). 2. (ειδικότ.) το περίγραμμα αντικειμένου ή σώματος· σχήμα, φόρμα: οι ~ές του αυτοκινήτου/βουνού/κτιρίου/τοπίου. Αδρές/έντονες/λεπτές ~ές προσώπου (= χαρακτηριστικά). Έχει ωραίες ~ές (: είναι καλλίγραμμη. ΣΥΝ. σιλουέτα).|| Αρμονία των ~ών. Ρούχο σε ίσια/σπορ/στενή/φαρδιά ~. Σαλόνι σε μοντέρνα/κλασική ~. Η σύγχρονη αισθητική επιβάλλει απλές/καθαρές/λιτές ~ές. 3. πραγματικό ή νοητό μέσο σύνδεσης, μεταφοράς και η αντίστοιχη υπηρεσία: (ΤΗΛΕΠ.) επίγεια/υποθαλάσσια ~. Απευθείας/δεύτερη ~. ~ές τηλεφώνου. ~ ίντερνετ/μετάδοσης (: δεδομένων, σημάτων). Αναβάθμιση/αριθμός/ενεργοποίηση/ενισχυτής/κατάργηση/παροχή ~ής. Οι ~ές είναι εκτός λειτουργίας. Η ~ είναι κατειλημμένη (: το τηλέφωνο μιλάει).|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ ηλεκτρικού ρεύματος. ~ές υψηλής τάσης.|| Εμπορική/επιδοτούμενη/λεωφορειακή/ταχυδρομική/υπέργεια/υπόγεια ~. Η ~ του Ηλεκτρικού/μετρό. Ανακαίνιση/επέκταση/οι σταθμοί (της) ~ής. ~ές πλοίων/ακτοπλοϊκές ~ές. Αστικές ~ές ΚΤΕΛ. ~ές εξωτερικού/εσωτερικού. Οχηματαγωγά δρομολογημένα στη ~ των Κυκλάδων/σε τακτική ~. Ταξίδεψε με το αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο της ~ής. Άλλαξα ~ και προορισμό. 4. (μτφ.) γενική κατεύθυνση, πορεία ή οδηγία που πρέπει να ακολουθηθεί, ώστε να επιτευχθεί ορισμένος στόχος: ενιαία/ιδεολογική/κατευθυντήρια/κομματική/πολιτική ~. Καθορίζει τη ~ της εφημερίδας/κυβέρνησης. Κράτησε την ίδια ~. Την τελευταία στιγμή άλλαξε ~. Η ~ δράσης στοχεύει στην οικονομική ανάπτυξη. Επικράτησε η ~ των μετριοπαθών. Δόθηκε/έπεσε ~ να καταψηφιστεί η υποψηφιότητά του. Πβ. ντιρεκτίβα. 5. ευθυγραμμισμένη σειρά ή διάταξη προσώπων, πραγμάτων, στοιχείων: οχυρωματική ~. ~ βολής/διαδοχής/κρούσης/μάχης/προέλασης. Οι ~ές άμυνας του εχθρού. Βάζω κάποιον/κάτι στη ~.|| Λεωφόροι με ~ές δέντρων (= δεντροστοιχίες). Τα στοιχεία ενός πίνακα οργανώνονται σε ~ές και στήλες (: οριζοντίως και καθέτως).|| (μτφ.) Προσχώρησε στις ~ές του κόμματος/της οργάνωσης.|| Χρονική ~ γεγονότων (πβ. διαδοχή). 6. (ως επίρρ.) κατευθείαν, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις ή στη σειρά: Έφυγε/τράβηξε ~ για το γραφείο. ● Υποκ.: γραμμούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονη γραμμή: ακτοπλοϊκή (ή σπανιότ. συγκοινωνιακή) γραμμή με μικρή επιβατική κίνηση και συνεκδ. τα νησιά που εξυπηρετούνται από αυτή ή ο αντίστοιχος γεωγραφικός χώρος: τα δρομολόγια της ~ης ~ής. Το πλοίο εξυπηρετεί/καλύπτει την ~ ~., αεροπορική γραμμή {συνηθέστ. στον πληθ.}: αερογραμμή., ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας): που επιτρέπει την απευθείας πληροφόρηση ή συνεννόηση: Λειτουργεί ~ ~ βοήθειας/εξυπηρέτησης/(υπο)στήριξης (: για τηλεφωνική υπηρεσία). ~ ~ επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων. Βρισκόμαστε σε ~ ~ με τον πρωθυπουργό για ... [< αγγλ. open line] , άσπρη/λευκή γραμμή 1. λωρίδα στο οδόστρωμα που διαχωρίζει τα ρεύματα κυκλοφορίας. 2. ΑΝΑΤ. ινώδης περιοχή της κοιλιακής χώρας κάτω από τον ομφαλό και μέχρι το τριχωτό του εφηβαίου που σχηματίζεται από τις προσφύσεις των πλάγιων κοιλιακών μυών., γραμμές (του) τέρματος: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) οι δύο μικρότερες γραμμές (πλάτους) των εξωτερικών ορίων αγωνιστικού χώρου. Βλ. πλάγια γραμμή., γραμμή επαφής (με αιώρηση αλυσοειδούς): ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα για την τροφοδοσία τρένων, τρόλεϊ και τραμ με ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο αποτελείται από τους αγωγούς επαφής, τα φέροντα καλώδια, τους αναρτήρες και όλα τα εξαρτήματα που τοποθετούνται μεταξύ των αγωγών και των μονωτήρων. Βλ. αλυσοειδής (ανάρτηση)., γραμμή μεταφοράς 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο αγωγών ή καλωδίων για τη μεταφορά ενέργειας ή σήματος: εναέρια ~ ~ ρεύματος μέσης/υψηλής τάσης. 2. υπηρεσία που εξυπηρετεί τις μετακινήσεις: ~ ~ εμπορευμάτων/επιβατών. [< αγγλ. transmission line] , γραμμή παραγωγής ΟΙΚΟΝ. 1. σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε παραγωγική μονάδα: αυτοματοποιημένη/ολοκληρωμένη ~ ~. Πβ. αλυσίδα παραγωγής. 2. & γραμμή προϊόντος: ομάδα προϊόντων που ανήκουν στο ίδιο είδος. [< αγγλ. production line, 1935] , γραμμή συναρμολόγησης: σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε βιομηχανική μονάδα, όπου μηχανές και εξαρτήματα τοποθετούνται στη σειρά για τη συναρμολόγηση του τελικού προϊόντος: κινούμενη ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτων/κινητήρων. [< αγγλ. assembly line] , διαχωριστική γραμμή: οτιδήποτε διαχωρίζει· όριο: φυσική ~ ~. Παραβίασε τη ~ ~ και πήρε κλήση.