Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 7 εγγραφές  [0-7]


  • κόμπος κό-μπος ουσ. (αρσ.) 1. ο τρόπος με τον οποίο ένα νήμα, σχοινί αναδιπλώνεται, δένεται και σφίγγεται· συνεκδ. το αντίστοιχο δέσιμο: απλός/διακοσμητικός/διπλός/ναυτικός (βλ. σταυρόκομπος)/σφιχτός/χαλαρός ~. ~ κλωστής/κορδονιού. Ο ~ της γραβάτας. Η θηλιά ενός ~ου (βλ. λάσο). Κάνω/λύνω/σχηματίζω έναν ~ο. Δένω κάτι ~ο. ~οι για ψάρεμα. Χαλιά με ~ους.|| (ΛΑΟΓΡ.) Μαγεία με ~ους. 2. (μτφ.) οτιδήποτε θυμίζει κόμπο, συνήθ. για μικρό εξόγκωμα: Οι ~οι των δαχτύλων (= αρθρώσεις).|| (ΒΟΤ.) ~οι βλαστού (= γόνατα). Πβ. όζος, οφθαλμός, ρόζος. 3. (μτφ.) δυσάρεστο αίσθημα ή συναίσθημα: Νιώθω έναν ~ο στην καρδιά/στο στήθος. Μου ανέβηκε ένας ~ στο λαιμό. Πβ. σφίξιμο. 4. (σπάν.-μτφ.) δυσκολία, πρόβλημα: Εδώ βρίσκεται ο ~. Πβ. δυσχέρεια, εμπόδιο. 5. (σπάν.) ελάχιστη ποσότητα συνήθ. υγρού: ένας ~ λάδι. Πβ. σταγόνα, στάλα. ● ΦΡ.: έφτασε ο κόμπος στο χτένι (προφ.): η κατάσταση δεν πάει άλλο, έφτασε στο απροχώρητο. Πβ. ως εδώ (και μη παρέκει)., το 'χω δέσει κόμπο (μτφ.-προφ.): θεωρώ σίγουρο: Το' χει ~ πως θα πάρει τη δουλειά., δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) βλ. γλώσσα, το στομάχι μου δένεται κόμπος/σφίγγεται βλ. στομάχι [< μεσν. κόμπος, γαλλ. noeud]
  • κομποσκοίνι κο-μπο-σκοί-νι ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) κομποσχοίνι: μαύρο μάλλινο σχοινί με δεμένα τα δύο του άκρα σαν το κομπολόι και πλεγμένο κυρ. σε τριαντατρείς, πενήντα ή εκατό κόμπους, καθέναν από τους οποίους περνούν ανάμεσα στα δάχτυλά τους συνήθ. οι ορθόδοξοι μοναχοί ή κληρικοί, την ώρα της προσευχής, επαναλαμβάνοντας μια ευχή. Βλ. ροζάριο. [< μεσν. κομπόσκοινον]
  • κομπόστ κο-μπόστ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΟΙΚΟΛ. φυτικό λίπασμα το οποίο παράγεται από τη ζύμωση οργανικών αποβλήτων με ορυκτές ύλες: βιολογικό/εδαφοβελτιωτικό/οικιακό/υγρό/ώριμο ~. ~ για λίπανση εδάφους/τα φυτά. Βλ. κοπρό-, φυλλό-, φυτό-χωμα, τύρφη, χούμος. [< γαλλ. compost]
  • κομπόστα κο-μπό-στα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. γλύκισμα από βρασμένα φρέσκα ή ξερά κομμάτια φρούτου μέσα σε αραιό σιρόπι: ~ ανανά/αχλάδι/βερίκοκο/δαμάσκηνο/ροδάκινο. ~ες και γλυκά κουταλιού/μαρμελάδες. [< ιταλ. composta]
  • κομποστοποίηση κο-μπο-στο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. φυσική διαδικασία μετατροπής διαφόρων οργανικών αποβλήτων σε φυτικό οργανικό λίπασμα ή εδαφοβελτιωτικό: βιολογική/επιφανειακή/οικιακή ~. Εργοστάσιο ~ης απορριμμάτων. Εγκαταστάσεις/κάδος/μονάδα/σύστημα ~ης. Ανακύκλωση και ~. Βλ. βιοαποικοδόμηση, -ποίηση, υγειονομική ταφή, χουμοποίηση. ΣΥΝ. βιοσταθεροποίηση, λιπασματοποίηση [< αγγλ. composting]
  • κομποστοποιώ [κομποστοποιῶ] κο-μπο-στο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {κομποστοποι-εί | κομποστοποι-είται, -ηθεί, -ημένος}: μετατρέπω σε κομπόστ: Απόβλητα/οικιακά απορρίμματα που ~ούνται. ~ημένη: κοπριά. Βλ. -ποιώ.
  • κομποσχοίνι βλ. κομποσκοίνι

