Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κύκνος κύ-κνος ουσ. (αρσ.) 1. ΟΡΝΙΘ. μεγαλόσωμο, υδρόβιο, μεταναστευτικό πτηνό (γένος Cygnus) που μοιάζει με χήνα και έχει χαρακτηριστικό μακρύ λαιμό και άσπρο συνήθ. φτέρωμα: λευκός/μαύρος ~. Βασιλικός/μικρός ~ (: είδη της Βόρειας Ευρώπης). Βλ. βουβόκυκνος.|| (μτφ.) Λαιμός ~ου (: όμορφος και ψηλόλιγνος). Βλ. ασχημόπαπο. 2. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ) αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου, γνωστός και ως Βόρειος Σταυρός: το Άλφα του ~ου (: το φωτεινότερο αστέρι του). [< αρχ. κύκνος]

ασχημόπαπο

ασχημόπαπο [ἀσχημόπαπο] α-σχη-μό-πα-πο ουσ. (ουδ.): άσχημος άνθρωπος, συνήθ. κοπέλα ή παιδί: ~ που μεταμορφώθηκε σε καλλονή/ομορφόπαιδο.|| (κυριολ.) Το παραμύθι του ~ου που έγινε κύκνος. [< αγγλ. ugly duckling]

βουβόκυκνος

βουβόκυκνος βου-βό-κυ-κνος ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. λευκός κύκνος (επιστ. ονομασ. Cygnus olor) που διακρίνεται για το μαύρο εξόγκωμα στη βάση του ράμφους του.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.