Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • κόσμος κό-σμος ουσ. (αρσ.) 1. το Σύμπαν και γενικότ. κάθε πλανητικό σύστημα: η γέννηση/η γνώση/η δημιουργία/η καταστροφή/τα μυστήρια/η σύλληψη (= κοσμοθεωρία) του ~ου. Βασικές αρχές που διέπουν τον ~ο. Ο άνθρωπος/εμείς κι ο ~ (πβ. φύση). Φαινόμενο τόσο παλιό όσο και ο ~. Πβ. πλάση.|| Συμπαντικοί ~οι. ~οι και γαλαξίες. Αναζήτηση εξωγήινων ~ων. 2. (ειδικότ.) η Γη με τους κατοίκους της και καθετί πάνω σε αυτή, η υφήλιος: ο γύρος/τα διάφορα μέρη/η ιστορία/η πορεία/οι φυλές του ~ου. Ανακάλυψη/εξερεύνηση/κατάκτηση/χάρτης του ~ου. Ο ~ μέσα από τα μάτια των παιδιών. Του ~ου τα παράξενα/περίεργα! Ο πιο πλούσιος άνθρωπος του ~ου. Νέα από την Ελλάδα και όλο τον ~ο. Εκατομμύρια άνθρωποι στον ~ο ... Ταξίδια ανά τον ~ο. Γνωστός/μοναδικός σε όλο τον ~ο. Ο ~ του αύριο. Αγώνας/ελπίδες/όνειρα για έναν καλύτερο ~ο. Άλλαξε τη ροή του ~ου. Σε έναν ~ο που συνεχώς αλλάζει/προοδεύει. Ζήτημα που αφορά όλο τον ~ο (= παγκόσμιο). Σε τι ~ο ζούμε; Πού πάει ο ~ (: τι εξέλιξη θα έχει); Πβ. ανθρωπότητα, οικουμένη, υδρόγειος. 3. τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: Ο ~ λέει/νομίζει ότι ... Όλος ο ~ ξεσηκώθηκε/σας είδε/το ξέρει. Έχει βουίξει ο ~ (= ο τόπος). Πάει, τρελάθηκε ο ~! Αναστάτωσε/σήκωσε στο πόδι όλον τον ~ο. Η γνώμη του ~ου (πβ. κοινή γνώμη). Η νοοτροπία του ~ου. (ειρων.) Προβλήματα που έχει ο ~! Ο ~ του σχολείου. Πβ. γειτονιά, κοινωνία, περιβάλλον, περίγυρος.|| (πλήθος ατόμων:) Έχει έρθει/μαζευτεί/συγκεντρωθεί πολύς ~ έξω από ... (πβ. πολυκοσμία). Καλωσόρισε/χαιρέτησε τον ~ο (= τους παρευρισκόμενους). Βγήκε ο ~ στους δρόμους. Κοροϊδεύει τον ~ο. Ευχαρίστησε τον ~ο που ... Κανείς στον ~ο δεν θα με εμποδίσει. Δεν είχαν ~ο τα καταστήματα (: πολλούς πελάτες, μεγάλη κίνηση). Έχω ~ο στο σπίτι (= επισκέπτες/καλεσμένους). Διαλέγει τον ~ο (= τις παρέες) που συναναστρέφεται. Απηύθυνε πρόσκληση στον ~ο (= στους πολίτες) να ... 4. (αφηρ.) κοινωνική ζωή, οργάνωση: Δεν έχει βγει στον ~ο (: είναι άβγαλτος). Δεν έχει πείρα του ~ου. Ζει έξω/μακριά από τον ~ο (= αποκομμένος, απομονωμένος). Είναι μόνος του στον ~ο (: δεν έχει οικογένεια). Σ' έναν ζοφερό ~ο. Γκρεμίστηκε ο ~ της (: αναστατώθηκε η ζωή της). Άφησε τον ~ο (= τα επίγεια, τα εγκόσμια) και πήγε να μονάσει. Βλ. καθημερινότητα. 5. σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, ως προς την ιστορική περίοδο που έζησαν, τη γεωγραφική περιοχή, το θρήσκευμα, την ιδεολογία, την επαγγελματική ιδιότητα, τα ενδιαφέροντα: ο αρχαίος (ελληνικός)/βυζαντινός/μεσαιωνικός/νεότερος/σύγχρονος ~. Η ακμή και παρακμή του ρωμαϊκού ~ου. Βλ. εποχή.|| Ο ~ της Ανατολής/Δύσης.|| Ο μουσουλμανικός/χριστιανικός ~ (= οι μουσουλμάνοι/χριστιανοί).|| Ο καπιταλιστικός/κομμουνιστικός/σοσιαλιστικός ~.|| Ο αγροτικός/εμπορικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός/πολιτικός/φίλαθλος ~. Ο ~ του αθλητισμού/των γραμμάτων και των τεχνών/της επιστήμης/του θεάματος/της μόδας/της μουσικής/της οικονομίας/της πολιτικής. Οι αγώνες/διεκδικήσεις του εργατικού ~ου. 6. σύνολο οργανωμένων στοιχείων, εννοιών, οντοτήτων: ορατός/πραγματικός ~. Ο φυσικός ~ (πβ. φυσικό περιβάλλον). Ο θαυμαστός ~ του βυθού/της θάλασσας (= υδάτινος, υποβρύχιος). Μικροσκοπικός ~ (πβ. μικρόκοσμος· βλ. μακρόκοσμος). Βλ. βιόκοσμος.|| Αόρατος/μαγικός/σκοτεινός ~. Ο ~ των ιδεών/των ονείρων/του παραμυθιού/των πνευμάτων/του υπερφυσικού (πβ. σφαίρα). Ο πνευματικός/συναισθηματικός/ψυχικός ~ του εφήβου/παιδιού. Βιβλία που ανοίγουν παράθυρα/πύλες στον ~ο της γνώσης. Διακριτοί/δυνητικοί/εξωτικοί/μυθικοί/παράλληλοι/πιθανοί/φανταστικοί ~οι. Ένας άλλος/καινούργιος ~ αποκαλύφθηκε/ξεδιπλώθηκε/ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους. Γεφύρωση δύο διαφορετικών ~ων. Ταξίδια σε άγνωστους ~ους. Πλάθω νέους ~ους με τον νου/τη φαντασία.|| Ο εικονικός/τρισδιάστατος/ψηφιακός ~. Ο ~ του διαδικτύου/των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Βλ. κυβερνο~. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος του κόσμου: που είναι πολύ κοινωνικός και έχει πείρα της ζωής. Πβ. κοσμικός, περπατημένος., εσωτερικός κόσμος: το σύνολο των πνευματικών και ηθικών χαρακτηριστικών κάποιου προσώπου: μοναδικός/πλούσιος/φτωχός ~ ~. Ο ~ ~ του παιδιού/του συγγραφέα. Το διάβασμα/οι τέχνες καλλιεργούν τον ~ό ~ο., ο καλός κόσμος: τα υψηλά κοινωνικά στρώματα· η καλή κοινωνία: Οι κυρίες του ~ού ~ου. Κατάφερε να μπει στα σαλόνια του ~ού ~ου. Πβ. αριστοκρατία.|| (ειρων.) Μαζεύτηκε όλος ~ ~! Πβ. η σάρα και η μάρα., Παλαιός Κόσμος: η Ασία, η Αφρική και κυρ. η Ευρώπη., αναπτυσσόμενες χώρες βλ. αναπτύσσω, Νέος Κόσμος βλ. νέος, ο μάταιος κόσμος βλ. μάταιος, πολίτης του κόσμου βλ. πολίτης, Τέταρτος Κόσμος βλ. τέταρτος, Τρίτος Κόσμος βλ. τρίτος, ψυχή του κόσμου βλ. ψυχή ● ΦΡ.: δεν ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο/δεν είναι του κόσμου τούτου/είναι από άλλο κόσμο: για κάποιον που είναι ξεχωριστός, μοναδικός ή για κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις τρέχουσες αντιλήψεις., είναι/ζει στον κόσμο του/στον δικό του κόσμο/σε άλλο κόσμο/στην κοσμάρα του & στον κόσμο του/στην κοσμάρα του (ειρων.): για πρόσωπο που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας: Εγώ του μιλάω, κι αυτός στον κόσμο του! Πβ. τον χαβά του., έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! (προφ.): ως έκφραση συγκατάβασης, αποδοχής μιας δυσάρεστης συνήθ. κατάστασης: Τι να κάνουμε; ~ ~! Σήμερα σου μιλούν, αύριο δεν θέλουν να σε ξέρουν! ~ ~! Πβ. αυτά έχει/έχουν..., και τι στον κόσμο! (προφ.): για να δηλωθεί επιθυμία να συμβεί κάτι που θεωρείται αδύνατο, απίθανο: Αυτό να δω ~ ~!, κατά κόσμον: προς δήλωση του βαφτιστικού ονόματος και του επιθέτου, συνήθ. ιερέα ή μοναχού: (όταν προηγείται το ιερατικό όνομα:) Αρχιμανδρίτης/ιερομόναχος/μητροπολίτης/πατριάρχης ..., ~ ~ ...|| (κατ' επέκτ., όταν προηγείται το ψευδώνυμο:) Οδυσσέας Ελύτης, ~ ~ Οδυσσέας Αλεπουδέλης.|| (χιουμορ.) Μπίλι ή ~ ~ Βασίλης., κόσμε!: ως κλητική προσφώνηση: Εμπρός/ξύπνα ~! Α, ρε, ~ άκαρδε/ψεύτη! Βοήθεια, ~ (/χριστιανοί)!|| (από μικροπωλητή) Πάρε/περάστε/τρέξε, ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Πέρασε, ~ να δεις τα χαΐρια τους! Τρέμε, ~! Έρχεται ο ..., κόσμος και ντουνιάς (προφ.-εμφατ.): πολύς και κάθε λογής κόσμος: ~ ~ περνάει από εκεί. Ήρθε/μαζεύτηκε ~ ~ Πβ. κόσμος και κοσμάκης., με/για τίποτα στον κόσμο: (με άρνηση-εμφατ.) σε καμία περίπτωση, για κανένα λόγο: Δεν φεύγω/δεν το χάνω ~ ~! ~ ~ μη σταματήσεις/μην τα παρατήσεις! ΣΥΝ. για όλο το χρυσάφι του κόσμου, επ' ουδενί (λόγω), με κανέναν τρόπο, με τίποτα (1), μπροστά σε/στον κόσμο: για πράξεις που γίνονται παρουσία και άλλων ατόμων, δημοσίως: Μη μαλώνετε ~ ~! Δεν αισθάνομαι άνετα, όταν βρίσκομαι/τραγουδάω ~ ~. Πβ. σε κοινή/σε δημόσια θέα., ο έξω κόσμος: το εξωτερικό περιβάλλον: Δεν έχει καμία επαφή με τον ~ ~ο (: ζει απομονωμένος). Είχα ξεχάσει πώς είναι ~ ~ (: είχα καιρό να βγω έξω)., ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω & (σπάν.) αναποδογύρισε ο κόσμος: προκλήθηκαν συνταρακτικές αλλαγές, έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις., ο κόσμος το 'χει τούμπανο/βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι (παροιμ.): για κάτι που οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αποκρύπτουν, ενώ στην ουσία το γνωρίζουν όλοι., ο πολύς (ο) κόσμος: οι περισσότεροι άνθρωποι: ~ ~ νομίζει/πιστεύει ότι ... Βιβλίο άγνωστο στον ~ύ ~ο. Στη συνείδηση του ~ύ ~ου ... Τον περισσότερο ~ο δεν τον απασχολούν τέτοια θέματα. Πβ. ευρύ κοινό, μάζα, όχλος. ΣΥΝ. πολλοί (1), όμορφος κόσμος (ηθικός), αγγελικά πλασμένος (συνήθ. ειρων.): για να δηλωθεί ότι μία άσχημη κατάσταση παρουσιάζεται ως ωραία., στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης (μτφ.): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Έφτασε ~ ~., στον άλλο κόσμο: στον κάτω κόσμο· γενικότ. για αναφορά στη μεταθανάτια ζωή: Πήγε ~ ~ (= πέθανε). Τον έστειλε ~ ~ (= τον σκότωσε)., τι σου είναι ο κόσμος!: προς δήλωση αποδοκιμασίας, δυσαρέσκειας ή έκπληξης, θαυμασμού. Βλ. τι σου είναι ο άνθρωπος!, το κέντρο του κόσμου: το επίκεντρο: Πόλη που έγινε ~ ~. Νομίζει ότι είναι ~ ~ (βλ. εγωκεντρικός). Πβ. ο ομφαλός της Γης., του κόσμου (εμφατ.) 1. για μεγάλη ποσότητα: Ξόδεψε ~ ~ τα λεφτά! Μας είπε ~ ~ τις αηδίες/τα ψέματα! Έχει ~ ~ τα καλά και παραπονιέται κι από πάνω. 2. της καλής κοινωνίας: Κυρία ~ ~ με εκλεπτυσμένους τρόπους., (τι) μικρός που είναι ο κόσμος/πόσο μικρός είναι ο κόσμος! βλ. μικρός, απαρνούμαι τα εγκόσμια/τον κόσμο βλ. εγκόσμιος, από καταβολής κόσμου βλ. καταβολή, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, για τα μάτια του κόσμου βλ. μάτι, δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, έφαγα τον κόσμο βλ. τρώω, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) βλ. βασιλεύω, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, κάνω το(ν) γύρο του κόσμου βλ. γύρος, κόσμος και κοσμάκης βλ. κοσμάκης, ο κάτω κόσμος βλ. κάτω, ο κόσμος να χαλάσει βλ. χαλώ, ο κόσμος της νύχτας βλ. νύχτα, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, συντέλεια του κόσμου βλ. συντέλεια, τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας βλ. θαύμα, τα ύστερα του κόσμου βλ. ύστερος, τρελαίνει κόσμο βλ. τρελαίνω, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω, χαλάει κόσμο βλ. χαλώ, χαλάει ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλάει τον κόσμο βλ. χαλώ, χάλασε ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλασμός Κυρίου/κόσμου βλ. χαλασμός [< 1,2,3,4: αρχ., μτγν. κόσμος, αγγλ.-γαλλ. cosmos 5,6: γαλλ. monde]
  • κοσμοσυρροή κο-σμο-συρ-ρο-ή ουσ. (θηλ.): συρροή πλήθους ανθρώπων σε κάποιο μέρος: απίστευτη/πρωτοφανής ~ στη γιορτή/στην εκδήλωση/στη συναυλία. Ουρές και ~ για ένα εισιτήριο. Παρατηρείται/σημειώθηκε ~ στα λιμάνια και τα αεροδρόμια της χώρας. Πβ. ανθρωπο-, λαο-θάλασσα. ΣΥΝ. κοσμοπλημμύρα
  • κοσμοσύστημα κο-σμο-σύ-στη-μα ουσ. (ουδ.): ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. οικονομική και πολιτική ενοποίηση κοινωνικών συστημάτων που ξεπερνά τα όρια του έθνους και εκτείνεται, λειτουργεί σε παγκόσμια κλίμακα: ανθρωποκεντρικό/δεσποτικό ~. Βλ. κοσμοπολιτ-, οικουμεν-ισμός. [< αγγλ. world-system, cosmosystem, γαλλ. cosmosystème]
  • κοσμοσωτήριος , α, ο κο-σμο-σω-τή-ρι-ος επίθ. (λόγ.): που έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τη σωτηρία της ανθρωπότητας: (σε εκκλησιαστικά κείμενα) το ~ο γεγονός της Γεννήσεως/έργο του Χριστού/μήνυμα των Χριστουγέννων.|| (ειρων.) ~ες: ιδεολογίες. Πβ. λυτρωτικός, σωτήριος. [< μτγν. κοσμοσωτήριος]

αναπτύσσω

αναπτύσσω [ἀναπτύσσω] α-να-πτύσ-σω ρ. (μτβ.) {ανέπτυξα, αναπτύσσ-εται, αναπτύ-χθηκε, -γμένος (λόγ.) ανεπτυγμένος, αναπτυσσ-όμενος, -οντας} 1. αναδεικνύω και βελτιώνω, αυξάνω ή ισχυροποιώ κάτι που προϋπάρχει: Η γυμναστική ~ει το σώμα και το πνεύμα. Βοηθήστε τα παιδιά να ~ξουν δεξιότητες/τις ικανότητές τους/την κριτική τους σκέψη (πβ. ασκώ, καλλιεργώ). Πόλη που ~χθηκε σε (= εξελίχθηκε σε) σπουδαίο εμπορικό κέντρο. Επιχείρηση/οικονομία/χώρα που ~εται (= προοδεύει, εξελίσσεται, παρουσιάζει βελτίωση των ποιοτικών και ποσοτικών της μεγεθών) με γοργούς ρυθμούς. 2. δημιουργώ, παράγω: ~ονται (νέες) ιδέες/λύσεις/μέθοδοι (= επινοούνται, συλλαμβάνονται). ~χθηκαν ανταγωνισμοί/εντάσεις/έριδες/προβληματισμοί/πρωτοβουλίες/συγκρούσεις. Θα ~χθούν νεφώσεις στα ηπειρωτικά. Τροφές στις οποίες έχουν ~χθεί μύκητες (= εμφανιστεί, παρουσιαστεί). 3. (αρχίζω να) έχω ή αποκτώ: Παιδιά που ανέπτυξαν επιθετική συμπεριφορά/δεσμούς συνεργασίας.|| Εταιρεία που έχει ~ξει δράση/δραστηριότητα (= δραστηριοποιείται) στον χώρο των τηλεπικοινωνιών. 4. αυξάνω βαθμιαία: Αυτοκίνητο/οδηγός/τρένο που ~ει ταχύτητα (= επιταχύνει). Η διάθεση και το ενδιαφέρον ~ονται με τα κίνητρα. ΑΝΤ. ελαττώνω 5. απλώνω, εξαπλώνω (στον χώρο): Στα ανατολικά του νησιού ~ονται (= εκτείνονται) δάση. Οι γηπεδούχοι ~ονται σωστά στον αγωνιστικό χώρο. Άρματα μάχης και στρατιώτες ~χθηκαν σε όλη την περιοχή. ΑΝΤ. συμπτύσσω (2) 6. αναλύω, παρουσιάζω (διεξοδικά): ~ τις σκέψεις μου. Θέματα που ~ονται (λεπτομερώς) στη συνέχεια του βιβλίου. Πβ. πραγματεύομαι. ● Παθ.: αναπτύσσεται: μεγαλώνει, ωριμάζει σταδιακά: Εγκέφαλος/έμβρυο/σώμα που ~ κανονικά/ομαλά. Φυτό που ~ σε αμμώδη εδάφη. ~ονται αγκάθια/βλαστοί/καρποί/ρίζες (βλ. ξεπετάγεται). ● ΣΥΜΠΛ.: αναπτυσσόμενες χώρες & αναπτυσσόμενος κόσμος: ΟΙΚΟΝ. που βρίσκονται σε πρωτογενές στάδιο οικονομικής ανάπτυξης: Εξάρτηση των ~ων ~ών από τις αναπτυγμένες/βιομηχανοποιημένες χώρες. Βλ. υπανάπτυκτες χώρες, Τρίτος Κόσμος. [< αγγλ. developing countries, 1964] ● βλ. αναπτυγμένος [< πβ. αρχ. ἀναπτύσσω ‘ξεδιπλώνω, ανοίγω, αποκαλύπτω’, γαλλ. développer, αγγλ. develop]

βασιλεύω

βασιλεύω βα-σι-λεύ-ω ρ. (αμτβ.) {βασίλευ-σε κ. (προφ.) βασίλε-ψε, βασιλεύ-οντας, (σπάν.-λογοτ.) βασιλεμένος}: κατέχω το βασιλικό αξίωμα, ασκώ την εξουσία ως βασιλιάς. Βλ. συμ~.βασιλεύει (μτφ.) 1. κυριαρχεί, επικρατεί: Κοινωνία όπου ~ η αδικία/η τάξη και η ασφάλεια. Στην ψυχή της ~ η θλίψη. Εταιρεία που ~ στον χώρο της πληροφορικής. 2. (λογοτ.) δύει: Ο ήλιος ~ψε. ● ΣΥΜΠΛ.: βασιλευόμενη/βασιλευομένη δημοκρατία βλ. δημοκρατία ● ΦΡ.: διαίρει και βασίλευε 1. στρατηγική που αποσκοπεί στη διατήρηση της εξουσίας μέσω της πρόκλησης διχόνοιας ανάμεσα σ' αυτούς που διοικεί ή ελέγχει κάποιος, προκειμένου να μην ενωθούν εναντίον του. 2. ΠΛΗΡΟΦ. μέθοδος επίλυσης προβλήματος που βασίζεται στα αποτελέσματα της λύσης των μικρότερων προβλημάτων στα οποία αυτό έχει διαιρεθεί: αλγόριθμοι (του) ~ ~. [< 1: λατ. divide ut regnes] , ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) (επιτατ.): ακμάζει· (για πρόσ.) χαίρει άκρας υγείας: (αρνητ. συνυποδ.) Η διαπλοκή/η διαφθορά/η παρανομία ~ ~.|| -Πώς είναι ο παππούς; -Καλά! ~ ~!, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια (σπάν.-λογοτ.): έκλεισαν τα μάτια (ενν. κάποιος αποκοιμήθηκε ή πέθανε):, στους τυφλούς/στους στραβούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος βλ. μονόφθαλμος [< αρχ. βασιλεύω, γαλλ. régner]

βιόκοσμος

βιόκοσμος βι-ό-κο-σμος ουσ. (αρσ.): η χλωρίδα και η πανίδα μιας περιοχής: θαλάσσιος ~. Βλ. -κοσμος. [< αγγλ. biota, 1901 < αρχ. βιοτή ‘ζωή’, γαλλ. biote, 1955]