|| (μτφ.) ~ ~ μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Δυσκολεύεται να τραβήξει μια ~ ~ ανάμεσα στην οικογένεια και το επάγγελμα. [< γαλλ. ligne disjonctive] , επίσημη γραμμή: οι κατευθυντήριες και δεσμευτικές θέσεις ενός φορέα απέναντι σε ένα θέμα: Ακολουθεί την/διαφοροποιήθηκε από την ~ ~ του κόμματος. [< αγγλ. official line, 1974] , η γραμμή του τρίποντου/των 6,75: ΑΘΛ. (στο ευρωπαϊκό μπάσκετ) το όριο πέρα από το οποίο επιχειρείται σουτ τριών πόντων: Ευστόχησε/σκόραρε από τη ~ ~ (: πέτυχε τρίποντο)., κίτρινη γραμμή: που έχει σχεδιαστεί στο οδόστρωμα, παράλληλα με το κράσπεδο του πεζοδρομίου, για την απαγόρευση της στάσης και της στάθμευσης., κόκκινη γραμμή 1. & θερμή γραμμή: ειδική και αποκλειστική γραμμή άμεσης επικοινωνίας για ανταλλαγή στρατιωτικών, πολιτικών πληροφοριών, κυρ. μεταξύ αρχηγών κρατών: ~ (τηλεφωνική) ~ λειτούργησε χθες στον Λευκό Οίκο. ~ ~ μεταξύ των αεροπορικών στρατηγείων. Πβ. κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο. 2. όριο, κρίσιμο σημείο που δεν επιτρέπεται να το υπερβεί κάποιος: Πέρασαν την ~ ~ που έχει οριοθετήσει η διεθνής κοινότητα. [< 1: αγγλ. hot line, 1955 2: αγγλ. red line, 1952] , λεπτή γραμμή (μτφ.): οριακό, διαχωριστικό σημείο: ~ ~ ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Η ~ ~ που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο., μελωδική γραμμή: ΜΟΥΣ. μελωδία: αντιστικτική/απλή/κύρια/ρυθμική ~ ~. Η ανιούσα ~ ~ των μπάσων., πλευρική γραμμή: ΖΩΟΛ. αισθητήριο όργανο ψαριών και αμφιβίων που ανιχνεύει την οποιαδήποτε κίνηση στο νερό. [< γαλλ. ligne latérale ] , πράσινη γραμμή: & γραμμή Αττίλα: το προστατευόμενο από τον ΟΗΕ όριο που χωρίζει την Κύπρο σε ελεύθερα (νότιο τμήμα) και κατεχόμενα (βόρειο τμήμα) εδάφη. [< αγγλ. green line] , πρώτη γραμμή 1. το πεδίο όπου μαίνεται ο πόλεμος, το μέτωπο· (συχνότ. κατ' επέκτ.) κάθε εμπροσθοφυλακή, πρωτοπορία: Πολέμησε στην ~ ~.|| Στην ~ ~ των μεταρρυθμίσεων. Ήταν πάντα παρών στην ~ ~ των λαϊκών αγώνων. 2. επίκεντρο: στην ~ ~ του ενδιαφέροντος/των εξελίξεων/της επικαιρότητας., πρώτης γραμμής (μτφ.): άριστης ποιότητας· πολύ μεγάλης αξίας, σημασίας: τεχνολογία/υπηρεσίες/φάρμακα ~ ~.|| Στόχος ~ ~ (= πρώτης προτεραιότητας). Στέλεχος ~ ~ (= βασικό, κορυφαίο). ΣΥΝ. πρώτης τάξεως/τάξης, σιδηροδρομική γραμμή: δύο σταθερά συνδεδεμένες παράλληλες ράγες πάνω στις οποίες κινούνται τα οχήματα του σιδηρόδρομου και κατ' επέκτ. η διαδρομή που εξυπηρετούν: ~ ~ υψηλών ταχυτήτων. [< γαλλ. voie ferrée/ferroviaire] , σκληρή γραμμή (μτφ.): τακτική αντιπαράθεσης χωρίς υποχωρήσεις: Η κυβέρνηση ακολουθεί ~ ~ στο θέμα της διαφθοράς. [< αγγλ. hard line, 1962] , τηλεφωνική γραμμή: ΤΗΛΕΠ. καλωδίωση που έχει ορισμένο αριθμό και μεταφέρει τηλεφωνικά σήματα συνδέοντας περιοχές: αναλογική/εσωτερική/συμβουλευτική/ψηφιακή ~ ~., αμυντική γραμμή βλ. αμυντικός, Ασύμμετρη Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή βλ. ασύμμετρος, γραμμή (του) πυρός βλ. πυρ, γραμμή άλφα βλ. άλφα, γραμμή του μετώπου βλ. μέτωπο, γραμμή/πορεία πλεύσης βλ. πλεύση, επιθετική γραμμή βλ. επιθετικός, ηλεκτρικές γραμμές βλ. ηλεκτρικός, ίσαλος (γραμμή) βλ. ίσαλος, μεσαία γραμμή βλ. μεσαίος, μισθωμένη γραμμή βλ. μισθώνω, οικοδομική γραμμή/γραμμή δόμησης βλ. οικοδομικός, οροθετική γραμμή βλ. οροθετικός1, πλάγια γραμμή βλ. πλάγιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, ρυμοτομική γραμμή βλ. ρυμοτομικός ● ΦΡ.: διαβάζω ανάμεσα στις/πίσω (/κάτω/μέσα) από τις γραμμές (/αράδες): ανακαλύπτω μια σημασία ή έναν σκοπό που δεν εκφράζεται ρητά σε ένα κείμενο, μαντεύω τα υπονοούμενα: Μπορεί και ~ει ~. [< γαλλ. lire entre des lignes] , διατηρώ τη γραμμή μου: παραμένω κομψός και αδύνατος: Ασκείται καθημερινά, για να ~εί ~ της., εκτός γραμμής 1. για κάποιον που δεν ακολουθεί τη γενική κατεύθυνση του συνόλου ή της ομάδας όπου ανήκει: Βουλευτής που βρίσκεται ~ ~ του κόμματος (= αποκλίνει). 2. ΠΛΗΡΟΦ. για περιφερειακή συσκευή που δεν ελέγχεται προσωρινά από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας ή δεν επικοινωνεί με αυτή. [< 2: αγγλ. off-line, 1950] , κατευθείαν γραμμή: (για συγγένεια) που ενώνει πατέρα, γιο ή κόρη, εγγονό ή εγγονή., κόπηκε/έπεσε η γραμμή (προφ.): διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία: Ξαφνικά, εκεί που μιλάγαμε, ~ ~., μπαίνω στη γραμμή 1. τοποθετούμαι σε σειρά δίπλα σε άλλους ή πίσω τους: Μπήκαν ~ ~, για να σερβιριστούν. Πβ. μπαίνω στη/σε σειρά. 2. παρεμβάλλομαι (σε τηλεφωνική επικοινωνία): Δεν σ' ακούω, μάλλον κάποιος μπήκε ~ ~. 3. (για μεταφορικό μέσο) εντάσσομαι σε δρομολόγιο: Το πλοίο μπήκε ~ ~ των Κυκλάδων., παίρνω γραμμή (συχνά αρνητ. συνυποδ.): λαμβάνω κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο χειρισμού μιας κατάστασης: ~ ~ από την κυβέρνηση. Πήρε ~ από το κόμμα και άλλαξε στάση., παίρνω κάποιον/κάτι γραμμή (νεαν. αργκό): αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, χαμπάρι: Δεν πήρε ~ τίποτα. Μας πήρε ~ κι έβαλε τις φωνές., πιάνω γραμμή (προφ.): καταφέρνω να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με κάποιον: Δεν μπορώ/προσπαθώ να ~σω ~., σε γενικές γραμμές & σε αδρές/χοντρές γραμμές: γενικά, χωρίς λεπτομέρειες, χοντρικά: Περιέγραψε τις νέες πρακτικές ~ ~. Δίνει/σκιαγραφεί με/σε ~ ~ το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Πβ. μέσες άκρες, κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου. ΣΥΝ. σε γενικά πλαίσια, (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου βλ. πλάγιος, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, σε ευθεία γραμμή βλ. ευθύς [< αρχ. γραμμή, γαλλ. ligne, αγγλ. line, γερμ. Linie]

