κοουτσάρισμα κο-ου-τσά-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κοουτσάρω: ~ από τον πάγκο. Υποδειγματικό ~ (της ομάδας) από τον ... Βλ. προπόνηση, -ισμα.
κοουτσάρω κο-ου-τσά-ρω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κοουτσάρισα, κοουτσάρ-οντας} (προφ.): (συνήθ. για προπονητή ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) καθορίζω τον τρόπο με τον οποίο θα παίξει η ομάδα, κατευθύνοντάς την κυρ. κατά τη διάρκεια αγώνα. Βλ. προπονώ.
προπόνηση
προπόνηση προ-πό-νη-ση ουσ. (θηλ.): συστηματική προετοιμασία και εκγύμναση κυρ. αθλητών ή ομάδων, με σκοπό τη μέγιστη δυνατή απόδοσή τους σε αγώνα, παιχνίδι: αερόβια/ατομική/διαλειμματική/εντατική/κυκλική/ομαδική/σκληρή ~. ~ κολύμβησης/μπάσκετ/ποδοσφαίρου. ~ με βάρη. ~ αντοχής/δόνησης (: που εφαρμόζεται στο ανθρώπινο σώμα μέσω ελεγχόμενων κραδασμών). Ασκήσεις/πρόγραμμα/ρυθμός/σετ ~ης. Σε ρυθμούς ~ης (= σε προπονητικούς ρυθμούς). Βλ. προθέρμανση, υπερ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διαλειμματική προπόνηση: μέθοδος αθλητικής προπόνησης με εναλλακτικό σπριντ και τζόκινγκ: υψηλής έντασης ~ ~. [< αγγλ.interval training, γαλλ. entraînement fractionné] [< γαλλ. entraînement]
προπονώ
προπονώ [προπονῶ] προ-πο-νώ ρ. (μτβ.) {προπον-είς ..., -ώντας | προπόν-ησε, -ήσει, -ούμαι, -ήθηκα, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος}: προετοιμάζω συστηματικά με κατάλληλες ασκήσεις και μεθόδους έναν αθλητή ή μια ομάδα με σκοπό τη βελτίωση της επίδοσης και την επιτυχία, τη νίκη σε αθλητικούς αγώνες: ~εί την Εθνική μπάσκετ/ποδοσφαίρου. Οι παίκτες ~ήθηκαν κανονικά/σκληρά. [< μτγν. προπονῶ, γαλλ. entraîner]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.