βιοαποικοδόμηση

βιοαποικοδόμηση βι-ο-α-ποι-κο-δό-μη-ση ουσ. (θηλ.) & βιοαποδόμηση: ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. αποσύνθεση (οργανικής) ύλης από μικροοργανισμούς: ~ αποβλήτων/πετρελαιοειδών. Βλ. αποδόμηση, κομποστο-, χουμο-ποίηση. ΣΥΝ. βιοδιάσπαση [< αγγλ. biodegradation, 1961, γαλλ. biodégradation, 1966]

γλώσσα

γλώσσα [γλῶσσα] γλώσ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ης | -ες, -ών} 1. ΓΛΩΣΣ. φωνητικο-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων μιας κοινότητας ανθρώπων για τη διατύπωση ή ανταλλαγή σκέψεων και πληροφοριών, καθώς και για την παγίωση και μετάδοση από γενιά σε γενιά εμπειρίας και γνώσης, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες, καθορίζεται κοινωνικά και υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη: αγγλική/αρχαία/βοηθητική/δημοτική/διεθνής/εθνική/ελληνική/μεσαιωνική/τοπική ~. Διάλεκτοι/ιδιωματισμοί/λέξεις (βλ. λεξιλόγιο)/μονάδες (βλ. φώνημα, μόρφημα)/μορφολογία (βλ. γραμματική) της ~ας. Ιστορία/προέλευση/σύνταξη μιας ~ας. Ανάλυση/γνώση/διδακτική/κακοποίηση/κωδικοποίηση/περιγραφή/προστασία/τυποποίηση (βλ. νόρμα)/χρήση της ~ας. Αδελφές/άκλιτες/ανάμικτες (βλ. κρεολή, λίνγκουα φράνκα, πίτζιν)/ασθενείς/ειδικές/ισχυρές/κλασικές/κλιτές/μειονοτικές/ξένες/συγγενικές/τονικές (βλ. κινέζικα) ~ες. Εργαστήριο/τυπολογία ~ών. Επαφή των ~ών. Διδάσκω μια ~. Λεξικό της ...~ας. Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης ~ας. Μεταγραφή σε μια ~ (βλ. γκρίκλις). Μεταφράζω από μια ~ προς/σε μια άλλη. Μιλώ δύο/πολλές ~ες (βλ. δί-, πολύ-γλωσσος, γλωσσομάθεια). Βλ. λόγος, μεταγλώσσα, (συν)ομιλία, πρωτόγλωσσα.|| (με κεφαλ. Γ, το αντίστοιχο μάθημα) Η ~ της Γ' τάξης. 2. (ειδικότ.) ο προφορικός ή γραπτός λόγος, ο τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας ηλικιακής, κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας, μιας επιστήμης ή εποχής: ανεπίσημη/απλή/αρχαΐζουσα/δημώδης/δόκιμη/ειδική (βλ. ζαργκόν)/επίσημη/επιστημονική/ιδιωματική/καθημερινή/καλλιεργημένη/κοινή/λαϊκή/λόγια/ομιλούμενη/παιδική/ποιητική/πρότυπη/σύγχρονη/τεχνική ~. ~ διδασκαλίας/επικοινωνίας/εργασίας. Η ~ του διαδικτύου/της διαφήμισης/του Δικαίου/των ειδήσεων/της λογοτεχνίας/της μετάφρασης/των ΜΜΕ/των νέων (βλ. κοινωνιόλεκτος)/της πιάτσας (βλ. αργκό)/ενός ποιητή (βλ. ιδιόλεκτος, στιλ, ύφος)/των πολιτικών/της τεχνολογίας. Ανεπαρκές/ικανοποιητικό επίπεδο ~ας. Η μουσικότητα της ~ας. Γράφω/διαβάζω/εκφράζομαι/επικοινωνώ/λέω κάτι σε μια ~. ~ και γραμματεία/ιδεολογία/κοινωνία/πολιτισμός/φύλο.|| Αγοραία/ανεπιτήδευτη/αυστηρή/αφηρημένη/βρόμικη/γλαφυρή/κατανοητή/κομψή/κυνική/κυριολεκτική/μεταφορική/περίτεχνη/πικρή/πλούσια/πρόστυχη/ρέουσα/σεξιστική/στρυφνή/στρωτή/συμβολική (: αλληγορική)/σύνθετη/χυδαία (βλ. λέξη ταμπού)/ωμή ~. Χρησιμοποίησε σκληρή ~. Έχει φαρμακερή ~ (: είναι φαρμακόγλωσσος). Βλ. βρομόγλωσσα.|| (μτφ.) Τρέχει η ~ του νεράκι (: μιλά με ευχέρεια). Βλ. διατύπωση. 3. ευκίνητο μακρόστενο μυώδες όργανο στη στοματική κοιλότητα και συνεκδ. οτιδήποτε έχει το συγκεκριμένο σχήμα: η διχαλωτή ~ του φιδιού. Η τραχιά ~ της γάτας. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσια/βοδινή ~.|| Άσπρη/ροδαλή ~. Ο βλεννογόνος/οι θηλές/η κορυφή/η ρίζα/ο χαλινός της ~ας. Η ~ ως όργανο της γεύσης/της ομιλίας (βλ. αρθρωτής). Ξεράθηκε/στέγνωσε η ~ μου. Δάγκωσα/έκαψα τη ~μου. Πλαταγίζω τη ~ μου. Γλείφω με τη ~.|| Η ~ της καμπάνας/της κλειδαριάς (βλ. γλωσσίδι)/του κουδουνιού/του παπουτσιού. ~ες γης/στεριάς (βλ. λωρίδα, μύτη)/φωτιάς (βλ. φλόγα). 4. (μτφ.) μη λεκτικός τρόπος έκφρασης ή/και επικοινωνίας: η ~ της αγάπης/της αλήθειας/των αριθμών/της βίας/της εξουσίας/της ζωγραφικής/της καρδιάς/του κινηματογράφου/της λογικής/των λουλουδιών/των ματιών/της μουσικής/του χορού/του χρήματος/των χρωμάτων. Η ~ των ζώων/των μελισσών/των πουλιών.|| Η ~ του σώματος. Βλ. παρα~.|| ~ (των) σφυριγμάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες υπολογιστή. ~ HTML. Βλ. ψευδο~. 5. ΙΧΘΥΟΛ. θαλάσσιο ψάρι (οικογ. Soleidae) με ωοειδές πλατύ σώμα, λευκή εύγευστη σάρκα και μικρά, σκληρά λέπια: ~ καπνιστή. Φιλέτα ~ας. Βλ. ιππόγλωσσα. 6. ΦΙΛΟΛ. (σπανιότ.) απαρχαιωμένη ή άγνωστη λέξη ή έκφραση που χρειάζεται ερμηνεία (γλῶττα). ● Υποκ.: γλωσσίτσα (η) & γλωσσούλα (η) & γλωσσάκι (το): Βγάζει τη ~ του.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει κοφτερή ~! (: είναι ετοιμόλογος, καυστικός). ● Μεγεθ.: γλωσσάρα (η): (προφ.) Ο σκύλος τους έχει μία ~ να!|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει μια ~ ίσαμε το μπόι του! (: είναι πολύ αναιδής). ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα μηχανής: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα δυαδικών εντολών που είναι άμεσα εκτελέσιμες από τον επεξεργαστή: μετάφραση προγράμματος σε ~ ~. Βλ. κωδικοποίηση, συμβολική γλώσσα. [< αγγλ. machine language, 1971] , γλώσσα προγραμματισμού: ΠΛΗΡΟΦ. τυπικό σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: συναρτησιακές ~ες ~. ~ες ~ υψηλού/χαμηλού επιπέδου. [< αγγλ. programming language, 1959] , δεύτερη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή που μαθαίνεται και χρησιμοποιείται από μη μητρικούς ομιλητές: η Ελληνική ως ~ ~. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα., Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών: η 26η Σεπτεμβρίου που καθιερώθηκε με αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (2001), προκειμένου να αντιληφθεί ο κόσμος τη σημασία της διά βίου εκμάθησης γλωσσών και να συνειδητοποιήσει τη γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης. [< αγγλ. European Day of Languages] , ζωντανή γλώσσα 1. που έχει φυσικούς ομιλητές, που ομιλείται σε συγχρονικό επίπεδο: ~ές και νεκρές γλώσσες.|| Η ~ ~ του λαού (: η δημοτική σε αντιδιαστολή με την καθαρεύουσα). 