δάνειο

δάνειοδά-νει-ο ουσ. (ουδ.) {δανεί-ου | -ων} 1. ΟΙΚΟΝ. χρηματικό ποσό ή άλλο ανταλλάξιμο αντικείμενο που καταβάλλεται σε κάποιον (δανειζόμενο) από ιδιώτη, εταιρεία ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό (δανειστή) με την υποχρέωση απόδοσής του, με ή χωρίς τόκο, σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα· η σχετική σύμβαση: ανοιχτό/άτοκο/βραχυπρόθεσμο/μεσοπρόθεσμο/μακροπρόθεσμο (: ως προς τον χρόνο εξόφλησης)/εγγυημένο/έντοκο (βλ. εγγύηση, κατάσχεση, πλειστηριασμός, υποθήκη)/εξωτερικό/επαγγελματικό/επενδυτικό/επιχειρηματικό/προσωπικό/τοκοχρεολυτικό (: με υποχρέωση εξόφλησής του και καταβολής των τόκων σε ίσες δόσεις)/τραπεζικό/φοιτητικό/χαμηλότοκο ~. ~ καταναλωτικής πίστης (= καταναλωτικό ~)/στεγαστικής πίστης ή κατοικίας (= στεγαστικό ~). Η δόση/το ύψος του ~ου. Αίτηση/αποπληρωμή/εκταμίευση/εξόφληση/σύναψη/χορήγηση ~ου. Ενυπόθηκα ~α. ~α με κυμαινόμενο/σταθερό επιτόκιο. Κάνω ~ (: σύμβαση ~ου). Βλ. δανειο-δότηση, -ληψία, θαλασσο~, μετοχο~, μικρο~, ομόλογο, πίστωση, χρέος, χρησι~. 2. (μτφ.) ξένο στοιχείο, συνήθ. πολιτισμικό, που υιοθετείται από κάποιο σύνολο και ενσωματώνεται σε ένα νέο: πνευματικό/πολιτιστικό ~.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξικό (π.χ. ντιβιντί < αγγλ. DVD)/λόγιο (π.χ. επίθεση, στο οποίο η συνηθέστερη σημασία διαφέρει από την αρχαία "ἐπίθεσις")/σημασιολογικό (π.χ. επικεφαλής, με τη σημασία εκείνου που βρίσκεται σε ηγετική θέση < γαλλ. en-tête) ~. Βλ. αντι~. ● ΣΥΜΠΛ.: (γλωσσικό) δάνειο: ΓΛΩΣΣ. στοιχείο που χρησιμοποιείται σε μια γλώσσα προερχόμενο από άλλη: αφομοιωμένα ~α από την Αγγλική/τη Γαλλική., δημόσιο δάνειο: που συνάπτει το κράτος ή άλλος κρατικός φορέας στην αγορά κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση των δημόσιων εξόδων και το οποίο προστίθεται στο δημόσιο χρέος: αναγκαστικό (: αναγκαστική χρηματική εισφορά των ιδιωτών προς το κράτος, με τη μονομερή υπόσχεση επιστροφής της με ένα ποσό μειωμένου τόκου)/παραγωγικό (: τα έσοδά του διατίθενται για παραγωγικούς σκοπούς π.χ. κατασκευή δρόμων, σχολείων. ΑΝΤ. καταναλωτικό ~) ~ ~. Βλ. έντοκα γραμμάτια (του Δημοσίου)., κόκκινα δάνεια: τραπεζικά δάνεια που παραμένουν ανεξόφλητα., μεταφραστικό δάνειο: ΓΛΩΣΣ. απόδοση ξένων λέξεων ή φράσεων στη γλώσσα υποδοχής, με χρήση ήδη υπαρκτών σε αυτή γλωσσικών στοιχείων: Η λ. "ουρανοξύστης" είναι ~ ~ από το αγγλικό sky-scraper. H "αισθησιοκρατία", που αποδίδει το γαλλικό sensualisme, είναι ελεύθερο ~ ~. Βλ. αντιδάνειο. [< γερμ. Lehnübersetzung] , ομολογιακό δάνειο & (προφ.) ομολογιακό: ΟΙΚΟΝ. μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο δάνειο, που εκδίδεται από μεγάλες και κερδοφόρες επιχειρήσεις ή από το κράτος, με σκοπό τη χρηματοδότησή τους: ανταλλάξιμο/κοινό/κοινοπρακτικό/μετατρέψιμο (: σε μετοχές) ~ ~. ~ά ~α εξωτερικού/εσωτερικού. [< αγγλ. bond loan] , πράσινο δάνειο: δάνειο, συνήθ. χαμηλότοκο, που χορηγείται από τις τράπεζες σε ιδιώτες για κατασκευή νέας κατοικίας ή αναβάθμιση της ήδη υπάρχουσας, σύμφωνα με τις σύγχρονες οικολογικές, κυρ. ενεργειακές, προδιαγραφές: επισκευαστικά/στεγαστικά ~α ~α., σύμβαση δανείου: επίσημη συμφωνία μεταξύ δύο συμβαλλομένων, με την οποία ο ένας μεταβιβάζει στον άλλο ένα ποσό χρημάτων, με την υποχρέωση ο δεύτερος να αποδώσει έντοκα το ποσό αυτό με τους όρους που συμφωνούνται., καταναλωτικό δάνειο βλ. καταναλωτικός, στεγαστικό δάνειο βλ. στεγαστικός, Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων βλ. ταμείο [< 1: αρχ. δάνειον, αγγλ. loan 2: γαλλ. emprunt, γερμ. Lehnübersetzung]

θερμόμετρο

θερμόμετροθερ-μό-με-τρο ουσ. (ουδ.) 1. όργανο μέτρησης της θερμοκρασίας σε βαθμονομημένη κλίμακα: ~ αερίου/ζαχαροπλαστικής/μαγειρικής/νερού/οινοπνεύματος/τοίχου/υδραργύρου/(εξωτερικού/εσωτερικού) χώρου/ψυγείου. ~ αυτιού. Υπέρυθρο ~ μετώπου. ~ υπερύθρων. Ηλεκτρονικό/καταγραφικό/οπτικό/ψηφιακό ~. Το ~ ανέβηκε/κατέβηκε/έφτασε στους ... βαθμούς Κελσίου. Βλ. -μετρο. 2. (μτφ.) ένταση: Στα ύψη το πολιτικό ~ (: από τον Τύπο). ● ΦΡ.: ανεβαίνει το θερμόμετρο/ο πυρετός (μτφ.): για να δηλωθεί όξυνση μιας κατάστασης, συναισθηματική ένταση, αύξηση ενδιαφέροντος: ~ το θερμόμετρο της αγωνίας/της αντιπαράθεσης/του εθνικισμού/του κεφιού. ~ το θερμόμετρο στην αγορά ακινήτων.|| ~ ο πυρετός εν όψει των εκλογών., το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο (μτφ.): κάτι φτάνει στην κορύφωση, στο απόγειό του: Το θερμόμετρο του ανταγωνισμού/της διασκέδασης ~ ~.|| ~ χτύπησε κόκκινο (: σε καύσωνα)., ανεβάζει το θερμόμετρο βλ. ανεβάζω [< γαλλ. thermomètre, αγγλ. thermometer]

