Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 23 εγγραφές  [0-20]


  • κύμα [κῦμα] κύ-μα ουσ. (ουδ.) {κύμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. μάζα νερού που υψώνεται και υποχωρεί στην επιφάνεια υδάτινου όγκου και προκαλείται συνήθ. από φυσικές δυνάμεις (άνεμο, παλίρροια, σεισμική δόνηση)· κατ' επέκτ. ό,τι έχει παρόμοια κίνηση ή μορφή: άγρια/αφρισμένα/γιγάντια/θαλάσσια/θεόρατα/ισχυρά/μανιασμένα/μεγάλα/ορμητικά/τεράστια/ωκεάνια ~ατα. Φονικό ~ (πβ. τσουνάμι). Ο αφρός/η βοή/ο ήχος/ο παφλασμός/ο φλοίσβος των ~άτων. ~ατα βουνά (= πελώρια). Η θάλασσα έχει/σήκωσε ~ (βλ. τρικυμία). Τα ~ατα ξέβρασαν μια νεκρή φάλαινα. Τα ~ατα χτυπούσαν με δύναμη/μανία στους βράχους. Το ~ σκάει στην ακτή/στα πόδια μας. Τα παιδιά έπαιζαν με τα ~ατα. Τους κατάπιαν τα ~ατα (= πνίγηκαν). Οι δύο ναυαγοί πάλευαν με τα ~ατα όλη (τη) νύχτα. Βλ. κυματισμός.|| (συνεκδ.) Οικόπεδα/ταβέρνες δίπλα/κοντά/πάνω/πλάι στο ~. Το σπίτι βρίσκεται πενήντα μέτρα από το ~ (πβ. θάλασσα, παραλία).|| ~ατα άμμου (βλ. αμμόλοφος, θίνα). Οι φίλαθλοι κάνουν ~ στις εξέδρες. 2. (μτφ.) φυσικό, κοινωνικό ή άλλο φαινόμενο, τάση, συναίσθημα που εκδηλώνεται με μεγάλη ένταση ή/και σε ευρεία έκταση: πρωτοφανές/σφοδρό ~ ζέστης/κακοκαιρίας πλήττει τη χώρα.|| Αντιπολεμικό/επαναστατικό ~. Παγκόσμιο ~ διαμαρτυρίας. Γενικευμένο/κλιμακούμενο/ογκούμενο ~ αντιδράσεων/βίας/εγκληματικότητας/επιθέσεων/κινητοποιήσεων. ~ απολύσεων/προσλήψεων/φυγής (υπαλλήλων). Καλλιτεχνικό ~ αλληλεγγύης/συμπαράστασης (για τα θύματα του σεισμού). Μεγαλώνει/φουντώνει το ~ των καταλήψεων στα σχολεία. Απεργιακό ~ σάρωσε τις δημόσιες υπηρεσίες της χώρας.|| (ΟΙΚΟΝ.) Ανοδικό ~ στο χρηματιστήριο. Έρχεται νέο ~ ακρίβειας/ανατιμήσεων.|| ~ ανησυχίας/πανικού. Επιδημικό/πανδημικό ~. Η αθώωσή του ξεσήκωσε/προκάλεσε ~ οργής. Ένιωσα να με πλημμυρίζει ένα ~ ενθουσιασμού. 3. (μτφ.) μεγάλος αριθμός ανθρώπων που μετακινούνται συγχρόνως: ~ εκδρομέων/(λαθρο)μεταναστών/προσφύγων. Καταφθάνουν στη χώρα μας τα πρώτα ~ατα τουριστών. 4. ΦΥΣ. περιοδική ταλάντωση που ξεκινά από συγκεκριμένη πηγή και διαδίδεται στον χώρο είτε μέσω κάποιου υλικού σώματος είτε στο κενό· ειδικότ. ένας πλήρης κύκλος αυτής της ταλάντωσης: ακουστικά (βλ. ήχος)/αρμονικά/εγκεφαλικά (: ~ατα άλφα/βήτα/δέλτα)/ελαστικά/ερτζιανά (βλ. ραντάρ)/μηχανικά/σεισμικά/φωτεινά ~ατα. Ημιτονοειδές ~ (: το πλάτος της διαταραχής μεταβάλλεται ημιτονοειδώς στον χώρο και τον χρόνο). Ανάκλαση/διάδοση/διάθλαση/ένταση/εξίσωση/κορυφή/πλάτος/συνάρτηση (= κυματοσυνάρτηση)/ταχύτητα/φάση ~ατος. Επαλληλία/υπέρθεση ~ων. ~ατα εδάφους (: ραδιοκύματα που μεταδίδονται κατά μήκος της επιφάνειας της Γης)/μεταφοράς (: που μεταφέρουν ύλη)/υπερήχων/χώρου. Βλ. μικροκύματα. ● Υποκ.: κυματάκι (το): κυρ. στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: κυματάρα (η): κυρ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: διαμήκη κύματα: ΦΥΣ. όταν η τοπική μετατόπιση των μορίων της ύλης και η διάδοση της ταλάντωσης γίνονται κατά την ίδια κατεύθυνση. [< αγγλ. longitudinal waves, 1936] , εγκάρσια κύματα: ΦΥΣ. όταν η τοπική μετατόπιση της ύλης γίνεται κάθετα ως προς την διεύθυνση διάδοσης της ταλάντωσης. [< αγγλ. transverse waves, 1912] , ηχητικά κύματα: ΦΥΣ. που διαδίδονται με τη μεσολάβηση ενός φυσικού μέσου, όπως ο αέρας, και μεταδίδουν τον ήχο. Βλ. ακουστικά κύματα. [< γαλλ. ondes sonores] , κρουστικό κύμα: ΦΥΣ. που οφείλεται σε έκρηξη ή δημιουργείται συνήθ. όταν ένα σώμα, κυρ. αεροπλάνο ή βλήμα, κινείται στον αέρα με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτή του ήχου: κάθετα/πλάγια ~ά ~ατα. Βλ. υπερηχητικός.|| (ΙΑΤΡ.) Θεραπεία/λιθοτριψία με ~ά ~ατα. [< αγγλ. shock-wave, 1907] , κύμα καύσωνα/ψύχους: ΜΕΤΕΩΡ. ακραίο καιρικό φαινόμενο κατά το οποίο επικρατούν πολύ υψηλές/χαμηλές θερμοκρασίες σε μεγάλες γεωγραφικές εκτάσεις: ~ ~ μαστίζει/σαρώνει την Ευρώπη., μήκος κύματος : ΦΥΣ. η απόσταση ανάμεσα σε δύο αντίστοιχα σημεία διαδοχικών κυμάτων: ελάχιστο/μέγιστο ~ ~. ~ ~ του φωτός. Ακτινοβολία με ~ ~ ...νανόμετρα. [< γαλλ. longueur d'onde] , μοναχικό κύμα: ΦΥΣ. που προξενεί μικρές αλλαγές στις συνθήκες πίεσης, πυκνότητας ή ταχύτητας του υλικού που διατρέχει και δεν συνοδεύεται από αντίστοιχες κυματικές διαταραχές. [< αγγλ. solitary wave] , βαρυτικά κύματα βλ. βαρυτικός, βραχέα (κύματα) βλ. βραχύς, ηλεκτρομαγνητικά κύματα βλ. ηλεκτρομαγνητικός, μακρά (κύματα) βλ. μακρός, μεσαία (κύματα) βλ. μεσαίος, μέτωπο κύματος βλ. μέτωπο, νέο κύμα βλ. νέος, οδεύον/τρέχον κύμα βλ. οδεύω, παλιρροϊκό κύμα βλ. παλιρροϊκός, πράσινο κύμα βλ. πράσινος, στάσιμο κύμα βλ. στάσιμος, ωστικό κύμα βλ. ωστικός ● ΦΡ.: κατά κύματα & κύματα κύματα: κατά τρόπο που χαρακτηρίζεται από μαζικότητα και περιοδικότητα: Η έξοδος του Πάσχα θα πραγματοποιηθεί ~ ~. Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την περιοχή ~ ~. Έκανε λόγο για επιθέσεις που δέχεται ~ ~., κόντρα στο κύμα 1. αντίθετα από την κατεύθυνση του κύματος: Κολυμπούσαν/κωπηλατούσαν ~ ~. 2. (μτφ.) ενάντια στη γενική τάση, στην κυρίαρχη άποψη: Με το έργο του πηγαίνει ~ ~. Πβ. κόντρα στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο. Βλ. μέινστριμ., περνώ από σαράντα/χίλια κύματα {συνήθ. στο γ' πρόσ. αορίστου} (μτφ.): συναντώ πολλές δυσκολίες, εμπόδια: Το ειδύλλιό τους έχει περάσει ~ ~. Μετά από σαράντα κύματα κατάφεραν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος (μτφ.): για να δηλωθεί συμφωνία, ταύτιση ή διαφορετικότητα, αντίθεση αντιστοίχως: Βρισκόμαστε/είμαστε/εκπέμπουμε στο ίδιο ~ (: έχουμε τις ίδιες απόψεις, συνήθειες, κοινούς στόχους). Πβ. συμφωνώ.|| Σε διαφορετικό/άλλο ~ ~ με τον βουλευτή κινήθηκε/μίλησε η υπουργός ... Πβ. διαφοροποιούμαι. ΣΥΝ. στην ίδια/σε διαφορετική(/άλλη) συχνότητα [< γαλλ. (être) sur la même longueur d'onde] , έρμαιο των κυμάτων βλ. έρμαιο, χύμα στο κύμα βλ. χύμα [< 1: αρχ. κῦμα 2,3,4: γαλλ. vague, onde, αγγλ. wave]
  • κυμαίνεται κυ-μαί-νε-ται ρ. (αμτβ.) {κυμάν-θηκε, -θεί, κυμαιν-όμενος}: (για μέγεθος) αυξομειώνεται μεταξύ ορισμένων ορίων: Οι τιμές ~ονται ανάμεσα σε ... και ... ευρώ. Ο ρυθμός ανάπτυξης ~θηκε (κοντά) στο ... %. Η θερμοκρασία θα ~θεί σε υψηλά/χαμηλά (για την εποχή) επίπεδα. Πού θα ~θούν φέτος οι βάσεις (ενν. εισαγωγής στα ΑΕΙ); ~όμενο: βάθος/ύψος. Αριθμός μελών ~όμενος από ... μέχρι ... άτομα.|| (ΟΙΚΟΝ.) Τίτλοι σταθερής ή ~όμενης απόδοσης. Οικονομία με ~όμενη ισοτιμία.|| (σπανιότ. στο α', β' πρόσ., προφ.) ~ομαι από 70 έως 75 κιλά. ΣΥΝ. διακυμαίνεται ● ΣΥΜΠΛ.: κυμαινόμενο επιτόκιο : ΟΙΚΟΝ. που αυξομειώνεται ανάλογα με την διακύμανση του εκάστοτε βασικού επιτοκίου: καταναλωτικό/στεγαστικό δάνειο με ~ ~. ΑΝΤ. σταθερό επιτόκιο [< αγγλ. floating (interest) rate] [< αρχ. κυμαίνω 'έχω κύματα', γαλλ. fluctuer, αγγλ. fluctuate]
