Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κόλλημα κόλ-λη-μα ουσ. (ουδ.) {κολλήμ-ατος | -ατα} 1. (μτφ.-προφ.) προσκόλληση σε κάτι, εξάρτηση από αυτό: Έχει ~ με τη μουσική/το ποδόσφαιρο/τους υπολογιστές. Πβ. σκάλωμα. ΣΥΝ. λόξα (1), μανία (1), πάθος (2), τρέλα (3), ψύχωση (2) 2. (μτφ.-προφ.) έντονο φλερτ, καμάκι. Πβ. πέσιμο, πολιορκία. Βλ. διπλάρωμα, πλεύρισμα. 3. επικόλληση, συγκόλληση: ~ μιας σπασμένης επιφάνειας. ΑΝΤ. ξεκόλλημα 4. (μτφ.-προφ.) αδυναμία περαιτέρω κίνησης ή λειτουργίας· μπλοκάρισμα: ~ των αυτοκινήτων (= μποτιλιάρισμα).|| ~ του σιντί/του υπολογιστή. Πβ. κρασάρισμα, κρέμασμα. Βλ. κόμπιασμα.κολλήματα (τα) (αργκό): αμφιβολίες ή αναστολές: Έχει κάτι ~ ώρες ώρες ... ● ΦΡ.: τρώω/έχω φάει τρελό/μεγάλο/χοντρό/τεράστιο κόλλημα (αργκό): έχω εμμονή με κάποιον ή κάτι: Έχει φάει ~ με την πρώην του (: τη σκέφτεται συνέχεια)., τραβάω κόλλημα βλ. τραβώ [< 3: αρχ. κόλλημα]

διπλάρωμα

διπλάρωμα δι-πλά-ρω-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.) ΣΥΝ. πλεύρισμα 1. προσέγγιση με πλάγια μέσα για ιδιοτελείς ή ερωτικούς σκοπούς: ~ του πελάτη. Bλ. τουμπάρισμα. 2. (συνήθ. για πλοίο) πλεύριση.

κόμπιασμα

κόμπιασμα κό-μπια-σμα ουσ. (ουδ.) {κομπιάσμ-ατα} 1. συχνές ακούσιες παύσεις του λόγου, κυρ. εξαιτίας δισταγμού, συναισθηματικής έντασης ή αδυναμίας έκφρασης: ~ στη φωνή (από το άγχος/την αμηχανία). Πβ. κεκέδισμα, τραύλισμα. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) κακή απόδοση συστήματος (κυρ. μηχανής αυτοκινήτου), που συνίσταται σε συχνές διακοπές της λειτουργίας του: έντονο ~. ~/~ατα στις υψηλές στροφές. Ο κινητήρας κάνει/παρουσιάζει ~/~ατα (στην αλλαγή ταχυτήτων). Πβ. σκορτσάρισμα.