κάρτα

κάρτακάρ-τα ουσ. (θηλ.) {καρτ-ών} 1. δελτίο από σκληρό χαρτί ή πλαστικό που φέρει συνήθ. τα στοιχεία του κατόχου του, πιστοποιώντας την ταυτότητά του ή παρέχοντάς του κάποιο δικαίωμα: διαφημιστική/εκπτωτική/επαγγελματική/ταξιδιωτική ~. Μειωμένη/μηνιαία/προσωποποιημένη ~ απεριορίστων διαδρομών για όλα τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (βλ. πάσο). Ευρωπαϊκή ~ ασφάλισης ασθένειας. Ισόβια/προσωρινή ~ αναπηρίας. ~ αλληλεγγύης/ανεργίας/αποδείξεων/εργασίας/σίτισης. ~ νέων. ~ες επισκεπτηρίου (= μπιλιέτα). Έκδοση ~ας. Σας αφήνω την ~ μου με το τηλέφωνο και τη διεύθυνσή μου. 2. (ειδικότ.) μικρό ορθογώνιο κομμάτι από πλαστικό, με μηχανικά αναγνώσιμα δεδομένα για ποικίλες χρήσεις: τραπεζική ~. Βλ. φορο~.|| ~ θορύβου (: για δίκυκλα και τρίκυκλα).|| (με προπληρωμένο χρόνο ομιλίας:) Τηλεφωνική ~. (για κινητό) ~ ανανέωσης (χρόνου ομιλίας). (συνεκδ.) Δεν έχω πολλή ~ (= δεν μου μένουν πολλές μονάδες). Υπόλοιπο ~ας. Πβ. τηλε~, χρονο~.|| ~ δώρου (= δωρο~· βλ. κουπόνι). Βλ. τσιπ. 3. (ειδικότ.) κομμάτι από χοντρό χαρτί, εικονογραφημένο και διπλωμένο στα δύο, που φέρει μήνυμα και αποστέλλεται ή δίνεται σε κάποιον, συνήθ. σε ειδικές περιστάσεις: αναμνηστική/εορταστική/ευχαριστήρια/ευχετήρια/πασχαλινή/ταχυδρομική (= καρτ ποστάλ)/χριστουγεννιάτικη ~. Ανθοδέσμη/δώρο με ~. Έλαβε ~ για τα γενέθλιά της (= ~ γενεθλίων)/τον καινούργιο χρόνο/ταχεία ανάρρωση.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Ηλεκτρονική ~. 4. ΠΛΗΡΟΦ. πλακέτα με αποθηκευμένες πληροφορίες ή ηλεκτρονικό κύκλωμα που εισάγεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, παρέχοντάς του πρόσθετες δυνατότητες: ~ βίντεο/δικτύου/ήχου/οθόνης. Ενσωματωμένη ~ ραδιοφώνου/τηλεόρασης. 5. τραπουλόχαρτο. ● Υποκ.: καρτούλα (η) & καρτάκι (το): κυρ. στη σημ. 3. ● ΣΥΜΠΛ.: κάρτα (ελέγχου) καυσαερίων: αυτή που πιστοποιεί ότι ένα όχημα εκπέμπει καυσαέρια που δεν υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια., κάρτα SIM: ΤΕΧΝΟΛ. ειδική κάρτα με μικροεπεξεργαστή για αποθήκευση των στοιχείων αναγνώρισης του συνδρομητή και μνήμη για αποθήκευση μηνυμάτων και επαφών καθώς και για εκτέλεση ποικίλων άλλων εφαρμογών: ~ ~ κινητού. Πρόσβαση στην ~ ~ μέσω κωδικού PIN. [< αγγλ. Subscriber Identity Module (SIM) card, 1989] , κάρτα αναλήψεων/μετρητών: ΟΙΚΟΝ. που εκδίδεται από τράπεζα και επιτρέπει στον κάτοχό της κυρ. την ανάληψη χρημάτων από ΑΤΜ. Βλ. χρεωστική (κάρτα). [< αγγλ. cash card, 1967] , κάρτα διαρκείας: η οποία παρέχει για ορισμένη χρονική περίοδο ελεύθερη είσοδο σε αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις: ~ ~ για τα ματς του ... Διατίθενται/κυκλοφόρησαν οι ~ες ~. ΣΥΝ. εισιτήριο διαρκείας.|| ~ες ~ για το φεστιβάλ., κάρτα επέκτασης: ΠΛΗΡΟΦ. που μπορεί να προσαρμοστεί σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και να αυξήσει τις δυνατότητές του: ~ ~ μνήμης. ~ ~ που μετατρέπει αναλογικά σήματα σε ψηφιακή μορφή. [< αγγλ. expansion card, 1982] , κάρτα μέλους: που εξασφαλίζει στον κάτοχό της δικαίωμα πρόσβασης σε παρεχόμενες υπηρεσίες ή συμμετοχής σε δραστηριότητα: ~ ~ της βιβλιοθήκης/της λέσχης/του συλλόγου., κάρτα μνήμης: ΠΛΗΡΟΦ. εξωτερική κάρτα αποθήκευσης δεδομένων, μεγάλης συνήθ. χωρητικότητας: αφαιρούμενη/ψηφιακή ~ ~. ~ ~ κινητού τηλεφώνου/συσκευής. ~ ~ βίντεο/MP3/φωτογραφιών. Θύρα/υποδοχή για ~ ~. Πβ. μνήμη RAM.|| Εσωτερική ~ ~ (= ενσωματωμένη). Πβ. σκληρός δίσκος. [< αγγλ. memory card, 1974] , κάρτα-κλειδί: ηλεκτρονική κάρτα που λειτουργεί ως κλειδί για το άνοιγμα ή κλείσιμο πόρτας ή για την ενεργοποίηση και απενεργοποίηση συστημάτων, συσκευών και μηχανημάτων: μαγνητική ~ ~. ~ ~ ξενοδοχείου. [< αγγλ. key-card] , κίτρινη κάρτα: ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο κ. στο βόλεϊ) αυτή που δείχνει ο διαιτητής σε αθλητή ως ποινή για αρκετά σοβαρό (ή κατ' εξακολούθηση) παράπτωμα· η ίδια η απόφαση του διαιτητή και η ποινή στον αθλητή: Δέχτηκε/πήρε ~ ~ για αντιαθλητικό φάουλ/διαμαρτυρία/σκληρό μαρκάρισμα. Ο ποδοσφαιριστής τιμωρήθηκε με ~ ~, γιατί έπιασε την μπάλα με τα χέρια. Αποβλήθηκε με δεύτερη ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ έβγαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση στη χώρα λόγω καθυστέρησης στην εφαρμογή των μέτρων. [< αγγλ. yellow card, 1976] , κόκκινη κάρτα: ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) αυτή που δείχνει ο διαιτητής σε αθλητή ως ποινή για πολύ σοβαρό παράπτωμα και σημαίνει την αποβολή του αθλητή από τον συγκεκριμένο αγώνα και την απουσία του από ένα ή περισσότερα παιχνίδια της ομάδας του για την ίδια συνήθ. διοργάνωση· η ίδια η απόφαση του διαιτητή και η ποινή που επιβάλλει: ~ ~ για χτύπημα εκτός φάσης. Αποβολή με απευθείας ~ ~ (: δηλ. όχι με δύο κίτρινες). Ο ποδοσφαιριστής τιμωρήθηκε με/πήρε ~ ~.|| (μτφ.) Ο διευθυντής του έβγαλε ~ ~ (= τον απέλυσε). [< αγγλ. red card, 1976] , λευκή κάρτα: αυτή που χορηγεί το ελληνικό κράτος σε πρόσφυγες, μέχρι να ξεκινήσουν τη διαδικασία για τη λήψη της αντίστοιχης ροζ, για να εξασφαλίσουν την προσωρινή διαμονή τους στη χώρα., μαγνητική κάρτα: ΤΕΧΝΟΛ. κάθε πλαστική κάρτα με ενσωματωμένη μαγνητική ταινία που φέρει αποθηκευμένα προσωπικά ή άλλα δεδομένα: ~ ~ εισόδου/ελέγχου/πρόσβασης., μπλε κάρτα 1. επίσημη κάρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία επιτρέπει σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό από τρίτες χώρες να εργάζεται νόμιμα και να διαμένει σε αυτή για δύο χρόνια με δυνατότητα ανανέωσης. Βλ. πράσινη κάρτα. 2. ΑΘΛ. διεθνές πιστοποιητικό μεταγραφής παίκτη σε ομάδα. [< 1: αγγλ. (EU) Blue Card, 2007] , πράσινη κάρτα 1. η οποία βεβαιώνει ότι ο κάτοχός της είναι αλλοδαπός μόνιμα εγκατεστημένος και νόμιμα εργαζόμενος σε μια χώρα· ειδικότ. κάρτα περιορισμένης χρονικής διάρκειας που χορηγεί το ελληνικό κράτος σε οικονομικούς μετανάστες: ~ ~ εργασίας/παραμονής. Απέκτησε την πολυπόθητη ~ ~. Βλ. ταυτότητα. 2. απαιτούμενο δικαιολογητικό για ταξίδι στο εξωτερικό με αυτοκίνητο, το οποίο παρέχει διεθνή ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση που ο οδηγός εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα: δελτίο αυτοκινητιστικής εξυπηρέτησης, διεθνές δίπλωμα οδήγησης, ~ ~, πολύπτυχο και σήμα εθνικότητας. Βλ. ΕΛΠΑ. [< 1: αμερικ. green card, 1969] , ροζ κάρτα: που χορηγείται από το ελληνικό κράτος στους αιτούντες πολιτικό άσυλο, παρέχοντάς τους το δικαίωμα προσωρινής παραμονής, έκδοσης άδειας εργασίας, δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και διαμονής σε κέντρα υποδοχής προσφύγων., κάρτα αναπηρίας βλ. αναπηρία, κάρτα γραφικών βλ. γραφικά, μητρική (κάρτα/πλακέτα) βλ. μητρικός1, πιστωτική (κάρτα) βλ. πιστωτικός, χρεωστική (κάρτα) βλ. χρεωστικός, χρυσή κάρτα βλ. χρυσός ● ΦΡ.: φάτσα κάρτα βλ. φάτσα, χτυπάω κάρτα βλ. χτυπώ [< 1-3: ιταλ. carta 4: αγγλ. (sound, memory) card]