2. έντονο, ζωηρό ύφος. [< γαλλ. langue vivante] , η γλώσσα της σιωπής (μτφ.): μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο μπορεί να δηλωθεί συγκατάβαση, συγκατάθεση, θαυμασμός, σεβασμός ή περιφρόνηση: Απάντησε με τη ~ ~ (πβ. η σιωπή μου προς απάντησή σου). [< αγγλ. the language of silence] , κανονική γλώσσα: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα παραγόμενη από μια κανονική γραμματική: ~ ~ προγραμματισμού. [< αγγλ. regular language] , μητρική/πρώτη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. ο πρώτος γλωσσικός κώδικας που κατακτά το παιδί. Βλ. δεύτερη γλώσσα. [< γαλλ. langue maternelle/première] , νεκρή γλώσσα: που δεν μιλιέται πια. Βλ. γλωσσικός θάνατος. ΑΝΤ. ζωντανή γλώσσα (1) [< γαλλ. langue morte] , ξύλινη γλώσσα: άκαμπτη, τυποποιημένη, δογματική γλώσσα, συνήθ. της πολιτικής προπαγάνδας: η ~ ~ της γραφειοκρατίας/των κομμάτων/των πολιτικών. Βλ. κλισέ. [< γαλλ. langue de bois] , πύρινη γλώσσα 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} φλόγα: ~ες ~ες έκαψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους.|| (ειδικότ. ΘΕΟΛ., συμβολισμός του χαρίσματος που δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, πβ. γλωσσολαλιά). 2. (μτφ.) ύφος, λόγος γεμάτος ένταση και πάθος: ρήτορες με ~ ~. Χρησιμοποίησε ~ ~ (: εξαπέλυσε μύδρους) κατά ..., τυπική γλώσσα 1. (στη μαθηματική Λογική και στην Πληροφ.) σύνολο από σειρές χαρακτήρων που ανήκουν σε ένα πεπερασμένο σύστημα στοιχείων (αλφάβητο): ~ ~ αναπαράστασης. Η γλώσσα προγραμματισμού είναι μία ~ ~. Βλ. αυτόματο, τυπική γραμματική. 2. συμβατικός, επιτηδευμένος τρόπος έκφρασης: η ~ ~ των δημοσίων εγγράφων/του σχολείου. [< αγγλ. formal language] , αναλυτικές γλώσσες βλ. αναλυτικός, απομονωμένη γλώσσα βλ. απομονωμένος, απομονωτικές γλώσσες βλ. απομονωτικός, γερμανικές γλώσσες βλ. γερμανικός, γλώσσα σήμανσης βλ. σήμανση, επίσημη γλώσσα βλ. επίσημος, Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών βλ. πορτφόλιο, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες βλ. ινδοευρωπαϊκός, μητέρα γλώσσα βλ. μητέρα, νοηματική γλώσσα βλ. νοηματικός, νόσος της κυανής γλώσσας βλ. νόσος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια, πολυσυνθετική γλώσσα βλ. πολυσυνθετικός, ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες βλ. ρομανικός, συγκολλητικές γλώσσες βλ. συγκολλητικός, συμβολική γλώσσα βλ. συμβολικός, συμπεριληπτική γλώσσα βλ. συμπεριληπτικός, συνθετικές γλώσσες βλ. συνθετικός, συνθηματική γλώσσα βλ. συνθηματικός, τεχνητή γλώσσα βλ. τεχνητός, τριχωτή γλώσσα βλ. τριχωτός, φυσική γλώσσα βλ. φυσικός ● ΦΡ.: βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): προσέχω ή μετριάζω τα λόγια μου., βγάζει γλώσσα (μτφ.-προφ.): μιλά προσβλητικά, με αναίδεια, αυθαδιάζει: Τολμάει και ~ ~; Για δες το μικρό, έβγαλε ~! Πβ. αντιμιλώ., βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι): δείχνω τη γλώσσα μου σε κάποιον και κατ' επέκτ. κοροϊδεύω, περιφρονώ: Μου έβγαλε ~ ~ και χαμογέλασε αυτάρεσκα., γλώσσα-πηγή/γλώσσα-στόχος & γλώσσα αφετηρίας/γλώσσα αφίξεως: αυτή που μεταφράζεται και αυτή στην οποία καταλήγει η μετάφραση: Mεταφορά κειμένου από τη ~-πηγή στη ~-στόχο.