κύπελλο κύ-πελ-λο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έλλου} & κύπελο 1. ΑΘΛ. (κ. με κεφαλ. Κ) αθλητική διοργάνωση στον νικητή της οποίας απονέμεται βραβείο από πολύτιμο μέταλλο, συνήθ. σε σχήμα μεγάλου κυπέλλου· το αντίστοιχο βραβείο: βαλκανικό/διασυλλογικό/διεθνές/ευρωπαϊκό (πβ. ευρω~)/πανελλήνιο/τοπικό ~. Παγκόσμιο ~ ποδοσφαίρου (= μουντιάλ). ~ πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης (βλ. τσάμπιονς λιγκ). (παλαιότ.) ~ κυπελλούχων/ΟΥΕΦΑ (βλ. γιουρόπα λιγκ). ~ ασφάλτου/ιστιοπλοΐας/ποδηλασίας πίστας. Τελικός ~έλλου. Πρόκριση στα (προ)ημιτελικά του ~ου. Έχει ~ (= αγώνες ~έλλου) το Σαββατοκύριακο. Βλ. γιούρο, ευρωμπάσκετ, πρωτάθλημα.|| Η ομάδα κατέκτησε/σήκωσε το ~. Απονομή του ~έλλου. Πβ. κούπα, τρόπαιο.2. πλατύ και χαμηλό ποτήρι και συνεκδ. η αντίστοιχη ποσότητα που περιέχεται σε αυτό: γυάλινο/μεταλλικό/πήλινο/πλαστικό ~. ~ με κρασί/νερό.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αττικό ερυθρόμορφο ~. Χρυσά ~α.|| Καταναλώνει/πίνει ... ~α καφέ (ημερησίως). Πβ. κούπα, φλιτζάνι.3. ΒΟΤ. ξυλώδες, συχνά αγκαθωτό, περίβλημα των καρπών ορισμένων θάμνων και δέντρων (π.χ. βελανιδιά, καστανιά). ● ΣΥΜΠΛ.: επαμειβόμενο έπαθλο/κύπελλο βλ. επαμειβόμενος [< 1: αρχ. κύπελλον 2,3: γαλλ. coupe, γερμ. Becher, αγγλ. cup]
κυπελλοειδής , ής, ές κυ-πελ-λο-ει-δής επίθ. (λόγ.): που είναι όμοιος στο σχήμα με κύπελλο: (ΒΟΤ.) ~ή: άνθη. ~ής παραμόρφωση των φύλλων (: στροφή προς τα πάνω). Βλ. -ειδής. [< μεσν. κυπελλοειδής]
κυπελλούχος [κυπελλοῦχος] κυ-πελ-λού-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΑΘΛ. (συνήθ. για ομάδα) που της απονεμήθηκε το κύπελλο του νικητή σε αθλητική διοργάνωση: ανάδειξη/στέψη ~ου. Κατάκτηση του τίτλου της ~ου. Αναδείχθηκε/ανακηρύχθηκε/στέφθηκε ~ Ευρώπης στο μπάσκετ/στο ποδόσφαιρο.|| Αντιμετωπίζουν/υποδέχονται τους ~ους (ενν. παίκτες). Βλ. πρωταθλητής, τροπαιούχος, -ούχος1.|| (ως επίθ.) Οι ~ες ομάδες.
-ειδής
-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
επαμειβόμενος
επαμειβόμενος, η, ο [ἐπαμειβόμενος] ε-πα-μει-βό-με-νος επίθ.: συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: επαμειβόμενο έπαθλο/κύπελλο & (σπάν.) βραβείο: ΑΘΛ. που απονέμεται σε νικητή αγωνιστικής περιόδου, με δικαίωμα να παραμείνει οριστικά στην κατοχή του, μόνο αν αυτός το κατακτήσει τρεις διαδοχικές φορές. || (κατ' επέκτ.) ~ο: τουρνουά. [< πβ. αρχ. ἐπαμείβομαι ‘αλλάζω’]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.