κεραμίδι

κεραμίδικε-ρα-μί-δι ουσ. (ουδ.) {κεραμιδιού} 1. ΟΙΚΟΔ. δομικό υλικό, συνήθ. από ψημένο πηλό, για την κάλυψη της στέγης σπιτιών: ασφαλτικά (: επίπεδα)/γυάλινα/κεραμικά/μεταλλικά ~ια. Κεραμοσκεπές με βυζαντινά/ρωμαϊκά ~ια.|| (περιληπτ.) Σκεπή με γαλλικό ~. Βλ. -ίδι. ΣΥΝ. κέραμος 2. (συνεκδ.-προφ.) ιδιόκτητη κατοικία: Δούλευε μια ζωή για ένα ~ (= σπίτι). ● ΦΡ.: (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου & (σπάν.) ένα κεραμίδι στο κεφάλι μου (προφ.): (αποκτώ) δικό μου σπίτι: Πήραν δάνειο, για να βάλουν ~ ~ πάνω απ' το κεφάλι τους., βγαίνει στα κεραμίδια (προφ.): διαμαρτύρεται έντονα: Η αντιπολίτευση βγήκε ~ για το ασφαλιστικό., τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια; βλ. νιάου [< μεσν. κεραμίδι]

λάσπη

λάσπηλά-σπη ουσ. (θηλ.) 1. μείγμα από χώμα, νερό και, συχνά, άλλα υλικά: δρόμος γεμάτος ~ες από τη βροχή (βλ. γλίτσα). Το αυτοκίνητο κόλλησε στη ~. Μες στις ~ες.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~ κτισίματος (= κονίαμα). Φτωχικά σπίτια από ~. Πβ. πηλός. Βλ. πλίνθος.|| (ΓΕΩΛ., στον πυθμένα θαλασσών, λιμνών και ποταμών:) ~ οργανικών και ανόργανων ουσιών (= ιλύς). Επάλειψη με ιαματική ~ (= λασποθεραπεία). Βλ. άργιλος, βυθοκορήματα, ίζημα, κατακάθι, οινο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ στη χολή (: παθολογική σε πυκνότητα χολή).|| (μτφ.) Τα μακαρόνια έγιναν ~ (= λάσπωσαν). 2. (ειδικότ.) λυματολάσπη: βιολογική/τοξική ~. Επεξεργασία/ξήρανση ~ης (βλ. εδαφοποίηση). 3. (μτφ.) συκοφάντηση: πολιτική ~ (πβ. δυσφήμιση, λασπολογία). Επίθεση/πόλεμος ~ης (= λασποπόλεμος) κατά ... (πβ. λασπομαχία). Δέχεται ~ από παντού. 4. (μτφ.) ανηθικότητα: Βουλιάζει/έπεσε/κυλίστηκε στη ~. Πβ. βόρβορος, βούρκος, οχετός, σαπίλα, σήψη. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινη λάσπη & (λόγ.) ερυθρά ιλύς: ΟΙΚΟΛ. τοξικό στερεό απόβλητο που προκύπτει κατά τη διαδικασία παραγωγής αλουμινίου από βωξίτη και περιέχει βαρέα μέταλλα, όπως μόλυβδο, τιτάνιο, χρώμιο και κοβάλτιο: περιβαλλοντική καταστροφή από ~ ~. [< αγγλ. red mud] ● ΦΡ.: (το) κόβω λάσπη (μτφ.-αργκό): φεύγω, συνήθ. βιαστικά και κρυφά: Στα δύσκολα ~ει ~ (= λακίζει). Μόλις είδε τους αστυνομικούς, το ~ψε ~ (= το 'βαλε στα πόδια, την έκανε, την κοπάνησε)., πετώ/ρίχνω/βάζω (τη) λάσπη στον ανεμιστήρα (μτφ., συνήθ. στον δημοσιογραφικό κ. πολιτ. λόγο): εκτοξεύω συκοφαντίες προς κάθε κατεύθυνση. Πβ. λασπολογώ. Βλ. (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους., ρίχνω/πετάω λάσπη (μτφ.-προφ.): συκοφαντώ: Μας ρίχνουν ~ συνεχώς. Πετάνε ~ κι όπου πιάσει. Ρίχνουν/πετούν ~ εναντίον ... ΣΥΝ. λασπολογώ, όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί βλ. νύχτα, χόρευε στη βροχή/στη λάσπη βλ. χορεύω [< μεσν. λάσπη, γαλλ. boue]