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Διδασκαλία στη ~-στόχο. [< αγγλ. source language/target language, 1953] , δεν (το) πάει η γλώσσα μου (προφ.): διστάζω να μιλήσω από σεβασμό, ντροπή ή φόβο μήπως γίνω δυσάρεστος: ~ ~ να την κατηγορήσω. Έχω πολλά να πω, αλλά ~ ~., δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) (προφ.): μιλάει αδιάκοπα, φλυαρεί: Δεν έβαζε ~ ~, λες κι είχε φάει γλιστρίδα., δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) (μτφ.): δυσκολεύομαι να μιλήσω: Μου δέθηκε η ~ από την αγωνία. Ξαφνιάστηκε τόσο, που του δέθηκε η ~ του κόμπος και δεν είπε λέξη., έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι (μτφ.-προφ.): στέγνωσε (συνήθ. από τη δίψα)., έχει μεγάλη γλώσσα (προφ.-μτφ.) 1. & έχει μακριά/μια γλώσσα: αυθαδιάζει: ~ ~, πρόσεχε μη σε πιάσει στο στόμα της! 2. κολακεύει, για να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. ΣΥΝ. γλείφω (2), έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου (μτφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Μια στιγμή, στην ~ ~ το 'χω (: για λέξη ή έκφραση). [< γαλλ. avoir (un mot) sur le bout de la langue] , η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει (παροιμ.): τα λόγια, συνήθ. τα κακοπροαίρετα σχόλια, μπορεί να πληγώσουν ανεπανόρθωτα: Σκέψου τι θα ξεστομίσεις, ~ ~., κακές γλώσσες & κακά στόματα: (μετωνυμ.) όσοι σχολιάζουν κακοπροαίρετα τους άλλους: ~ ~ διαδίδουν/επιμένουν/υποστηρίζουν ότι ... Οι ~ ~ δεν την έχουν πιάσει στο στόμα τους. Όπως λένε οι ~ ~... Βλ. καλοθελητής.|| Τον έφαγαν οι ~ ~ (= τον γλωσσόφαγαν)! [< γαλλ. (les) mauvaises langues] , μάζεψε τη γλώσσα σου (απειλητ.): πρόσεξε τα λόγια σου, μην αυθαδιάζεις, μη βρίζεις: Για ~ ~, σε παρακαλώ! ~ ~ λιγάκι και μην προσβάλλεις τους άλλους!, μάλλιασε η γλώσσα μου/(σπάν.) το στόμα μου (προφ.) & (σπάν.-λαϊκό) γάνιασε η γλώσσα μου: ως έκφραση αγανάκτησης για τη μάταιη επανάληψη του ίδιου πράγματος: ~ ~ να το λέω/το εξηγώ, μα πού ν' ακούσουν!, με τρώει η γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): θέλω πολύ να πω κάτι που είναι αρνητικό, δυσάρεστο ή μυστικό: Μέρες τώρα ~ ~, αλλά κρατιέμαι., μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχουμε διαφορετικό τρόπο σκέψης: Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, μιλάμε ~ ~., μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχω τις ίδιες αντιλήψεις, κοινό κώδικα επικοινωνίας: Είναι νωρίς να λες ότι ~άτε την ίδια ~, αφού μόλις γνωριστήκατε., μου βγήκε η γλώσσα (μτφ.-προφ.): λαχανιάζω και κατ' επέκτ. ταλαιπωρούμαι: ~ ~ (έξω) ν' ανεβώ τις σκάλες.|| Του βγαίνει ~ ~ απ' την κούραση (= ξεθεώνεται). Πβ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι., φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! & που να φας τη γλώσσα σου!: (προφ., ως απάντηση) για αποτροπή αρνητικών προβλέψεων: ~ ~ (: πάψε, μη γρουσουζεύεις, μην κακομελετάς) όλα θα πάνε καλά! ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, αλέθει η γλώσσα του/της βλ. αλέθω, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων, η γλώσσα του/της πάει ροδάνι βλ. ροδάνι, θα σου κόψω τη γλώσσα βλ. κόβω, κατάπιε τη γλώσσα του βλ. καταπίνω, λύνεται η γλώσσα μου βλ. λύνω, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου βλ. βουτώ, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα [< αρχ. γλῶσσα, γαλλ. langue, αγγλ. language, γερμ. Sprache]