  • κύμανση κύ-μαν-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. αυξομείωση, διακύμανση: ~ της θερμοκρασίας από ... έως ... βαθμούς Κελσίου. Ετήσια ~ της ατμοσφαιρικής πίεσης. ~ της στάθμης (του νερού)/της φωνής (: της έντασης ή του ύψους της).|| (ΟΙΚΟΝ., συνηθέστ. στον πληθ.) Εποχικές ~άνσεις. Παρατηρείται μεγάλη/μικρή ~ των τιμών. ΑΝΤ. παγίωση, σταθεροποίηση (1) 2. ΦΥΣ. κυματοειδής κίνηση, κύμα, ταλάντωση: ηλεκτρομαγνητικές ~άνσεις. Διάδοση/επαλληλία ~άνσεων. [< αρχ. κύμανσις ‘κυματισμός’, γαλλ.-αγγλ. fluctuation]
  • κυματαριθμός κυ-μα-τα-ριθ-μός ουσ. (αρσ.): ΦΥΣ. ο αριθμός των κυμάτων σε μια δεδομένη μονάδα μήκους. Βλ. μήκος κύματος. [< γαλλ. nombre d'onde]
  • κυματίζω κυ-μα-τί-ζω ρ. (μτβ.) {κυμάτι-σε, σπάν. -σμένος, κυματίζ-οντας}: κουνώ κυματιστά ένα ύφασμα: Τα παιδιά ~ουν τα σημαιάκια.κυματίζει (αμτβ.): κινείται κυματιστά: Τα απλωμένα ρούχα/τα μακριά της μαλλιά κυμάτιζαν στον αέρα. ~σμένη: θάλασσα (= κυματώδης, φουρτουνιασμένη). ● ΦΡ.: η σημαία κυματίζει μεσίστια βλ. σημαία [< αρχ. κυματίζομαι ‘χτυπιέμαι από τα κύματα’, μτγν. κυματίζω ‘ταράζομαι’, γαλλ. flotter, αγγλ. wave]
  • κυματικός , ή, ό κυ-μα-τι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που σχετίζεται με το κύμα και ειδικότ. με τον κλάδο της κυματικής: ~ός: αριθμός (= κυματαριθμός). ~ή: ακτινοβολία/ανάλυση/διάδοση/ενέργεια/θεωρία/κίνηση/συνάρτηση (= κυματοσυνάρτηση). ~ό: πάρκο (βλ. αιολικό πάρκο)/πεδίο. Η ~ή φύση της ύλης/του φωτός. Βλ. μικρο~, ραδιο~, κυματοσωματιδιακός.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Το ανεμολογικό και ~ό δυναμικό του Αιγαίου. ● Ουσ.: κυματική (η) & κυματική φυσική (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Κ, Φ): κλάδος που προσδιορίζει τα είδη και τα χαρακτηριστικά των κυμάτων. Βλ. κυματομηχανική. [< αγγλ. cymatics, 1967] ● ΣΥΜΠΛ.: κυματική εξίσωση: διαφορική εξίσωση δευτέρου βαθμού, η λύση της οποίας περιγράφει κυματικά φαινόμενα: γραμμική ~ ~. [< αγγλ. wave equation, 1926] [< γαλλ. ondulatoire]
  • κυμάτιο κυ-μά-τι-ο ουσ. (ουδ.) {κυματί-ου | -ων}: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. επαναλαμβανόμενο, γύψινο διακοσμητικό μοτίβο σε μορφή κύματος: ιωνικό ~. Τα ~α του κιονόκρανου. Βλ. μαίανδρος, περίζωμα. [< αρχ. κυμάτιον, αγγλ. cymatium]
  • κυμάτισμα κυ-μά-τι-σμα ουσ. (ουδ.): κυματοειδής κίνηση: ~ της σημαίας. Πβ. κυματισμός.
  • κυματισμός κυ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): η κίνηση των κυμάτων ή (στον πληθ.) τα ίδια τα κύματα· κατ' επέκτ. κάθε κυματοειδής κίνηση: ανάλαφρος/έντονος ~ (της θάλασσας). Πρόγνωση ~ού. Ανεμογενείς/επιφανειακοί/θαλάσσιοι ~οί.|| Ο ~ των μαλλιών (βλ. κατσαρός)/της σημαίας (= κυμάτισμα).|| (μτφ.) ~ της φωνής (= ανεβοκατέβασμα). Πβ. διακύμανση. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. flottement]
  • κυματιστός , ή, ό κυ-μα-τι-στός επίθ. 1. του οποίου η επιφάνεια κάνει κυματισμούς· που μοιάζει στη μορφή ή στην κίνηση με κύμα: ~ή: θάλασσα (ΑΝΤ. ακύμαντη). ~ό: χαρτί/χαρτόνι (= οντουλέ).|| ~ή: υπογράμμιση (: σε επεξεργαστή κειμένου για επισήμανση ορθογραφικών σφαλμάτων). ~ές: γραμμές. ~ά: μαλλιά (= κατσαρά, σγουρά, σπαστά).|| (στο βόλεϊ) ~ό: σερβίς (βλ. φαλτσαριστός). ΣΥΝ. κυματοειδής ΑΝΤ. ευθύς (1), ίσιος (1) 2. (μτφ.) που παρουσιάζει αυξομειώσεις ως προς την ένταση ή το ύψος του: ~ός: ήχος. ~ή: φωνή. ● επίρρ.: κυματιστά [< γαλλ. ondulé]
  • κυματογενής , ής, ές κυ-μα-το-γε-νής επίθ. (λόγ.): που συντελεί στη δημιουργία θαλάσσιων κυμάτων ή προκαλείται από αυτά: ~είς: διεργασίες.|| ~ής: κίνηση ιζημάτων. ~ή: (παράκτια) ρεύματα. Βλ. -γενής.
  • κυματογράφος κυ-μα-το-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. αυτόνομος πλωτός μηχανισμός με μορφή σημαδούρας, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του ύψους και της κατεύθυνσης των κυμάτων με εφαρμογές στη ναυσιπλοΐα και την πρόγνωση του καιρού: κατευθυντικός ~. Βλ. -γράφος, παλιρροιογράφος. 2. & κυμογράφος ΙΑΤΡ. συσκευή που καταγράφει και παριστάνει με τη μορφή γραφικής παράστασης την πίεση ή τη ρυθμική κίνηση των υγρών και των οργάνων του σώματος αντίστοιχα. [< 2: γαλλ. kymographe , αγγλ. kymograph]
  • κυματοδηγός κυ-μα-το-δη-γός ουσ. (αρσ.): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. μεταλλικός σωλήνας ορθογώνιας ή κυκλικής διατομής, ο οποίος αποτελεί μέσο μεταφοράς ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: οπτικοί ~οί (: για οπτικές ίνες). [< αγγλ. waveguide, 1932]
  • κυματοδρομία κυ-μα-το-δρο-μί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ΑΘΛ. σέρφινγκ. Πβ. ιστιοσανίδα. Βλ. -δρομία.
  • κυματοειδής , ής, ές κυ-μα-το-ει-δής επίθ. (λόγ.): που μοιάζει με κύμα ως προς τη μορφή ή την κίνησή του, κυματιστός: ~ής: σωλήνας (: σπιράλ). ~ής: γραμμή/επιφάνεια/καμπύλη. ~ές: έλασμα/χαρτί (= οντουλέ)/χαρτόνι. ~είς: κινήσεις. ~ή: φύλλα. Βλ. -ειδής, καμπυλοειδής. ΑΝΤ. ευθύς (1), ίσιος (1) ● επίρρ.: κυματοειδώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: κυματοειδής πυρετός: ΙΑΤΡ. -ΚΤΗΝ. μελιταίος πυρετός. ΣΥΝ. βρουκέλωση [< γαλλ. fièvre ondulante] , κυματοειδής παύλα βλ. παύλα [< αρχ. κυματοειδής ‘θυελλώδης, τρικυμιώδης’]
  • κυματοθραύστης κυ-μα-το-θραύ-στης ουσ. (αρσ.) 1. φράγμα που κατασκευάζεται στη θάλασσα από φυσικούς ογκόλιθους ή τσιμεντένια μπλοκ για την προστασία λιμανιών και γενικότ. παράκτιων περιοχών από τα κύματα: ανατολικός/εξωτερικός/πλωτός/τεχνητός ~. Παράλληλοι ~ες. Βλ. κρηπιδότοιχος, λιμενοβραχίονας, μόλος, προβλήτα.|| Βραχονησίδα που λειτουργεί ως φυσικός ~. 2. (μτφ.) καθετί που αναχαιτίζει, ανακόπτει την ορμή μιας απειλητικής συνήθ. δύναμης ή κίνησης: Νόμοι που λειτουργούν ως ~ ενάντια στην παρανομία. [< γαλλ. brise-lame(s)]
  • κυματομηχανική κυ-μα-το-μη-χα-νι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ): ΦΥΣ. θεωρία που εκλαμβάνει τα υποατομικά σωματίδια ως κύματα. Βλ. κβαντομηχανική, κυματική, κυματοσυνάρτηση. [< αγγλ. wave mechanics, 1926]
  • κυματομορφή κυ-μα-το-μορ-φή ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. γραφική απεικόνιση που αναπαριστά τα χαρακτηριστικά (έκταση και συχνότητα) του κύματος· γενικότ. το κύμα: ημιτονοειδής ~. Ανεπτυγμένη/συνεπτυγμένη ~. (Μη) περιοδικές ~ές. ~ σήματος.|| (για ηλεκτρικό κύμα:) Θετική/αρνητική ~. ~ ρεύματος/τάσης. ~ εισόδου/εξόδου. Οι ~ές του παλμογράφου.|| (για ηχητικό κύμα:) ~ ήχου/φωνής. Επεξεργαστής ~ών. [< αγγλ. waveform]
  • κυματοπακέτο κυ-μα-το-πα-κέ-το ουσ. (ουδ.): ΦΥΣ. παλμός ακτινοβόλου ενέργειας που προκαλείται από δέσμη κυμάτων διαφορετικού μήκους. Βλ. κβαντο-, κυματο-μηχανική. [< αγγλ. wave packet, 1928]
  • κυματοσυνάρτηση κυ-μα-το-συ-νάρ-τη-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ.-ΜΑΘ. συνάρτηση η οποία χρησιμοποιείται στην κβαντομηχανική, για να περιγράψει τη διάδοση ενός κύματος που συνδέεται με ένα ή περισσότερα σωματίδια: εξέλιξη/κατάρρευση της ~ης. Βλ. κυματομηχανική. [< αγγλ. wave function, 1925]