γύρος

γύρος [γῦρος] γύ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. γραμμή που περιβάλλει ή οριοθετεί έναν χώρο· κυκλική περίπου διαδρομή ή διάνυση μιας απόστασης, συνήθ. με επιστροφή στην αφετηρία· κατ΄επέκτ. βόλτα, περιήγηση στα αξιοθέατα ενός τόπου: εξωτερικός/εσωτερικός ~ ενός σταδίου.|| Ο ~ του γηπέδου/της πίστας/της πλατείας/του τετραγώνου. Κάναμε μεγάλο ~ο, αντί να κόψουμε δρόμο. Το αεροπλάνο έκανε ~ους πάνω από τα κεφάλια μας. (σε ράλι) Αγώνας οκτώ ~ων.|| Ο ~ της πόλης/χώρας. Εικονικός ~ (μιας περιοχής). 2. φάση μιας διαδικασίας: (νέος) ~ διαπραγματεύσεων/επαφών/συνομιλιών. Αναδείχτηκε νικητής του πρώτου/δεύτερου ~ου των δημοτικών εκλογών.|| (προφ.) Κερνάω άλλον έναν/τον επόμενο ~ο (: για ποτά).|| (ΑΘΛ.) Δοκιμαστικός/επαναληπτικός/(ημι)τελικός/προκριματικός/πρώτος/δεύτερος/τρίτος ~. ~ κατάταξης/προπόνησης. Αποτελέσματα/κλήρωση/πρεμιέρα/πρόγραμμα (δεύτερου ...) ~ου ... 3. ΜΑΓΕΙΡ. μάζα κρέατος (συνήθ. χοιρινού ή κοτόπουλου) σε διαδοχικά επίπεδα περασμένη σε κάθετη σούβλα, που ψήνεται περιστρεφόμενη μπροστά από ειδική ψηστιέρα και τεμαχίζεται σε μικρά κομμάτια: σουβλάκι με ~ο. Μια πίτα ~ο απ΄ όλα. Πβ. ντονέρ. 4. περίμετρος, περιφέρεια: ~ του καπέλου (= μπορ). ~ της φούστας (βλ. ποδόγυρος, στρίφωμα). ● ΣΥΜΠΛ.: ο γύρος του θανάτου (παλαιότ.): ακροβατική επίδειξη κατά την οποία ένας ή περισσότεροι μοτοσικλετιστές κινούνται με μεγάλη ταχύτητα στα πλαϊνά εσωτερικά τοιχώματα μιας κατακόρυφης, κυλινδρικής κατασκευής με το σώμα τους παράλληλα προς το έδαφος· συνεκδ. ο σχετικός χώρος., ο γύρος του θριάμβου: πανηγυρισμός κατά τον οποίο ο νικητής αθλητής ή η νικήτρια ομάδα διατρέχει την περιφέρεια του σταδίου μπροστά από τις κερκίδες., ποδηλατικός γύρος βλ. ποδηλατικός ● ΦΡ.: κάνω το(ν) γύρο του κόσμου 1. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) διαδίδεται παντού: Η είδηση/φήμη/φωτογραφία έκανε ~ ~. 2. (στο πλαίσιο αθλητικής δραστηριότητας) ταξιδεύω ανά τον κόσμο: Έκανε ~ ~ με αερόστατο/ποδήλατο., κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών βλ. συζήτηση [< μτγν. γῦρος, γαλλ. tour 3: πβ. γαλλ. gyros, αγγλ. ~, 1971, ιταλ. ~, 1993, γερμ. Gyros]

εγκόσμιος

εγκόσμιος, α, ο [ἐγκόσμιος] ε-γκό-σμι-ος επίθ. (λόγ.): που ανήκει στον αισθητό, υλικό κόσμο· κατ' επέκτ. φθαρτός και εφήμερος: ~ος: βίος/θεσμός. ~α: γνώση/δόξα/δράση/εξουσία/ευτυχία/ζωή. ~οι: πειρασμοί. ~ες: απολαύσεις/επιθυμίες/χαρές. ~α: αγαθά/έργα. Πβ. κοσμικός. Βλ. υλιστικός. ΣΥΝ. επίγειος (2) ΑΝΤ. ουράνιος (1), υπερκόσμιος (1) ● Ουσ.: εγκόσμια (τα) {εγκοσμί-ων}: επίγεια ζωή: παραίτηση από τα ~. ● ΦΡ.: απαρνούμαι τα εγκόσμια/τον κόσμο & εγκαταλείπω τα εγκόσμια: αποσύρομαι από τον κοινωνικό βίο, με σκοπό κυρ. να μονάσω., αποχαιρέτησε/εγκατέλειψε τα εγκόσμια: πέθανε. [< μτγν. ἐγκόσμιος]

εποχή

εποχή [ἐποχή] ε-πο-χή ουσ. (θηλ.) 1. καθένα από τα τέσσερα μέρη στα οποία υποδιαιρείται το ηλιακό έτος και γενικότ. κάθε χρονική φάση που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες: Oι τέσσερις ~ές του έτους (: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας). Διαδοχή/εναλλαγή/κύκλος/περιοδικότητα/σειρά των ~ών. Οι μήνες κάθε ~ής. Υψηλές για την ~ θερμοκρασίες. Τόπος διακοπών για όλες τις ~ές.|| Η ~ των βροχών/των μουσώνων/της ξηρασίας/ωρίμασης (των φρούτων, των λαχανικών). 2. κάθε ιστορική περίοδος που χαρακτηρίζεται από σημαντικά συνήθ. γεγονότα ή και πρόσωπα: προϊστορική/μινωική/κλασική/ελληνιστική (/αλεξανδρινή)/ρωμαϊκή/βυζαντινή/νεότερη ~. Ακμή/αρχή/μνημεία/παρακμή/πνεύμα/πολιτισμός/τέχνη/χαρακτηριστικά (μιας) ~ής. H ~ της Aναγέννησης/της δουλείας/του εμφυλίου/της (βιομηχανικής/γαλλικής/ελληνικής) επανάστασης/της κατοχής/του μεσοπολέμου/του μπαρόκ/της τουρκοκρατίας/του Ψυχρού Πολέμου. Σηματοδοτεί μια (νέα) ~. Πυρηνική/σύγχρονη/ψηφιακή ~. Zούμε στην ~ της παγκοσμιοποίησης/της πληροφορικής/της τεχνολογίας. Έργο που αντικατοπτρίζει την ~ του. 3. περίοδος του έτους κατά την οποία συμβαίνει, αναπτύσσεται συγκεκριμένη δραστηριότητα: Η ~ των διακοπών/του θερισμού/του κυνηγιού/της σποράς/του τρύγου. ~ για θερινά/χειμερινά σπορ. Πβ. σεζόν. 4. συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη ζωή (κάποιου): κρίσιμη/μεταβατική/σημερινή ~. Η ~ της αθωότητας/της ενηλικίωσης/των μαθητικών(/παιδικών/σχολικών/φοιτητικών) χρόνων. Αλλοτινές/αξέχαστες/παλιές καλές/περασμένες ~ές. Άλλες/ωραίες ~ές τότε! Στην ~ μας (= στις μέρες μας, σήμερα). Κακή/καλή ~ για ... Εκείνη την/(Για) Μια/Πέρυσι (σαν) τέτοια ~ ήμουν στο ... (πβ. καιρός). Την ~ που ζούσε ο ..., δεν είχα γεννηθεί ακόμη. 5. ΓΕΩΛ. υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου: η ~ των δεινοσαύρων/του Πλειστοκαίνου. Βλ. αιώνας. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινή (/χριστιανική/παρούσα) εποχή: η μετά Χριστόν: το σύστημα της ~ής ~ής. || (συντομ.) Τον 5ο αι. Π.Κ.Ε. (: προ κοινής εποχής· για γεγονότα που συνέβησαν πριν από τη γέννηση του Χριστού· π.Χ.). Το 328 Κ.Ε. (της κοινής εποχής· για γεγονότα που συνέβησαν μετά τη γέννηση του Χριστού· μ.Χ.), νέα εποχή: πολιτιστικό κίνημα χρονολογούμενο από τη δεκαετία του 1980 που υπογραμμίζει την πνευματική συνείδηση, και συχνά περιλαμβάνει την πίστη στη μετενσάρκωση και την αστρολογία καθώς και τις πρακτικές του διαλογισμού, της χορτοφαγίας και της ολιστικής ιατρικής. Βλ. νιου έιτζ., χρυσή εποχή: χρονικό διάστημα που χαρακτηρίζεται από ευημερία, (πολιτιστική) άνθιση και ακμή, επιτυχίες, διακρίσεις, ευτυχία: η ~ ~ των ανακαλύψεων/των τηλεπικοινωνιών. (ΙΣΤ.) ~ ~ του Περικλή (πβ. χρυσός αιώνας)., αρχαϊκή εποχή/περίοδος βλ. αρχαϊκός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, Εποχή του Λίθου/Λίθινη Εποχή βλ. λίθος, Εποχή του Μετάλλου βλ. μέταλλο, Εποχή του Ορείχαλκου/Ορειχάλκινη Εποχή βλ. ορείχαλκος, Εποχή του Σιδήρου βλ. σίδηρος, Εποχή του Χαλκού βλ. χαλκός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, μεσοελλαδική εποχή/περίοδος βλ. μεσοελλαδικός, μεσοκυκλαδική εποχή/περίοδος βλ. μεσοκυκλαδικός, μεσολιθική περίοδος/εποχή βλ. μεσολιθικός, μετανακτορική περίοδος/εποχή βλ. μετανακτορικός, νεολιθική εποχή/περίοδος βλ. νεολιθικός, παλαιολιθική εποχή/περίοδος βλ. παλαιολιθικός, περίοδος/εποχές των παγετώνων βλ. παγετώνας, πρωτοβυζαντινή/παλαιοχριστιανική εποχή/περίοδος βλ. πρωτοβυζαντινός, πρωτοελλαδική εποχή/περίοδος βλ. πρωτοελλαδικός, πρωτοκυκλαδική εποχή/περίοδος βλ. πρωτοκυκλαδικός, υστεροβυζαντινή περίοδος/εποχή βλ. υστεροβυζαντινός, υστεροελλαδική εποχή/περιόδος βλ. υστεροελλαδικός, υστεροκυκλαδική εποχή/περίοδος βλ. υστεροκυκλαδικός, χαλκολιθική εποχή/περίοδος βλ. χαλκολιθικός ● ΦΡ.: (της) εποχής: που αναφέρεται στην τρέχουσα ή σε παλαιότερη χρονική περίοδο ή (για γεωργικό προϊόν) που παράγεται, που ευδοκιμεί κατά τη συγκεκριμένη εποχή: αντιλήψεις/απόψεις/ρούχα (= της μόδας, μοντέρνα) ~.|| Δράμα/έπιπλα/έργο/κουστούμια/ταινία/περιπέτεια ~.|| Λαχανικά/πιάτο/σαλάτα ~. ΑΝΤ. εκτός εποχής, άφησε/θα αφήσει εποχή & όνομα: για πρόσωπο ή πράγμα που μένει στη μνήμη χάρη στη σπουδαιότητα ή την επιτυχία του: Αθλητής/έργο/καλλιτέχνης/πολιτικός/ταινία που ~ ~. ΣΥΝ. γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία [< γαλλ. faire époque] , εκτός εποχής: για κάτι που δεν ταιριάζει ή δεν αντιστοιχεί σε μια ορισμένη περίοδο: λουλούδια/φρούτα ~ ~. ~ ~ καλλιέργεια/κηπευτικά.|| (μειωτ.) Πνεύμα ~ ~ (= απαρχαιωμένο).|| Ντύσιμο ~ ~ (= παλιομοδίτικο, ντεμοντέ). ΑΝΤ. (της) εποχής [< αγγλ. out of season] , λάθος εποχή: για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη χρονική περίοδο: Νιώθω πως ζω σε ~ ~. Η πρόταση μού έγινε σε ~ ~., όλων των εποχών (εμφατ.): για πρόσωπο ή πράγμα που παραμένει διαχρονικά αξεπέραστο: οι μεγαλύτεροι ευεργέτες ~ ~. Είναι η καλύτερη ομάδα/ταινία ~ ~. Πβ. μακράν., στην εποχή μου/της εποχής μου: κατά την χρονική περίοδο μέχρι τα γηρατειά, ιδίως την εποχή της νεότητας (κάποιου): Αυτό το τραγούδι ήταν επιτυχία της εποχής μου. Στην εποχή μου ήταν πολύ αυστηροί οι γονείς., ζει σε άλλη εποχή βλ. ζω1, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων βλ. αγελάδα, σε παλαιότερες εποχές βλ. παλαιός, τέλος εποχής βλ. τέλος [< μτγν. ἐποχή ‘στάση, σταμάτημα, διακοπή’, γαλλ. époque, saison]

έρχομαι

έρχομαι [ἔρχομαι] έρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {ερχόμουν, ήρθα (επίσ.) ήλθα, έρθω (επίσ.) έλθω κ. προφ. 'ρθω κ. 'ρθώ, προστ. έλα, ελάτε, (μτχ.) ερχ-όμενος} 1. πηγαίνω, φτάνω σε έναν τόπο, χώρο ή σημείο· πλησιάζω κάπου ή κάποιον, επιστρέφω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, συχνάζω: ~ από μακριά. ~εται από στιγμή σε στιγμή. Ήρθαν αεροπορικώς. Θα έρθουν πριν από/μετά το καλοκαίρι. Τα αποδημητικά πουλιά ~ονται από τις βόρειες χώρες. Το τρένο ~εται τα ξημερώματα. Έλα εδώ/μέσα (πβ. κόπιασε, πέρασε)! Έλα κοντά μου/μαζί μου (πβ. συνοδεύω). ~ σε ένα λεπτό. Τον είδα να ~εται τρέχοντας (ΑΝΤ. φεύγω). ~όμενοι/καθώς έρχεστε από το λιμάνι, στρίψτε δεξιά. Έρχεσαι (: είσαι καθ' οδόν); ~όταν προς το μέρος μου. Έλα να φάμε μαζί αύριο (= σε προσκαλώ). Να μας έρχεσαι (= επισκέπτεσαι)! Ήρθε να με δει. Ήρθε στον ύπνο μου (= τον ονειρεύτηκα). Δεν ήρθε για καλό. Όταν έρθει, τα ξαναλέμε. Βλ. εισ~, εξ~, ξανα~, προ~, προσ~.|| Μου ήρθε (= έλαβα) ένα γράμμα/μήνυμα. Ήρθαν τα χρήματα. 2. (+ σε + ουσ., η σύναψη ισοδυναμεί με ρήμα ομόρριζο με το ουσ., ως απολεξικοποιημένο ρήμα) περιέρχομαι, καταλήγω σε μια κατάσταση: ~ σε αντίθεση (= αντιτίθεμαι)/αντιπαράθεση (= αντιπαρατίθεμαι)/διαπραγματεύσεις (= διαπραγματεύομαι)/διάσταση/επικοινωνία (= επικοινωνώ)/σύγκρουση (= συγκρούομαι)/συμβιβασμό (= συμβιβάζομαι)/συμφωνία (= συμφωνώ)/συνεννόηση (= συνεννοούμαι) με κάποιον. ~ σε κέφι. Ήρθε σε (ανοιχτή) ρήξη με το κατεστημένο της εποχής. Ήλθαν σε βοήθεια όσων τους είχαν ανάγκη (= βοήθησαν).|| ~ (= περνώ) στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας. Ας έλθουμε στο θέμα/ζήτημα που μας αφορά (= ας ασχοληθούμε με). 3. (συνήθ. + τακτ. αριθμητ.) καταλαμβάνω ορισμένη θέση, κατατάσσομαι αξιολογικά, αναδεικνύομαι: Ήρθαν (= βγήκαν) δεύτεροι/έκτοι στον διαγωνισμό/στο πρωτάθλημα. Οι δύο ομάδες ήρθαν ισόπαλες. Βλ. αν~.|| Πιο σημαντική είναι η θεραπεία και μετά ~ονται η φροντίδα και η υποστήριξη.έρχεται (προφ.) 1. (για γεγονός, φαινόμενο, κατάσταση) πλησιάζει, επίκειται ή συμβαίνει, γίνεται: ~ βροχή/(κυριολ. κ. μτφ.) θύελλα/καταιγίδα/κρίση/μπόρα. Στο τέλος ~ ο θάνατος (= επέρχεται). Μετά την ακμή ~ (= ακολουθεί, έπεται) η παρακμή. ~ονται αυξήσεις/γιορτές/εκλογές/εκπτώσεις. ~ονται δύσκολοι καιροί. Θα έρθουν καλύτερες/χειρότερες μέρες για όλους. Ήρθε (= έφτασε) ο καιρός/η στιγμή να αντιδράσουμε. Ήρθε η σειρά μας. Η απόφασή μας ήρθε φυσικά κι αβίαστα. 2. (+ από) (για πράγμα, φυσικό φαινόμενο ή κατάσταση) προέρχεται, έχει την αφετηρία του, προκύπτει: Ο θόρυβος/η σκόνη ~ από το διπλανό διαμέρισμα. Οι πρώτες πληροφορίες για την πόλη ~ονται (= πηγάζουν) από τη ρωμαϊκή εποχή. Ιδεολογικά κινήματα που ήρθαν από τη δύση. Πβ. απορρέω. 3. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) αισθάνομαι, σκέφτομαι ή μου συμβαίνει κάτι: Μου ~ονται όλα ανάποδα/βολικά/δεξιά. Με το που τους είδε, της ήρθαν δάκρυα στα μάτια (= δάκρυσε). Του ήρθε βήχας/εμετός (= έκανε εμετό)/ζαλάδα (= ζαλίστηκε)/λιποθυμία (= λιποθύμησε). Της ήρθε όρεξη για σοκολάτα. Κάνει/λέει ό,τι του ~ (= του κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό), του καπνίζει). Μου ήρθε μια ιδέα.|| (οικ.-ειρων.) Θέλατε και πρωτάθλημα τρομάρα να σας έρθει! 4. (για ρούχο ή οτιδήποτε συμπληρώνει την εμφάνιση ενός ατόμου) εφαρμόζει, ταιριάζει: Το παντελόνι/φόρεμα του/της ~ (= πέφτει) κοντό/μακρύ/στενό. Βλ. πηγαίνει. 5. για δήλωση ιδιότητας, συνήθ. κόστους: Δεν θα το αγοράσω, μου ~ κάπως ακριβό. Πβ. κοστίζει. 6. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) για δήλωση του ορίου, επιπέδου στο οποίο φτάνει κάτι: Το νερό της ~όταν ως/ίσαμε το γόνατο/τη μέση. ● Μτχ.: ερχόμενος , η, ο 1. ο αμέσως επόμενος: Οι ~ες γενιές (= επερχόμενες, μελλοντικές, μεταγενέστερες. ΑΝΤ. προγενέστερες). Η δίκη θα αρχίσει την ~η Δευτέρα (= προσεχή. ΑΝΤ. περασμένη, προηγούμενη). Βλ. εξ~. 2. που κινείται προς το μέρος κάποιου: τα ~α αυτοκίνητα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (σπανιότ.-λόγ., με κεφαλ. το αρχικό Ε) που προσδοκάται ο ερχομός του: Ευλογημένος ο ~. ● ΦΡ.: (κάτι) πάει κι έρχεται (μτφ.-προφ.): που μπορεί κανείς να το ανεχθεί, δεχτεί: Αυτό ~ ~., αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι αν είναι πεπρωμένο να συμβεί κάτι, θα συμβεί: Μην αγχώνεσαι να βρεις σύντροφο, ~ ~., έρχεται από το μέλλον (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι πρωτοπόρος ή κάτι καινοτόμο: Ιδέα/κίνημα/σχεδιασμός που ~ ~., έρχεται από το παρελθόν (μτφ.): ανήκει στο παρελθόν και επανέρχεται στο παρόν: Ανάμνηση/μόδα/μορφή/μυστικό που ~ ~., έρχεται στον κόσμο/στη ζωή (για πρόσ.): γεννιέται., έρχομαι στα λεφτά μου (προφ.): δεν έχω κέρδος ούτε απώλεια, συνήθ. από τυχερό παιχνίδι., έρχομαι στα λόγια (κάποιου) (προφ.): συμφωνώ μαζί του, αναφέρω τα λόγια του, με τα οποία μπορεί να διαφωνούσα παλιότερα: Να λοιπόν που τώρα ~εσαι ~ μου., ήρθε κι έδεσε (το γλυκό)/δένει το γλυκό & (σπάν.) δένει το σιρόπι (μτφ.-προφ.): για σύμπτωση, συνδυασμό, συνήθ. αρνητικών στοιχείων, παραγόντων, γεγονότων ή για ανθρώπους που ταιριάζουν: Κάτι οι ανούσιοι διάλογοι, κάτι το κακό σενάριο, ~ έδεσε το γλυκό! Η παρουσία του ~ έδεσε με όλο αυτό το κλίμα της γιορτής!|| Όχι ότι φταίει κανείς για τις σχέσεις μας, απλά δεν δένει ~!, καλώς ήρθες/ήρθατε & καλωσήρθες/καλωσήρθατε (προφ.): τυπικός χαιρετισμός για την υποδοχή επισκέπτη ή φιλοξενούμενου: -~ ~ατε! -Καλώς σας βρήκαμε! (βλ. καλώς τα δέχτηκες) ~ ~ες στην παρέα μας! ~ατε στον δικτυακό τόπο/στην ιστοσελίδα μας!|| (ως ουσ.) Ας πιούμε ένα κρασί για το ~ ~. Με το ~ ~ες άρχισε τη γκρίνια (= αμέσως· πβ. με το καλημέρα). ΣΥΝ. καλώς όρισες/ορίσατε, μου έρχεται/μου 'ρχεται να ...: νιώθω έντονα την ανάγκη ή την επιθυμία να κάνω κάτι: Όταν το σκέφτηκα, μου ήρθε να βάλω τα γέλια.|| (εμφατ.) Έτσι ~ ~ τα παρατήσω όλα., μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη {συνήθ. στον αόρ.}: σκέφτομαι ή θυμάμαι κάποιον ή κάτι: Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε ~ είναι ... Τι σας φέρνει στο νου η λέξη ...; Πβ. έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου.|| Ήρθαν ~ μας παλιές αναμνήσεις. Σε έφερα ~ μου, όπως ήσουν τότε (πβ. αναπολώ)., όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν (προφ.): δεν με νοιάζει τι πρόκειται να συμβεί: Κάνω τα στραβά μάτια, ~ ~. Πβ. δε βαριέσαι, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει., πάει κι έρχεται 1. πηγαινοέρχεται, υπάρχει κινητικότητα: Κόσμος ~ ~. Καράβια/τρένα πάνε κι έρχονται. 2. πηγαίνει πέρα-δώθε: Το εκκρεμές ~ ~. 3. για να δηλωθεί αποδοχή, ανοχή μιας κατάστασης, ενός γεγονότος: Αν το διαζύγιο είναι συναινετικό, ~ ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό: Οι εκπλήξεις/τα κεράσματα/οι συζητήσεις πάνε κι έρχονται (= δίνουν και παίρνουν)! [< μεσν. υπάγω και έρχομαι] , (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το γήρας) ου γαρ έρχεται μόνον βλ. ου, ανακατωμένος/ανακατεμένος ο ερχόμενος βλ. ανακατεμένος, από κει που ήρθε/'ρθε βλ. εκεί, από την Πόλη έρχομαι και στην κορ(υ)φή κανέλα βλ. κανέλα, βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο βλ. προσκήνιο, βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, έγινε/γίνεται το έλα να δεις βλ. γίνομαι, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είμαι/έρχομαι στα πράγματα βλ. πράγμα, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, έλα, παππού/παππούλη (μου), να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά/τ' αμπέλια σου βλ. παππούς, έλα/καλώς ήρθες στο κλαμπ βλ. κλαμπ, έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έρχεται και παρέρχεται βλ. παρέρχομαι, έρχεται στα χέρια μου βλ. χέρι, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, έρχομαι στα σύγκαλά/στα λογικά μου βλ. σύγκαλα, έρχομαι/είμαι/βρίσκομαι σε επαφή (με κάποιον/κάτι) βλ. επαφή, έρχομαι/μπαίνω στη θέση του βλ. θέση, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έρχομαι/φέρνω (κάτι) πάτσι και πόστα βλ. πάτσι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, ήρθα για να μείνω βλ. μένω, ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα βλ. άγριος, ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια βλ. λόγια, ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια βλ. χέρι, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, ήρθε/σήμανε η ώρα βλ. ώρα, καλομελέτα κι έρχεται! βλ. καλομελετώ, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς βλ. κόλπος2, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πήγαινε-έλα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, τα καλύτερα έρχονται! βλ. καλύτερος, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω ● βλ. έλα [< αρχ. ἔρχομαι, γαλλ. venir, αγγλ. come, γερμ. kommen]

