Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κότσυφας κό-τσυ-φας ουσ. (αρσ.) & κοτσύφι (το): ΟΡΝΙΘ. μικρό ωδικό πτηνό (επιστ. ονομασ. Turdus merula) με κίτρινο ράμφος και λαμπερό μαύρο (για το αρσενικό) ή καφετί (για το θηλυκό) φτέρωμα. Βλ. νερο~, πετρο~, στρουθιόμορφα. [< μεσν. κότσυφος, κόσσυφας]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.