αμμόλοφος

αμμόλοφος [ἀμμόλοφος] αμ-μό-λο-φος ουσ. (αρσ.): μικρός λόφος από άμμο που σχηματίζεται με τη μεταφορά κόκκων από τον άνεμο: ~οι της ερήμου. Παραλία με ~ους. Βλ. (αμμο)θίνα. [< γαλλ. colline de sable]

βαρυτικός

βαρυτικός, ή, ό βα-ρυ-τι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που οφείλεται ή αναφέρεται στη βαρύτητα: ~ή: αλληλεπίδραση/δύναμη/έλξη/ενέργεια. Η ~ή θεωρία. Το ~ό πεδίο της Γης. Βλ. αντι~. ● ΣΥΜΠΛ.: βαρυτικά κύματα: ταλαντώσεις που δημιουργούνται στον χωροχρόνο από διάφορα κοσμικά γεγονότα (μαύρες τρύπες, σύγκρουση γαλαξιών) και διαδίδονται με την ταχύτητα του φωτός. [< αγγλ. ravitational waves, 1906], βαρυτικός φακός βλ. φακός [< γερμ. Gravitations-, γαλλ. gravitationel, 1912]

βραχύς

βραχύς, εία, ύ βρα-χύς επίθ. {βραχ-έος | -είς (ουδ. -έα), -έων (θηλ. -ειών)· βραχύτ-ερος, -ατος} (λόγ.) 1. σύντομος: ~εία: ανασκόπηση/διάρκεια/θεραπεία/μνήμη. ~ύ: (χρονικό) διάστημα. Μονάδα ~ας νοσηλείας.|| (ως ουσ.) Το ~ύ (= η βραχύτητα) της ζωής. ΑΝΤ. μακρύς (2) 2. μικρός (σε μέγεθος ή έκταση): ~ύ: ανάστημα (= κοντό).|| (ΙΑΤΡ.) Σύνδρομο ~έος εντέρου. ΑΝΤ. επιμήκης, μακρύς (1) 3. ΓΡΑΜΜ. βραχύχρονος: ~εία: συλλαβή. ~ύ: φωνήεν. ΑΝΤ. μακρός (3), μακρόχρονος (2) ● επίρρ.: βραχέως ● ΣΥΜΠΛ.: βραχέα (κύματα) (αγγλ. συντομ. SW ή HF): ΦΥΣ. με ζώνη συχνοτήτων από 3 έως 30 MHz: πομπός ~έων. Ραδιοφωνικός σταθμός που εκπέμπει στα ~ ~. Διαθερμία ~έων ~άτων. Βλ. μακρά, μεσαία (κύματα), υπερ~. [< αγγλ. short waves] , βραχεία λίστα βλ. λίστα ● ΦΡ.: διά βραχέων (λόγ.): με λίγα λόγια, συνοπτικά: Το Συμβούλιο συζήτησε ~ ~ το θέμα. Ανέπτυξε/παρέθεσε/παρουσίασε ~ ~ τα βασικά σημεία της έκθεσής του. ΣΥΝ. εν ολίγοις/δι' ολίγων, λακωνικά, με λίγα/δυο λόγια, σύντομα (2) ΑΝΤ. διά μακρών, με βραχεία κεφαλή βλ. κεφαλή [< αρχ. βραχύς, γαλλ. bref]

-γενής

-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

-δρομία

-δρομία {-δρομιών}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση κυρ. αγωνίσματος δρόμου ή σχεδιασμένης κίνησης σε μία κατεύθυνση, πορείας: λαμπαδη~/σκυταλο~.|| Ιππο~/ποδηλατο~. (ΑΡΧ.) Αρματο~.|| Ορθο~/πλαγιο~.