θαύμα

θαύμα [θαῦμα] θαύ-μα ουσ. (ουδ.) {θαύμ-ατος | -ατα, -άτων} & (λαϊκό-λογοτ.) θάμα 1. καθετί που υπερβαίνει τους νόμους της φύσης και αποδίδεται συνήθ. σε θεϊκή παρέμβαση· ανέλπιστα θετική εξέλιξη: ζωντανό/προσωπικό ~. Τα ~ατα των Αγίων/της Παναγίας/του Χριστού. To μέγα ~ του Αγίου Φωτός. ~ατα και προφητείες. Πιστεύει στα ~ατα.|| (εμφατ.) Είναι ~ πώς τα κατάφερε. Μόνο σε ένα ~ ελπίζει τώρα. Δεν γίνονται ~ατα, μη γελιέσαι. Πάμε για το ~ (πβ. όνειρο). Ζω ένα (μικρό) ~. 2. (μτφ.) οτιδήποτε ξεπερνά τις ανθρώπινες προσδοκίες και προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό: αναπτυξιακό/αρχιτεκτονικό (πβ. αριστούργημα)/οικονομικό/τεχνολογικό/φυσικό ~. Το απόλυτο ~. Τα ~ατα της επιστήμης/της ιατρικής. Τα επτά νέα/σύγχρονα ~ατα. Μνημείο που αποτελεί ~ τελειότητας. Εμβόλιο-~ κατά του φονικού ιού. (εμφατ.) Το ~ του έρωτα/της ζωής (= η γέννηση, πβ. μυστήριο).|| (ως επίθ.) Τι νοστιμιά, ~ γεύση! (πβ. μούρλια, ονειρεμένη)|| (ως επίρρ.) Περνάμε ~! ΣΥΝ. εξαίσια, θαυμάσια, τέλεια, τρέλα, υπέροχα, φανταστικά. ● ΣΥΜΠΛ.: θαύμα θαυμάτων (εμφατ.) 1. οτιδήποτε απίστευτο, αναπάντεχο: Αν κερδίσει η ομάδα, θα είναι/πρόκειται για ~ ~. 2. ΕΚΚΛΗΣ. η Θεία Κοινωνία., παιδί-θαύμα & παιδί θαύμα: παιδί ή νεαρό άτομο με ταλέντο και ικανότητες ασυνήθιστες για την ηλικία του: Υπήρξε/χαρακτηρίστηκε ~ ~ στα μαθηματικά. Τα ~ιά ~ατα της μουσικής/του σινεμά. Πβ. ιδιοφυΐα. [< γερμ. Wunderkind, αγγλ. child prodigy, γαλλ. enfant prodige] , θαύμα της φύσης βλ. φύση ● ΦΡ.: κάνει θαύματα: κατορθώνει φοβερά πράγματα, έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα: Η αγάπη/η τεχνολογία ~ ~. Νέο φάρμακο που ~ ~. Μηχάνημα που ~ ~ (πβ. κάνει παπάδες).|| (ειρων.) Το έκανε (πάλι) το θαύμα του και τα θαλάσσωσε. Πβ. θαυματουργώ., τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας: μνημειώδη αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, η πυραμίδα του Χέοπα, οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ο φάρος της Αλεξάνδρειας και ο Κολοσσός της Ρόδου., το όγδοο θαύμα (του κόσμου): δημιούργημα ασύλληπτης, εξαιρετικής τεχνικής: Κτίριο που θεωρήθηκε/χαρακτηρίστηκε ως ~ ~. [< γαλλ. la huitième merveille (du monde)] , ω του θαύματος!: επιφωνηματικά, ως έκφραση μεγάλης έκπληξης: Τον έψαχνα παντού και ξαφνικά, ~ ~, νάτος μπροστά μου! (συνηθέστ. ειρων.) Δεν ήξερε τίποτα, αλλά μόλις τον στρίμωξαν, ~ ~, τα θυμήθηκε όλα!, ως εκ θαύματος (λόγ.) & (σαν) από θαύμα: ανέλπιστα, αναπάντεχα: Γλίτωσε/επέζησε/σώθηκε ~ ~. ~ ~ δεν χτύπησε (πβ. από τύχη)! (ειρων.) Περιμένει, ~ ~, να λυθούν όλα του τα προβλήματα. [< γαλλ. (comme) par miracle] , αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα βλ. αλλού, εν τω άμα (και το θάμα/θαύμα) βλ. άμα, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, πράματα και θάματα/θαύματα βλ. θάμα [< αρχ. θαῦμα, γαλλ.-αγγλ. miracle, γαλλ. merveille]

καθημερινότητα

καθημερινότητα κα-θη-με-ρι-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η καθημερινή ζωή· ειδικότ. μονότονη και κουραστική επανάληψη ίδιων καταστάσεων: άχαρη/πεζή ~. Η αστική/εργασιακή ~. Η ~ των μαθητών (: σχολική ~). Αναβάθμιση/βελτίωση/διευκόλυνση της ~ας των πολιτών. Η ρουτίνα της ~ας. Εικόνες/(μικροί) ήρωες/προβλήματα/πρόσωπα/στιγμές της ~ας. Επιστροφή/προσγείωση στην ~. Απόδραση/διάλειμμα/φυγή από την (πιεστική) ~. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. quotidienneté]

καταβολή

καταβολή κα-τα-βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. (επίσ.) εξόφληση, πληρωμή χρηματικού ποσού: αχρεώστητη/ελάχιστη/μηνιαία ~. ~ αναδρομικών/αποζημίωσης/δεδουλευμένων/εισφορών/ενοικίου/επιδόματος/επιχορήγησης/μερίσματος/μετρητών/μισθού/νοσηλίων/οφειλής/προστίμου/συντάξεων/τόκων/φόρων. Βλ. αντι~, κατάθεση, προ~. ΑΝΤ. είσπραξη 2. κατανάλωση ενέργειας για συγκεκριμένο σκοπό: ~ κόπου (και χρόνου). ~ προσπαθειών για επίλυση του προβλήματος. 3. εξάντληση, εξασθένηση, καταπόνηση: ~ και άλγος σπονδυλικής στήλης. 4. (σπάν.-λόγ.) κάμψη της αντίστασης του αντιπάλου, νίκη. Πβ. εξουδετέρωση.καταβολές (οι) 1. αξίες, αρχές, συνήθειες που έχουν μεταβιβαστεί σε πρόσωπο ή σε σύνολο ατόμων από την οικογένειά του ή από γενιά σε γενιά αντίστοιχα, και αποτελούν ξεχωριστά γνωρίσματα της φυσιογνωμίας του: συμβίωση λαών με διαφορετικές πολιτισμικές ~. Έχουν κοινές ιδεολογικές/κοινωνικές/πολιτικές ~. Πβ. καταγωγή. Βλ. επιρροή. 2. απαρχές, ρίζες: οι ιστορικές ~ μιας θεωρίας/ενός κινήματος. Έθιμο με πανάρχαιες ~. ● ΣΥΜΠΛ.: καταβολή δυνάμεων & (προφ.) καταβολή: ΙΑΤΡ. εξάντληση, εξουθένωση: η ~ ~ ως σύμπτωμα της αναιμίας. Εμφανίζει ~ ~. Πβ. αδυναμία, κόπωση.|| Νιώθω μεγάλη ~. ● ΦΡ.: από καταβολής κόσμου (λόγ.): ανέκαθεν, από πολύ παλιά: Θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο ~ ~. ΣΥΝ. από αρχαιοτάτων χρόνων, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης (1), έναντι καταβολής (επίσ.): με (προ)πληρωμή: Έκδοση άδειας ~ ~ του καθορισμένου τέλους. Βλ. έναντι αμοιβής. [< αρχ., μτγν. καταβολή ‘θεμελίωση, γένεση, πληρωμή, παροξυσμός’]

κάτω

κάτω κά-τω επίρρ. & (λαϊκό) κάτου 1. στο έδαφος ή σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με κάποιο σημείο αναφοράς: Με έριξε ~. Κοιμήθηκαν ~ (στο πάτωμα). Πβ. καταγής, κατάχαμα, χάμω.|| Καθίστε ~ (: στις θέσεις σας)! Κατέβα ~ (απ' την καρέκλα)! Σκύψε ~ (= χαμηλά)! Πήγε ~ δεξιά/προς τα ~. Τι γίνεται εδώ/εκεί ~; Λίγο πιο ~/παρα~ βρίσκεται ... (πβ. μακριά, παραπέρα). Φεύγει για ~ (: περιοχή στον νότο).|| ~ απ' το κρεβάτι/τη σκάλα. ~ στο υπόγειο. Από τη μέση και ~. Πόνος ~ απ' το γόνατο. Πέρασα ~ από το σπίτι σου.|| (μτφ.) ~ από τη βάση/το μηδέν/το όριο της φτώχειας. ~ από αυτές τις συνθήκες. ~ από την επίδραση/την επιρροή ... ΣΥΝ. υπό.|| (λιγότερο:) ~ από ... λεπτά το λίτρο. Πενήντα τοις εκατό ~ οι τιμές! (+ γεν.) Ακατάλληλο ~ των δεκαεπτά. Οικισμός ~ των πεντακοσίων κατοίκων. Αγορές ~ των ... ευρώ.|| (ως επίθ.) Η ~ γειτονιά. Στο ~ μέρος/τμήμα της σελίδας. Εξαιρούνται οι πιο ~ (= εξής, κάτωθι) περιπτώσεις. (ΑΝΑΤ.) Η ~ γνάθος. Τα ~ άκρα/μέλη (= πόδια). (σε τοπωνύμια) ~ Μηλιά/Παναγιά/Πατήσια. ΑΝΤ. άνω.|| (ως ουσ., προφ.) Οι από ~ (: αυτοί που μένουν στον ~ όροφο). ΑΝΤ. πάνω & επάνω (1) 2. {επιφών.} ως έκφραση αποδοκιμασίας ή απειλής: ~ οι κλέφτες/ο φασισμός! ΑΝΤ. ζήτω.|| ~ τα ξερά σου! Πβ. μακριά τα χέρια σου. ● ΣΥΜΠΛ.: άνω (και) κάτω τελεία βλ. τελεία, Κάτω Βουλή βλ. βουλή, οι Κάτω Χώρες βλ. χώρα ● ΦΡ.: δεν το βάζω κάτω (προφ.): δεν σταματώ να αγωνίζομαι, να προσπαθώ: ~ ~ (= δεν απογοητεύομαι) εύκολα/με τίποτα/στις δυσκολίες. Κουράστηκα, αλλά δεν θα το βάλω ~ (= δεν θα υποκύψω). Μην το ~εις ~ (= μην κάνεις πίσω, μην υποχωρείς)!, είμαι στα κάτω μου (προφ.): έχω κακή διάθεση, είμαι πεσμένος ψυχολογικά. Πβ. νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως. ΣΥΝ. είμαι (στα) ντάουν (μου) ΑΝΤ. είμαι στα πάνω μου, είμαι/βρίσκομαι από κάτω (προφ.): σε μειονεκτική θέση: Κουράστηκα να ~ ~/να με έχουν συνέχεια από κάτω!, κάτω κάτω (επιτατ.): στο πιο χαμηλό σημείο: Τι διακρίνεις ~ ~;, με παίρνει από κάτω/αποκάτω (προφ.): πέφτω ψυχολογικά, απελπίζομαι, απογοητεύομαι: Χάσαμε, αλλά δεν θα μας πάρει ~ (= δεν θα χάσουμε το κουράγιο μας)! ΣΥΝ. τα βάφω μαύρα, μια και κάτω (προφ.): με μια κίνηση: Άδειασε το ποτήρι ~ ~ (= μια/μία κι έξω, μονορούφι)., ο κάτω κόσμος (λαϊκό-λογοτ.): ο κόσμος των νεκρών. ΣΥΝ. Άδης (1) ΑΝΤ. ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος, πέφτω κάτω 1. σωριάζομαι: Έπεσε ~ και χτύπησε. Πέστε ~.|| (μτφ.-εμφατ.) ~ ~ από τα γέλια (= ξεκαρδίζομαι). 2. (μτφ.-προφ.) αρρωσταίνω, καταρρέω: Έπεσα ~ με σαράντα πυρετό., στο κάτω κάτω (της γραφής) (προφ.): άλλωστε, εξάλλου: ~ ~ δεν χάθηκε κι ο κόσμος! Πβ. εν τέλει, έπειτα, και στην τελική, σε τελική/σε τελευταία ανάλυση, στο φινάλε., τα βάζω κάτω (προφ.): σκέφτομαι προσεκτικά, υπολογίζω την κατάσταση: Τα έβαλα ~ και τα λογάριασα. Βάλτα ~, σκέψου τα ήρεμα κι έπειτα αποφάσισε., τον βάζει κάτω (προφ.) 1. τον φέρνει σε τέτοια θέση, ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει: Με ~ (= καθίζει) ~, που λες, και αρχίζει να μου τα ψέλνει.|| (κυριολ.) Τον έβαλε (= έριξε) ~ κι άρχισε να τον χτυπά. 2. υπερτερεί έναντι κάποιου: ~ ~ στην πονηριά., ως/μέχρι/ίσαμε κάτω: ως την άκρη, το τέλος: Το μονοπάτι κατεβαίνει ~ ~., άνω-κάτω βλ. άνω, από πάνω μέχρι/ως κάτω βλ. πάνω & επάνω, βάζω το κεφάλι κάτω βλ. κεφάλι, κάτω απ' τ' αυλάκι βλ. αυλάκι, κάτω από τη/μπροστά στη μύτη μου βλ. μύτη, κάτω από τη/υπό (τη) σημαία βλ. σημαία, κάτω από το τραπέζι βλ. τραπέζι, κάτω τα χέρια από ... βλ. χέρι, κάτω του μετρίου βλ. μέτριος, μια πάνω (και) μια κάτω βλ. πάνω & επάνω, μπαμ και κάτω βλ. μπαμ, πάει κάτω βλ. πηγαίνω & πάω, παίρνει την κάτω βόλτα βλ. βόλτα, πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω, πίσω από τις λέξεις βλ. λέξη, που να/όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω βλ. κώλος, το μήλο κάτω απ' τη μηλιά (θα πέσει) βλ. μήλο, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω, χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. κάτω]

κοσμάκης

κοσμάκης κο-σμά-κης ουσ. (αρσ.) (προφ.): ο απλός κόσμος, κυρ. τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα: φτωχός ~. Τι φταίει ο αθώος ~; Πβ. λαός, λαουτζίκος, ο πολύς (ο) κόσμος. ● ΦΡ.: κόσμος και κοσμάκης (εμφατ.): πάρα πολλοί άνθρωποι ανεξαρτήτως προέλευσης: Μαζεύτηκε ~ ~. Έχει γνωρίσει ~ο και ~η. Πβ. κόσμος και ντουνιάς.

κτίση

κτίση κτί-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. ΘΕΟΛ. (κ. με κεφαλ. Κ) το σύνολο των δημιουργημάτων του Θεού: άλογη (: τα ζώα και η φύση)/άψυχη/λογική (: οι άγγελοι και οι άνθρωποι) ~. Η ομορφιά της ~ης. Ο πρωτότοκος πάσης ~εως (= ο Χριστός). Βλ. δημιουργία. ΣΥΝ. πλάση (1) 2. κτίσιμο, ίδρυση: επιγραφή/έτος ~ης (= ανέγερσης, οικοδόμησης) Ναού. ● ΦΡ.: από κτίσεως κόσμου/Ρώμης 1. από πολύ παλιά, από αρχαιοτάτων χρόνων. ΣΥΝ. από καταβολής κόσμου 2. (παλαιότ.) σύστημα χρονολόγησης το οποίο ξεκινά από το έτος δημιουργίας του κόσμου, δηλ. συνήθ. από το 5508 π.Χ. για το βυζαντινό και από το 3761 π.Χ. για το εβραϊκό ημερολόγιο ή από το έτος ίδρυσης της Ρώμης (753 π.Χ.) για το ρωμαϊκό ημερολόγιο. [< αρχ. κτίσις]

κώλος

κώλος [κῶλος] κώ-λος ουσ. (αρσ.) (προφ.): πρωκτός· γλουτοί: Έπεσε με τον ~ο. Πβ. κωλομέρι, οπίσθια, πάτος, πισινός, ποπός.|| Μας γύρισε τον ~ο (: τα νώτα).|| (μτφ.) Σκίστηκε ο ~ του παντελονιού. (το πίσω ή κάτω μέρος) Ο ~ του αυτοκινήτου/του ποτηριού. ● Υποκ.: κωλαράκι & κωλάκι (το), κωλαράκος (ο) ● Μεγεθ.: κωλάρα (η) ● ΦΡ.: (όλο) μαγκιά, (όλο) κλανιά και κώλο/και ο κώλος κουβαρίστρα/φινιστρίνι (αργκό): για άντρα που παριστάνει τον δυνατό, τον τολμηρό, ενώ δεν είναι., γίνομαι κώλος (μτφ.-αργκό) 1. τσακώνομαι άσχημα με κάποιον: Έγινε ~ με τη γειτόνισσα. (απειλητ.) Πρόσεξε τι λες, γιατί θα γίνουμε ~! ΣΥΝ. γίνομαι μπίλιες (με κάποιον) 2. για μεγάλη ακαταστασία: Η κουζίνα έγινε ~.|| Δεν είχα ομπρέλα μαζί μου κι έγινα ~ (= μουσκίδι). Πβ. χάλι. 3. πίνω πάρα πολύ, μεθώ., έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι’ έχεσε τον κόσμο όλο (παροιμ.): για κάποιον που νομίζει ότι απέκτησε αξία και γι' αυτό έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του., έχει κώλο (αργκό): έχει το θάρρος, τη θέληση ή τις ικανότητες: Ποιος ~ ~ να του πάει κόντρα;, καίγεται ο κώλος του (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έντονη επιθυμία, ανησυχία ή μεγάλη ανάγκη., κόβω τον κώλο (μτφ.-προφ.) 1. {συνήθ. στον μέλλ.} τιμωρώ αυστηρά: (κυρ. απειλητ.) Θα σου κόψω ~, αν συνεχίσεις. 2. (σπάν.) {μόνο στο α' πρόσ.} είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι το έκανε αυτός. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κώλος και βρακί (μτφ.-οικ.): για να δηλωθεί ότι κάποιοι έχουν πολύ καλές, στενές σχέσεις μεταξύ τους., μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι/κι οι κώλοι (παροιμ.): για κάποιον ασήμαντο, ανάξιο που εκφέρει μια άποψη χωρίς ουσία., μου βγαίνει ο κώλος (μτφ.-προφ.): κουράζομαι υπερβολικά: Της βγαίνει ~ στη δουλειά. ΣΥΝ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι, μου βγήκε η μέση, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος, μου έπιασαν τον κώλο (μτφ.-προφ.): συνήθ. για υπερβολική χρέωση: Μας ~ ~ στον λογαριασμό. Πβ. κωλοπιάσιμο, με πιάνουν κότσο., που να/όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω (μτφ.-προφ.): όσο και αν προσπαθήσεις, ό,τι και αν κάνεις: Δεν σου λέω, ~ ~!, στήνω κώλο (μτφ.-προφ.): εξευτελίζομαι, ταπεινώνομαι, υποχωρώ: Έστησε ~ για να πάρει τη δουλειά. ΣΥΝ. κατεβάζει τα βρακιά (του), στρώνω κώλο/πισινό & στρώνω τον κώλο/πισινό μου (μτφ.-οικ.): αφοσιώνομαι σε μια ασχολία, καταβάλλω επίμονη προσπάθεια: Στρώσε τον ~ σου (κάτω) να διαβάσεις., σφίγγουν οι κώλοι (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι δυσκολεύουν οι συνθήκες, προκύπτουν προβλήματα, η κατάσταση γίνεται πιεστική: Ήρθε ο νέος διευθυντής και έσφιξαν οι ~!, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του (προφ.): για κάποιον που επιδιώκει ή προκαλεί με τη συμπεριφορά του κάτι: ~ ~ σου, μου φαίνεται. Πβ. πάει/πηγαίνει γυρεύοντας. ΣΥΝ. τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του, του κώλου (προφ.): ασήμαντος, ανάξιος λόγου, κακής ποιότητας: συμβουλές ~ ~.|| Διοργάνωση ~ ~., του κώλου τα εννιάμερα (λαϊκό): βλακείες, ανοησίες., αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. αγκάθι, αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) βλ. τρώω, πήρε φωτιά ο κώλος του βλ. φωτιά, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί βλ. Γιάννης, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους/και μεταξωτούς κώλους βλ. βρακί, του έβαλαν/του έχουν βάλει νέφτι (στον κώλο/πισινό/ποπό) βλ. νέφτι, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< μεσν. κώλος]