λίστα

λίστα

λί-στα ουσ. (θηλ.) 1. σύνολο στοιχείων γραμμένων το ένα κάτω από το άλλο· κατάλογος, κατάσταση: αλφαβητική/αναλυτική/ενδεικτική/μακριά/συγκεντρωτική ~. Η ~ των κομμάτων. ~ αγορών/επιλογών/θεμάτων/μελών/ονομάτων (= ονομαστική)/παραγγελιών (βλ. καλάθι αγορών)/προϊόντων/φαρμάκων. ~ για/με ψώνια. Εγγεγραμμένος στη ~ (πελατών). Διαγραφή από τη/καταχώριση στη ~. Κάνω/καταρτίζω/συντάσσω μια ~. Πβ. πίνακας.|| ~ με τα πιο δημοφιλή τραγούδια (= τσαρτ). Πρώτος (και καλύτερος)/ψηλά στη ~ με τους δέκα πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου (βλ. τοπ-τεν). Μακραίνει/μεγαλώνει η ~ των τραυματιών. Έμεινε εκτός ~ας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. δομή δεδομένων αντίστοιχης μορφής: αναδυόμενη/κυλιόμενη ~. Προβολή ~ας. Ανοίγω τη ~.|| Ταχυδρομική ~/~ ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (: για ομαδική αποστολή ιμέιλ).|| (στον προγραμματισμό:) Κεφαλή/ουρά ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: βραχεία λίστα & (σπάν.) βραχύς κατάλογος: σύντομη λίστα με συγγραφείς ή βιβλία υποψήφιους/α για λογοτεχνικό βραβείο: Ανακοινώθηκε η ~ ~ για το Βραβείο Αναγνωστών/Μυθιστορήματος. [< αγγλ. short list, 1927] , κόκκινη λίστα: με όσα ζώα ή φυτά απειλούνται με εξαφάνιση., λευκή λίστα: στην οποία συγκαταλέγεται οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε εγκρίνεται, επιδοκιμάζεται ή επικροτείται: στη ~ ~ η ελληνική ναυτιλία. [< αγγλ. white list] , λίστα γάμου 1. λίστα με δώρα γάμου, την οποία ανοίγουν μελλόνυμφοι σε (πολυ)κατάστημα· οι καλεσμένοι μπορούν να επιλέξουν ως δώρο κάποιο από αυτά που έχει ήδη ορίσει το ζευγάρι ή να διαλέξουν μόνοι τους από το κατάστημα: ανοιχτή ή κλειστή ~ ~ (: τα δώρα επιλέγονται από τους καλεσμένους ή από τους μελλόνυμφους, αντίστοιχα). 2. τραπεζικός λογαριασμός, τον οποίο έχει ανοίξει μελλόνυμφο ζευγάρι, για να καταθέσουν (προαιρετικά) οι καλεσμένοι χρηματικό ποσό ως γαμήλιο δώρο. [< αγγλ. wedding list, 1981] , μαύρη λίστα: για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι περιλαμβάνεται μαζί με πρόσωπα ή πράγματα που θεωρούνται ανεπιθύμητα ή επικίνδυνα: Τον έχω βάλει στη ~ ~ (= τον έχω γράψει στα μαύρα κατάστιχα). Με τη συμπεριφορά του, κατάφερε να μπει στη ~ ~. Βρίσκεται/συγκαταλέγεται στη ~ ~ των οφειλετών του Δημοσίου/φοροφυγάδων. Η ~ ~ με τις βλαβερές τροφές. [< αγγλ. black list] , λίστα αναμονής βλ. αναμονή, πτυσσόμενο μενού βλ. πτύσσεται [< 1: γαλλ. liste, ιταλ. lista 2: αγγλ. list, 1956]

παντζάρι

παντζάριπα-ντζά-ρι ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) πατζάρι: ΒΟΤ. ποικιλία τεύτλου με βαθυκόκκινη, σαρκώδη, στρογγυλή ρίζα, που τρώγεται ωμή ή βρασμένη και μεγάλα, πλατιά, πράσινα φύλλα. ΣΥΝ. κοκκινογούλι ● ΦΡ.: γίνομαι κόκκινος/κοκκινίζω σαν (το) παντζάρι/(την) παπαρούνα/(τη) ντομάτα (μτφ.): κοκκινίζω συνήθ. από ντροπή, αμηχανία ή έξαψη, ένταση. [< τουρκ. pancar]

πλανήτης

πλανήτηςπλα-νή-της ουσ. (αρσ.) {πλανητών} 1. ΑΣΤΡΟΝ. μεγάλο ετερόφωτο ουράνιο σώμα σφαιρικού σχήματος που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο ή έναν αστέρα: κατοικήσιμος ~. Κίνηση/τροχιές (των) ~ών. Οι ~ες του ηλιακού συστήματος είναι οκτώ (: Ερμής, Αφροδίτη, Γη, Άρης, Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). Βλ. αστέρι, εξω~, κομήτης, Πλούτωνας.|| (ειδικότ. η Γη:) Ο ~ μας. Σώστε τον ~η! Ο μισός σχεδόν ~ (: ο μισός πληθυσμός του) ζει σε πόλεις.|| (μτφ.) Είναι από/ζει σε/ήρθε από άλλον ~η (: είναι στον κόσμο του, εκτός τόπου και χρόνου· βλ. ούφο). 2. ΑΣΤΡΟΛ. ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Πλούτωνας και οι επτά πλανήτες του ηλιακού συστήματος (εκτός της Γης) ως πηγές ενέργειας ή συναίσθησης που επηρεάζουν την προσωπικότητα και τις σχέσεις των ανθρώπων: ανάδρομος ~. Θέσεις ~ών. Βλ. ζώδιο, σύνοδος, ωροσκόπιο. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινος πλανήτης: ΑΣΤΡΟΝ. ο Άρης., πλανήτης νάνος: ΑΣΤΡΟΝ. μικρό ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, έχει σχεδόν σφαιρικό σχήμα και δεν είναι δορυφόρος άλλου πλανήτη: Το ηλιακό σύστημα έχει πέντε ~ες ~ους: τη Δήμητρα, τον Πλούτωνα, την Έριδα, τον Μακεμάκε και τη Χαουμέια. Βλ. αστέρι. [< αγγλ. dwarf planet, 1993] , υπερθέρμανση/θέρμανση του πλανήτη βλ. υπερθέρμανση [< μτγν. πλανήτης, γαλλ. planète, αγγλ. planet]