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

έρμαιο

έρμαιο [ἕρμαιο] έρ-μαι-ο ουσ. (ουδ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): άνθρωπος ή πράγμα που ελέγχεται, κατευθύνεται, επηρεάζεται σε απόλυτο βαθμό από εξωτερική κυρ. δύναμη: ~ των ενστίκτων/των παθών/των περιστάσεων/της τύχης. ~ στα χέρια επιτήδειων (πβ. βορά). ~α της μοίρας/των συναισθημάτων. Πβ. άθυρμα, ανδρείκελο, ενεργούμενο, θύμα, παίγνιο, παιχνίδι, πιόνι, υποχείριο. ● ΦΡ.: έρμαιο των κυμάτων: (συνήθ. για πλεούμενο) που παρασύρεται από τη θάλασσα: Ιστιοφόρο που έγινε ~ ~. [< αρχ. ἕρμαιον ‘δώρο του Ερμή, απροσδόκητο κέρδος, μτγν. ~]

ηλεκτρομαγνητικός

ηλεκτρομαγνητικός, ή, ό [ἠλεκτρομαγνητικός] η-λε-κτρο-μα-γνη-τι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που σχετίζεται με τον ηλεκτρομαγνήτη ή τον ηλεκτρομαγνητισμό: ~ός: αισθητήρας/μηχανισμός/παλμός. ~ή: αλληλεπίδραση/δύναμη/επαγωγή/κλειδαριά/παρεμβολή. ~ό: πεδίο/φάσμα. ~ές: μετρήσεις/συσκευές/ταλαντώσεις. ~ά: μέσα/σήματα/φαινόμενα (βλ. ηλεκτρο-, μαγνητο-στατική). ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρομαγνητικά κύματα: διάδοση ηλεκτρικού και μαγνητικού πεδίου ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο: εγκάρσια/τεχνητά/φυσικά ~ ~. Βλ. φωτόνιο., ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία : μεταφορά ενέργειας με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: Μορφές της ~ής ~ας είναι τα ραδιοκύματα, τα μικροκύματα, οι υπέρυθρες ακτίνες, το ορατό φως, οι υπεριώδεις ακτίνες, οι ακτίνες Χ και οι ακτίνες γάμμα., ηλεκτρομαγνητικό νέφος βλ. νέφος [< γερμ. elektromagnetisch, γαλλ. électromagnétique, αγγλ. electromagnetic]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κβαντομηχανική

κβαντομηχανική κβα-ντο-μη-χα-νι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ): ΦΥΣ. θεωρία που περιγράφει τη συμπεριφορά της ύλης σε ατομική και υποατομική κλίμακα· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος, κβαντική μηχανική. Βλ. κυματομηχανική. [< αγγλ. quantum mechanics, 1922]

κρηπιδότοιχος

κρηπιδότοιχος κρη-πι-δό-τοι-χος ουσ. (αρσ.): τοίχος μεγάλου μήκους που οικοδομείται σε προβλήτες λιμανιών για προστασία από τα κύματα. Βλ. κυματοθραύστης.

κυματισμός

κυματισμός κυ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): η κίνηση των κυμάτων ή (στον πληθ.) τα ίδια τα κύματα· κατ' επέκτ. κάθε κυματοειδής κίνηση: ανάλαφρος/έντονος ~ (της θάλασσας). Πρόγνωση ~ού. Ανεμογενείς/επιφανειακοί/θαλάσσιοι ~οί.|| Ο ~ των μαλλιών (βλ. κατσαρός)/της σημαίας (= κυμάτισμα).|| (μτφ.) ~ της φωνής (= ανεβοκατέβασμα). Πβ. διακύμανση. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. flottement]

κυματομηχανική

κυματομηχανική κυ-μα-το-μη-χα-νι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ): ΦΥΣ. θεωρία που εκλαμβάνει τα υποατομικά σωματίδια ως κύματα. Βλ. κβαντομηχανική, κυματική, κυματοσυνάρτηση. [< αγγλ. wave mechanics, 1926]

μαίανδρος

μαίανδρος μαί-αν-δρος ουσ. (αρσ.) {μαιάνδρου} 1. γεωμετρικό σχήμα αποτελούμενο από διαδοχικές ορθές γωνίες ως μοτίβο διακόσμησης που παραπέμπει στην αρχαιοελληνική τέχνη· κατ' επέκτ. κάθε παρόμοιος σχηματισμός: κολιέ ~. Ψηφιδωτό με ~ους.|| Οι ~οι του ποταμού. 2. (σπάν.-μτφ.) δαιδαλώδης, περίπλοκη κατάσταση: οι ~οι της οικονομίας/της σκέψης. Πβ. δαίδαλος, λαβύρινθος. [< μτγν. μαίανδρος, αγγλ. meander, γαλλ. méandre]

μακρός

μακρός, ά, ό μα-κρός επίθ. (λόγ.) 1. που διαρκεί πολύ χρόνο: ~ά: απουσία/ασθένεια/θητεία/ιστορία/παράδοση/περίοδος/συνάντηση. ~ό: διάστημα. ~ές: διαπραγματεύσεις. ~άς πνοής (= μακρόπνοος). Πβ. εκτενής, μακρόβιος. ΣΥΝ. μακροχρόνιος (1), μακρύς (2) ΑΝΤ. βραχύς (1), σύντομος (1) 2. που έχει μεγάλο μήκος: ~ός: προσαγωγός (μυς). ~ά: λίστα/σειρά. ~ά: οστά.|| (μτφ.) Η ~ά διαδρομή της ελληνικής γλώσσας. ΣΥΝ. μακρύς (1) ΑΝΤ. βραχύς (2) 3. ΓΡΑΜΜ. μακρόχρονος. ● ΣΥΜΠΛ.: μακρά (κύματα): ΦΥΣ. με ζώνη συχνοτήτων από 30 έως 300 kHz. Βλ. βραχέα, μεσαία (κύματα), ραδιοκύματα. [< αγγλ. long waves] ● ΦΡ.: διά μακρών (λόγ.): με λεπτομέρειες, διεξοδικά, εκτενώς: Αναφέρθηκε ~ ~ στο θέμα. Ανέπτυξε ~ ~ το ζήτημα. ΑΝΤ. διά βραχέων, εν συντομία, επί μακρόν (λόγ.): για μεγάλο χρονικό διάστημα: Συζήτησαν ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ διαμένοντες/παραμονή. [< αρχ. μακρός 3: πβ. αρχ. macron]

μέινστριμ

μέινστριμ μέ-ιν-στριμ επίθ./ουσ. {άκλ.} (νεαν. αργκό): που ακολουθεί το κυρίαρχο ρεύμα, τη γενική τάση σε έναν τομέα: ~ επιλογές/καλλιτέχνες/μουσικές/ταινίες.|| (ως ουσ.) Οι εκπρόσωποι του ~. Βλ. αλτέρνατιβ, αντεργκράουντ. [< αγγλ. mainstream]

μεσαίος

μεσαίος, α, ο [μεσαῖος] με-σαί-ος επίθ. 1. που βρίσκεται στη μέση μιας (αξιολογικής) κλίμακας, που δεν είναι μεγάλος ή μικρός, πολύς ή λίγος, ισχυρός ή ανίσχυρος, σημαντικός ή ασήμαντος, καλός ή κακός: ~α: βιομηχανία (βλ. βαριά)/ηλικία (πβ. μέση)/κεφαλαιοποίηση/περίοδος (π.χ. από τουριστική άποψη, για ξενοδοχεία). ~ο: εισόδημα (βλ. υψηλό, χαμηλό)/επίπεδο (π.χ. για ξένες γλώσσες, βλ. αρχάριο, προχωρημένο). ~α: στελέχη (π.χ. εταιρείας). Αυτοκίνητα ~ου κυβισμού. Επιχειρήσεις μικρού και ~ου μεγέθους (= μικρομεσαίες). Επενδύσεις ~ας κλίμακας. ~ες βαθμολογικά σχολές. Ο κινητήρας αποδίδει καλά στις ~ες στροφές. Πβ. μέτριος. 2. που μεταξύ άλλων κατέχει την κεντρική θέση και μπορεί να ισαπέχει από τα άκρα: ~α: λωρίδα κυκλοφορίας (βλ. αριστερή, δεξιά)/πόρτα. ~α: φώτα (οχήματος).|| (ΠΟΛΙΤ.) Ο ~ χώρος (= το κέντρο). (ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.) ~α (κοινωνική) τάξη (βλ. ανώτερη, κατώτερη). ΣΥΝ. ενδιάμεσος (1), μεσιανός, μέσος (1) ΑΝΤ. ακραίος (2), ακριανός ● Ουσ.: μεσαίος (ο): ΑΝΑΤ. το μεσαίο δάχτυλο του χεριού ή (σπάν. του ποδιού). ΣΥΝ. μέσος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: μεσαία (κύματα) (αγγλ. συντομ. MF): ΦΥΣ. με ζώνη συχνοτήτων από 300 έως 3.000 kHz. Βλ. βραχέα, μακρά (κύματα). [< αγγλ. medium waves, 1928] , μεσαία γραμμή: ΑΘΛ. οι μέσοι (χαφ) μιας ποδοσφαιρικής ομάδας· ο χώρος του γηπέδου στον οποίο αγωνίζονται. Βλ. αμυντική, επιθετική γραμμή., ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών βλ. βάρος, φώτα διασταύρωσης βλ. φως [< αρχ. μεσαῖος