μάταιος

μάταιος, η, ο μά-ται-ος επίθ. {(λόγ.) θηλ. ματαία} 1. που δεν έχει αποτέλεσμα, ανώφελος: ~ος: αγώνας. ~η: αναζήτηση/αντίσταση/θυσία/προσπάθεια. ~ο: ταξίδι. Τίποτα δεν είναι ~ο. Πβ. άσκοπος, ατελέσφορος, χαμένος. ΣΥΝ. άδικος (2), φρούδος 2. που δεν έχει αξία, σημασία, ουσία: ~α: λόγια. Πβ. κενός.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο (= ματαιότητα) του πράγματος/της υπόθεσης. Πβ. εφήμερος, πρόσκαιρος, προσωρινός. ● επίρρ.: μάταια & (λόγ.) ματαίως: Προσπάθησε να την μεταπείσει, αλλά ~ όμως, δεν άκουγε κανέναν. ● ΣΥΜΠΛ.: ο μάταιος κόσμος: ο επίγειος, φθαρτός κόσμος σε αντιπαράθεση με τον ουράνιο, τον αιώνιο: (ευφημ.) Αποχαιρέτησε/άφησε/εγκατέλειψε τον/έφυγε από τον ~ο τούτο ~ο (= πέθανε)., άδικος/μάταιος κόπος βλ. κόπος ● ΦΡ.: επί ματαίω (λόγ.): μάταια, ανώφελα: Ήλπιζε ~ ~ σε ένα καλύτερο μέλλον. ΣΥΝ. εις μάτην, του κάκου [< αρχ. μάταιος]

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

μικρός

μικρός, ή, ό μι-κρός επίθ. {(λόγ.) θηλ. -ά | συγκρ. μικρότ-ερος, υπερθ. μικρότ-ατος, ελάχιστος} 1. που το μέγεθός του είναι πιο κάτω από τον μέσο όρο ή το συνηθισμένο: ~ός: δήμος/οικισμός (: με λίγους κατοίκους)/πληθυσμός/χώρος. ~ή: αμοιβή/απόσταση/δόση/ιδιοκτησία/παρέα (= ολιγάριθμη)/συμμετοχή (= περιορισμένη). ~ό: βάρος/γεύμα (= ελαφρύ)/δίκτυο (π.χ. υπολογιστών)/έργο/κεφάλαιο/κόστος/μήκος/πλάτος/ποσό (= μικροποσό)/ποτάμι/σημάδι/σπίτι/ύψος. ~ά: βήματα. Όπλο ~ού βεληνεκούς/διαμετρήματος. Ιατρείο ~ών ζώων. Εργασίες ~ής κλίμακας. (σε συνταγές μαγειρικής) Κόψτε τις πιπεριές σε ~ά κομμάτια. Η συμμετοχή ήταν ~ερη του αναμενόμενου.|| (που βρίσκεται στις πρώτες θέσεις μιας ιεραρχίας που ακολουθεί αύξουσα σειρά:) Διδάσκει σε ~ές τάξεις. ΑΝΤ. μεγάλος (1) 2. που έχει σύντομη διάρκεια ή ένταση: ~ή: επίσκεψη/καθυστέρηση/συζήτηση/ταχύτητα (ΣΥΝ. αργός). ~ό: αφιέρωμα/διάλειμμα/ταξίδι/χρονικό διάστημα. ~ές: βροχοπτώσεις/μέρες/νύχτες. Η ζωή είναι ~ή.|| ~ός: ήχος/θόρυβος. ~ή: κραυγή/φωνή. 3. (μτφ.) που δεν έχει μεγάλη σημασία, αξία ή δύναμη: ~ός: άνθρωπος (= μικροπρεπής)/κίνδυνος/μέτοχος/παίκτης/τελικός. ~ή: αλλαγή (π.χ. σε ένα πρόγραμμα)/άνοδος/βελτίωση/βοήθεια/διαφορά/ελπίδα/εμβέλεια/ζημιά (= ασήμαντη)/νίκη/παράβαση/προσπάθεια/προσφορά/πτώση. ~ό: δώρο/λάθος/ψέμα. ~ές: αλήθειες/απώλειες/ειδήσεις/επισκευές/λεπτομέρειες/χαρές. ~ά: κόμματα/μυστικά ομορφιάς. Ερώτηση ~ής βαρύτητας. ~ές και μεσαίες επιχειρήσεις (= μικρομεσαίες). (ΑΘΛ.) Τοπικό πρωτάθλημα ~ών κατηγοριών.|| (για πρόσ.) Αποδείχτηκε πολύ ~ για σένα (= ανάξιος). Βλ. παρα~. 4. που έχει μικρή ή μικρότερη ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο· νεαρός: ~ός: αδελφός/θεατής/μαθητής. ~ό: κορίτσι. Διοργανώνουμε πάρτι για τους ~ούς μας φίλους (: για τα παιδιά). Είμαι η ~ερη της παρέας. Δεν κάνει σχέσεις με ~ερούς της (ενν. άνδρες). Είσαι πολύ ~ ακόμα για να... Από ~ στα βάσανα/φαινόταν ότι ... ~οί (= ανήλικοι) και μεγάλοι αναζητούν λίγη δροσιά.|| (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις, ~έ; ● Ουσ.: μικρή (η) (προφ.): νεαρή: Φώναξε τη ~ για φαγητό., μικρό (το) 1. νεογνό, βρέφος ή συνήθ. παιδί. Βλ. μωρό. 2. πεζό γράμμα. Βλ. κεφαλαίο., μικροί (οι): οι ασθενείς κοινωνικές τάξεις από οικονομική ή πολιτική άποψη., μικρός (ο) 1. μικρό αγόρι. 2. (ειδικότ.-παλαιότ.) νεαρός που εργαζόταν συνήθ. ως σερβιτόρος ή βοηθός κάποιου. 3. το μικρό δάχτυλο του χεριού. ● Υποκ.: μικράκι (το): μόνο στη σημ. 4., μικρούλης , α, -ικο/-ι: κυρ. στις σημ. 1,2: Του αρέσουν οι ~ες (: οι νεαρές γυναίκες)., μικρούλικος , η/ια, ο: κυρ. στις σημ. 1,2., μικρούτσικος , η, ο: κυρ. στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: μικρές ώρες: οι πρώτες ώρες μετά τα μεσάνυχτα και πριν το ξημέρωμα., η μικρή οθόνη βλ. οθόνη, Μικρά Είσοδος βλ. είσοδος, μικρές αγγελίες βλ. αγγελία, Μικρή Άρκτος βλ. άρκτος, Μικρό Απόδειπνο βλ. απόδειπνο, μικρό όνομα βλ. όνομα ● ΦΡ.: (τι) μικρός που είναι ο κόσμος/πόσο μικρός είναι ο κόσμος!: σε περιπτώσεις που συναντά κάποιος τυχαία γνωστό του πρόσωπο ή ακούει από τρίτους να αναφέρονται σε αυτό, χωρίς να το περιμένει., μικρό(ς), αλλά θαυματουργό(ς): για κάτι που έχει θεαματικά αποτελέσματα παρά το μικρό μέγεθός του., από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια βλ. αλήθεια, δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα βλ. πράγμα, δεν τον φτάνεις/δεν του μοιάζεις ούτε στο νυχάκι/(μικρό του) δαχτυλάκι/δάχτυλο βλ. δάχτυλο, ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου βλ. καλογερεύω, μικρό/λίγο το κακό! βλ. κακό, σαν μικρό/μωρό παιδί βλ. παιδί, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό βλ. ψάρι [< αρχ. μικρός]

νέος

νέος, α, ο νέ-ος επίθ. {νεότ-ερος, -ατος} 1. που βρίσκεται ανάμεσα στην εφηβεία και την ωριμότητα· κατ' επέκτ. που διατηρεί τη νεανικότητά του, αν και περασμένης ηλικίας: ~οι: γονείς/επιστήμονες/ψηφοφόροι (= νεαροί). Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς (ακρ. ΓΓΝΓ). Είναι πολύ ~ για (να γίνει) ...|| Νιώθει ακόμα ~ (στην καρδιά/στο σώμα/στην ψυχή). Δείχνει/φαίνεται ~. Παραμένει πάντα ~α (και δραστήρια). Πβ. αγέραστος, ακμαίος, θαλερός. 2. που γίνεται, εμφανίζεται ή τίθεται σε λειτουργία για πρώτη φορά· που μόλις άρχισε (διαδεχόμενος κάτι άλλο): ~ος: θεσμός. ~α: έκδοση/ταινία. ~ο: κόμμα/κρούσμα/πρόγραμμα (: αναθεωρημένο). ~οι: κανονισμοί. ~ες: δοκιμασίες/δυνατότητες/εξελίξεις/θέσεις εργασίας/κυκλοφορίες/τάσεις. Ευτυχισμένος ο ~ χρόνος! Κάνουμε μια ~α αρχή/ένα ~ο ξεκίνημα! Εγκαινίασαν το ~ο τους κατάστημα.|| ~οι: συνεργάτες/φίλοι. ~ες: γνωριμίες.|| (ειδικότ., σύγχρονος:) ~ος: συντηρητισμός (= νεοσυντηρητισμός). Νέοι Έλληνες (= Νεοέλληνες). ΣΥΝ. καινούργιος (2) 3. που έχει δημιουργηθεί, κατασκευαστεί ή αποκτηθεί πρόσφατα: ~ο: κτίριο. ~ες: εγκαταστάσεις. ~α: έργα/προϊόντα.|| ~α: αποκτήματα. Να σου δείξω το ~ο μου αμάξι/σπίτι! ΣΥΝ. καινούργιος (1) ΑΝΤ. παλιός (2) 4. που μόλις ξεκίνησε ή ανέλαβε κάτι: ~ος: οδηγός (= άπειρος, αρχάριος)/πρόεδρος/υπάλληλος. ~οι: επαγγελματίες. ~α: μέλη. Είναι (σχετικά) ~ στο επάγγελμα/στον χώρο.|| ~α: διοίκηση/κυβέρνηση. ΣΥΝ. νεόκοπος.|| ~οι: δημιουργοί/καλλιτέχνες (= πρωτοεμφανιζόμενοι). ΣΥΝ. καινούργιος (2) 5. που εισάγει καινούργια στοιχεία: ~α: θεραπεία/θεωρία/μέθοδος/οπτική (: διαφορετική)/προσέγγιση. ~ες: ιδέες. Πβ. ανανεωτικός, καινοτόμος, μοντέρνος, νεωτεριστικός, πρωτοποριακός. Βλ. νεο-. ● Ουσ.: Νέοι (οι): ΑΘΛ. ηλικιακή κατηγορία κατάταξης αθλητών: Εθνική/Πρωτάθλημα ~ων. Πβ. Έφηβοι. Βλ. Νεάνιδες., νέος (ο) 1. {θηλ. νέα} ενν. άνδρας ή γυναίκα: άνεργος/φιλόδοξος ~. Οι ~οι και ~ες (= η νεολαία· πβ. νεότητα). ΣΥΝ. νεαρός, νεαρή ΑΝΤ. γέρος (1) 2. καινούργιος σε κάποιον χώρο: οι ~οι στη δουλειά. 3. (στη στρατιωτική αργκό) νεοσύλλεκτος. ● ΣΥΜΠΛ.: Νέα Ελληνικά 1. Νέα Ελληνική γλώσσα. Βλ. Αρχαία Ελληνική. ΣΥΝ. Νεοελληνικά (τα) 2. (συνεκδ.) το μάθημα της Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας· το σχετικό βιβλίο., νέο κρασί & (σπάν.) νεαρό κρασί: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που καταναλώνεται αμέσως μετά το τέλος της ζύμωσης., νέο κύμα 1. ΜΟΥΣ. ρεύμα στο ελληνικό τραγούδι της δεκαετίας του 1960, με χαρακτηριστικά τη λυρικότητα, την τρυφερότητα και την απλότητα. Βλ. μπαλάντα, μπουάτ. 2. ΚΙΝΗΜ. νουβέλ βαγκ., Νέος Κόσμος: οι ήπειροι που ανακαλύφθηκαν από τους Ευρωπαίους στους νεότερους χρόνους (η Ανταρκτική, η Ωκεανία και ιδ. η Αμερική)., γρηγοριανό/νέο ημερολόγιο βλ. γρηγοριανός, Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων βλ. κατάστημα, νέα εποχή βλ. εποχή, Νέα Ρώμη βλ. Ρώμη1, Νέα Σελήνη βλ. σελήνη, νέα τάξη (πραγμάτων) βλ. τάξη, νέα/ψηφιακή οικονομία βλ. οικονομία, νέες τεχνολογίες βλ. τεχνολογία, νέο αίμα βλ. αίμα, νέο μυθιστόρημα βλ. μυθιστόρημα ● ΦΡ.: εκ νέου (λόγ.): πάλι, ξανά, για μια ακόμα φορά: ~ ~ δημοσίευση του άρθρου (= επαναδημοσίευση). Η δίκη αναβλήθηκε/το θέµα συζητήθηκε ~ ~., (ο νέος είναι ωραίος, αλλά) ο παλιός είναι αλλιώς βλ. παλιός, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, νέας/τελευταίας κοπής βλ. κοπή, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός [< αρχ. νέος, γαλλ. nouveau, αγγλ. new, γερμ. neu]

νοικοκύρης

νοικοκύρης νοι-κο-κύ-ρης ουσ. (αρσ.) {νοικοκύρ-ηδες (λαϊκό) -αίοι} 1. ο σύζυγος ή/και πατέρας, ο κύριος του σπιτιού· (κατ΄επέκτ.-παρωχ.) αφέντης, κυρίαρχος: καλός/φιλόξενος ~. Πβ. οικογενειάρχης, οικοδεσπότης, πάτερ φαμίλιας. 2. άνδρας που ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού· γενικότ. οργανωτικός στη ζωή του και ιδ. στις οικονομικές του υποθέσεις: πραγματικός/σωστός ~. Βλ. ανοικοκύρευτος.|| (παλαιότ.) Οι ~αίοι (= οι προύχοντες). 3. (κυρ. παλαιότ.) σπιτονοικοκύρης. Βλ. νοικοκυρά. ● ΦΡ.: όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος (παροιμ.): κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει καλύτερα ένα θέμα από τον άμεσα εμπλεκόμενο., τον έκαναν νοικοκύρη (αργκό): μπήκαν κλέφτες στο σπίτι ή το μαγαζί κάποιου και το άδειασαν., αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί/για να φύγει ο νοικοκύρης βλ. κλέφτης [< μεσν. νοικοκύρης]

νύχτα

νύχτα νύ-χτα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) νύκτα & (λαϊκό-λογοτ.) νυχτιά & (αρχαιοπρ.) νυξ {νυκτός, νυκτί} 1. η χρονική διάρκεια ανάμεσα στη δύση και την ανατολή του ήλιου, κατά την οποία επικρατεί σκοτάδι, επειδή στον συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο δεν φτάνουν οι ηλιακές ακτίνες: βαθιά/έναστρη/ζεστή/κρύα/μαύρη ~. ~ με πανσέληνο/χωρίς φεγγάρι. Έχει παγωνιά τη ~. Η ~ της Πρωτοχρονιάς. Κρέμα ~ας/νυκτός. Πουλί της ~ας (= νυχτοπούλι). Μετά/πριν τις έντεκα τη ~. Η ~ (= το σκοτάδι) έπεσε/σκέπασε την πόλη. Ήρθε (αργά) τη ~. Ξύπνησε μες στην (άγρια) ~ (= τα μεσάνυχτα). Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη (τη) ~. (ως επίρρ.) Σηκώνεται ~ (= ξημερώματα), για να πάει στη δουλειά. Μην οδηγήσεις ~! Το νομοσχέδιο πέρασε ~ (: γρήγορα και ξαφνικά, για να αποφευχθούν αντιδράσεις). Πβ. βράδυ. ΑΝΤ. ημέρα (1) 2. (κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, οι ώρες του βραδινού ύπνου ή ό,τι γίνεται κατά τη διάρκειά του: μοιραία ~. ~ αγωνίας/βομβαρδισμών/τρόμου. Μια ~ στην εξοχή/του χειμώνα. ~ες κεφιού/μοναξιάς (πβ. βραδιά). Είχα ανήσυχη/άσχημη ~ χθες. Η πρώτη ~ του γάμου ~. Καλή σου ~ (= καληνύχτα)! Δεν μπορώ να κοιμηθώ τη ~, έχω αϋπνίες. Πέρασε μια/τη ~ άγρυπνος/στο κρατητήριο. Μεγάλη ~ η χθεσινή (: συνέβησαν κρίσιμα, σημαντικά γεγονότα)! Άνθρωπος της ~ας. Οι νονοί της ~ας. Δουλεύει στη ~. 3. (μτφ.) περίοδος οπισθοδρόμησης, απαισιοδοξίας, θλίψης: η ~ της Κατοχής/του Μεσαίωνα. Πβ. ζοφερότητα, σκοτάδι. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγια Νύχτα: η νύχτα των Χριστουγέννων· κατ' επέκτ. το αντίστοιχο χριστουγεννιάτικο τραγούδι., η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου: για περιπτώσεις που έλαβε ή πρόκειται να λάβει χώρα ένα αποτρόπαιο, φρικαλέο ή συνταρακτικό συμβάν: Θα γίνει ~ ~! [< γαλλ. la nuit de la Saint Barthélémy] , λευκές νύχτες: που οφείλονται στο φαινόμενο του ήλιου του μεσονυχτίου, είναι ορατές στις περιοχές που βρίσκονται ελάχιστα εκτός των ορίων των αρκτικών κύκλων και χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη φωτός στον ουρανό, ακόμα και μετά τη δύση του ήλιου: οι ~ ~ της Αγίας Πετρούπολης., λευκή νύχτα 1. βράδυ αϋπνίας: ~ ~ σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (: όταν τα μπαρ, τα μουσεία, τα εστιατόρια, τα μαγαζιά μένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες). 2. (κυρ. για συζύγους) χωρίς σεξουαλική επαφή. [< γαλλ. nuit blanche] , δοχείο νυκτός βλ. δοχείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, πεταλούδα/πεταλουδίτσα της νύχτας βλ. πεταλούδα ● ΦΡ.: (μέσα) σε μια νύχτα: μέσα σε ένα βράδυ, δηλ. πολύ γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες: Έγινε πλούσιος ~ ~. Πβ. μέσα σε μια στιγμή, στο άψε σβήσε. ΣΥΝ. εν μία νυκτί, διά νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας: φυγή ~ ~., έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα: φωτίστηκε/φώτισαν πολύ το μέρος (σαν να ήταν μέρα): Έγινε ~ με τα πυροτεχνήματα. Οι φωτοβολίδες έκαναν ~., έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα (προφ.) 1. κοιμάται τη μέρα και εργάζεται ή διασκεδάζει τη νύχτα. 2. εργάζεται ακατάπαυστα πρωί βράδυ. , εν μία νυκτί (λόγ.): μέσα σε μια νύχτα, ξαφνικά., εν τω μέσω της νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα: ληστεία ~ ~., η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη (παροιμ.): για μη αναμενόμενη εξέλιξη σε χρονοβόρες παρασκηνιακές ενέργειες ανάδειξης προσώπων σε αξιώματα., θα φύγει/έφυγε νύχτα (αργκό): θα αποχωρήσει κακήν κακώς. Πβ. σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης., μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ & το πρωί/το ξημέρωμα: νύχτωσε, βράδιασε· για δήλωση πολύωρης διάρκειας ή καθυστέρησης: Θα μας βρει/πάρει ~ μέχρι να φτάσουμε (: θα πέσει το σκοτάδι). Με πήρε ~ διαβάζοντας.|| (ως έκφρ. δυσαρέσκειας) Μας πήρε ~ μέχρι να ετοιμαστεί (= βραδιάσαμε, νυχτώσαμε)!, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) (προφ.) 1. για να δηλωθεί η πλήρης άγνοια κάποιου σε έναν τομέα: Του ζήτησα βοήθεια, αλλά ~ ~! 2. για δήλωση απαισιοδοξίας: -Πώς πάνε τα πράγματα; -~ ~! 3. σε περιπτώσεις που επικρατεί το μαύρο χρώμα ή σκοτάδι. Πβ. μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα., νύχτα (το) πήρες το δίπλωμα; (ειρων.): προς κάποιον που αποδεικνύεται ανάξιος κάτοχος ενός διπλώματος, συνήθ. οδήγησης., ο κόσμος της νύχτας: άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στον χώρο της νυχτερινής διασκέδασης (π.χ. τραγουδιστές, ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων και οι εργαζόμενοι σε αυτά) ή/και ασχολούνται με παράνομες δραστηριότητες (π.χ. προστασία, εμπόριο ναρκωτικών): ο επικίνδυνος/σκληρός ~ ~. Κυκλώματα που σχετίζονται με τον ~ο ~., όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί (παροιμ.): όποιος κινείται σε ύποπτους χώρους ή εμπλέκεται σε επικίνδυνες υποθέσεις, υφίσταται τις συνέπειες., από/απ' το πρωί ως/μέχρι το βράδυ βλ. βράδυ, η μέρα με τη νύχτα βλ. μέρα, η νύχτα των κρυστάλλων βλ. κρύσταλλο, μέρα-νύχτα βλ. μέρα, όνειρο θερινής νυκτός βλ. όνειρο, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, χίλιες και μια νύχτες βλ. χίλιοι [< μεσν. νύχτα < αρχ. νύξ, γαλλ. nuit, αγγλ. night, γερμ. Nacht]