τραβώ

τραβώ [τραβῶ] τρα-βώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τραβ-άς ... | παρατ. τραβ-ούσα κ. τράβαγα, τράβ-ηξα, -ήξει, -ιέμαι, -ήχτηκα (λόγ.) -ήχθηκα, -ηχτεί (λόγ.) -ηχθεί, -ώντας, -ηγμένος} & τραβάω 1. κάνω κάποιον/κάτι να μετακινηθεί προς μια κατεύθυνση, συνήθ. ασκώντας ελκτική δύναμη προς το μέρος μου: ~ τις κουρτίνες. ~ηξα το χειρόφρενο (= έδεσα. ΑΝΤ. λύνω). ~ το χέρι μου από τη φωτιά (ΣΥΝ. απομακρύνω. ΑΝΤ. βάζω). ~ τη βάρκα στην ξηρά (βλ. ρυμουλκώ). Μη μου ~άς την μπλούζα, θα ξεχειλώσει. ~ούσε τον σκύλο από το λουρί. Δύο άλογα ~ούσαν την άμαξα (πβ. σέρνω). Τους ~ούσαν από τα μπουφάν. Το ~ηξα απότομα/με δύναμη και έσπασε. Τον ~ηξε από το μανίκι να φύγουν. Η θάλασσα τον ~ηξε στο(ν) βυθό της (= τον ρούφηξε). Όσο ~ιέται το σκοινί, σφίγγει ο κόμπος (βλ. τεντώνω).|| ~ηξε όπλο/το σπαθί του (πβ. βγάζω). ~ τη σκανδάλη (= πυροβολώ).|| ~ήξαμε κλήρο/ένα λαχνό.|| ~ το καζανάκι (: σηκώνω ή πιέζω το έμβολό του).|| Δεν μπορεί να ~ήξει μια ίσια γραμμή (: να σχεδιάσει).|| ~ μια γραμμή τηλεφώνου/καλώδιο (: κάνω επέκταση της καλωδίωσης).|| (μτφ.) Δεν θέλησαν να ~ήξουν (= οδηγήσουν) τα πράγματα στα άκρα. Βλ. πολυ~.|| (μτφ.) Τον ~άει από δω κι από κει (= σέρνει, τραβολογά). 2. αντλώ ή απορροφώ: ~ηξε νερό από το πηγάδι (πβ. βγάζω).|| Το ξύλο έχει ~ήξει υγρασία. Αφήνετε το κρέας να σιγοβράσει, μέχρι να ~ήξει τα υγρά του.|| Η ηλεκτρική σκούπα/η καμινάδα δεν ~άει (: σκόνη ή καπνό, αντίστοιχα).|| ~ηξε (= ήπιε) μια γουλιά καφέ/κρασί. ~ηξε μια ρουφηξιά (καπνού)/μια τζούρα από το τσιγάρο του (βλ. καπνίζω).|| Το ούζο ~ιέται με τα μεζεδάκια (: πίνεται ευχάριστα). 3. (μτφ.) υπομένω, υποφέρω· ταλαιπωρούμαι: Αχ, τι ~! ~ούσε τα πάνδεινα. ~ηξε πολλά. Τι ~ηξα για να τον πείσω! Το τι ~ήξαμε μέχρι να ... ~ηξα μεγάλη στενοχώρια/ταλαιπωρία.|| ~άει όλο το λούκι μόνος του.|| ~ιέται τόση ώρα άδικα. Ακόμα ~ιέται με τους γιατρούς/την εφορία. ~ιούνται στα δικαστήρια. Πβ. βασανίζ-, παιδεύ-ομαι.|| Με ~άει το δέρμα/στομάχι μου (= έχω έντονο αίσθημα τάσης). 4. (μτφ.) προσελκύω, συγκεντρώνω: Έχει τον τρόπο να ~ά τα βλέμματα/το ενδιαφέρον. Η είδηση μου ~ηξε την προσοχή. Το περιστατικό ~ηξε για λίγο τους προβολείς/τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό το άθλημα δεν με ~ηξε ποτέ. Κατέβασαν τις τιμές, για να ~ήξουν κόσμο. Αυτό που με ~άει (= γοητεύει, ελκύει) σε έναν άντρα/σε μια γυναίκα ... Κάτι πάνω του με ~ούσε σαν μαγνήτης. ΑΝΤ. απωθώ. 5. κινηματογραφώ, μαγνητοσκοπώ· φωτογραφίζω: ~ ένα βίντεο/ένα μικρό φιλμάκι (πβ. φιλμάρω)/μερικά πλάνα/μια ταινία (= γυρίζω).|| ~ μια φωτογραφία (= βγάζω). 6. (μτφ.-προφ.) δίνω, ρίχνω: Του ~ηξε ένα βρίσιμο (= τον έβρισε)/μια κλοτσιά (= τον κλότσησε)/μια μούντζα (= τον μούντζωσε)/μια μπουνιά/ένα χαστούκι (= τον χαστούκισε)/ένα χέρι ξύλο (= τον έδειρε). Θα σου ~ήξω μια μήνυση που θα είναι όλη δική σου (πβ. υποβάλλω). 7. (προφ.) κατευθύνομαι, προχωρώ, πάω: ~ηξε βόρεια/για την πόλη/για το σπίτι του/κατά το ποτάμι/προς τον σταθμό. Για πού/προς τα πού ~άς; ~ηξε για να βρει την τύχη της στη Γερμανία. ~ούσαν για το μέτωπο. Ο ένας ~άει για την ανατολή και ο άλλος για τη δύση (: για πλήρη ασυνεννοησία).τραβάει (προφ.) 1. διαρκεί, κρατά, παρατείνεται: Το παιχνίδι ~ πολλή ώρα. Η συζήτηση θα ~ήξει για πολύ ακόμα. Η ίδια κατάσταση ~ηξε για πολλά χρόνια.|| (κυρ. στο α' πρόσ.) Το ~ήξαμε χθες ως τις τρεις (= το ξενυχτήσαμε). Πβ. παρα~. 2. (συνήθ. με άρνηση) αποδίδει: Το αυτοκίνητο δεν ~ (= δεν προχωρά) στην ανηφόρα. Το μηχανάκι ~ πολύ καλά.