σκοτώνω

σκοτώνωσκο-τώ-νω ρ. (μτβ.) {σκότω-σα, σκοτώ-σει, -θηκε, -μένος, σκοτών-οντας} 1. αφαιρώ τη ζωή ανθρώπου ή ζώου: Ο δράστης πυροβόλησε και ~σε εν ψυχρώ το θύμα. Οδηγός παρέσυρε και ~σε πεζό (: από αμέλεια). Τους περικύκλωσαν και τους ~σαν. (ως απειλή) Mην κουνηθείς, θα σε ~σω.|| ~ονται άμαχοι. ~θηκε σε δυστύχημα/έκρηξη/ενέδρα/επιδρομή/επίθεση/καβγά/καταδίωξη/ληστεία/μάχη/συμπλοκή/τροχαίο. ~θηκε με το αυτοκίνητο/τη μοτοσικλέτα του. ~θηκε από βόμβα/ηλεκτροπληξία/νάρκη/πυρά/σφαίρες. ~θηκε πέφτοντας στο κενό (= αυτοκτόνησε). Φάλαινες ~μένες από λαθροθήρες. Πβ. δολοφονώ, θανατώνω, φονεύω. 2. (μτφ.-προφ.-εμφατ.) πληγώνω σωματικά ή ψυχικά κάποιον, εξαντλώ: Πρόσεξε, θα με ~σεις (= χτυπήσεις)! Έπεσε και ~θηκε (= τσακίστηκε).|| Αυτή η δουλειά με ~ει (= εξουθενώνει). Η αναμονή με ~ει. Η φυγή του με ~σε (: με έκανε κομμάτια). Βλ. απογοητεύω, πικραίνω, στενοχωρώ.|| (κατ' επέκτ. στην αθλητική αργκό, εξουδετερώνω αντίπαλο:) Μας ~σαν τα τρίποντα. 3. (μτφ.-προφ.) καταστρέφω· ξεπουλώ: Το ντόπινγκ ~ει τον αθλητισμό.|| (χιουμορ., κυρ. για μουσικό, τραγουδιστή, αναγνώστη) Το ~σε το κομμάτι/το ποίημα. Πβ. εκτελώ, κατακρεουργώ, κατα~.|| Το ~σαν το οικόπεδο (: το πούλησαν κοψοχρονιά). Οι έμποροι ~ουν τις τιμές (: τις μειώνουν πολύ).σκοτώνει: γίνεται αιτία για την απώλεια της ζωής ανθρώπου ή άλλου ζωντανού οργανισμού: Η πείνα ~ εκατομμύρια παιδιά. Το νέφος/η ρύπανση ~ χιλιάδες πολίτες κάθε χρόνο. Τον ~σε το κρύο/ρεύμα. (ελλειπτ.) Τα εγκεφαλικά/εμφράγματα ~ουν. Πβ. ξεκάνω, ξεπαστρεύω. ● Παθ.: σκοτώνομαι (μτφ.-προφ.-εμφατ.) 1. δείχνω υπερβάλλοντα ζήλο ή μεγάλη προθυμία για κάτι, ασχολούμαι εντατικά με αυτό: ~ στη δουλειά μέχρι το βράδυ. Βγαίνει συχνά, δεν ~εται και στο διάβασμα. ~ονται ποιος θα φτάσει πρώτος (πβ. σπρώχν-, συναγωνίζ-ομαι). ~θηκε να μας περιποιηθεί/να προλάβει (πβ. σπεύδω, τσακίζομαι). Γύρισε ~μένος από την/στην κούραση (= πεθαμένος, ψόφιος). (ειρων.) Καλά, μη ~θείς κιόλας· δεν χρειάζεται να βιάζεσαι … 2. έρχομαι σε έντονη αντιπαράθεση με κάποιον, τσακώνομαι: ~θηκα με τη φίλη μου· μαλλιά κουβάρια γίναμε. Είναι ~μένοι μεταξύ τους και δεν μιλιούνται. ● ΣΥΜΠΛ.: σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα (προφ.) : που δεν είναι έντονο, ζωηρό., μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα ● ΦΡ.: λες και/σαν να του σκότωσα τη μάνα/τον πατέρα: (μου συμπεριφέρεται) σαν να του έχω κάνει το μεγαλύτερο κακό: Με κοιτάζει/μου μιλάει ~ ~., ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό & (σπάν.) ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε δυναμώνει (μτφ.): οι δυσκολίες ενισχύουν, ισχυροποιούν όποιον τις αντιμετωπίζει. [< γερμ. Was mich nicht umbringt, macht mich stärker, αγγλ. what doesn't kill you makes you stronger] , σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) (προφ.) 1. (μτφ.-επιτατ.) τον δέρνω ανελέητα. Πβ. σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο). 2. (κυριολ.) τον ξυλοκοπώ μέχρι θανάτου., σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου (μτφ.): ασχολούμαι με κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, για να περάσει ο χρόνος: ~ ~, μέχρι να πάει πέντε. Σκότωνε ~ του στο καφενείο της γειτονιάς. Πβ. χαζολογάω, χασομερώ. ΣΥΝ. τρώω την ώρα (1), βαράω/κυνηγάω/σκοτώνω μύγες βλ. μύγα, δεν πειράζει/δεν βλάπτει/δεν μπορεί να σκοτώσει ούτε μυρμήγκι βλ. μυρμήγκι, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα βλ. περιέργεια, σκοτώνουν τα άλογα, όταν γεράσουν βλ. άλογο [< μεσν. σκοτώνω < αρχ. σκοτόω, σκοτῶ ‘τυφλώνω, ζαλίζω’, αγγλ. kill, γαλλ. tuer]

Σταχτοπούτα

ΣταχτοπούταΣτα-χτο-πού-τα ουσ. (θηλ.) (μετωνυμ. από την ομώνυμη ηρωίδα παραμυθιού): φτωχή, βασανισμένη και συνήθ. όμορφη κοπέλα που ερωτεύεται και παντρεύεται πλούσιο νεαρό άντρα: μοντέρνα/σύγχρονη ~. [< γερμ. Aschenputtel