μέτωπο

μέτωπο μέ-τω-πο ουσ. (ουδ.) {μετώπ-ου} 1. το άνω τμήμα του προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στην έκφυση των μαλλιών, τα φρύδια και τους κροτάφους: πλατύ/στενό/φαρδύ ~. Βαθιές ρυτίδες κατά μήκος του ~ου. Μια τούφα έπεφτε μπροστά στο ~ (βλ. φράντζα). Πβ. κούτελο.|| Λευκή κηλίδα στο ~ αλόγου. 2. ΣΤΡΑΤ. η πρώτη γραμμή στρατιωτικής δύναμης, παράταξης και συνεκδ. οι θέσεις, ο τόπος διεξαγωγής της μάχης: πολεμικό ~. Το ανατολικό/δυτικό/εχθρικό/συμμαχικό ~. Κατάρρευση του ~ου (: ήττα, υποχώρηση στρατού). Αναχώρηση για/πορεία προς το ~. Νέα από το ~. Πολέμησε στο αλβανικό ~. Έπεσε (= πέθανε) στο ~. Ο εχθρός (δι)έσπασε το ~ (= διαπέρασε τις γραμμές). Πβ. ζώνη επιχειρήσεων. Βλ. μετόπισθεν.|| (μτφ.) Εσωκομματικό ~. Εξελίξεις σε όλα τα ~α. Πβ. πεδίο μάχης. 3. συμμαχία, συνασπισμός: αντιρατσιστικό/απεργιακό/δημοκρατικό/ενιαίο/κοινό/πατριωτικό ~. ~ αριστεράς/δεξιάς. ~ νεολαίας. ~ εναντίον της αισχροκέρδειας/διαπλοκής. Συγκροτώ/σχηματίζω ~. Κάνω ~ με κάποιον (= συμμαχώ). Πβ. ένωση, λίγκα, συμπαράταξη, σύμπραξη, συνεργασία. 4. ΜΕΤΕΩΡ. το νοητό όριο μεταξύ αέριων μαζών με διαφορετικά χαρακτηριστικά (θερμοκρασία, υγρασία): στάσιμο ~ (: όταν οι μάζες που το σχηματίζουν δεν κινούνται). Μετακίνηση ~ου βορειοδυτικά.|| Το ~ της κακοκαιρίας. 5. πρόσοψη: ανάπλαση του ~ου ενός κτιρίου. Μόλος µε κατακόρυφο/κεκλιμένο ~. Κατασκευή δαπέδου σε όλο το μήκος του ~ου. ~ εκσκαφής σήραγγας.|| Το μπαλκόνι έχει ~ (= βλέπει) προς τη θάλασσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό μέτωπο: εμπόλεμη κατάσταση ή (συνήθ.-κατ' επέκτ.) αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη: Η κυβέρνηση έχει ~ ~ κατά της διαφθοράς/με την τρομοκρατία., γραμμή του μετώπου: γραμμή του πυρός: Διασπάστηκε η ~ ~.|| (μτφ.) Στην πρώτη ~ ~ κατά του ρατσισμού., θαλάσσιο/παραλιακό μέτωπο & (σπάν.) παράκτιο μέτωπο: τμήμα παράκτιας περιοχής που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα και βλέπει σε αυτή., θερμό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας θερμού αέρα, η οποία περνά πάνω από μια ψυχρή μάζα, επιφέροντας αύξηση της θερμοκρασίας και δυνατή βροχή., μέτωπο κύματος: ΦΥΣ. ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που βρίσκονται στην ίδια φάση σε δεδομένη χρονική στιγμή κατά την κίνηση ενός κύματος. [< αγγλ. wave-front] , συνεσφιγμένο μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα όταν συναντά και σπρώχνει προς τα πάνω μια θερμή αέρια μάζα., το μέτωπο της φωτιάς/της πυρκαγιάς & πύρινο μέτωπο: η έκταση που καίγεται: Υπό έλεγχο τέθηκε ~ ~., ψυχρό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα, η οποία εισχωρεί κάτω από μια θερμή μάζα και την εκτοπίζει προς τα πάνω, σχηματίζοντας σωρειτομελανίες., αρραγές μέτωπο βλ. αρραγής, λαϊκό μέτωπο βλ. λαϊκός ● ΦΡ.: ανοίγω/κλείνω μέτωπα: έρχομαι σε σύγκρουση ή δίνω τέλος σε μια σύγκρουση, αντίστοιχα: Έπρεπε να είμαστε ενωμένοι και να μην ανοίγουμε ~ μεταξύ μας. Τα συνδικάτα ανοίγουν νέο μέτωπο κινητοποιήσεων.|| Η κυβέρνηση κλείνει ~ με πολλούς φορείς., κατά μέτωπο(ν) (μτφ.): με άμεσο, ευθύ τρόπο: Αντιμετωπίζω ~ ~ τις δυσκολίες.|| (ως επίθ.) ~ ~ αντιπαράθεση/επίθεση/σύγκρουση., με το μέτωπο/κούτελο καθαρό/ψηλά: με καθαρή συνείδηση, χωρίς να μπορώ να κατηγορηθώ ότι έχω αδικήσει ή παρανομήσει: Θέλω να κυκλοφορώ/περπατάω ~ ~. Πβ. με το κεφάλι ψηλά., μέτωπο δεξιά/αριστερά!: στρατιωτικό παράγγελμα για στροφή παράταξης προς τα δεξιά ή τα αριστερά, αντιστοίχως. [< 1,2,5: αρχ. μέτωπον 3,4: γαλλ. front]

μήκος

μήκος [μῆκος] μή-κος ουσ. (ουδ.) {μήκ-ους | -η} 1. το φυσικό μέγεθος που σχετίζεται με τη μέτρηση της απόστασης από ένα άκρο σε άλλο: ελάχιστο/μέγιστο/μεταβλητό ~. Μονάδες ~ους. ~ σε εκατοστά/ίντσες. Σήραγγα συνολικού ~ους ... μέτρων. Σε διάφορα/διαφορετικά ~η. ~ μαλλιών (πβ. μάκρος). 2. ΓΕΩΜ. μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος (εκτός από το πλάτος και το ύψος) ή η συνήθ. μεγαλύτερη από τις δύο διαστάσεις μιας επίπεδης επιφάνειας: ~ γραμμής/κύκλου/τόξου. Υπολογισμός του ~ους.|| Το ~ του τραπεζιού. ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) μήκος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής, αφού πάρει φόρα σε έναν διάδρομο, εκτελεί άλμα σε ειδικό σκάμμα: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) τριπλούν., μήκος λέξης: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των μπιτ από τα οποία αποτελείται η λέξη ενός υπολογιστή: σταθερό ~ ~. Το μέγιστο ~ ~ είναι 4 μπάιτ (= 32 μπιτ). [< αγγλ. word length, 1951] , γεωγραφικό μήκος βλ. γεωγραφικός, εστιακό μήκος βλ. εστιακός, μήκος κύματος βλ. κύμα, ταινία μικρού/μεγάλου/μεσαίου μήκους βλ. ταινία ● ΦΡ.: κατά μήκος: παράλληλα με κάτι: ~ ~ της ακτής/διαδρομής/του οδικού άξονα., σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) & (σπάν.) στα μήκη και (στα) πλάτη (της Γης): παντού, σε όλο τον κόσμο: Έχει ταξιδέψει ~ ~. Έχει δώσει συναυλίες ~ ~. Πβ. απανταχού της Γης/της οικουμένης, όπου Γης., σε όλο το μήκος και (το) πλάτος & κατά μήκος και (κατά) πλάτος: σε όλη την έκταση, παντού: ~ ~ του οδοστρώματος. Εκκλησάκια διάσπαρτα ~ ~ του νησιού. Κατά μήκος και (κατά) πλάτος της αίθουσας., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα [< αρχ. μῆκος, γαλλ. longueur, αγγλ. length]

μικροκύματα

μικροκύματα μι-κρο-κύ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα): ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητικά κύματα πολύ μικρού μήκους, μεταξύ περ. ενός χιλιοστόμετρου και τριάντα εκατοστών: ακτινοβολία/δέσμη/εκπομπή/ραντάρ/συσκευή/συχνότητα ~άτων. Ευρεία χρήση των ~άτων στις τηλεπικοινωνίες, τη ραδιοφωνία, τη λειτουργία των ραντάρ και σε οικιακές συσκευές μαγειρικής. ● ΣΥΜΠΛ.: φούρνος μικροκυμάτων: που χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία υψηλής συχνότητας για πολύ γρήγορη θέρμανση τροφίμων. [< αγγλ. microwave oven, 1955, four à micro-ondes, 1970] [< αγγλ. microwaves, 1931, γαλλ. micro-ondes, 1984]