|| Η ομάδα δεν ~. Η ταινία δεν ~ούσε καθόλου (: ήταν κουραστική, βαρετή). Η κατάσταση/η σχέση μας δεν ~ άλλο. 3. έχει ζήτηση ή πέραση: Το προϊόν δεν ~ στην αγορά. Το άλμπουμ ~ (= πουλάει) πολύ περισσότερο απ' ό,τι περιμέναμε.|| Ο υποψήφιος δήμαρχος δεν ~ (= δεν έχει δημοτικότητα). 4. καταναλώνει: Η συσκευή ~ πολύ ρεύμα. ● Παθ.: τραβιέμαι 1. αποτραβιέμαι: ~ήχτηκε από την κοινωνική ζωή. Πβ. απο-μονώνομαι, -σύρομαι. 2. κάνω πίσω, παραμερίζω: ~ήχτηκε προς τον τοίχο τρομαγμένος. ~ήξου στην άκρη.|| Στην άμπωτη τα νερά της θάλασσας ~ιούνται προς τα μέσα. Πβ. υποχωρώ. 3. (λαϊκό-αρνητ. συνυποδ.) έχω ερωτική σχέση: ~ιέται με διάφορες. ~ιέται με τον ένα και τον άλλο. Πβ. τραβολογιέμαι. ● ΦΡ.: τι τραβάμε και δεν το μαρτυράμε! (προφ.): όταν κάποιος δεινοπαθεί και αγανακτεί: ~ ~ με όλους αυτούς τους άσχετους!, το τραβάει (μτφ.-προφ.) 1. το παρακάνει, το παρατραβά: Το ~ηξε περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι ταιριάζει με την περίσταση: ~ ~ ο καιρός το τζάκι (: κάνει αρκετό κρύο, ώστε να χρειάζεται να το ανάψουμε). Σήμερα θα φάμε σούπα, ~ ~ η μέρα., τράβα στην άκρη/στη(ν) μπάντα/παραπέρα (προφ.): παραμέρισε, πήγαινε στην άκρη: ~ ~ να περάσω! ~ήξου στην άκρη γιατί δεν βλέπω τίποτα. Βλ. κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα., τράβα! (λαϊκό): πήγαινε, άντε: ~ πίσω στη θέση σου/στο σπίτι σου. Aν δεν σ' αρέσει εδώ, ~ να βρεις καλύτερο μέρος. ~ στη δουλειά σου (: ασχολήσου με τα δικά σου, μην ανακατεύεσαι). Βρε άι ~ από δω (= φύγε, χάσου)/πιο κει (= παραμέρισε)!, τραβάει η όρεξή μου (κάτι) (προφ.): επιθυμώ: Τι ~ ~ σου (= τι σου αρέσει) να φας;|| Στο κατάστημα θα βρείτε ό,τι ~ ~ σας., τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) (προφ.): ποθώ, λαχταρώ: Κάνε ό,τι ~ ~ σου. Κερνάω καφέ, μπουγάτσα ή ό,τι άλλο ~ ~ σας., τραβάω κόλλημα (αργκό): έχω έμμονη ιδέα ή ασχολούμαι συνεχώς με κάτι: ~ει ~ με την μουσική/με τον τυπά. Πβ. τρώω/έχω φάει τρελό/μεγάλο/χοντρό/τεράστιο κόλλημα., τραβάω μπροστά (προφ.) 1. (μτφ.) πάω μπροστά, προοδεύω: Όποιος αξίζει, ~ει ~ (= προκόβει). 2. προπορεύομαι: Τράβα εσύ μπροστά και εγώ ακολουθώ από πίσω. Πβ. προηγούμαι., τραβάω τα μαλλιά μου & τραβάω τις κοτσίδες μου (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έντονη αντίδραση σε κάτι, κατάπληξη, δυσαρέσκεια: ~ ~ με αυτά που βλέπω., τραβώ χαρτί (προφ.): παίρνω χαρτί από την τράπουλα., βγάζει/τραβάει την ουρά/ουρίτσα του (έξω/απέξω) βλ. ουρά, βγάζω/τραβάω μαχαίρι βλ. μαχαίρι, και ξανά προς τη δόξα τραβά βλ. δόξα, και τράβα κορδέλα/κορδόνι βλ. κορδέλα, περνώ/τραβώ του λιναριού τα πάθη/των παθών μου τον τάραχο/τα πάθη του Χριστού βλ. πάθος, πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι βλ. σφουγγάρι, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη βλ. μύτη, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες! βλ. χορευτής, χορεύτρια, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος, τραβάει το αίμα μου (κάτι) βλ. αίμα, τραβάτε/βαράτε με κι ας κλαίω βλ. κλαίω, τραβάω τ' αυτί κάποιου βλ. αυτί, τραβάω χρήματα βλ. χρήμα, τραβάω/τεντώνω το σχοινί/σκοινί βλ. σχοινί, τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια βλ. ζόρι, τραβώ κουπί βλ. κουπί, τραβώ πιστόλι βλ. πιστόλι, τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου βλ. διάβολος, τραβώ το(ν) δρόμο μου βλ. δρόμος, τραβώ τον αδόξαστο βλ. αδόξαστος ● βλ. τραβηγμένος [< μεσν. τραβώ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.