ομφαλός

ομφαλός [ὀμφαλός] ομ-φα-λός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. οπή στην κοιλιά του εμβρύου για τη δίοδο των ομφαλικών αγγείων και (συχνότ.-συνεκδ.) η ουλή που σχηματίζεται από την αποκοπή του ομφάλιου λώρου μετά τη γέννηση: η περιοχή του ~ού. ΣΥΝ. αφαλός (1) 2. (μτφ.) κεντρικό σημείο, κόμβος: ~ (ΑΡΧΑΙΟΛ.) δίσκου/έλικα (βλ. πλήμνη)/κλειδαριάς/πόρτας/τιμονιού.|| (κατ' επέκτ.) ~ (πβ. καρδιά) της πόλης. 3. ΠΛΗΡΟΦ. κεντρική συσκευή που συνδέει υπολογιστές ή δίκτυα. ● ΦΡ.: ο ομφαλός της Γης & ο ομφαλός του κόσμου: το κέντρο του κόσμου· (στην αρχαιότητα) οι Δελφοί: (ειρων.) Νομίζει ότι είναι ~ ~ (βλ. εγωκεντρικός). [< αρχ. ὀμφαλός, αγγλ. omphalos, navel, hub]

πάνω & επάνω

πάνω & επάνω [ἐπάνω] πά-νω επίρρ. 1. & (λαϊκό) απάνω: ψηλά ή σε ψηλότερο επίπεδο, ψηλότερη επιφάνεια ή θέση σε σχέση με κάποιο σημείο αναφοράς: Κοίτα ~. Στερέωσε τον καθρέφτη πιο ~. (πιο πέρα, πιο βόρεια ή σε μεγαλύτερο υψόμετρο:) Ο τουρισμός δεν έχει φτάσει εδώ ~ (στο χωριό). Σηκωθείτε ~ (= όρθιοι). (για δήλωση αφετηρίας, προέλευσης:) Διάβασε προσεκτικά από ~ προς τα κάτω. (για δήλωση κατεύθυνσης:) Τέντωσε τα χέρια σου προς τα ~.|| (ως πρόθ. + από) ~ από το εκκλησάκι είναι ... Η πηγή βρίσκεται ~ από την πλατεία.|| (ως επίθ.) Το ~ μέρος/παράθυρο/πλαίσιο/τμήμα. (σε ονόματα περιοχών, χωριών) ~/κάτω Πλάτανος. Οι κάτοικοι του ~ ορόφου (σε πολυκατοικίες).|| (ως ουσ.) Οι (από) ~ (ενν. ένοικοι).|| (ειδικότ. για όχημα, μέσα:) ~ στο λεωφορείο. 2. (+ σε) σε επιφάνεια: ~ στην πόρτα. Κάνε κλικ με το ποντίκι ~ στο λινκ. Σέρβιρε το φιλέτο ~ σε φύλλα ρόκας. 3. για κάτι που συνορεύει με κάτι άλλο: Το οικόπεδο είναι ~ στον κεντρικό δρόμο. 4. (σε θέση πρόθεσης + από + αριθμητικό) περισσότερο από: Είναι ~ από σαράντα πέντε χρόνων. Μου πήρε ~ από έναν μήνα να τελειώσω την εργασία (πβ. παρα~). Η εταιρεία πούλησε ~ από εκατό χιλιάδες αυτοκίνητα πέρσι. Οι μέσες μηνιαίες θερμοκρασίες παραμένουν ~ από το μηδέν. 5. (σε θέση πρόθεσης + από, μτφ.) για κάποιον ή κάτι που βρίσκεται σε ανώτερη, σημαντικότερη θέση από κάποιον άλλο σε αξιολογική ή ιεραρχική κλίμακα: Είναι ~ από μένα στη δουλειά. Η ευτυχία των παιδιών μου είναι ~ από τη δική μου. || (εμφατ.) ~ και πέρα από οποιοδήποτε /ότιδήποτε … 6. (+ γεν. αδύνατου τύπου της προσ. αντων. γ' προσώπου) εναντίον: (ως πρόθ.) Όρμησε ~ του, χωρίς να καταλάβουμε γιατί.|| (ως επιφών.) ~ του/τους! 7. (σε θέση πρόθεσης + σε) αναφορικά, σχετικά με κάτι: Θα ήθελα να τοποθετηθώ ~ σε αυτό το θέμα (πβ. επ' αυτού). 8. για αύξηση της αξίας, των τιμών: 50% ~ οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Οριακά ~ οι πωλήσεις. 9. (σε θέση πρόθεσης με χρονική σημασία, + σε) κατά τη διάρκεια: Έπαθε ανακοπή καρδιάς ~ στο χορό. Αποκοιμήθηκα ~ στο καλύτερο. 10. (συνήθ. επιτατ.) για δήλωση αναφοράς: Η ύλη ~ στην οποία θα εξεταστείτε είναι η εξής ... ● Ουσ.: οι επάνω: οι ανώτεροι, οι προϊστάμενοι ή αυτοί που έχουν εξουσία. Πβ. άνωθεν. ● ΦΡ.: από πάνω μέχρι/ως κάτω: από το πιο ψηλό ως το πιο χαμηλό σημείο, από την κορυφή ως τα νύχια: Ρωγμές στους τοίχους ~ ~.|| Καρφώνω με τα μάτια/κοιτάζω κάποιον ~ ~. Ήταν ντυμένος ~ ~ στα μαύρα. Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας ~ ~., βάζω/ρίχνω κάτι πάνω μου (προφ.): ντύνομαι βιαστικά, πρόχειρα., είμαι στα πάνω μου (προφ.): είμαι σε καλή κατάσταση, έχω καλή διάθεση ή σημειώνω επιτυχία: Η ομάδα είναι ~ ~ της. ΣΥΝ. είμαι στα χάι μου ΑΝΤ. είμαι (στα) ντάουν (μου), είμαι στα κάτω μου, είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω (μτφ.-προφ.) 1. ελέγχω, επιβλέπω: Κατά τη διάρκεια του διαγωνίσματος ήμουν συνέχεια από ~ τους (ενν. τους μαθητές). 2. βρίσκομαι σε θέση ισχύος. Πβ. έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι. 3. (για άνδρα ή γυναίκα) ως ερωτική στάση., και πάνω: και περισσότερο: Η ένταση του ανέμου θα είναι από δέκα μποφόρ ~ ~. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν νέοι και νέες από δεκαπέντε χρονών ~ ~. Οι επιδιορθώσεις θα κοστίσουν εκατό ευρώ ~ ~., κι από πάνω (προφ., συνήθ. σε περιπτώσεις αγανάκτησης, δυσαρέσκειας): επιπλέον: Αυτό έλειπε, να σε λυπηθώ ~ ~. Ήρθες καθυστερημένος στη δουλειά και διαμαρτύρεσαι ~ ~., μια πάνω (και) μια κάτω (μτφ.-προφ.): για αλλαγή πότε προς το καλύτερο και πότε προς το χειρότερο: Στη ζωή τα πράγματα είναι ~ ~., ο ένας πάνω στον άλλο 1. (επιτατ.) για να δηλωθεί στρίμωγμα, συμφόρηση: Ζούσαν στοιβαγμένοι σε άθλια παραπήγματα, ~ ~. 2. για χρονική συνήθ. διαδοχή με μεγάλη συχνότητα: Οι σφαίρες έπεφταν η μία ~ στην άλλη. Πβ. ο ένας μετά τον άλλο., ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος (λαϊκό): η επίγεια ζωή (σε αντίθεση με τον κόσμο των νεκρών). ΑΝΤ. ο κάτω κόσμος, παίρνω κάτι (ε)πάνω μου (προφ.): αναλαμβάνω: Πήρε πάνω του το βάρος της ευθύνης., παίρνω τα πάνω μου 1. αρχίζω να αποδίδω ή γνωρίζω άνθιση, επιτυχία: Στην πορεία του παιχνιδιού η Εθνική μας Ομάδα πήρε τα ~ της.|| Πήρε επιτέλους ~ του. Το καλοκαίρι ο τουρισμός ~ει ~ του. 2. (για πρόσ.) βελτιώνεται η διάθεσή μου., πάνω απ' όλα & πριν απ' όλα: το σημαντικότερο σύμφωνα με την κρίση κάποιου· κατά κύριο λόγο, κυρίως: ~ ~ η υγεία! Με ενδιαφέρει ~ ~ η ποιότητα του έργου. ΣΥΝ. πρώτα απ' όλα/πρώτα-πρώτα (2), πάνω κάτω (προφ.) 1. κατά προσέγγιση, περίπου: Όταν έφυγα, ήταν ~ ~ έξι. Κατάλαβα ~ ~ τι θέλεις να πεις (πβ. λίγο πολύ, μέσες άκρες).|| Πέντε πάνω, πέντε κάτω δεν έχει σημασία. ΑΝΤ. ακριβώς (1) 2. από τη μία πλευρά στην άλλη, πέρα δώθε: Περπατούσε ~ ~ σκεφτικός. 3. προς τα πάνω και προς τα κάτω: Μετακινήστε ~ ~ το έγγραφο με το ποντίκι., πάνω μου 1. (ως πρόθ.) μαζί μου: Δεν έχω/κρατάω ~ ~ λεφτά (= στο πορτοφόλι, στην τσάντα ή στην τσέπη μου). 2. (για πρόσ.) στο σώμα ή στον χαρακτήρα μου: Το φοράω συνέχεια ~ ~.|| Λίγο φιλότιμο δεν έχεις ~ σου; Η παιδεία επέδρασε ~ του (= στην προσωπικότητά του, στον ψυχισμό του).|| Έφυγε από ~ ~ ένα βάρος (= ανακουφίστηκα, απαλλάχτηκα). 3. (ως συμπλήρωμα διαφόρων ρημάτων) σε εμένα: Βασίσου/στηρίξου ~ ~., πάνω πάνω (προφ.) 1. στην υψηλότερη θέση: ~ ~ στο συρτάρι έχω τα έγγραφα. 2. (μτφ.) επιφανειακά, χωρίς λεπτομέρειες., πάνω που: (σε θέση χρονικού συνδέσμου) την ώρα ακριβώς, τη στιγμή ή την περίοδο που: ~ ~ ετοιμαζόμουν να φύγω, εμφανίστηκε. ~ ~ είχα αρχίσει να συνηθίζω, μου άλλαξαν πόστο., πέφτω πάνω σε κάποιον/κάτι 1. (μτφ.) βρίσκω αναπάντεχα, συναντώ τυχαία: Στην επιστροφή έπεσα ~ ~ μποτιλιάρισμα. Ψάχνοντας διάφορα άρθρα, έπεσα ~ ~ ένα που είχα γράψει εδώ και καιρό.|| Έπεσα ~ ~ μια φίλη από τα παλιά. ΣΥΝ. έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον, κουτουλώ (3) 2. (για οχήματα) συγκρούομαι: Η νταλίκα έπεσε ~ στο λεωφορείο., πιο πάνω: (στον λόγο) προηγουμένως: Τα μέτρα που αναφέρθηκαν ~ ~.|| (σε επιθετική χρήση:) Σχετικά με το ~ ~ θέμα, μπορώ να πω ..., τα κάνω πάνω μου (προφ.) 1. αφοδεύω ή ουρώ στα εσώρουχά μου: Κόντεψα να ~ ~ από τα γέλια (= να κατουρηθώ). 2. (μτφ.) νιώθω υπερβολικό φόβο, τρόμο: ~ ~ στην ιδέα του θανάτου. Πβ. χέζομαι πάνω μου., το παίρνω πάνω μου (προφ.): υπερηφανεύομαι, υπερεκτιμώ τον εαυτό μου: Μην του λες τέτοια, γιατί θα το πάρει ~ του. Πώς να μην το πάρει ~ της με τόσες επιτυχίες; Πβ. καβάλησε το καλάμι., φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω: για ριζική αλλαγή, μεγάλη ανατροπή μιας κατάστασης: Έφερε τα ~ ~ στην τέχνη της εποχής του. Ένα μήνα έλειψα και ήρθαν ~ ~., (ε)πάνω στην ώρα βλ. ώρα, από το πάνω ράφι βλ. ράφι, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι βλ. χέρι, ζαμανφού και πάνω/κι απάνω τούρλα βλ. τούρλα, ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του βλ. χρόνος, παίρνει την πάνω βόλτα βλ. βόλτα, πάνω απ' τον ώμο (κάποιου) βλ. ώμος, πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας βλ. κεφάλι, πάνω από το πτώμα (μου) βλ. πτώμα, πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα βλ. συζήτηση [< αρχ. ἐπάνω]

πολίτης

πολίτης πο-λί-της ουσ. (αρσ. + θηλ.) {πολιτών | (σπάν.-λόγ.) θηλ. πολίτις, πολίτιδ-ος, -α} 1. κάτοικος κράτους ή μέλος πολιτικής κοινότητας, που έχει πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις· υπήκοος: ανυποψίαστοι/ενημερωμένοι/ευυπόληπτοι/νομοταγείς/σκεπτόμενοι/συνειδητοποιημένοι/φιλήσυχοι/φορολογούμενοι ~ες. Άγγλοι/Αμερικανοί/Έλληνες ~ες. Αλλοδαποί ~ες. Η ιδιότητα του ~η (= πολιτειότητα). Σχέσεις κράτους-~η. Υπουργείο Προστασίας του ~η (2018). Υπηρεσίες προς τον ~η. Μέσος ~ης. ~ες βήτα/δεύτερης κατηγορίας. Χειραγώγηση των ~ών.|| Ακαδημαϊκός (= φοιτητής)/ένστολος (= στρατιώτης) ~.|| Ευρωπαίοι ~ες/~ες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ~ες μιας πόλης (: αστοί)/του Νομού/της Περιφέρειας. Βλ. κυβερνο~, συμ~. 2. (ειδικότ.) ιδιώτης: Συμμετείχαν αξιωματούχοι και (απλοί/κοινοί) ~ες. Βλ. -ίτης1. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργοί πολίτες: δραστήριοι, ενημερωμένοι, που ξέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνία: ενεργοί και ανενεργοί/παθητικοί πολίτες., ο πρώτος πολίτης: χαρακτηρισμός ανώτατου άρχοντα: ~ ~ του Δήμου (= Δήμαρχος)/της χώρας (= Πρόεδρος της Δημοκρατίας)., πολίτης του κόσμου: κοσμοπολίτης, διεθνιστής. [< γαλλ. citoyen du monde] , αγωγή του πολίτη βλ. αγωγή, Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών βλ. εξυπηρέτηση, κοινωνία (των) πολιτών βλ. κοινωνία, Οδηγός του Πολίτη βλ. οδηγός, Συμπαραστάτης του Πολίτη και της Επιχείρησης βλ. συμπαραστάτης, Συνήγορος του Πολίτη βλ. συνήγορος ● ΦΡ.: Καλός πολίτης!: ευχή σε στρατιώτη για την επικείμενη απόλυσή του από το στράτευμα. [< 1: αρχ. πολίτης ‘ελεύθερος πολίτης, συμπολίτης’ 2: γαλλ. citoyen]

συντέλεια

συντέλεια συ-ντέ-λει-α ουσ. (θηλ.): μόνο στις ● ΦΡ.: μέχρι συντελείας του αιώνος (ΚΔ): ως το τέλος του κόσμου., συντέλεια του κόσμου 1. το τέλος του κόσμου· κατ' επέκτ. σε περιπτώσεις που κάποιος δίνει τραγικές και πολύ δυσάρεστες διαστάσεις σε ένα άσχημο συμβάν, μια αρνητική κατάσταση: (ΘΕΟΛ.) Έρχεται η ~ ~. Πβ. Δευτέρα Παρουσία.|| Πώς κάνεις έτσι, δεν ήρθε και η ~ ~. Βλ. (κάποιος) φέρνει την καταστροφή. 2. (μτφ.) σε περιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων: Γίνεται η ~ ~ έξω. Πβ. θεομηνία, κοσμοχαλασιά. Βλ. καρεκλοπόδαρο. [< μτγν. συντέλεια]

τέλος

τέλος τέ-λος ουσ. (ουδ.) {τέλ-ους | -η, -ών} 1. συμπλήρωση μιας περιόδου ή μιας διαδικασίας ή/και το σημείο ολοκλήρωσής τους: το ~ της διορίας/της σεζόν (πβ. κλείσιμο). Το ~ της εβδομάδας/της μέρας (πβ. δύση). Μετά/μέχρι/πριν το ~ του χειμώνα/του χρόνου. Στο ~ (= στην εκπνοή) του προηγούμενου αιώνα. Περί τα/στα ~η της δεκαετίας.|| (ΘΕΟΛ.) Ως το ~ των αιώνων (: τη Δευτέρα Παρουσία).|| Το ~ των μαθημάτων/των σπουδών (= πέρας). Το ~ των εχθροπραξιών/του πολέμου. Στο ~ του αγώνα. Πβ. λήξη, παύση.|| Ταινία με καλό ~ (= χάπι εντ). Άκουσα μόνο το ~ της ομιλίας/της συζήτησης (πβ. επίλογος). Η υπόθεση είχε αίσιο/άσχημο/κακό ~ (= έκβαση, κατάληξη, φινάλε). ΑΝΤ. αρχή (1), έναρξη 2. ακρότατο όριο: το ~ του (δια)δρόμου/της ευθείας/του κουβαριού (πβ. άκρη). Το όνομά του βρίσκεται στο ~ της λίστας. Οι υποσημειώσεις μπαίνουν στο ~ κάθε σελίδας. Πβ. άκρο. ΑΝΤ. αρχή (1) 3. παύση, τερματισμός μιας κατάστασης ή εξέλιξης· ξόδεμα, εξάντληση: επικείμενο ~. ~ των διαπραγματεύσεων (πβ. αναστολή). Όλα (τα ωραία) έχουν ένα ~ (: κάποια στιγμή τελειώνουν). Το (οριστικό) ~ ενός γάμου/μιας σχέσης. Το ~ της ανθρωπότητας/μιας αυτοκρατορίας (πβ. αφανισμός, παρακμή, πτώση). Το ~ της αθωότητας/της ελπίδας/ενός θρύλου. Ιστορία χωρίς ~. Δίχως ~ ο κύκλος της βίας (πβ. διακοπή). Η καριέρα του αγγίζει το/φτάνει στο ~ της. Η ταλαιπωρία μας δεν έχει ~. ΑΝΤ. αφετηρία.|| (προφ., για δήλωση αποφασιστικότητας:) Διακοπές ~! Δεν το συζητώ άλλο, ~! Πβ. τέρμα.|| Το ~ των αποθεμάτων. 4. (μτφ.) θάνατος: Βρήκε άδοξο/πρόωρο/τραγικό ~ (πβ. χαμός). Αισθάνεται/περιμένει το ~ του (πβ. μοιραίο). Έμειναν μαζί ως το ~ της ζωής τους. 5. ΟΙΚΟΝ. φόρος: ανταποδοτικό/ειδικό/ενιαίο/ετήσιο ~. ~ ακίνητης περιουσίας. ~ τερματισμού κλήσης (: στην κινητή τηλεφωνία). Δημοτικά/ταχυδρομικά ~η. Αυξημένα ~η κυκλοφορίας. Καταβολή/πληρωμή ~ους. Είσπραξη/κατάργηση ~ών. Πβ. δασμός. 6. (ως επίρρ.) τελικά: Τόνισε, ~, τη σημασία του προγράμματος για ... ΣΥΝ. εν κατακλείδι ● ΣΥΜΠΛ.: τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης βλ. τίτλος, το τέλος της ιστορίας βλ. ιστορία ● ΦΡ.: βάζω/δίνω/θέτω (ένα) τέλος/τέρμα & μπαίνει (ένα)/λαμβάνει/παίρνει τέλος: τερματίζω· κάτι παύει να υφίσταται: Έτοιμοι να βάλουν/δώσουν (ένα) ~ στη διαφθορά.|| Καιρός να δοθεί/μπει (ένα) ~ στην ταλαιπωρία των πολιτών. Αυτή η κατάσταση πρέπει να πάρει τέλος (: να διευθετηθεί οριστικά). [< γαλλ. mettre/prendre fin] , εντέλει & εν τέλει (λόγ.): στο τέλος, τελικά: Απέφευγε να μιλήσει, αλλά, ~ ~, το παραδέχτηκε.|| Τι είναι, ~ ~ (= τέλος πάντων), σωστό και λάθος; [< αρχ. φρ. ἐν τέλει, γαλλ. à la fin] , η αρχή του τέλους: η έναρξη της τελικής φάσης μιας κατάστασης, συνήθ. για επικείμενη καταστροφή: Σήμανε ~ ~ για το καθεστώς. Πβ. αντίστροφη μέτρηση. [< γαλλ. le commencement de la fin] , ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου): έφτασε η στιγμή της καταστροφής, του θανάτου: Μην πανικοβάλλεσαι, δεν ~ και το τέλος του κόσμου!|| (απειλητ.) Τι πήγες κι έκανες; Ήρθε το τέλος σου!, μέχρι τέλους: ως το τέλος, μέχρι την τελευταία στιγμή: Διεκδίκησαν τη νίκη ~ ~. Πάλεψε με τον καρκίνο ~ ~ (= μέχρι το θάνατό του). ΣΥΝ. μέχρι(ς) εσχάτων, στο τέλος: τελικά: Να δούμε τι θα γίνει ~ ~!, στο τέλος τέλος (προφ.): άλλωστε, στο κάτω κάτω: Μην ντρέπεσαι που δεν το ξέρεις· ~ ~, όλοι για να μάθουμε έχουμε έρθει., τέλος εποχής 1. οι τελευταίες ημέρες σε οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες, ιδ. για πωλήσεις εποχικών προϊόντων: εκπτώσεις/προσφορές λόγω ~ους ~. 2. για κάτι που, ύστερα από μακρόχρονη παρουσία, σταμάτησε να υπάρχει ή να λειτουργεί: ~ ~ για την εταιρεία (= έκλεισε). [< αγγλ. end of an era] , τέλος και τω Θεώ δόξα: έκφραση ανακούφισης σε περιπτώσεις καλής έκβασης, όλα τελείωσαν αισίως., τέλος πάντων & τελοσπάντων (ως επιφών.): έκφραση αγανάκτησης, ανακούφισης, συμβιβασμού· επιτέλους: Ποιος είναι, ~ ~, ο υπεύθυνος εδώ; Δεν μου αρέσει, αλλά ~ ~. Πβ. εν πάση περιπτώσει, τέσπα., από την αρχή ως/μέχρι το τέλος βλ. αρχή, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, δεν έχει αρχή και τέλος βλ. αρχή, με αρχή, (μέση) και τέλος βλ. αρχή, μηδένα προ του τέλους μακάριζε βλ. μακαρίζω, σήμανε (το) τέλος βλ. σημαίνει, στο τέλος ξυρίζουν το(ν) γαμπρό βλ. ξυρίζω, στο τέλος της ημέρας βλ. ημέρα, τέλος καλό, όλα καλά βλ. καλός [< αρχ. τέλος ‘λήξη, περάτωση, σκοπός, πεπρωμένο, φόρος’]