νέος

νέος, α, ο νέ-ος επίθ. {νεότ-ερος, -ατος} 1. που βρίσκεται ανάμεσα στην εφηβεία και την ωριμότητα· κατ' επέκτ. που διατηρεί τη νεανικότητά του, αν και περασμένης ηλικίας: ~οι: γονείς/επιστήμονες/ψηφοφόροι (= νεαροί). Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς (ακρ. ΓΓΝΓ). Είναι πολύ ~ για (να γίνει) ...|| Νιώθει ακόμα ~ (στην καρδιά/στο σώμα/στην ψυχή). Δείχνει/φαίνεται ~. Παραμένει πάντα ~α (και δραστήρια). Πβ. αγέραστος, ακμαίος, θαλερός. 2. που γίνεται, εμφανίζεται ή τίθεται σε λειτουργία για πρώτη φορά· που μόλις άρχισε (διαδεχόμενος κάτι άλλο): ~ος: θεσμός. ~α: έκδοση/ταινία. ~ο: κόμμα/κρούσμα/πρόγραμμα (: αναθεωρημένο). ~οι: κανονισμοί. ~ες: δοκιμασίες/δυνατότητες/εξελίξεις/θέσεις εργασίας/κυκλοφορίες/τάσεις. Ευτυχισμένος ο ~ χρόνος! Κάνουμε μια ~α αρχή/ένα ~ο ξεκίνημα! Εγκαινίασαν το ~ο τους κατάστημα.|| ~οι: συνεργάτες/φίλοι. ~ες: γνωριμίες.|| (ειδικότ., σύγχρονος:) ~ος: συντηρητισμός (= νεοσυντηρητισμός). Νέοι Έλληνες (= Νεοέλληνες). ΣΥΝ. καινούργιος (2) 3. που έχει δημιουργηθεί, κατασκευαστεί ή αποκτηθεί πρόσφατα: ~ο: κτίριο. ~ες: εγκαταστάσεις. ~α: έργα/προϊόντα.|| ~α: αποκτήματα. Να σου δείξω το ~ο μου αμάξι/σπίτι! ΣΥΝ. καινούργιος (1) ΑΝΤ. παλιός (2) 4. που μόλις ξεκίνησε ή ανέλαβε κάτι: ~ος: οδηγός (= άπειρος, αρχάριος)/πρόεδρος/υπάλληλος. ~οι: επαγγελματίες. ~α: μέλη. Είναι (σχετικά) ~ στο επάγγελμα/στον χώρο.|| ~α: διοίκηση/κυβέρνηση. ΣΥΝ. νεόκοπος.|| ~οι: δημιουργοί/καλλιτέχνες (= πρωτοεμφανιζόμενοι). ΣΥΝ. καινούργιος (2) 5. που εισάγει καινούργια στοιχεία: ~α: θεραπεία/θεωρία/μέθοδος/οπτική (: διαφορετική)/προσέγγιση. ~ες: ιδέες. Πβ. ανανεωτικός, καινοτόμος, μοντέρνος, νεωτεριστικός, πρωτοποριακός. Βλ. νεο-. ● Ουσ.: Νέοι (οι): ΑΘΛ. ηλικιακή κατηγορία κατάταξης αθλητών: Εθνική/Πρωτάθλημα ~ων. Πβ. Έφηβοι. Βλ. Νεάνιδες., νέος (ο) 1. {θηλ. νέα} ενν. άνδρας ή γυναίκα: άνεργος/φιλόδοξος ~. Οι ~οι και ~ες (= η νεολαία· πβ. νεότητα). ΣΥΝ. νεαρός, νεαρή ΑΝΤ. γέρος (1) 2. καινούργιος σε κάποιον χώρο: οι ~οι στη δουλειά. 3. (στη στρατιωτική αργκό) νεοσύλλεκτος. ● ΣΥΜΠΛ.: Νέα Ελληνικά 1. Νέα Ελληνική γλώσσα. Βλ. Αρχαία Ελληνική. ΣΥΝ. Νεοελληνικά (τα) 2. (συνεκδ.) το μάθημα της Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας· το σχετικό βιβλίο., νέο κρασί & (σπάν.) νεαρό κρασί: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που καταναλώνεται αμέσως μετά το τέλος της ζύμωσης., νέο κύμα 1. ΜΟΥΣ. ρεύμα στο ελληνικό τραγούδι της δεκαετίας του 1960, με χαρακτηριστικά τη λυρικότητα, την τρυφερότητα και την απλότητα. Βλ. μπαλάντα, μπουάτ. 2. ΚΙΝΗΜ. νουβέλ βαγκ., Νέος Κόσμος: οι ήπειροι που ανακαλύφθηκαν από τους Ευρωπαίους στους νεότερους χρόνους (η Ανταρκτική, η Ωκεανία και ιδ. η Αμερική)., γρηγοριανό/νέο ημερολόγιο βλ. γρηγοριανός, Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων βλ. κατάστημα, νέα εποχή βλ. εποχή, Νέα Ρώμη βλ. Ρώμη1, Νέα Σελήνη βλ. σελήνη, νέα τάξη (πραγμάτων) βλ. τάξη, νέα/ψηφιακή οικονομία βλ. οικονομία, νέες τεχνολογίες βλ. τεχνολογία, νέο αίμα βλ. αίμα, νέο μυθιστόρημα βλ. μυθιστόρημα ● ΦΡ.: εκ νέου (λόγ.): πάλι, ξανά, για μια ακόμα φορά: ~ ~ δημοσίευση του άρθρου (= επαναδημοσίευση). Η δίκη αναβλήθηκε/το θέµα συζητήθηκε ~ ~., (ο νέος είναι ωραίος, αλλά) ο παλιός είναι αλλιώς βλ. παλιός, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, νέας/τελευταίας κοπής βλ. κοπή, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός [< αρχ. νέος, γαλλ. nouveau, αγγλ. new, γερμ. neu]

οδεύω

οδεύω [ὁδεύω] ο-δεύ-ω ρ. (αμτβ.) {όδευ-σε, οδεύ-οντας, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.-μτφ.): βαδίζω, τείνω: Ο χειμώνας ~ει προς το τέλος του. Η πολιτική κρίση ~ει προς εκτόνωση. Σε λύση ~σε το πρόβλημα ... Επιχειρήσεις που ~ουν για/προς κλείσιμο. Πβ. βαίνω, κατευθύνομαι, πορεύομαι. Βλ. συν~. ● ΣΥΜΠΛ.: οδεύον/τρέχον κύμα: ΦΥΣ. κάθε κύμα που διαδίδεται στον χώρο και μεταφέρει συνεχώς ενέργεια μακριά από την πηγή του. [< αγγλ. travelling wave] [< αρχ. ὁδεύω ‘ταξιδεύω, πορεύομαι’]

παλιρροϊκός

παλιρροϊκός, ή, ό πα-λιρ-ρο-ϊ-κός επίθ. & παλιρροιακός: ΩΚΕΑΝ. που σχετίζεται με την παλίρροια ή προκαλείται από αυτή: ~ή: ενέργεια. ~ό: ρεύμα. ● ΣΥΜΠΛ.: παλιρροϊκό κύμα & παλιρροιακό κύμα 1. ΩΚΕΑΝ. κύμα που οφείλεται κυρ. στην παλίρροια. Βλ. τσουνάμι. 2. (μτφ.) φαινόμενο που εκδηλώνεται έντονα και μαζικά: ~ ~ αλλαγών.

παύλα

παύλα [παῦλα] παύ-λα ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. σημείο στίξης που χρησιμοποιείται για την παρεμβολή (παρενθετικής ή αυτοτελούς) φράσης ή πρότασης σε κείμενο, την αλλαγή ομιλητή σε διάλογο, την ένωση δύο λέξεων που εκφέρονται μαζί ή το χώρισμα συλλαβών: διπλή ~ (--). Μεγάλη ~ (–) ή κεραία. Μικρή ~ (-). Κάτω ~ (_). Ανάμεσα σε ~ες. Βλ. ενωτικό, κόμμα, παρένθεση, τελεία. ● Υποκ.: παυλίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κυματοειδής παύλα: ΛΕΞΙΚΟΓΡ. σύμβολο (~) που αντικαθιστά την κεφαλή (υπο)λήμματος, συμπλόκου ή έκφρασης. ΣΥΝ. τίλντα ● ΦΡ.: τελεία και παύλα βλ. τελεία [< αρχ. παῦλα ‘παύση, διακοπή, τέλος’, γαλλ. tiret]

