Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κόπος κό-πος ουσ. (αρσ.) 1. καταβολή έντονης σωματικής ή ψυχικής προσπάθειας και η συνακόλουθη κούραση: υποβλήθηκε στον ~. Κατέβαλε (τον) ~ να … Απαιτείται/χρειάζεται ~ (για) να ... Πήγε στράφι/τζάμπα/χαμένος ο ~ μου. Ύστερα από πολύ ~ο κατάφερε να ... Με μεγάλο ~. Με ~ο και αγώνα/θυσίες/ιδρώτα. Χωρίς ~ο δεν γίνεται τίποτε. Οι ~οι της χρονιάς αποδίδουν καρπούς/δικαιώνονται. Aνταμείβομαι για/απολαμβάνω τους ~ους μου. Δεν φείδεται ~ων και εξόδων, προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει. Πβ. κάματος, μόχθος. 2. (προφ.) σωματική ή πνευματική εργασία και η ανταμοιβή της: Δεν πληρώθηκα τον ~ο μου. Πάρε αυτό/κάτι για τον ~ο σου! Πβ. αμοιβή, μισθός. ● ΣΥΜΠΛ.: άδικος/μάταιος κόπος: χωρίς αποτέλεσμα: Είναι ~ ~ να ασχοληθείς σοβαρά με το θέμα. Πβ. ματαιοπονία. ● ΦΡ.: βάζω (κάποιον) σε κόπο & σε φασαρία (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προκαλώ σωματική ή και ψυχική κούραση, ταλαιπωρία: Χαίρομαι να σε φιλοξενώ, δεν με ~εις ~. -Να σας φτιάξω έναν καφέ; -Μη σας βάλω ~., κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προβαίνω σε ενέργεια, αφιερώνω χρόνο για να κάνω κάτι: Μην κάνεις τον ~ να ... Μην μπαίνετε σε ~. Αν δε σου κάνει κόπο, μου φέρνεις ένα ποτήρι νερό; Δεν μπήκες καν στον ~ να με ενημερώσεις., μετά (πολλών/μυρίων) κόπων και βασάνων (λόγ.) & (προφ.) με κόπους και βάσανα/με χίλια βάσανα: με μεγάλη προσπάθεια, με πολλές δυσκολίες και ταλαιπωρίες: Φτάσαμε ~ ~. ~ ~ κατάφερε τελικά να μπει στο Πανεπιστήμιο. Πβ. με (τα) χίλια (δυο) ζόρια., τα αγαθά κόποις κτώνται (λόγ.): απαιτείται προσπάθεια και κούραση, προκειμένου να επιτευχθεί κάτι καλό., αξίζει τον κόπο βλ. αξίζω [< αρχ. κόπος]

αξίζω

αξίζω [ἀξίζω] α-ξί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., συνηθέστ. στο γ' πρόσ.} 1. έχω ηθική, πνευματική, οικονομική ή άλλη αξία: Ανυπομονώ να δείξω τι ~. Δεν ~ει τίποτα μπροστά σου (= δεν μετράει).|| Το δαχτυλίδι της ~ει πολλά λεφτά. Πόσο ~ει (= κάνει, κοστίζει, στοιχίζει); 2. είμαι άξιος, αντάξιος, δικαιούμαι κάτι: ~ουν συγχαρητήρια στους παίκτες για την πρόκριση. Τι κακό έκανε, για να ~ει τέτοια μοίρα; (+ γεν. προσ. αντων.) Σου ~ει κάτι καλύτερο. Του φέρθηκα, όπως του άξιζε. Δεν θα σου απαντήσω, όπως σου ~ει (= ταιριάζει). ● ΦΡ.: αξίζει να: είναι καλό, επιβάλλεται, πρέπει: ~ ~ αναφερθεί/επισημανθεί/σημειωθεί ότι ... ~ ~ επισκεφθείτε το αρχαιολογικό μουσείο της περιοχής., αξίζει πολλά: είναι πολύτιμος: Η γυναίκα μου ~ ~., αξίζει τα λεφτά (του/της): για να δηλωθεί ότι η υψηλή τιμή κάποιου πράγματος συμβαδίζει με την ποιότητά του: Αν και κάπως ακριβό, ~ ~ του.|| (προφ.) Η ταινία δεν άξιζε ~ της., αξίζει τον κόπο: για κάτι που ανταμείβει την προσπάθεια ή τη δαπάνη που απαιτεί: ~ ~ να αγωνιζόμαστε γι' αυτά που πιστεύουμε. Δεν ~ ~ να ασχολείσαι μαζί του. Το ταξίδι πραγματικά άξιζε ~. [< γαλλ. ça vaut la peine] , δεν αξίζει/δεν πιάνει μία/δεκάρα & δεν αξίζει φράγκο (εμφατ.-μειωτ.): είναι ασήμαντο, έχει μηδαμινή αξία: ~ ~ ως μουσικός. Μπροστά σου ~ ~. Γι' αυτόν η ανθρώπινη ζωή ~ ~. [< μεσν. αξίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.