τέταρτος

τέταρτος, η, ο τέ-ταρ-τος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ./ουδ. τετ-άρτου, (λόγ.) θηλ. τετάρτη} (σύμβ. 4ος, Δ' ή δ', IV): που η θέση του σε μια σειρά αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα: Κατέβηκε στην ~η στάση. Το ~ο νούμερο κερδίζει.|| (για βαθμολογική, αξιολογική ή ιεραρχική κατάταξη:) Μπήκε ~ στη σχολή του. Ήρθε ~ στα τετρακόσια μέτρα. Ομάδα ~ης κατηγορίας. ● Ουσ.: τετάρτη (η) 1. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Τ) ενν. τάξη του δημοτικού σχολείου (σύμβ. Δ'). 2. η τέταρτη ταχύτητα οχήματος. 3. ΜΑΘ. η τέταρτη δύναμη αριθμού. Βλ. δευτέρα. 4. ΜΟΥΣ. διάστημα τεσσάρων φθόγγων που περιέχει τρεις τόνους ή δύο τόνους και ένα ημιτόνιο. Βλ. τρίτη., τέταρτος (ο) 1. ενν. όροφος: Μένει στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Απρίλιος: Έρχεται στις 10/4 (: δέκα ~άρτου). ● επίρρ.: τέταρτον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στην τέταρτη θέση σε μια απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: (κατά) πρώτον ..., (κατά) ~ ... Βλ. -ον2. ● ΣΥΜΠΛ.: Τέταρτος Κόσμος: οι κοινωνικές τάξεις των πλούσιων χωρών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Βλ. Τρίτος Κόσμος. [< γαλλ. quart-monde , 1969] , η τέταρτη διάσταση βλ. διάσταση, η τέταρτη εξουσία βλ. εξουσία, τέταρτη ηλικία βλ. ηλικία, τέταρτος διαιτητής βλ. διαιτητής, τέταρτος τοίχος βλ. τοίχος [< αρχ. τέταρτος]

τι

τι ερωτημ. αντων. {άκλ.} 1. (ως ουσ.) ποιο πράγμα, ποια πράξη: ~ έκανες χθες/πήρες/σκέφτεσαι; ~ έπαθες και κάνεις έτσι; ~ πίνεις/θα πιεις (: για να το παραγγείλω); ~ παίζει στους κινηματογράφους; Σε τι (= που) οφείλεται η ταχυκαρδία; Με ~ ασχολείσαι (ενν. επαγγελματικά); ~ πρέπει να γνωρίζουμε για το ... ~ σημαίνει "μάζα"; ~ (ενν. είναι) πιο καλό από ...; (για να επαναληφθεί κάτι που δεν ακούσαμε:) ~ είπες; (για έκφραση απορίας) ~ συμβαίνει/τρέχει; (για έκφραση ενόχλησης:) ~ θες τέτοια ώρα; ~ θα γίνει τώρα, γιατί καθυστερούμε; (σε περίπτωση διάψευσης προσδοκιών:) ~ νόμιζες/φαντάστηκες; 2. (ως επίθ.) τι λογής, τι είδους: ~ νέα/χαμπάρια; ~ γνώμη έχεις/δώρο να πάρω/καλά μας φέρνεις/ώρα είναι; ~ (σόι) άνθρωπος είναι αυτός; Κι εσύ ~ πρόβλημα έχεις;|| (επιφωνηματικά, για έκφραση έκπληξης, επιδοκιμασίας, αποδοκιμασίας:) ~ τύχη! ~ καλά/όμορφα/ωραία (που ήταν)! ~ μέρες κι εκείνες! ~ αηδία/βλακεία/φρίκη! ~ κατάσταση είν' αυτή! Καλέ, ~ κόσμος είν' αυτός (ενν. πολύς)!|| (για διάψευση:) -Ωραία περάσατε; -~ ωραία; χάλια! 3. (ως επίρρ.) για ποιο λόγο ή σκοπό, σε τι: (συχνά με επιθετική διάθεση:) ~ γελάς/κλαις; ~ (= γιατί) ρωτάς/σε νοιάζει; Κι εσένα ~ σ' ενδιαφέρει; ~ την μαλώνεις/της φωνάζεις;|| Εγώ ~ φταίω; 4. για να δηλωθεί μέγεθος, ποσότητα, ποσό: ~ έδωσες/πλήρωσες/σου κόστισε; ~ (βαθμό) πήρες στο διαγώνισμα; 5. σε ρητορικές ερωτήσεις με αναμενόμενη απάντηση, "απολύτως κανένα, τίποτα": ~ καταφέραμε τελικά; Και ~ ξέρεις εσύ και μιλάς; Όλους στα πόδια σου τους έχεις, ~ άλλο θέλεις! ~ είχαμε, ~ χάσαμε! Και ~ ανάγκη έχει αυτός, καμία! ● ΦΡ.: και τι δεν ...! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη, επιθυμία, με αναμενόμενη απάντηση "πάρα πολλά, τα πάντα": ~ ~ έκανε για να μας ευχαριστήσει! ~ ~ δεν θα 'δινα για μια σοκολάτα! ~ ~ άκουσα/είπε!, και τι που ... (προφ.): δεν έχει σημασία που, δεν πειράζει: ~ ~ είναι μικρός, θα τα καταφέρει., προς τι; (προφ.): για ποιο λόγο ή σκοπό, γιατί; ~ ~ η έκπληξη/τόση απαξίωση;, τι ..., τι ... (προφ.): για να δηλωθεί ότι δεν υπάρχει διαφορά: ~ σήμερα ~ αύριο, αρκεί να έρθει. ~ πρώτος ~ δεύτερος, το ίδιο είναι., τι και τι; (προφ.): τι ακριβώς; ~ ~ έχεις εδώ;, τι κι αν ...; (προφ.): τι σημασία έχει αν: ~ ~ δεν συμφωνεί, δε(ν) με νοιάζει!|| (με επανάληψη:) ~ ~ έρθει, ~ ~ δεν έρθει, το ίδιο μου κάνει!, τι σου είναι ...! (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη, θαυμασμός για κάποιο πρόσωπο ή γεγονός: ~ ~ ο άνθρωπος/ο κόσμος! ~ ~ όμως τα παιδιά, ε;, το τι (προφ., για έκφραση θαυμασμού ή έκπληξης): αυτό που: ~ ~ έγινε, δεν λέγεται!, και τι έγινε/και τι μ' αυτό; βλ. γίνομαι, μα τι λέω βλ. λέω, ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος; βλ. όφελος, πώς και πώς/τι βλ. πώς, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θα έλεγες/τι λες ...; βλ. λέω, τι θα πει βλ. λέω, τι καλά, ... καλάθια! βλ. καλάθι, τι κάνεις; βλ. κάνω, τι λέει; βλ. λέω, τι μέλλει γενέσθαι βλ. γενέσθαι, τι να το κάνω βλ. κάνω, τι σου λέει αυτό; βλ. λέω, τι τέξεται η επιούσα βλ. επιούσα, τι χρείαν έχομεν (άλλων) μαρτύρων; βλ. χρεία [< αρχ. τί, ουδ. της αντων. τίς]

τρελαίνω

τρελαίνω τρε-λαί-νω ρ. (μτβ.) {τρέλ-ανα, -άθηκα, -αθεί, -αμένος, τρελαίν-οντας} 1. οδηγώ κάποιον στην τρέλα: Ο χαμός του πατέρα του τον ~ανε.|| (μτφ.) Η ηλεκτρονική παρεμβολή ~ανε τα μηχανήματα. ΣΥΝ. ζουρλαίνω (1), λωλαίνω & λολαίνω, μουρλαίνω (1), παλαβώνω (2) 2. (μτφ.) κάνω κάποιον να υποφέρει, ταλαιπωρώ, ταράζω: Με ~ει το γεγονός πως ... Τον ~ει η πολλή ζέστη/ησυχία. Μας ~ανε φέτος ο καιρός με τις βροχές. Βάλθηκε να μας ~άνει.|| Μας ~ανε στα τηλεφωνήματα/στη φλυαρία. Πβ. φλομώνω. 3. (μτφ.) ξεμυαλίζω, ξελογιάζω: Την έχει ~άνει ο έρωτας. Αυτό το τραγούδι µε ~ει. Πβ. ξε~. 4. (μτφ.-προφ.) κουφαίνω, καραφλιάζω: Καλά, θα μας ~εις τελείως! Πβ. απο~. ● Παθ.: τρελαίνομαι 1. χάνω τα λογικά μου, γίνομαι τρελός: ~άθηκε από τα βασανιστήρια.|| (μτφ.) Με τόσα που γίνονται, είναι να ~εται κανείς. Έχεις ~αθεί και δεν ξέρεις τι λες. Κόντευε να ~αθεί από το άγχος/την αγωνία/τον πόνο. Πβ. φλιπάρω, φρικάρω.|| ~άθηκε από τη χαρά του, όταν έμαθε ότι ...|| Ο υπολογιστής ~άθηκε (: δεν λειτουργεί σωστά). ΣΥΝ. παλαβώνω (1), παραφρονώ, σαλτάρω (1) 2. (μτφ.-προφ.) κάνω κάτι με μεγάλη ευχαρίστηση, μου αρέσει ή επιθυμώ κάτι πολύ: ~εται για αστεία/βόλτες/παγωτό/παιχνίδια. ~ονται για τη μουσική/την περιπέτεια (πβ. παθιάζομαι). ~εται να διαβάζει βιβλία/να παίζει μπάσκετ. Πβ. ψοφάω.|| ~ για σένα (= είμαι τρελός για σένα). ● ΦΡ.: δεν τρελάθηκα: δεν κάνω κάτι, γιατί το θεωρώ ανοησία: ~ ~ να δώσω τόσα χρήματα για ένα σαράβαλο! Σιγά μην του κάνω τη χάρη· ~ ~ ακόμα!, δεν τρελαίνομαι (κιόλας) (προφ.): δεν με συνεπαίρνει, δεν με ενθουσιάζει κάτι: Καλά περάσαμε, αλλά ~ ~άθηκα κιόλας., μην τρελαθούμε κιόλας/τώρα/(και) τελείως (προφ.): ως αντίδραση σε κάτι που θεωρούμε υπερβολικό: Ωραία ήταν η ταινία, αλλά ~ ~! Καλά, ~ ~!, τρελαίνει κόσμο (προφ.-εμφατ.): για κάποιον ή κάτι που έχει μεγάλη απήχηση, πέραση, επιτυχία: ~ ~ η ομάδα., έσπασε τα χρονόμετρα βλ. χρονόμετρο ● βλ. τρελαμένος

τρίτος

τρίτος, η, ο τρί-τος αριθμητ. τακτ. (σύμβ. 3ος, Γ' ή γ', ΙII) 1. που αντιπροσωπεύει τον αριθμό τρία (3) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: γύρος/λόγος/τόμος/χρόνος. ~η: άσκηση/έκδοση (βιβλίου)/σύνοδος/φάση/φορά. ~ο: βήμα/έτος/κεφάλαιο/μέρος/στάδιο/συνέδριο/τεύχος. Είναι Ελληνίδα ~ης γενιάς. Περιμένουν το ~ο τους παιδί.|| Η ~η εξουσία (: η δικαστική).|| Αλέξανδρος ο ~ (Γ') ο Μακεδών (= ο Μέγας). 2. που βρίσκεται αμέσως μετά τον δεύτερο σε μια ιεραρχική κλίμακα: ~ο: βραβείο.|| (μειωτ.) Προϊόντα ~ης διαλογής. Βιβλία/ξενοδοχεία/πολίτες ~ης κατηγορίας.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ο: πρόσωπο. ~η: κλίση. 3. που συνδέεται με τρίτο βαθμό συγγένειας: ~ος: ξάδελφος. 4. εναλλακτικός, άλλος: μια ~η ανάγνωση/εκδοχή/ερμηνεία/θεώρηση/λύση (πβ. ενδιάμεσος)/ματιά.|| (επίσ.) Υπήκοοι ~ων χωρών (: εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης). ● Ουσ.: τρίτη (η) 1. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Τ) ενν. τάξη σχολικής βαθμίδας (σύμβ. Γ'). 2. ταχύτητα οχήματος: Έβαλε ~. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού: 2 στην ~ (23 = 2 × 2 × 2). Υψώνουμε τον αριθμό στην ~. ΣΥΝ. κύβος (3) 4. ΜΟΥΣ. διάστημα τριών φθόγγων που περιέχει δύο τόνους ή έναν τόνο και ένα ημιτόνιο., τρίτο (το): καθένα από τα τρία ίσα μέρη συνόλου: το ένα ~ του πληθυσμού. Τα δύο ~α της επιφάνειας. Πβ. τριτημόριο., τρίτος (ο) 1. ενν. όροφος: Ανέβηκε/μένει στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Mάρτιος: Γεννήθηκε στις 28/3/... (εικοσιοκτώ ~ου). 3. πρόσωπο ή φορέας που δεν συμμετέχει σε σχέση ή ζήτημα μεταξύ δύο πλευρών· πρόσωπο άσχετο με ορισμένη υπόθεση ή συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων: (επίσ.) αστική ευθύνη/οφειλές/υπηρεσίες/χρέη προς ~ους. Εισφορές/φόροι υπέρ ~ων. Πωλήσεις για λογαριασμό ~ων. Τα στοιχεία δεν γνωστοποιούνται σε ~ους.|| Ένας ~ θα μπουρούσε να δώσει λύση. Δεν υπολογίζει τα σχόλια (των) ~ων. Έμαθε τα νέα από ~ους/μέσω ~ων. 4. ΝΑΥΤ. ο τρίτος στην ιεραρχία καπετάνιος ή μηχανικός. Βλ. ανθυποπλοίαρχος. ● επίρρ.: τρίτον (λόγ.): στην τρίτη θέση σε απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: (κατά) πρώτον ..., (κατά) δεύτερον ... και (κατά) ~ ... Βλ. -ον2. ● ΣΥΜΠΛ.: τρίτη θέση: οικονομική θέση στο κατάστρωμα πλοίου: Ταξιδεύει (στην) ~ ~., τρίτο μάτι: διαίσθηση: Τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει από το ~ του ~. Πβ. διόραση, έκτη αίσθηση, ενόραση. [< αγγλ. third eye] , Τρίτος Κόσμος: οι αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής: τα παιδιά/τα προβλήματα του ~ου ~ου. Οικονομική βοήθεια προς τα κράτη του ~ου ~ου. Βλ. ανεπτυγμένες/αναπτυγμένες χώρες, Τέταρτος Κόσμος, υπανάπτυκτες χώρες. [< γαλλ. Tiers-Monde, 1952] , η τρίτη διάσταση βλ. διάσταση, πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού βλ. βαθμός, το Τρίτο Ράιχ βλ. ράιχ, το τρίτο φύλο βλ. φύλο, τρίτη ηλικία βλ. ηλικία ● ΦΡ.: ανάκριση τρίτου βαθμού βλ. ανάκριση, ένα τρίτο μάτι βλ. μάτι, ο τρίτος δρόμος βλ. δρόμος, στενές επαφές τρίτου τύπου βλ. επαφή, στους δύο τρίτος δεν χωρεί/χωρά(ει) βλ. χωρώ, τελευταίος (/δεύτερος/τρίτος) και καταϊδρωμένος βλ. καταϊδρωμένος, τρίτη και φαρμακερή βλ. φαρμακερός [< αρχ. τρίτος, γαλλ. tiers, αγγλ. third]

