κύκνος κύ-κνος ουσ. (αρσ.) 1. ΟΡΝΙΘ. μεγαλόσωμο, υδρόβιο, μεταναστευτικό πτηνό (γένος Cygnus) που μοιάζει με χήνα και έχει χαρακτηριστικό μακρύ λαιμό και άσπρο συνήθ. φτέρωμα: λευκός/μαύρος ~. Βασιλικός/μικρός ~ (: είδη της Βόρειας Ευρώπης). Βλ. βουβόκυκνος.|| (μτφ.) Λαιμός ~ου (: όμορφος και ψηλόλιγνος). Βλ. ασχημόπαπο.2. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ) αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου, γνωστός και ως Βόρειος Σταυρός: το Άλφα του ~ου (: το φωτεινότερο αστέρι του). [< αρχ. κύκνος]
ασχημόπαπο
ασχημόπαπο [ἀσχημόπαπο] α-σχη-μό-πα-πο ουσ. (ουδ.): άσχημος άνθρωπος, συνήθ. κοπέλα ή παιδί: ~ που μεταμορφώθηκε σε καλλονή/ομορφόπαιδο.|| (κυριολ.) Το παραμύθι του ~ου που έγινε κύκνος. [< αγγλ. ugly duckling]
βουβόκυκνος
βουβόκυκνος βου-βό-κυ-κνος ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. λευκός κύκνος (επιστ. ονομασ. Cygnus olor) που διακρίνεται για το μαύρο εξόγκωμα στη βάση του ράμφους του.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.