κομποσκοίνι

κομποσκοίνι κο-μπο-σκοί-νι ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) κομποσχοίνι: μαύρο μάλλινο σχοινί με δεμένα τα δύο του άκρα σαν το κομπολόι και πλεγμένο κυρ. σε τριαντατρείς, πενήντα ή εκατό κόμπους, καθέναν από τους οποίους περνούν ανάμεσα στα δάχτυλά τους συνήθ. οι ορθόδοξοι μοναχοί ή κληρικοί, την ώρα της προσευχής, επαναλαμβάνοντας μια ευχή. Βλ. ροζάριο. [< μεσν. κομπόσκοινον]

κοπρο- & κοπρό-

κοπρο- & κοπρό- & κοπρ-: α' συνθετικό λέξεων με αναφορά 1. στην κοπριά ή τα περιττώματα: κοπρό-χωμα.|| Κοπρο-λαγνεία.|| Κοπρ-ίτης. ~ίζω. 2. (μτφ.) στην τεμπελιά ή τη χυδαιότητα: κοπρό-σκυλο (βλ. σκατό-). Κοπρο-σκυλιάζω.|| Κοπρο-λογία.

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

ροζάριο

ροζάριο ρο-ζά-ρι-ο ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) ροδάριο (στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) 1. κομπολόι με χάντρες ή σχοινί με κόμπους που το κρατούν καθολικοί μοναχοί ή κληρικοί την ώρα της προσευχής. Βλ. κομποσκοίνι. 2. ακολουθία προσευχών. [< ιταλ. rosario]

στομάχι

στομάχι στο-μά-χι ουσ. (ουδ.) {στομαχ-ιού} 1. ΑΝΑΤ. διευρυμένος σάκος του πεπτικού σωλήνα (ανθρώπων και θηλαστικών) μετά τον οισοφάγο, που βρίσκεται κάτω από το διάφραγμα και δέχεται τη μασημένη τροφή, η οποία υποβάλλεται σε πέψη και προωθείται στο λεπτό έντερο: ανθεκτικό/ευαίσθητο ~. Αιμορραγία (βλ. γαστρορραγία)/καούρες/κράμπες/φούσκωμα στο ~. Ο βλεννογόνος/το έλκος/τα οξέα/τα τοιχώματα/η χωρητικότητα του ~ιού. Τροφή επιβλαβής για το/που κάνει καλό στο ~. Μην πίνεις αλκοόλ με άδειο ~ (: χωρίς να έχεις φάει). Δεν κολυμπάμε ποτέ με γεμάτο ~. Έχω/πάσχω από ~ (: για ευπάθεια στο ~). Με ενοχλεί/πονά το ~ μου. Βάρυνε το ~ μου (= βαρυστομάχιασα). Ανακατεύεται το ~ μου (: έχω αναγούλα). Το ~ εκκρίνει (γαστρικά) υγρά. Το σκόρδο με πειράζει στο ~. Το ~ μου γουργουρίζει/διαμαρτύρεται (= πεινώ). Ένιωσα σφίξιμο στο ~ απ' τις άγριες φωνές. Βλ. γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. ΣΥΝ. στόμαχος 2. το σημείο της κοιλιακής χώρας μπροστά από το στομάχι: μυώδες/σφιχτό ~. Ασκήσεις/κοιλιακοί για επίπεδο ~. Αν και είναι αδύνατος, έχει ~ (: κοιλιά). Έφαγε μπουνιά στο ~. ● Υποκ.: στομαχάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: πλύση στομάχου βλ. πλύση ● ΦΡ.: γερό στομάχι & μεγάλο στομάχι (μτφ.): για μεγάλη ψυχική αντοχή, ψυχραιμία ή ανεκτικότητα: Δουλειά για ανθρώπους με ατσάλινα νεύρα και γερό ~.|| Δεν πτοείται εύκολα, έχει μεγάλο ~., ο έρωτας περνά από το στομάχι: η μαγειρική έχει άμεση επίδραση στις ερωτικές σχέσεις. [< γαλλ. l'amour passe par l'estomac] , το στομάχι μου δένεται κόμπος/σφίγγεται (μτφ.-προφ.): για σφίξιμο στο στομάχι λόγω έντονα αρνητικών συναισθημάτων: Το ~ μου δέθηκε ~ από το άγχος/μόλις το άκουσα. Παγώσαμε, το ~ μας δέθηκε ~., γροθιά στο στομάχι βλ. γροθιά, μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα βλ. γυρίζω, μου κάθεται/μου στέκεται στο(ν) λαιμό/στο στομάχι βλ. λαιμός, το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι βλ. ταμάχι, το στομάχι του αλέθει και πέτρες βλ. πέτρα [< μεσν. στομάχι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.