πράσινος

πράσινος, η, ο πρά-σι-νος επίθ. 1. που έχει το χρώμα των χόρτων, των φυτών που έχουν χλωροφύλλη: ~ος: βάτραχος/μαρκαδόρος/φράχτης/χλοοτάπητας. ~η: πιπεριά (βλ. κόκκινη)/σάλτσα (= πέστο)/στολή. ~ο: γρασίδι/λάχανο/φόρεμα. ~οι: βλαστοί. ~ες: ελιές/ταλιατέλες. ~α: λαχανικά/μάτια (βλ. πρασινομάτης)/σπαράγγια/φασόλια (= φασολάκια· βλ. ξερά)/φύλλα. ~α φυτά εσωτερικού χώρου. ~α: νερά (θάλασσας). Το σμαράγδι είναι ένας πολύτιμος ~ λίθος. Το ~ο χρώμα συμβολίζει τη ζωή και την ελπίδα.|| ~ος: αριθμός (= υπηρεσία τηλεφωνίας χωρίς χρέωση).|| (χιουμορ.) ~α: ανθρωπάκια (= οι εξωγήινοι).|| ~ος: χρυσός (: συνήθ. το ελαιόλαδο). Βλ. βαθυ~, σταχτο~, φαιο~, χαλκο~, χρυσο~. 2. που σχετίζεται με την οικολογία, που είναι φιλικός προς το περιβάλλον: ~ος: δακτύλιος/δήμος/πλανήτης/τουρισμός (βλ. οικοτουρισμός). ~η: ανάπτυξη/επιχειρηματικότητα/κατανάλωση/οικονομία/παραγωγή/πόλη/πολιτική/τεχνολογία. ~ο: κίνημα/κόμμα/μάρκετινγκ/μέλλον/πανεπιστήμιο/σήμα ανακύκλωσης. ~ες: επενδύσεις/ιδέες/λύσεις/μεταφορές/πρωτοβουλίες/σημαίες (: απονέμονται σε ξενοδοχεία που λαμβάνουν μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος). ~α: αυτοκίνητα/λεωφορεία (= που κινούνται με φυσικό αέριο)/καύσιμα (βλ. βιοκαύσιμα)/κτίρια/προϊόντα/τέλη κυκλοφορίας. ~α: μέτρα. ~ οδηγός για τα τρόφιμα. Στρατηγικές και κίνητρα για μετάβαση προς την ~η ενέργεια (πβ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας). Πβ. καθαρός. 3. που έχει ή καλύπτεται από πυκνή και πλούσια βλάστηση: ~ος: κήπος/λόφος. ~η: έκταση/κοιλάδα. ~ο: λιβάδι/νησί/τοπίο.|| (κατ' επέκτ.) ~ος: παράδεισος. ~η: στέγη/ταράτσα (= ταρατσόκηπος). ~ες: διαδρομές. Πβ. κατα~. 4. (κυρ. για φρούτα και λαχανικά) που δεν είναι ώριμος: ~ο: μήλο (= ξινόμηλο). ~ες: ντομάτες. ΣΥΝ. άγουρος.|| ~ος: καφές (ΑΝΤ. καβουρδισμένος). ~ο: πιπέρι (: από ανώριμους καρπούς). ● Ουσ.: πράσινο (το) 1. το δευτερεύον χρώμα που προκύπτει από την ανάμειξη μπλε και κίτρινου: ανοιχτό/απαλό/βαθύ/έντονο/ζωηρό/σκούρο ~. Γκρι-/μπλε-~. ~ κυπαρισσί/λαδί/λαχανί. Το ~ του αμυγδάλου/της ελιάς. Είναι ντυμένη στα ~α (ενν. ρούχα). 2. η βλάστηση, τα φυτά, τα δέντρα: (περι)αστικό ~. ~ και ποιότητα ζωής. Έργα/ζώνη/όαση/πάρκο/πνεύμονας/χώρος ~ίνου. Θέρετρο/σπίτι πνιγμένο στο ~. Συντήρηση του ~ου της πόλης. Μην πατάτε το ~. 3. ο φωτεινός σηματοδότης που επιτρέπει την κίνηση οχημάτων ή τη διέλευση πεζών: Περίμενε ν' ανάψει ~, για να περάσεις. Πβ. Γρηγόρης. ΑΝΤ. κόκκινο (2) ● Υποκ.: πρασινάκι (το), πρασινούλης , α, ικο, πρασινούλικος , η, ο, πρασινούτσικος , η, ο ● ΣΥΜΠΛ.: Πράσινη Εβδομάδα: η μεγαλύτερη ετήσια διάσκεψη, που διοργανώνεται με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κύριο σκοπό την ανάδειξη των κλιματολογικών αλλαγών και τις συνέπειές τους στα τοπικά οικοσυστήματα. [< αγγλ. Green Week] , πράσινη ισοτιμία: ΟΙΚΟΝ. μηχανισμός προσαρμογής των συναλλαγματικών ισοτιμιών για τη διευκόλυνση της εμπορίας αγροτικών προϊόντων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης., πράσινη τιμή: εκπτωτική τιμή προϊόντος., πράσινη χημεία: ΧΗΜ. χρησιμοποίηση ενός συνόλου αρχών, με στόχο να μειωθεί ή να εξαλειφθεί η χρήση ή η δημιουργία επικίνδυνων ουσιών στις διεργασίες σχεδιασμού, παραγωγής και εφαρμογής των χημικών προϊόντων. [< αγγλ. green chemistry] , πράσινο κύμα (μτφ.) 1. ελεύθερη διέλευση οχημάτων από τους φωτεινούς σηματοδότες, χωρίς να ανακόπτεται η πορεία τους από το κόκκινο: Εφαρμόστηκε/λειτουργεί/τέθηκε σε ισχύ το ~ ~. 2. το οικολογικό κίνημα ως τάση. [< αγγλ. green wave] , πράσινο & (σπανιότ.) οικολογικό μάρκετινγκ: μάρκετινγκ φιλικών προς το περιβάλλον προϊόντων και υπηρεσιών. [< αγγλ. green marketing], πράσινο νόμισμα: δολάριο. [< αγγλ. green currency] , πράσινο πιστοποιητικό 1. έγγραφο που κατοχυρώνει τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την επαγγελματική επάρκεια όσων ασχολούνται με αγροτικά επαγγέλματα. 2. έγγραφο που πιστοποιεί ότι ένα συγκεκριμένο ποσό ηλεκτρικής ενέργειας προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές. [< αγγλ. green certificate] , οικολογικός/περιβαλλοντικός/πράσινος φόρος βλ. φόρος, Πράσινη Βίβλος/Πράσινο Βιβλίο βλ. βίβλος, πράσινη γραμμή βλ. γραμμή, πράσινη επανάσταση βλ. επανάσταση, πράσινη ζώνη βλ. ζώνη, πράσινη κάρτα βλ. κάρτα, πράσινη σαλάτα βλ. σαλάτα, πράσινη τσόχα βλ. τσόχα, πράσινο δάνειο βλ. δάνειο, πράσινο κουτί βλ. κουτί, πράσινο τσάι βλ. τσάι, πράσινο φως βλ. φως, τα πράσινα μπερέ/οι πράσινοι μπερέδες βλ. μπερές & μπερέ ● ΦΡ.: πράσινος από τη ζήλια/από το κακό του (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος διακατέχεται από έντονα αρνητικά συναισθήματα: Έγινε ~ ~., και πράσιν(α) άλογα βλ. άλογο, ούτε ένα πράσινο φύλλο βλ. φύλλο [< αρχ. πράσινος ‘που έχει το χρώμα του πράσου’, γαλλ. vert, αγγλ. green]

