Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • κύπελλο κύ-πελ-λο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έλλου} & κύπελο 1. ΑΘΛ. (κ. με κεφαλ. Κ) αθλητική διοργάνωση στον νικητή της οποίας απονέμεται βραβείο από πολύτιμο μέταλλο, συνήθ. σε σχήμα μεγάλου κυπέλλου· το αντίστοιχο βραβείο: βαλκανικό/διασυλλογικό/διεθνές/ευρωπαϊκό (πβ. ευρω~)/πανελλήνιο/τοπικό ~. Παγκόσμιο ~ ποδοσφαίρου (= μουντιάλ). ~ πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης (βλ. τσάμπιονς λιγκ). (παλαιότ.) ~ κυπελλούχων/ΟΥΕΦΑ (βλ. γιουρόπα λιγκ). ~ ασφάλτου/ιστιοπλοΐας/ποδηλασίας πίστας. Τελικός ~έλλου. Πρόκριση στα (προ)ημιτελικά του ~ου. Έχει ~ (= αγώνες ~έλλου) το Σαββατοκύριακο. Βλ. γιούρο, ευρωμπάσκετ, πρωτάθλημα.|| Η ομάδα κατέκτησε/σήκωσε το ~. Απονομή του ~έλλου. Πβ. κούπα, τρόπαιο. 2. πλατύ και χαμηλό ποτήρι και συνεκδ. η αντίστοιχη ποσότητα που περιέχεται σε αυτό: γυάλινο/μεταλλικό/πήλινο/πλαστικό ~. ~ με κρασί/νερό.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αττικό ερυθρόμορφο ~. Χρυσά ~α.|| Καταναλώνει/πίνει ... ~α καφέ (ημερησίως). Πβ. κούπα, φλιτζάνι. 3. ΒΟΤ. ξυλώδες, συχνά αγκαθωτό, περίβλημα των καρπών ορισμένων θάμνων και δέντρων (π.χ. βελανιδιά, καστανιά). ● ΣΥΜΠΛ.: επαμειβόμενο έπαθλο/κύπελλο βλ. επαμειβόμενος [< 1: αρχ. κύπελλον 2,3: γαλλ. coupe, γερμ. Becher, αγγλ. cup]
  • κυπελλοειδής , ής, ές κυ-πελ-λο-ει-δής επίθ. (λόγ.): που είναι όμοιος στο σχήμα με κύπελλο: (ΒΟΤ.) ~ή: άνθη. ~ής παραμόρφωση των φύλλων (: στροφή προς τα πάνω). Βλ. -ειδής. [< μεσν. κυπελλοειδής]
  • κυπελλούχος [κυπελλοῦχος] κυ-πελ-λού-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΑΘΛ. (συνήθ. για ομάδα) που της απονεμήθηκε το κύπελλο του νικητή σε αθλητική διοργάνωση: ανάδειξη/στέψη ~ου. Κατάκτηση του τίτλου της ~ου. Αναδείχθηκε/ανακηρύχθηκε/στέφθηκε ~ Ευρώπης στο μπάσκετ/στο ποδόσφαιρο.|| Αντιμετωπίζουν/υποδέχονται τους ~ους (ενν. παίκτες). Βλ. πρωταθλητής, τροπαιούχος, -ούχος1.|| (ως επίθ.) Οι ~ες ομάδες.

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

επαμειβόμενος

επαμειβόμενος, η, ο [ἐπαμειβόμενος] ε-πα-μει-βό-με-νος επίθ.: συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: επαμειβόμενο έπαθλο/κύπελλο & (σπάν.) βραβείο: ΑΘΛ. που απονέμεται σε νικητή αγωνιστικής περιόδου, με δικαίωμα να παραμείνει οριστικά στην κατοχή του, μόνο αν αυτός το κατακτήσει τρεις διαδοχικές φορές. || (κατ' επέκτ.) ~ο: τουρνουά. [< πβ. αρχ. ἐπαμείβομαι ‘αλλάζω’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.