τρώω

τρώω τρώ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {τρως, τρώ-ει, -με, -τε, -ν(ε), προστ. τρώ(γ)ε, τρώτε, τρώγ-οντας | παρατ. έτρωγα, αόρ. έφαγα (να/θα φάω, φας…, προστ. φάε, φάτο < φά(γ)ε το), φαγώ-θηκε, -θεί, -μένος} & (λόγ.) τρώγω 1. βάζω τροφή, συνήθ. στερεή, στο στόμα μου, τη μασώ και την καταπίνω· γενικότ. γευματίζω ή καταναλώνω τροφή: ~ δημητριακά/κοτόπουλο/κρέας/λαχανικά/όσπρια/παγωτό/φρούτα/χόρτα/ψάρι/ψωμί. ~ μια μπουκιά. ~ βιαστικά/γρήγορα/λαίμαργα/πρόχειρα/σωστά. ~ με το πιρούνι/με τα χέρια. ~ με μέτρο/όρεξη. ~ μέχρι να χορτάσω. ~ για ευχαρίστηση. ~ για δύο (= διπλή μερίδα). ~ σαν βόδι/γουρούνι/ζώο/κτήνος (= πάρα πολύ). Πίνουμε και ~με καλά. Φάε, να έχεις δυνάμεις/να καρδαμώσεις. Βοηθάω κάποιον να φάει (πβ. ταΐζω).|| ~ (για) βραδινό (πβ. δειπνώ)/μεσημεριανό/πρωινό. ~ τρεις φορές την ημέρα. ~ έξω/σε εστιατόριο/(στο) σπίτι. Έλα να φάμε μαζί/παρέα (πβ. συντρώγω). Έχω ήδη φάει.|| ~ γλυκά. Οι χορτοφάγοι δεν ~νε κρεατικά. (σε νηστεία:) ~ με λάδι/θαλασσινά (βλ. αρταίνομαι, νηστεύω).|| (για ζώο) Η γάτα ~ει ποντίκια. Ζώα που ~νε χορτάρι (= βόσκουν). 2. (μτφ.-προφ.) ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ: Έφαγε την περιουσία των γονιών του. Έφαγαν τα κονδύλια, χωρίς να ολοκληρώσουν τα έργα.|| ~ τον χρόνο μου άσκοπα. Έφαγα τα καλύτερά μου χρόνια/τα νιάτα μου στην ξενιτιά. Έφαγα τη ζωή μου στα χωράφια. Μου έφαγε (= πήρε) είκοσι λεπτά, για να βγάλω άκρη (πβ. απαιτώ).|| Το αυτοκίνητο ~ει πολλή βενζίνη. Βλ. κατα~. 3. (μτφ.-προφ.) κλέβω, οικειοποιούμαι: Του έφαγε τη γυναίκα/τη θέση/την πρωτιά/τη σειρά. Μου (τα) φάγανε τα λεφτά (πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ). Πβ. βουτώ.|| (ειδικότ., για συσκευή με κερματοδέκτη) Μηχάνημα που ~ει τα κέρματα (λόγω ελαττωματικής λειτουργίας). 4. (μτφ.-αργκό) δέχομαι κάτι άκριτα, χωρίς αμφισβήτηση: Δεν τα ~ εγώ αυτά (= δεν τα πιστεύω, δεν ξεγελιέμαι, δεν εξαπατώμαι). ΣΥΝ. μασώ (3), χάφτω (1) 5. (μτφ.-προφ.) ταλαιπωρώ, κουράζω σωματικά ή ψυχικά: Με ~ει το παράπονο/το σαράκι. Με έφαγε με την γκρίνια της. Με έφαγαν οι δουλειές/οι δρόμοι/οι έγνοιες/τα ξενύχτια/οι τύψεις/οι υποχρεώσεις/τα χρέη. Τον έχει φάει ο έρωτας/το ποτό. Πβ. βασανίζω, κατα-βάλλω, -πονώ, τυραννώ. 6. (μτφ.-προφ., ως απολεξικοποιημένο ρ.) υφίσταμαι κάτι: ~ ανάποδη/κλοτσιά/κράξιμο/μούντζα/μπουνιά/χαστούκι. Έφαγα ένα μποτιλιάρισμα/μια τούμπα. Έφαγα όλη τη βροχή (στο κεφάλι). Θα φάει φυλακή (= θα φυλακιστεί). 7. (μτφ.-προφ.) δέχομαι: Τερματοφύλακας που δύσκολα ~ει γκολ. Η ομάδα έφαγε μια τεσσάρα.|| ~ καμπάνα/κλήση (για παράνομη στάθμευση)/ποινή (πβ. τιμωρούμαι). Ο ποδοσφαιριστής έφαγε κόκκινη κάρτα. 8. (μτφ.-προφ.) παραλείπω: ~ γράμματα (: δεν προφέρω καθαρά)/τις λέξεις διαβάζοντας (πβ. πηδώ). 9. (μτφ.-λαϊκό) σκοτώνω· διώχνω· νικώ: Τον έφαγαν τα ναρκωτικά. Πάει, τον φάγανε τον άνθρωπο (πβ. βγάζω από τη μέση, ξεπαστρεύω). (ως απειλή) Αν κουνηθείς, σε έφαγα.|| Τον έφαγαν από γραμματέα.|| Σε έφαγα σε ταχύτητα (πβ. κερδίζω).τρώει 1. (για έντομο) τσιμπά· (για ζώο) δαγκώνει ή κατασπαράζει: Με έφαγαν τα κουνούπια/οι μύγες/οι σκνίπες.|| Ο σκύλος όρμησε να με φάει. Τον έφαγε καρχαρίας. 2. (μτφ.-προφ.) διαβρώνει, φθείρει ή καταστρέφει (ένα υλικό): Η σκουριά ~ το μέταλλο. Τα γρανάζια/τα λάστιχα/οι τροχοί έχουν ~θεί από τη χρήση. ~θηκαν τα παπούτσια. 3. (μτφ.-προφ.) κόβει: Η μηχανή του κιμά τού έφαγε το δάχτυλο. Πβ. συνθλίβω. ● Παθ.: τρώγεται: για κάτι που μπορεί να αποτελέσει τροφή· για τροφή που μπορεί να καταναλωθεί, να φαγωθεί: Ανάλατο/άνοστο/ξαναζεσταμένο φαγητό που δεν ~. Το ρύζι ήθελε λίγο βράσιμο ακόμη, αλλά ~., τρώγομαι (μτφ.-προφ.) 1. μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι: ~ονται μεταξύ τους για την προεδρία (= ανταγωνίζονται, διεκδικούν). ~ονται σαν τα κοκόρια/σαν τα σκυλιά. Πβ. σκυλο~. 2. δυσανασχετώ, γκρινιάζω: Όλη την ώρα ~εται, δεν τον αντέχω πια. Πβ. κλαψουρίζω, μεμψιμοιρώ. 3. επιθυμώ έντονα ή απαιτώ επίμονα κάτι: ~εται (= ξύνεται) για καβγά. Φαγώθηκε να με συναντήσει. 4. (συνήθ. με άρνηση) είμαι συμπαθής: Δεν ~εται με τίποτα αυτός (: είναι αντιπαθής, ανυπόφορος). ● ΦΡ.: έφαγα τον κόσμο (μτφ.-προφ.): έψαξα παντού, πολύ: ~ ~ να σε βρω. , έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι (μτφ.-προφ.): αν έχεις τα απαιτούμενα μέσα ή την εξουσία, εξασφαλίζεις και τα ανάλογα αγαθά., θα σε φάει (μτφ.-προφ.): (κάτι αρνητικό) θα σου κάνει κακό: Το πείσμα/η περιέργειά σου ~ ~. , θα σε φάω: ως απειλή: Αν με μαρτυρήσεις, ~ ~.|| (χαϊδευτ.) Άτιμο, ~ ~., θα φάμε καλά (προφ.): θα καταναλώσουμε πολύ και καλό φαγητό και κατ' επέκτ. θα καλοπεράσουμε. , θα φας καλά! (ειρων.-χιουμορ.): θα καλοπεράσεις., μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει: ως απειλή: ~ ~, όταν καταλάβουν τι ζημιά έχεις κάνει. Πβ. αλίμονό σου., ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) (προφ.): για την αξία που αποδίδουν μερικοί στις εφήμερες απολαύσεις., τις τρώω (μτφ.-προφ.): με δέρνουν: Τις έφαγα και χωρίς να φταίω. (απειλητ.) Θα τις φας, για να μάθεις (πβ. θα σου τις βρέξω). ΣΥΝ. τις αρπάζω, τρώω ξύλο, το τρώει το φαΐ του/της (προφ.-ειρων.): είναι παχύς/παχιά., τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη (παροιμ.-συνήθ. μτφ.): όσο ικανοποιείται μια επιθυμία, τόσο πιο πολύ αυξάνεται. [< γαλλ. l'appétit vient en mangeant] , τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα (μτφ.-προφ.): κοιτάζω επίμονα, συνήθ. ερωτικά. Πβ. γδύνω με τα μάτια., τρώω τη σκόνη (κάποιου) (αργκό): χάνω σε αναμέτρηση, μένω πίσω: Καλή ομάδα, αλλά τελικά έφαγε ~ του αουτσάιντερ! Νόμιζες ότι θα κέρδιζες, τώρα φάε ~ μου!, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν μπορεί να έχει κάτι που επιθυμεί πολύ και αρκείται μόνο να το βλέπει: Με τις τιμές που πήραν τα λαχανικά στις λαϊκές, ~ ~!, (για) κοίτα/κοιτάξτε έναν ... βλ. κοιτάζω, (το) έφαγε το κεφάλι του βλ. κεφάλι, από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί βλ. πίτα, από τα μετρημένα τρώει ο λύκος βλ. μετρημένος, δεν δαγκώνω/δεν τρώω! βλ. δαγκώνω, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν τρώω άχυρα/σανό βλ. άχυρο, δίνω/τρώω φύσημα βλ. δίνω, δούλεψε να φας και κλέψε να ’χεις βλ. δουλεύω, έφαγα ήττα βλ. ήττα, έφαγα πακέτο βλ. πακέτο, έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα βλ. σαβούρα, έχει φάει/έφαγε τα λυσσακά του βλ. λυσσακά, έχω φάει/έφαγα τη θάλασσα με το κουτάλι βλ. θάλασσα, ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό βλ. αέρας, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο/φαγητό που τρώγεται κρύο βλ. εκδίκηση, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη βλ. αφέντης, αφέντρα, η φτήνια τρώει τον παρά βλ. φτήνια, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι βλ. μύγα, θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα βλ. ψωμί, θα φάμε κόλλυβα βλ. κόλλυβα, θα φάμε κουφέτα βλ. κουφέτο, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι βλ. λύκος, μασάω/τρώω σίδερα βλ. σίδερο, με τρώει η γλώσσα μου βλ. γλώσσα, με τρώει η μύτη μου βλ. μύτη, με τρώει η περιέργεια βλ. περιέργεια, με τρώει το μαράζι βλ. μαράζι, με τρώει το χέρι μου βλ. χέρι, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, μη φας, έχουμε γλάρο/γλαρόσουπα βλ. γλαρόσουπα, μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά βλ. αυτί, μου καίει/τρώει τα σωθικά βλ. σωθικά, μου τρώει τα συκώτια/το συκώτι βλ. συκώτι, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, να φαν κι/φάνε και οι κότες βλ. κότα, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί, παθαίνω/τρώω (μεγάλο/χοντρό) τράκο βλ. τράκο, παίρνει/τρώει χρόνο βλ. χρόνος, πεινώ/τρώω σαν λύκος βλ. λύκος, πέσε πίτα να σε φάω βλ. πίτα, πήγε/έπεσε να με φάει βλ. πηγαίνω & πάω, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, σκάω από τη ζήλια μου/με τρώει η ζήλια βλ. ζήλια, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό βλ. ψάρι, τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι βλ. σκοτάδι, τον/το τρώει η μαρμάγκα βλ. μαρμάγκα, τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια βλ. ζόρι, τρώγεται με τα ρούχα του βλ. ρούχο, τρώει με δέκα/με χρυσές μασέλες βλ. μασέλα, τρώει με χρυσά κουτάλια βλ. χρυσός, τρώει σαν πουλάκι βλ. πουλάκι, τρώει τα νύχια του για καβγά βλ. νύχι, τρώνε τα μουστάκια τους βλ. μουστάκι, τρώμε τις σάρκες μας βλ. σάρκα, τρώω (κάποιον) λάχανο βλ. λάχανο, τρώω κάτι με το κουτάλι βλ. κουτάλι, τρώω ξύλο βλ. ξύλο, τρώω πόρτα βλ. πόρτα, τρώω σκατά βλ. σκατό, τρώω σουτ βλ. σουτ1, τρώω στη μάπα/στη μούρη βλ. μάπα, τρώω τα σίδερα βλ. σίδερο, τρώω τάπα/ρίχνω σε κάποιον τάπα βλ. τάπα1, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, τρώω φρίκη βλ. φρίκη, τρώω χώμα βλ. χώμα, τρώω ψωμί (από κάποιον) βλ. ψωμί, τρώω/έχω φάει τρελό/μεγάλο/χοντρό/τεράστιο κόλλημα βλ. κόλλημα, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο, τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο βλ. περίδρομος, τρώω/μασάω κουτόχορτο βλ. κουτόχορτο, τρώω/μασάω το παραμύθι (κάποιου) βλ. παραμύθι, τρώω/ξοδεύω από τα έτοιμα βλ. έτοιμος, τρώω/σπάω τα μούτρα μου βλ. μούτρο, φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά βλ. γάιδαρος, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, φάε την κρέμα/την κρεμούλα σου βλ. κρέμα, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα [< μτγν. τρώγω, μεσν. τρώω]

ύστερος

ύστερος, η, ο [ὕστερος] ύ-στε-ρος επίθ. {κ. (λογιότ.) θηλ. υστέρα} (λόγ.): κατοπινός, μεταγενέστερος: ~η: σκέψη. ~ο: έργο/στάδιο. Το θέμα θα αποφασιστεί σε ~ο χρόνο. Πβ. επόμενος.|| (ΙΣΤ.) ~ος: Μεσαίωνας. ~η: αρχαιότητα/περίοδος/φάση (της Χαλκοκρατίας). ~ο: Βυζάντιο. Πβ. όψιμος.|| (λογοτ.) ~ο: φιλί (= στερνό, τελευταίο). Βλ. πρωθ~. ΑΝΤ. πρότερος ● ΦΡ.: εκ των υστέρων: ύστερα από κάτι: ~ ~ αποδείχθηκε ότι ήταν αθώος. ΣΥΝ. αποστεριόρι ΑΝΤ. εκ των προτέρων, τα ύστερα του κόσμου 1. η συντέλεια του κόσμου: Ήρθαν ~ ~. 2. (μτφ.-προφ.) ως επιφωνηματική φράση που εκφράζει έντονη έκπληξη ή αποδοκιμασία: Μα δεν ντρέπεται καθόλου με αυτά που κάνει; ~ ~! [< αρχ. ὕστερος]

φέρνω

φέρνω φέρ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έφερα, φέρει, φέρν-οντας, φερμένος} 1. παίρνω κάποιον ή κάτι από κάπου και το(ν) μεταφέρω κάπου αλλού ή το(ν) δίνω σε κάποιον άλλο· ενεργώ ώστε να μετακινηθεί κάποιος ή κάτι: ~ δώρα. Φρέσκα αβγά φερμένα απ' το χωριό. Κανάλια ~ουν νερό από το ποτάμι. Φέρε (μου) μια πετσέτα! Όλα στο χέρι τού τα ~ει. Κοίτα τι σου 'φερα! Μην ξεχάσεις να φέρεις μαζί σου και ζακέτα (πβ. παίρνω).|| (ΓΥΜΝ.) ~ουμε τα γόνατα στο στήθος (πβ. μετακινώ).|| (για πρόσ., ενεργώ ώστε να έρθει κάποιος (μαζί μου) ή να πάει κάπου:) Φέρ' τον μέσα! Σε έφερα στα καλύτερα. Γιατί με έφερες/τι σε έφερε εδώ; Μπορώ να φέρω κι έναν φίλο μου;|| Μας έφερε βοήθεια. Έφεραν την Αστυνομία/τα κανάλια. Πβ. καλώ.|| Ρούχα φερμένα από το εξωτερικό (: εισαγόμενα).|| (μτφ.) ~ καλά νέα. Έφερα δουλειά στο σπίτι. Δεν ξέρω πώς να τον φέρω πίσω (πβ. γυρίζω, επιστρέφω). Έφερε νέους παίκτες στην ομάδα. Μακάρι να φέρναμε το χρυσό (ενν. μετάλλιο, πβ. κατακτώ, κερδίζω). 2. (μτφ.) οδηγώ κάποιον ή κάτι σε συγκεκριμένη θέση, κατάσταση, σημείο, εξωθώ: ~ κάποιον σε αμηχανία/στο εδώλιο του κατηγορουμένου/ενώπιον των ευθυνών του/στον σωστό δρόμο. Με ~εις τώρα στο σημείο να πω... Με ~ει συνεχώς στα όριά μου. Έφερε στην επικαιρότητα το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας. Η νίκη τους έφερε στην κορυφή της βαθμολογίας/στην πρώτη θέση. Πρόβλημα που μας ~ει αντιμέτωπους με το ζήτημα της ... Με φέρατε ακριβώς στην ερώτηση που ήθελα να κάνω. Ορκίστηκε να φέρει τους υπεύθυνους της δολοφονίας ενώπιον της δικαιοσύνης.|| ~ετε το μείγμα σε σημείο βρασμού.|| (κυριολ.) Ένας στενός δρόμος ~ει τον ταξιδιώτη στην πλατεία του χωριού. 3. (μτφ.) προκαλώ κατάσταση ή συναίσθημα: ~ προβλήματα. Μου ~εις τύχη. Το αλάτι ~ει δίψα. Η κλιματική αλλαγή ~ει πλημμύρες και ξηρασίες. Οι εξελίξεις ~ουν ανατροπές. Η μοίρα το 'φερε. Εύχομαι η νέα χρονιά να φέρει ειρήνη σε όλο τον κόσμο.|| Πώς τα ~ει η ζωή! Τα λεφτά δεν ~ουν την ευτυχία. Η ήττα έφερε απογοήτευση.|| Να ξέρατε τι αναμνήσεις μου φέρατε (πβ. ζωντανεύω, ξυπνώ). 4. εκφράζω, προβάλλω, προτείνω: ~ουν επιχειρήματα/προτάσεις. ~ κάτι σαν/ως απόδειξη/δικαιολογία. Έφερε τον εαυτό του ως παράδειγμα. Όχι που δεν θα έφερνες αντίρρηση εσύ ... Φοβόταν να μας το πει στα ίσια και το έφερε πλαγίως (: λέω κάτι με έμμεσο τρόπο). Μη σταματάτε να μας ~ετε τις ιδέες/τις παρατηρήσεις σας. Τσουχτερά πρόστιμα ~ει ο νέος ΚΟΚ (πβ. επιβάλλω). 5. πετυχαίνω: Έφερε εξάρες/ισοπαλία. Έφεραν 0-0. 6. αποφέρω: Επενδύσεις που ~ουν κέρδη. 7. (προφ.) μοιάζω με κάποιον ή κάτι: Της ~ει λιγάκι. Η γεύση ~ει προς το γλυκό. Πβ. πλησιάζει. 8. φέρω: ~ει την ευθύνη για ... Πβ. επωμίζομαι, κουβαλώ.|| Τα γκάλοπ τον ~ουν να προηγείται. Πβ. παρουσιάζω. 9. ΜΑΘ. σχηματίζω: ~ την ευθεία ΑΒ. ● Παθ.: φέρνομαι (λαϊκό): φέρομαι. ● ΦΡ.: τα φέρνω δύσκολα (προφ.): δεν τα καταφέρνω από οικονομική άποψη: ~ ~, αλλά είμαι εντάξει., τη(ν) φέρνω σε κάποιον από πίσω (προφ.): συμπεριφέρομαι δόλια. ΣΥΝ. μου την κατάφερε, το ένα φέρνει το άλλο (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχει προηγηθεί μια αλληλουχία γεγονότων, που όμως δεν αναφέρονται και τα οποία οδηγούν σε μια κατάσταση: Το ένα έφερε το άλλο και στο τέλος πιάστηκαν στα χέρια., το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση: ως έκφραση που χρησιμοποιεί ένας συνομιλητής για να στρέψει την προσοχή σε ένα θέμα που ανέκυψε τυχαία κατά τη συζήτηση: Αλήθεια, μια και/μια που ~ ~, έχεις κανένα νέο τους; Συζητούσαμε για διάφορα και, πώς το 'φερε η ~, μου ανέφερε ότι μιλήσατε. Πβ. πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα., το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει (συνήθ. προφ.): σκέφτομαι, δοκιμάζω διάφορους τρόπους: ~ ~, αλλά λύση καμία., του την έφερα (προφ.): τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: Ωραία μας την έφερες! Ποιος σου την έφερε; Πάλι μου τη φέρατε! Βλ. βάζω/φοράω τα γυαλιά σε κάποιον. , φέρνω (κάποιον) σε δύσκολη θέση: τον κάνω να αισθανθεί άβολα, αμήχανα, άσχημα με τα λόγια ή τις πράξεις μου: Συγγνώμη, δεν ήθελα να σας φέρω σε δύσκολη θέση., φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) (προφ.): τον χτυπώ με αυτό, συνήθ. εκτοξεύοντάς το προς το μέρος του: Λίγο έλειψε να της φέρω την κατσαρόλα ~., φέρνω (την) επανάσταση (εμφατ.): για να δηλωθεί ριζική αλλαγή, καινοτομία: Το ίντερνετ έφερε ~ στην οικονομία. Τα βλαστικά κύτταρα θα φέρουν ~ στον τομέα της ιατρικής., φέρνω μια βόλτα/ένα γύρο (προφ.): κάνω μια στροφή, περιστρέφομαι ή περιστρέφω κάτι: Έφερε ~ στην πίστα του μαγαζιού (: ενν. χορεύοντας). Παίζοντας με τον σκύλο, έφερα ~ την αυλή.|| (σε συνταγές μαγειρικής) Ρίχνουμε τα υλικά στην κατσαρόλα και τα ~ουμε μια βόλτα (= τα ανακατεύουμε)., φέρνω σε επαφή/(πιο) κοντά: ενεργώ, μεσολαβώ κυρ. ώστε να επικοινωνήσουν δύο ή περισσότερα άτομα μεταξύ τους: Το διαδίκτυο ~ει ~ ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Εγώ τους έφερα ~. Σκοπός του μαθήματος είναι να φέρει τους φοιτητές ~ με τη θεατρική τέχνη.|| Μη ~ετε τη συσκευή σε επαφή με το νερό. ΑΝΤ. απομακρύνω, χωρίζω. [< γαλλ. mettre en contact] , φέρνω στη ζωή/στον κόσμο (για πρόσ.): γεννώ· δημιουργώ: Έφερε ~ ~ ένα κοριτσάκι.|| (μτφ.) Έφερε ~ ~ τη νέα ιατρική., φέρνω τα πάνω κάτω: αλλάζω εντελώς μια κατάσταση: Τον γνώρισα και έφερε ~ ~ στη ζωή μου. Μέσα σε ένα ημίχρονο έφεραν ~ ~., βάζω/φέρνω (κάποιον/κάτι) σε λογαριασμό βλ. λογαριασμός, ένας κούκος/ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη βλ. άνοιξη, έρχομαι/φέρνω (κάτι) πάτσι και πόστα βλ. πάτσι, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια βλ. παραπούλι, κάνω/κόβω/φέρνω βόλτες βλ. βόλτα, με έφερε στο σημείο να βλ. σημείο, με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος βλ. δρόμος, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) βλ. χρόνος, ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; βλ. άνεμος, τα βγάζω/τα φέρνω πέρα βλ. πέρα, τα βήματά μου με οδηγούν/φέρνουν (κάπου) βλ. βήμα, τα φέρνω βόλτα/γύρα βλ. βόλτα, φέρει στους ώμους του βλ. φέρω, φέρνει αποτέλεσμα βλ. αποτέλεσμα, φέρνει την καταστροφή βλ. καταστροφή, φέρνει/ρίχνει τις βόλτες του βλ. βόλτα, φέρνω βόλτα βλ. βόλτα, φέρνω κάποιον γυροβολιά βλ. γυροβολιά, φέρνω κάποιον στα νερά μου βλ. νερό, φέρνω κάποιον τούμπα βλ. τούμπα1, φέρνω κάποιον/κάτι γύρα βλ. γύρα, φέρνω κάτι στα μέτρα μου βλ. μέτρο, φέρνω την άνοιξη βλ. άνοιξη, φέρνω/βγάζω/ανασύρω κάτι στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω, φέρνω/ρίχνω κάποιον στο φιλότιμο βλ. φιλότιμο, φέρνω/φέρω κάτι σε/εις πέρας βλ. πέρας [< μεσν. φέρνω < αρχ. φέρω]

φεύγω

φεύγω φεύ-γω ρ. (αμτβ.) {έφυγ-α, φύγει, φεύγ-οντας} 1. μετακινούμαι από ένα σημείο ή μέρος και κατευθύνομαι προς ένα άλλο· γενικότ. απομακρύνομαι, αφήνω, εγκαταλείπω ένα σημείο, τόπο ή πρόσωπο: ~ αμέσως/σε πέντε λεπτά/το βράδυ. ~ για διακοπές/ταξίδι/το χωριό. Πότε ~εις (με το καλό); Ακόμη δεν ήρθες και ~εις; Είναι ώρα/λέω να ~ουμε σιγά-σιγά. ~ετε κιόλας; ~ε άπραγος/άρον-άρον/βιαστικά/κακήν κακώς/κρυφά/λίγο πριν τις τρεις/με τα πόδια/νευριασμένος/νηστικός/σαν κυνηγημένος/σφαίρα (= πολύ γρήγορα)/τρέχοντας. ~ε απ' το σπίτι του (: ανεξαρτητοποιήθηκε) πολύ μικρός. Τα μάζεψε κι ~ε. Δεν ήξερε από πού να φύγει. Άσ' την να φύγει. Δεν λέει να φύγει. Έκανε να φύγει, αλλά τον σταμάτησα. Πάμε να φύγουμε. Περίμενε/στάσου, μη ~εις! Φύγε από 'δώ/από μπροστά μου (= δίνε του, ξεκουμπίσου, πάρε δρόμο, στρίβε)! ~οντας, μην ξεχάσεις να κλειδώσεις.|| Το τρένο ~ει (= αναχωρεί) στην ώρα του/στις οκτώ. Τι ώρα ~ει (= αποπλέει) το πλοίο; ΑΝΤ. φτάνει.|| Σουρώνουμε τα μακαρόνια, για να φύγει (= στραγγίξει) το νερό.|| Θέλω να φύγω απ' αυτήν τη σχέση (= να χωρίσω). Φοβάται μην του φύγει (: μην τη χάσει). Βλ. απο~, δια~, εκ~, κατα~, ξανα~, προσ~, υπεκ~. ΑΝΤ. έρχομαι (1) 2. διακόπτω μια συνεργασία, σταματώ να συμμετέχω σε κάτι· αποχωρώ, απέρχομαι: ~ει από πρόεδρος. Με έδιωξαν, δεν ~α. Γιατί ~ες απ' τη δουλειά; ~ε με το κεφάλι ψηλά/πικραμένος. Αναγκάστηκα να φύγω. Δεν είναι λόγος αυτός για να φύγεις.|| Ο διευθυντής ~ει του χρόνου (= παίρνει σύνταξη). 3. παρεκκλίνω: Συγγνώμη, ~α απ' το θέμα μας (= βγήκα εκτός θέματος).φεύγει 1. εξαφανίζεται, παύει να υπάρχει: Αυτή η μυρωδιά δεν ~ με τίποτα. Το μαύρισμα ~ε. Οι λεκέδες ~αν με το πλύσιμο. Το κρύωμα άργησε να φύγει (= περάσει).|| Η έμπνευση έρχεται και ~. Για να σου φύγει η απορία, ... Νιώθω σαν να ~ε ένα βάρος από πάνω μου (: ανακουφίστηκα).|| (για χρόνο· κυλά, παρέρχεται:) Πόσο γρήγορα ~ουν οι μέρες/τα νιάτα/τα χρόνια! Τα σημαντικότερα γεγονότα της χρονιάς που ~ε. ~ε (= πάει) κι αυτό το καλοκαίρι.|| Μας ~αν (= ξοδέψαμε, σπαταλήσαμε) πολλά χρήματα.|| ~αν χιλιάδες εισιτήρια (= πουλήθηκαν). 2. ξεφεύγει: Μου 'φυγε το μαχαίρι και κόπηκα. Μου έχει φύγει ένα κουμπί/ένας πόντος απ' το καλσόν. Παραλίγο να του φύγει το τιμόνι.|| Κοίτα μη σου φύγει καμιά κουβέντα!|| Η μπάλα ~ε άουτ (= βγήκε, πέρασε)/κόρνερ/ξυστά πάνω απ' το δοκάρι. ● ΦΡ.: έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο & έφυγε (ευφημ.): πέθανε: ~ ξαφνικά απ' τη ζωή. Έφυγε άδικα/από κοντά μας/πρόωρα/νέος/σε βαθιά γεράματα., μου 'φυγε η ψυχή (προφ.-εμφατ.): τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη, όπου φύγει φύγει (προφ.): για να δηλωθεί άτακτη φυγή, ότι κάποιος σπεύδει να απομακρυνθεί από ένα μέρος: Μόλις άκουσαν τα περιπολικά, ~ ~ (= την έκαναν/κοπάνησαν, το ΄βαλαν στα πόδια/'σκασαν). Σε εξέλιξη η έξοδος του Αυγούστου· ~ ~ οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων., έφυγε από το κεφάλι μου βλ. κεφάλι, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα φύγει/έφυγε νύχτα βλ. νύχτα, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος βλ. πάτος, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, μου/σου/του ... φεύγει η μαγκιά/το κλαπέτο βλ. μαγκιά, παίρνω το καπελάκι/το καπέλο μου και φεύγω βλ. καπέλο, περνώ/φεύγω μπροστά βλ. περνώ, σηκώνομαι και φεύγω βλ. σηκώνω, του 'στριψε/του λασκάρισε/του 'φυγε η/καμιά βίδα βλ. βίδα, φεύγω/βγαίνω απ' τη μέση βλ. μέση [< αρχ. φεύγω]