σημαία

σημαία ση-μαί-α ουσ. (θηλ.) {σημαιών} 1. κομμάτι από ύφασμα ή πλαστικό, που ποικίλλει σε μέγεθος, σχήμα (συνήθ. ορθογώνιο ή τετράγωνο) και χρώματα, συχνά είναι διακοσμημένο με έμβλημα, προσαρμόζεται σε κοντάρι και χρησιμοποιείται ως σύμβολο: η ελληνική (= γαλανόλευκη)/ευρωπαϊκή/αμερικανική (= αστερόεσσα) ~. Επίσημη ~ κράτους/χώρας. Πειρατική/πολεμική ~. Εθνικές ~ες. Η ~ του δήμου/του κόμματος/της ομάδας/της πόλης/του συλλόγου/του σωματείου. Η ~ της αεροπορίας/της επανάστασης/του ναυτικού/του στρατού ξηράς. Ο ιστός της ~ας. Αλλαγή/ανάρτηση/βεβήλωση/έπαρση/ύψωση ~ας. Η ~ ανεμίζει. Ανεβάζω/κατεβάζω/κρατώ/κρεμώ/τιμώ τη ~. ~ αναρτημένη σε ... Πλοίο με ~ ... Οι ~ες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πβ. λάβαρο, παντιέρα.|| (συνεκδ.) Αγωνίστηκαν/θυσιάστηκαν για τη ~ (: το έθνος, την πατρίδα). 2. παρόμοιο αντικείμενο που έχει ορισμένο συμβολισμό ή χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό: ειδική/κίτρινη (: διεθνές σήμα της καραντίνας)/οικολογική/πράσινη ~. Διακοσμητικές/διαφημιστικές ~ες.|| (στο ποδόσφαιρο) Η ~ (συνήθ. το σημαιάκι) του επόπτη/κόρνερ.|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Η ~ του αφέτη. Κόκκινη ~ (για διακοπή του αγώνα). Πτώση της καρό ~ας (: τερματισμού). Βλ. φόρμουλα. || (ΛΑΟΓΡ.) ~ του γάμου (= φλάμπουρο). 3. {κυρ. στον εν.} (μτφ.) έμβλημα, σύμβολο: ιδεολογική ~. Παίκτης-~ της ομάδας του (: ηγετική μορφή). Με ~ την ανανέωση/ποιότητα (πβ. σύνθημα). Έγινε η ~ του κινήματος ενάντια στην ... 4. {κυρ. στον εν.} εξάρτημα του ταξίμετρου με την ένδειξη "ελεύθερο", που, όταν είναι ανεβασμένο, δηλώνει ότι το ταξί είναι διαθέσιμο: (στην εκκίνηση της διαδρομής) πτώση της ~ας. ● Υποκ.: σημαιάκι (το), σημαιούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γαλάζια σημαία: διεθνές περιβαλλοντικό σήμα ποιότητας που απονέμεται ως τιμητική διάκριση σε οργανωμένη παραλία ή μαρίνα, με κριτήρια την καθαριότητα θάλασσας και ακτής, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την ασφάλεια λουομένων και επισκεπτών και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. [< αγγλ. blue flag, 1987] , λευκή σημαία 1. σημαία και γενικότ. πανί άσπρου χρώματος που δηλώνει παράδοση, ανακωχή, συνθηκολόγηση: ~ ~ για διακοπή των εχθροπραξιών. Σήκωσαν/ύψωσαν ~ ~. 2. (κατ' επέκτ.) για κάθε κίνηση συμφιλιωτικού, διαπραγματευτικού χαρακτήρα., σημαία ευκαιρίας & (σπάν.) ευκολίας (συντομ. ΣΕ) 1. ΕΜΠΟΡ. νηολόγηση εμπορικού πλοίου με ξένη σημαία, που του παρέχει λιγότερο περιοριστικούς κανονισμούς (στη φορολογία, τη νομοθεσία). 2. (μτφ.) για ανεκπλήρωτες υποσχέσεις ή δικαιολογίες: προεκλογικές ~ες ~. [< αγγλ. flag of convenience] , ολυμπιακή σημαία βλ. ολυμπιακός, υποστολή (της) σημαίας βλ. υποστολή ● ΦΡ.: η σημαία κυματίζει μεσίστια: ως ένδειξη πένθους για τον θάνατο επιφανούς προσωπικότητας ή γενικότ. για εθνικό πένθος., κάνω σημαία μου (κάτι): το υποστηρίζω με πάθος: ~ ~ τον εθελοντισμό/τα δημοκρατικά ιδεώδη., κάτω από τη/υπό (τη) σημαία 1. (μτφ.) για κάποιον ή κάτι που είναι υπό την εξουσία, εποπτεία, καθοδήγηση, προστασία κράτους, φορέα, ιδεολογίας: Δήμαρχος/περιφερειάρχης που εξελέγη ~ ~ ενός κόμματος. ~ ~ του αντιπολεμικού κινήματος. 2. (μόνο με το υπό) για πλεούμενο που φέρει τη σημαία μιας χώρας: πλοία υπό ~ κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. sous les drapeaux] , κρατώ ψηλά τη σημαία (μτφ.) : εξακολουθώ να αγωνίζομαι για κάτι ανυποχώρητα: Μαχητές που κράτησαν ~ ~ της ελευθερίας. Η εταιρεία κρατάει ~ ~ της ποιότητας., παίρνω άδεια από τη σημαία (μτφ.-ειρων.): για εργαζόμενο ή φαντάρο που απουσιάζει χωρίς επίσημη άδεια., υψώνω τη σημαία 1. την ανεβάζω στον ιστό. 2. (μτφ.) διακηρύσσω: ~σε ~ του εκσυγχρονισμού/της ενότητας., με σημαίες και (με) ταμπούρλα βλ. ταμπούρλο, σηκώνω τη σημαία βλ. σηκώνω, υποστέλλω τη σημαία βλ. υποστέλλω [< μτγν. σημαία, γαλλ. drapeau, αγγλ. flag]

στάσιμος

στάσιμος, η, ο στά-σι-μος επίθ. 1. (συχνά αρνητ. συνυποδ.) που δεν παρουσιάζει μεταβολή, εξέλιξη, πρόοδο ή δεν προβιβάζεται: ~η: αγορά/ανάπτυξη/οικονομία (πβ. ακινητοποιημένη). Η κατάσταση της υγείας του παραμένει ~η (= αμετάβλητη). Βλ. σταθερός, στατικός.|| (για μαθητή:) Έμεινε ~ (: στην ίδια τάξη· πβ. ανεξεταστέος) λόγω απουσιών. Μισθολογικά ~ (= καθηλωμένος) υπάλληλος. 2. που δεν μετακινείται: ~ος: πληθυσμός.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ο: μέτωπο. Πβ. ακίνητος. ● ΣΥΜΠΛ.: στάσιμα νερά & (σπάν.) στάσιμα ύδατα: λιμνάζοντα νερά/ύδατα., στάσιμο κύμα: ΦΥΣ. συμβολή δύο κυμάτων που μεταδίδονται στο ίδιο μέσο με την ίδια συχνότητα, αλλά αντίθετη κατεύθυνση: ~ ~ σε χορδή. [< αγγλ. standing/stationary wave] [< αρχ. στάσιμος, γαλλ. stagnant, stationnaire]

υπερηχητικός

υπερηχητικός, ή, ό [ὑπερηχητικός] υ-πε-ρη-χη-τι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που αναφέρεται στους υπερήχους ή στη χρήση τους· κατ' επέκτ. που έχει ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτή του ήχου: ~ή: απεικόνιση (του εμβρύου)/εξέταση/τεχνολογία. ~ά: κύματα.|| ~ή: πτήση. ~ό: αεροπλάνο/τρένο. ΑΝΤ. υποηχητικός [< αγγλ. supersonic, 1919, ultrasonic, 1923]

χύμα

χύμα χύ-μα επίρρ. (προφ.) 1. (για εμπόρευμα που δεν έχει παραχθεί σε οργανωμένη βιομηχανική μονάδα) ασυσκεύαστος, έτσι ώστε ο αγοραστής να επιλέγει την ποσότητα που επιθυμεί: γιαούρτι/ζάχαρη/κρασί (ΑΝΤ. εμφιαλωμένος)/λουκούμια/παγωτό/φακές/φέτα/χαλβάς ~. Τσάι/χαμομήλι ~ σε σελοφάν (ΑΝΤ. τυποποιημένος). ~ τσιμέντο. ~ εισαγωγές/εξαγωγές/καταναλώσεις/πωλήσεις. Μεταφορές εμπορευμάτων/φορτίων/χημικών ~. Πβ. χύδην. ΑΝΤ. συσκευασμένος 2. χωρίς τάξη· σκόρπιος, διασκορπισμένος: σελίδες/σημειώσεις πεταμένες ~ στο πάτωμα (: ανάκατα, ανακατωμένα, διάσπαρτα).|| (ως επίθ., μτφ.) ~ κατάσταση. ~ λέξεις/σκέψεις. 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν έχει οργάνωση στη ζωή του ή δεν περιποιείται την εμφάνισή του: Είναι πολύ ~ (: δεν είναι συγκροτημένος). Πβ. ακατάστατος, ανοργάνωτος, χαλαρός. Βλ. αφηρημένος, παρορμητικός.|| Ντυμένος ~ (ΑΝΤ. κυριλέ). ● ΦΡ.: μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα (προφ.): απευθύνομαι σε κάποιον χωρίς περιστροφές, με ειλικρίνεια, θάρρος και συνήθ. επικριτικό ύφος. Πβ. ωμά. ΣΥΝ. μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια, στα ίσ(ι)α (2), χύμα στο κύμα (αργκό): χωρίς τάξη, οργάνωση: (ως επίθ.) εντελώς/πολύ ~ ~ άτομο/κατάσταση.|| Εμφάνιση ~ ~ (= πολύ ατημέλητη)., έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα βλ. σαβούρα [< μτγν. χύμα ‘μάζα, συνονθύλευμα’]

ωστικός

ωστικός, ή, ό [ὠστικός] ω-στι-κός επίθ. (επιστ.): που προκαλεί ώθηση: ~ή: δύναμη. Πβ. ωθητικός. ● ΣΥΜΠΛ.: ωστικό κύμα: ΦΥΣ. που δημιουργείται από έκρηξη, κατά την οποία συντελείται βίαιη μετατόπιση των μορίων του αέρα με πάρα πολύ μεγάλη ταχύτητα. [< γαλλ. onde explosive] [< αρχ. ὠστικός ‘βίαιος, ορμητικός’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.