τηλέφωνο

τηλέφωνοτη-λέ-φω-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ώνου} 1. ΤΗΛΕΠ. -ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή, συνήθ. με πίνακα πλήκτρων από το μηδέν έως το εννέα, που μετατρέπει τα ηχητικά σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα και αντίστροφα, επιτρέποντας την τηλεπικοινωνία· συνεκδ. τηλεφώνημα: αναλογικό ή ψηφιακό/ασύρματο ή ενσύρματο/έξυπνο (= σμάρτφον) κινητό/ντούμπλεξ/φορητό ~. ~ τοίχου. ~ με μετρητή ή τηλεκάρτα/με φωτιζόμενη οθόνη/(παλαιότ.) με καντράν. ~ για το κοινό (= δημόσιο/κοινόχρηστο ~). Πενταψήφιο ~. Βάση/καλώδιο/μνήμη/ρυθμίσεις/φις ~ώνου. Συναλλαγές/σύνδεση (στο ίντερνετ) μέσω ~ώνου. Τον καλώ στο ~, αλλά δεν απαντά. Χτυπάει το ~. Το ~ είναι νεκρό (= δεν δίνει σήμα, δεν λειτουργεί). Σήκωσε το ~ (ενν. το ακουστικό). Μου έκλεισε το ~. Ποιος είναι στο ~; Σε ζητούν στο ~. Μιλώ στο ~. Πληροφορίες από το ~/(λόγ.) από (/διά) ~ώνου. Βλ. βιντεο~, εικονο~, θυρο~, καρτο~, κερματο~, μικρο~, πολυ~, ραδιο~.|| (Υπερ)αστικό ~. Κάνε μου/πάρε με ένα ~ (= τηλεφώνησέ μου).|| (ως παιχνίδι:) Μουσικό ~. 2. ΤΗΛΕΠ. (συνεκδ.) τηλεφωνική σύνδεση ή τηλεφωνικό δίκτυο· ειδικότ. τηλεφωνικός αριθμός: ~ ενδοεπικοινωνίας. Μεταφορά/νούμερο/φραγή ~ώνου. Είμαστε χωρίς ~. Οικόπεδο με φως και ~. Δεν έχει/δεν της έχουν βάλει ακόμα ~. Ήρθε το ~ (= ο λογαριασμός). Η νέα γραμμή ~ώνου δεν έχει ενεργοποιηθεί. Δεν πλήρωσαν το ~ και τους το έκοψαν.|| Εσωτερικό (π.χ. γραφείου)/προσωπικό ~. Χρήσιμα ~α. ~ (έκτακτης) ανάγκης/δρομολογίων/εξυπηρέτησης κοινού/επικοινωνίας/καταγγελιών/παραπόνων/προσωπικού/τεχνικής υποστήριξης/υπηρεσιών. Ατζέντα/ευρετήριο/κατάλογος ~ώνων. Δώσε μου το ~ό σου. Να ανταλλάξουμε ~α. 3. (κατ' επέκτ.) απόληξη της μπαταρίας του λουτρού: σπιράλ και στήριγμα ~ώνου. ● Υποκ.: τηλεφωνάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο: απόρρητη τηλεφωνική γραμμή, συνήθ. για άμεση επικοινωνία ή σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (για στρατιωτικούς ή πολιτικούς σκοπούς): ~ ~ μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών. Πβ. κόκκινη γραμμή. [< γαλλ. téléphone rouge] , πενταψήφια νούμερα/αριθμοί κλήσεων/τηλέφωνα, βλ. πενταψήφιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, σταθερό τηλέφωνο βλ. σταθερός ● ΦΡ.: δίνω (κάποιον) στο τηλέφωνο (προφ.): δίνω σε κάποιον το τηλέφωνο να μιλήσει ή τον συνδέω με τηλεφωνική γραμμή: Μου ~ετε στο τηλέφωνο, παρακαλώ, τον ...;, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές (μτφ.-προφ.): για αλλεπάλληλες τηλεφωνικές κλήσεις: ~ ~ του σταθμού από πολίτες που ζητούσαν πληροφορίες. Αναγνώστες έσπασαν τα τηλέφωνα της εφημερίδας., κατεβάζω το ακουστικό/το τηλέφωνο: μετακινώ το ακουστικό από την κανονική του θέση και το τοποθετώ σε τέτοια, ώστε να μη λειτουργεί η τηλεφωνική γραμμή και να μην μπορώ να δεχτώ κλήση· κλείνω το τηλέφωνο., σπασμένο/χαλασμένο τηλέφωνο 1. ομαδικό παιχνίδι, κατά το οποίο μια λέξη ή φράση μεταφέρεται από παίκτη σε παίκτη ψιθυριστά και γρήγορα, ώστε συχνά να ανακοινώνεται από τον τελευταίο παραποιημένη. 2. (μτφ.) για πληροφορία που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα διαστρεβλωμένη., το τηλέφωνο μιλάει/βουίζει (προφ.): όταν ακούγεται παρατεταμένος ήχος στο ακουστικό, ενδεικτικό ότι η γραμμή είναι κατειλημμένη., κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο [< γαλλ. téléphone, αγγλ. telephone]

χαλί

χαλίχα-λί ουσ. (ουδ.) {χαλ-ιού | -ιών}: κάλυμμα δαπέδου από φυσικές ή συνθετικές ίνες: λεπτό/παχύ/χοντρό (βλ. φλοκάτη) ~. Μακρόστενο (= διάδρομος)/μικρό (= ταπέτο, χαλάκι) ~. Εκκλησιαστικά/κλασικά/μάλλινα (βλ. καρπέτα)/μεταξωτά (βλ. μπουχάρα)/μηχανοποίητα/μοντέρνα/παιδικά/περσικά/υφαντά (βλ. κιλίμι)/χειροποίητα ~ιά. ~ με σχέδια. Οι διαστάσεις/οι κόμποι/τα κρόσσια/η ούγια/το πέλος του ~ιού. Στρώσιμο των ~ιών (τον χειμώνα). Καιρός να σηκώσουμε τα ~ιά. Έστειλε τα ~ιά στο καθαριστήριο. Πβ. τάπητας. Βλ. κουρελού, μοκέτα, στρωσίδι.|| Τοίχοι καλυμμένοι με ~ιά. Πβ. ταπισερί.|| Το ιπτάμενο/μαγικό ~ (των παραμυθιών).|| (μτφ.) Μουσικό ~ που συνοδεύει την ταινία (βλ. σάουντρακ, υπόκρουση). Μπροστά τους απλωνόταν ένα πολύχρωμο ~ από λουλούδια. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινο χαλί: συνήθ. στην είσοδο κτιρίου, για την υποδοχή επίσημων προσώπων σε εκδήλωση: Ο γνωστός ηθοποιός περπάτησε/πόζαρε στο ~ ~ (: έξω από αίθουσα κινηματογραφικού φεστιβάλ).|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Του έστρωσαν το ~ ~ (: τον υποδέχτηκαν με επισημότητα και τιμές). [< αγγλ. red carpet, 1934] ● ΦΡ.: (κάποιος) γίνεται χαλί να τον πατήσεις (μτφ.-προφ.): κάνει πρόθυμα οτιδήποτε του ζητήσουν: Για τους φίλους του, ~ ~., βάζω/κρύβω/σπρώχνω κάτω απ' το χαλί (μτφ.): αποσιωπώ, αποκρύπτω κάτι άσχημο ή δυσάρεστο ή το διευθετώ βιαστικά και πρόχειρα: Έβαλαν/έκρυψαν/έσπρωξαν το σκάνδαλο ~ ~ (= το κουκούλωσαν)., στρώνει το χαλί (μτφ.): διαμορφώνει εκ των προτέρων τις συνθήκες, προετοιμάζει το έδαφος: Με τη συνέντευξή του έστρωσε ~ για τις εκλογές., τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου (μτφ.): τον υπονομεύει. [< τουρκ. halı]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.