χαλασμός

χαλασμός χα-λα-σμός ουσ. (αρσ.) (προφ.): μεγάλη αναστάτωση, αναταραχή· (λαϊκό-λογοτ.) καταστροφή, συνήθ. εξαιτίας πολέμου: Έγινε ~ από τα χειροκροτήματα/για τα εισιτήρια (πβ. χαμός). Πβ. αλαλούμ, αναμπουμπούλα, βαβούρα.|| Ο παραδοσιακός οικισμός αναγεννήθηκε μετά τον ~ό. Πβ. όλεθρος. ● ΦΡ.: χαλασμός Κυρίου/κόσμου (εμφατ.): κοσμοχαλασιά: (Έξω) γίνεται ~ ~ (: για μεγάλη νεροποντή. [< μτγν. χαλασμός]

χαλώ

χαλώ [χαλῶ] χα-λώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χαλ-άς ..., -ώντας | χάλ-ασε, -άσει, -ιέμαι, -άστηκα, -αστεί, -ασμένος} & χαλάω & (σπάν.-λαϊκό) χαλνώ 1. προκαλώ βλάβη, ζημιά σε κάτι: Μην παίζεις με το μηχάνημα, θα το ~άσεις. Πβ. αχρηστεύω, ξεχαρβαλώνω.|| Μη διαβάζεις χωρίς φως, θα ~άσεις τα μάτια σου. ~ασμένα: δόντια (: κούφια, σάπια).|| Ο αέρας μου ~ασε τα μαλλιά.|| ~ασμένα: σπίτια (= χαλάσματα). 2. (μτφ.-προφ.) ανατρέπω, ματαιώνω: Τους ~ασε την έκπληξη/το πάρτι/τα σχέδια (: τους έκανε χαλάστρα).|| Δεν θέλω να ~άσω τη φιλία μας. Οι διαφορές δεν θα ~άσουν τις σχέσεις των δύο χωρών.|| Τι μπορώ να φάω, χωρίς να ~άσω τη δίαιτα/νηστεία; 3. (μτφ.-προφ.) μεταβάλλω προς το χειρότερο, επηρεάζω αρνητικά, καταστρέφω: Η άναρχη δόμηση ~ασε (= υποβάθμισε) το τοπίο. Η εταιρεία έχει ~άσει την ποιότητα των προϊόντων της.|| Τον ~ασαν (= διέφθειραν) οι κακές παρέες/τα πολλά λεφτά.|| Μου ~ασε το κέφι. ~ασε τη δημόσια εικόνα/φήμη του. Δεν σκοπεύω να ~άσω την ατμόσφαιρα/το καλό κλίμα με παράπονα. Σιγά μη ~άσω την ηρεμία μου (= μη σκοτιστώ)! 4. (μτφ.-προφ.) ξοδεύω, σπαταλώ: ~ασαν πολλά χρήματα/πολύ ρεύμα. Μη ~άς (= τρως, χαραμίζεις) τον καιρό/τον χρόνο/την ώρα σου άσκοπα! 5. (μτφ.-προφ.) ανταλλάσσω (χαρτο)νόμισμα με άλλα μικρότερης, αλλά ίσης συνολικής αξίας: Έχεις/μπορείς να μου ~άσεις πενήντα ευρώ;χαλά 1. παθαίνει βλάβη, ζημιά: ~ασε το κομπιούτερ/η τηλεόραση (= τα 'παιξε). Έχει ~άσει το ασανσέρ/η συσκευή (= δεν λειτουργεί). ~ασμένο: αυτοκίνητο/εξάρτημα/ρολόι.|| Έχουν ~άσει (= φθαρεί) τα παπούτσια.|| (αλλοιώνεται:) ~ασε το γάλα (= ξίδιασε)/τυρί (= ξίνισε). ~ασμένες: τροφές (: μπαγιάτικες). ~ασμένα: ψάρια.|| Της ~ασε το μακιγιάζ. 2. (μτφ.-προφ.) ακυρώνεται, διακόπτεται, ματαιώνεται: ~ασε η δουλειά/συνεργασία. Ο γάμος τους ~ασε (= διαλύθηκε). ~ασαν τα σχέδιά μας. 3. (μτφ.-προφ.) επιδεινώνεται, μεταβάλλεται προς το χειρότερο: ~ασε ο καιρός.|| Το πρόσωπό/σώμα της έχει ~άσει (= ασχημύνει). Πβ. σκαρτεύω.|| Μου ~ασε (= κόπηκε) η διάθεση. ● Παθ.: χαλιέμαι (μτφ.-προφ.): λυπάμαι, στενοχωριέμαι: Μη ~ιέσαι (= στραβώνεις), μπορούμε να πάμε και αύριο για ψώνια. ~άστηκα με τη συμπεριφορά του. ● ΦΡ.: δε(ν) χάθηκε/δε(ν) χάλασε/δε(ν) θα χαλάσει (κι) ο κόσμος (προφ.): δεν έγινε και τίποτα, δεν πειράζει: Εντάξει, κι αν αργήσουμε λιγάκι, ~ ~. ~ ~, αν περιμένουμε καμιά ώρα. Πβ. κανένα πρόβλημα!, εδώ θα τα χαλάσουμε (προφ.): δεν θα συμφωνήσουμε, θα μαλώσουμε: Α, ~ ~!|| Δεν βαριέσαι, ~ ~;, με χαλάει/ρίχνει (προφ.): με δυσαρεστεί, με ενοχλεί, με στενοχωρεί: ~ ~ η αγένεια/αναισθησία (πβ. ξενερώνω). Δεν με χάλασαν καθόλου τα σχόλια τους (βλ. δεν με πολυχαλάει).|| Αυτή η συννεφιά με ρίχνει (ψυχολογικά). Βλ. μου τη βιδώνει. ΑΝΤ. με φτιάχνει (κάποιος/κάτι) (1), ο κόσμος να χαλάσει (προφ.): ό,τι κι αν συμβεί, σε κάθε περίπτωση: Θα πάω/θα τα καταφέρω, ~ ~!, τα χαλάω (με κάποιον) (μτφ.-προφ.): διακόπτω σχέση, συνήθ. ερωτική· χωρίζω: Τα ~ασε με τον φίλο της. Δεν ήθελε να τα ~άσει μαζί της.|| Τα ~ασαν. ΑΝΤ. τα φτιάχνω (με κάποιον) (1), τη/το/τα χαλάω (σε κάποιον) (προφ.): καταστρέφω την καλή διάθεση, το ευχάριστο κλίμα· ανατρέπω σχέδια ή προσδοκίες: Άσε με να χορέψω, μη μου το ~άς! Αν φύγετε τόσο νωρίς, μας το ~άτε.|| Τώρα μου τα ~άς, άλλα μου έλεγες πριν. Είχαν κανονίσει εκδρομή και τους τα ~ασε η βροχή., χαλάει κόσμο (μτφ.-προφ.): έχει πολύ μεγάλη επιτυχία (εισπρακτική, εμπορική): ~ ~ η παράσταση., χαλάει ο κόσμος (μτφ.-προφ.): γίνεται χαμός: ~ασε ~ από τα βεγγαλικά/τις φωνές.|| (για κακοκαιρία:) ~ ~ από τις αστραπές. Βλ. κοσμοχαλασιά, χαλασμός Κυρίου.|| ~ ~ με τις τελευταίες αποκαλύψεις., χαλάει τον κόσμο (μτφ.-προφ.): προκαλεί μεγάλη φασαρία ή αναταραχή: ~ασε ~ με τα γέλια/με τις φωνές της.|| ~ασε ~ να τον βρει (βλ. έφαγα τον κόσμο)., χάλασε ο κόσμος (μτφ.-προφ.): τα πράγματα, οι άνθρωποι χειροτέρεψαν: Πάει, ~ ~!, έκοψε η μαγιονέζα βλ. μαγιονέζα, μη χαλάς το συκώτι σου! βλ. συκώτι, μου φτιάχνει/μου χαλάει τη μέρα βλ. μέρα, σπασμένο/χαλασμένο τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο, το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι βλ. ταμάχι, τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς βλ. αράπης, αραπίνα, χαλάει την πιάτσα βλ. πιάτσα, χάλασε η μανέστρα βλ. μανέστρα, χαλάω τη ζαχαρένια/την καρδιά μου βλ. ζαχαρένια, χαλάω τη μόστρα/τα μούτρα βλ. μόστρα, χαλάω τη σούπα/τη μαγιά βλ. σούπα [< αρχ. χαλώ ‘χαλαρώνω, μειώνω’, μεσν. ~]

χρυσάφι

χρυσάφι χρυ-σά-φι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. χρυσός· (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) χρυσά νομίσματα, κοσμήματα ή γενικότ. αντικείμενα: αληθινό/ατόφιο/καθαρό ~. ~ ... καρατίων. Πβ. χρυσό. Βλ. ασήμι.|| (μτφ.) Έχει (μια) καρδιά από ~ (= μάλαμα).|| Σεντούκι γεμάτο ~. ~ια (= χρυσαφικά) και διαμάντια/ρουμπίνια. 2. (μτφ.) πολλά χρήματα: Μας κόστισε/το πληρώσαμε ~ (= πολύ ακριβά). Του τάζουν ~ για να ... ● ΦΡ.: για όλο το χρυσάφι του κόσμου (προφ.-εμφατ.): σε καμιά περίπτωση, με τίποτα: Δεν θα το έκανα ~ ~. ΣΥΝ. με/για τίποτα στον κόσμο, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός/χρυσάφι βλ. χρυσός [< μεσν. χρυσάφι(ν)]

χτενίζω

χτενίζω χτε-νί-ζω ρ. (μτβ.) {χτένι-σα, χτενί-σει, -στηκα, -στεί, χτενίζ-οντας, χτενι-σμένος} & (σπάν.) κτενίζω 1. ξεμπλέκω ή/και περιποιούμαι τα μαλλιά τα δικά μου ή κάποιου άλλου με χτένα ή βούρτσα ή τους δίνω συγκεκριμένη μορφή: (για τύπο χτενίσματος:) ~σε τα μαλλιά της κότσο/προς τα πάνω/προς τα πίσω. ~σε τις αφέλειες. Πβ. βουρτσίζω.|| (κατ' επέκτ.) ~σε τα γένια/το μουστάκι του/τα φρύδια της με βουρτσάκι.|| (για τρίχωμα ζώου:) ~σε τη χαίτη του αλόγου.|| (για κομμωτή:) Την κούρεψε και τη ~σε. 2. (μτφ.-προφ.) κάνω τις τελευταίες βελτιώσεις σε ένα κείμενο· (συνήθ. γενικότ.) ερευνώ λεπτομερώς, ψάχνω: Το άρθρο/σενάριο ~στηκε. Πβ. ρετουσάρω.|| Η Αστυνομία ~ει (= σαρώνει) την περιοχή για τον εντοπισμό των ληστών. Πβ. κοσκινίζω. 3. περνώ λαναρισμένες δέσμες ινών από ιμάντα με βούρτσες και βελόνες, για να ευθυγραμμιστούν και κατ΄επέκτ. να γίνουν λεπτότερες. Πβ. λαναρίζω, ξαίνω. ● Παθ.: χτενίζομαι: Λούστηκε και ~στηκε.|| Πού ~εσαι (: σε ποιο κομμωτήριο πας); ● Μτχ.: χτενισμένος , η, ο: Ήρθε ~ και μπανιαρισμένος/ξυρισμένος. Μαλλί ~ο στο πλάι. ΑΝΤ. ξεχτένιστος.|| ~ο: κείμενο. ΑΝΤ. αχτένιστος.|| ~ο: βαμβάκι/μαλλί. ~ες: ίνες. ● ΦΡ.: εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται (ειρων.): για κάποιον που σε μια κρίσιμη κατάσταση ασχολείται με επουσιώδη πράγματα. ΣΥΝ. εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν [< 1,3: μεσν. χτενίζω 2: μτγν. κτενίζω, αγγλ. comb]

ψυχή

ψυχή ψυ-χή ουσ. (θηλ.) 1. η άυλη, πνευματική ουσία του ανθρώπου, που θεωρείται ότι είναι αθάνατη· γενικότ. η άυλη και άφθαρτη ουσία κάθε όντος: ειρήνη της ~ής. Η ~ δίνει ζωή στο σώμα.|| Κάθαρση/λύτρωση/σωτηρία της ~ής. (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο σωτήρας των ~ών (: ο Θεός). Προσεύχομαι για την ~ κάποιου. Δέηση για την ~ του ... Παρέδωσε την ~ του στον Κύριο (= πέθανε· βλ. πνεύμα). (ως ευχή για πεθαμένο:) Ο Θεός να/ας αναπαύσει την ~ του.|| (σε όρκο:) Στην ~ της μάνας/του πατέρα μου!|| (ΦΙΛΟΣ.) Καθολική/παγκόσμια ~ (πβ. ψυχή του κόσμου).|| (ΜΥΘ.) Η Ψυχή και ο Έρωτας.|| Η ~ των ζώων. 2. (ειδικότ.) η ηθική και συναισθηματική φύση του ανθρώπου, σε αντίθεση με τη βιολογική και διανοητική του υπόσταση: αβυσσαλέα/αγγελική/αγνή/αδάμαστη/αδούλωτη/ελεύθερη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/μαύρη/παιδική/περήφανη (βλ. φρόνημα)/σκληρή/σκοτεινή ~. Οι αρετές/η γαλήνη/η δύναμη/η ηρεμία/η καλλιέργεια/η κατάσταση/το μεγαλείο/ο πόνος/η υγεία της ~ής. Το τραγούδι άγγιξε την ~ μου (: με συγκίνησε βαθύτατα). Έχει καλή/κακή ~ (= καρδιά· πβ. καλό-/κακό-ψυχος). Η αμαρτία βαραίνει την ~ (βλ. συνείδηση). Κάποιος/κάτι γεμίζει την ~ μας με θλίψη/χαρά. Πόνεσε η ~ μου που την είδα να κλαίει (: στενοχωρήθηκα πολύ). Το ευχαριστήθηκε/χάρηκε η ~ μου! Το αληθινό ταλέντο βγαίνει/πηγάζει από την ~. Με τα μάτια της ~ής.|| H λαϊκή ~. 3. άνθρωπος, ζωή· ειδικότ. εμψυχωτής: αδικοχαμένες/μοναχικές/νεανικές/πληγωμένες ~ές. Πόλη δύο εκατομμυρίων ~ών (= κατοίκων). Χάθηκαν τόσες αθώες ~ές! Τι να κάνει άραγε αυτή η ~;|| Δεν υπήρχε ~ τριγύρω. Σε αυτό το μέρος τον χειμώνα δεν πατάει ~.|| (μτφ.) Είναι η ~ του αγώνα. Το εμπορικό κέντρο είναι η ~ της πόλης. 4. {χωρ. πληθ.} παλικαριά, θάρρος: το μεγαλείο της ελληνικής ~ής. Δείξαμε ~ και νικήσαμε. Θέλει ~ (= κότσια) ν' αψηφάς τον κίνδυνο. Είναι ομάδα με ~. Είχαν ~ και πάλεψαν μέχρι τέλους εναντίον των κατακτητών (: ήταν ψυχωμένοι, ανδρείοι· βλ. δειλός, άνανδρος). Πβ. αγωνιστικ-, μαχητικ-ότητα, σθένος. 5. ΤΕΧΝΟΛ. το κεντρικό ή βασικό τμήμα αντικειμένου ή κατασκευής, συνήθ. δοκού, σιδηροτροχιάς: αγωγοί/συρματόσχοινα με χαλύβδινη ~. ● Υποκ.: ψυχάκι (το) (οικ.): πρόσωπο αγαπημένο, κοντινό ή για το οποίο τρέφουμε αισθήματα συμπάθειας, εκτίμησης., ψυχούλα (η): καλοσυνάτος άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και ανιδιοτέλεια. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχή του κόσμου & κοσμική ψυχή: ΦΙΛΟΣ. (κατά τους πρώτους φιλοσόφους) η ζωοποιός δύναμη του κόσμου., αδελφή ψυχή βλ. αδελφός, η αθανασία της ψυχής βλ. αθανασία, η ψυχή της παρέας βλ. παρέα, κατάθεση ψυχής βλ. κατάθεση ● ΦΡ.: βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) (προφ.): δημιουργώ, κάνω κάτι με όλες μου τις δυνάμεις, με όρεξη και διάθεση: ~ει ~ σ' αυτό που κάνει., βγαίνει η ψυχή (κάποιου) (προφ.): πεθαίνει: Κόντεψε να βγει ~ του., για την ψυχή της μάνας μου (συνήθ. ειρων.): για να τονιστεί ότι κάτι γίνεται αφιλοκερδώς και ανυστερόβουλα: Το κάνουν για το κέρδος, δεν στήνουν ολόκληρες επιχειρήσεις ~ ~ τους. Πβ. δωρεάν, τζάμπα. ΑΝΤ. με το αζημίωτο., δίνω (και) την ψυχή μου (για κάποιον/κάτι): κάνω τα πάντα., δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι αρέσει πολύ σε κάποιον: Δώσ' του γλυκά/κουτσομπολιό ~ ~!, ένα σώμα, μια ψυχή: για να δηλωθεί απόλυτη ενότητα, σύμπνοια: Είμαστε/έχουμε γίνει ~ ~!, και οι ... έχουν ψυχή (προφ.-χιουμορ.): ακόμα και όσοι υποτιμούνται έχουν συναισθήματα και δικαιώματα., με όλη μου την ψυχή/την καρδιά (προφ.): με κάθε ειλικρίνεια, ολόψυχα: Σ' ευχαριστώ ~ ~! Σου εύχομαι/σε παρακαλώ ~ ~ να ... Θέλω κάτι ~ ~. Τον αγαπούσα ~ ~. ΣΥΝ. από καρδιάς, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με την ψυχή μου (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλαυση, ευχαρίστηση σε πολύ μεγάλο βαθμό: Γλέντησα/χόρεψα ~ ~. Πανηγύρισε ~ ~ του., μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! (προφ.): (για κάτι δυσάρεστο) ό,τι πρόκειται να συμβεί, ας συμβεί μια ώρα νωρίτερα., πιάνεται/πιάστηκε η ψυχή μου (προφ.): στενοχωριέμαι, υποφέρω, αγωνιώ: Πιάνεται ~ ~ που σε βλέπω να κουράζεσαι. ~στηκε ~ όταν είδα ..., ταξίδι ψυχής 1. που έχει ως στόχο την ικανοποίηση ψυχικών αναγκών: ~ ~ στις ρίζες του (= στον τόπο καταγωγής του). 2. (μτφ.) εσωτερική αναζήτηση, ταξίδι με τον νου σε διαφορετικούς τόπους ή καταστάσεις: Η Τέχνη αποτελεί ~ ~., τι ψυχή έχει (κάτι); (οικ.): δεν έχει καμιά αξία ή σημασία: Δεν ήπια και πολύ, ~ ~ ένα ποτηράκι;, τι ψυχή θα παραδώσεις;: (σε κάποιον που διαπράττει κάτι κακό ή και χιουμορ.) δεν φοβάσαι την ώρα της Κρίσεως;, τρέμει η ψυχή μου (μτφ.-προφ.): ανησυχώ πολύ, φοβάμαι υπερβολικά: ~ ~ μην πάθει κανένα κακό. ΣΥΝ. βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου, ψυχή ζώσα (λόγ.-εμφατ.): κανένας: Δεν κυκλοφορεί/δεν υπάρχει ~ ~., ψυχή τε και σώματι (λόγ.) & ψυχή και σώμα: ολόψυχα, ολοκληρωτικά: Του αφοσιώθηκε ~ ~. Αγωνίστηκε/συμμετέχει ~ ~. Τάχθηκε ~ ~ υπέρ του ..., ψυχή/ψυχούλα μου!: ως προσφώνηση με την οποία εκφράζεται αγάπη, τρυφερότητα, οικειότητα: ~ ~, μου λείπεις! ΣΥΝ. καρδιά/καρδούλα μου, άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)! βλ. άβυσσος, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εν βρασμώ ψυχής βλ. βρασμός, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! βλ. θεός, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με πόνο ψυχής βλ. πόνος, με την ψυχή στο στόμα βλ. στόμα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, μου 'φυγε η ψυχή βλ. φεύγω, ο Θεός και η ψυχή του! βλ. θεός, παρέδωσε το πνεύμα βλ. πνεύμα, παρηγοριά στον άρρωστο (μέχρι/ώσπου να βγει η ψυχή του) βλ. παρηγοριά, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι βλ. χούι, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου βλ. βαριέμαι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ ● βλ. ψυχάρα [< αρχ. ψυχή, 5 γερμ. Seele]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.