Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • κύριος κύ-ρι-ος ουσ. (αρσ.) {κυρί-ου | -ων, -ους} 1. ως ευγενική αναφορά ή προσφώνηση άντρα: (για κάποιον του οποίου αγνοούμε το όνομα) Ένας γοητευτικός/ευγενέστατος/ηλικιωμένος/νεαρός ~. Σας ζητάει ένας ~. Ο ~ της φωτογραφίας της φάνηκε γνωστός. Ρωτήστε τον ~ο δίπλα. Ο εν λόγω ~ θέλησε να μείνει ανώνυμος. (στο τηλέφωνο) Με ποιον ~ο μιλάω;|| Αγαπητέ/φίλτατε ~ε ... Αξιότιμοι ~οι ... Κυρίες και ~οι ...|| (με ρ. στο γ' πρόσ., συνήθ. για πελάτη) Για δες τι θέλει ο ~. Τι θα πάρουν οι ~οι;|| (συνοδεύει επώνυμο ή/και όνομα, ιδιότητα) Ο ~ Αντρέας. (ως συντομ. κ.) Ο κ. Πετρόπουλος. (ως συντομ. κ.κ.) Οι κ.κ. Βασιλείου και Ρένεσης. Ο ~ καθηγητής/πρόεδρος ... Μάλιστα, ~ε δικαστά. 2. (λόγ.) εξουσιαστής, κυρίαρχος: ~ του κόσμου (= ο Θεός). Έγινε ο ~ του νησιού/της πόλης (πβ. αφέντης). Κάθε άνθρωπος είναι ~ της μοίρας/τύχης του. Παρέμειναν ~οι της κατάστασης/του παιχνιδιού μέχρι τέλους. Πβ. άρχοντας, βασιλιάς. 3. ΝΟΜ. κάτοχος, ιδιοκτήτης: ο ~ του ακινήτου/της επιχείρησης/των μετοχών. Βλ. συγ~. 4. άνδρας με αξιοπρέπεια, ήθος και σοβαρότητα: Είναι ~ με τα/σε όλα του. Ήταν ένας πραγματικός ~ του ελληνικού θεάτρου. Πβ. ιππότης, τζέντλεμαν. 5. προσηγορία ή προσφώνηση δασκάλου ή καθηγητή μέσης εκπαίδευσης, κυρ. από μαθητές: Με σήκωσε ο ~ στον πίνακα. ~ε, να ρωτήσω κάτι; 6. σύζυγος, οικοδεσπότης ή αφεντικό: (κυρ. παλαιότ.) Ο ~ της κυρίας. Πβ. άνδρας.|| Πότε επιστρέφει ο ~ του σπιτιού;|| (από το υπηρετικό προσωπικό) Ο ~ απουσιάζει. ● ΣΥΜΠΛ.: συμφωνία κυρίων: που δεν βασίζεται σε επίσημο έγγραφο, αλλά στον λόγο των συμβαλλόμενων: Υπάρχει ~ ~ ανάμεσα στις δύο πλευρές ότι ... [< αγγλ. gentlemen's/ gentleman's agreement, γαλλ. ~ ~, 1930] , ψιλός κύριος βλ. ψιλός ● ΦΡ.: κύριος/κυρία του εαυτού μου: ανεξάρτητος/η ή ικανός/ή να διατηρώ τον αυτοέλεγχό μου. ● βλ. κυρία [< 1,5,6: μτγν. κύριος, γαλλ. monsieur, ιταλ. signore 2,3: αρχ. κύριος 4: αγγλ. gentleman]
  • Κύριος Κύ-ρι-ος ουσ. (αρσ.) {Κυρί-ου}: ΕΚΚΛΗΣ. ο Θεός ή ο Ιησούς Χριστός: η αγάπη/η διδασκαλία/το έλεος του ~ου.|| Η Ανάληψη/Ανάσταση/Γέννηση/τα Πάθη του ~ου. ● ΦΡ.: απεδήμησε(ν)/αποδήμησε εις Κύριον/εις τόπο(ν) χλοερό(ν)/αποδήμησε στον άλλο κόσμο/από τον μάταιο τούτο κόσμο: πέθανε, απεβίωσε. Πβ. μας άφησε χρόνους., Κύριε ελέησον!/Θεέ και Κύριε!/Kύριε των δυνάμεων: εκφράζει ξάφνιασμα, απορία (μερικές φορές σε συνδυασμό με φόβο) ή αποδοκιμασία: Τελευταία παριστάνει και τον μουσικό, ~ε ελέησον!, Κύριος οίδε: (: ένας Θεός ξέρει) για να δηλωθεί η άγνοια του ομιλητή σχετικά με το τι θα συμβεί στο μέλλον: Η κατάσταση είναι πολύ τεταμένη. ~ τι θα επακολουθήσει!, Μέγας είσαι/ει Κύριε (και θαυμαστά τα έργα σου)!: (από την ακολουθία του Αγίου Βαπτίσματος) επιφώνηση έκπληξης και απορίας για κάτι που φαίνεται παράδοξο., μνήσθητί μου, Κύριε (ΚΔ) (προφ.): για να δηλωθεί παράκληση ή έκπληξη, απορία: ~ ~, τι άλλο θα δουν τα μάτια μου;, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! βλ. φυλακή, Κύριε των δυνάμεων! βλ. δύναμη, μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι βλ. μωραίνω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς βλ. βαριέμαι, χαλασμός Κυρίου/κόσμου βλ. χαλασμός [< μτγν. Κύριος]
  • κύριος , α, ο κύ-ρι-ος επίθ. {λόγ. θηλ. -ία | κυρι-ότερος, -η, -ο}: βασικός, σημαντικός, ουσιώδης: ~ος: αντίπαλος/μέτοχος/ομιλητής/παράγοντας (πβ. θεμελιώδης)/ρόλος (πβ. πρωτεύων· βλ. δευτερεύων)/στόχος/υπεύθυνος/ύποπτος (φόνου)/χορηγός. ~α: αιτία (διαζυγίου)/οδική αρτηρία (πβ. κεντρική)/προτεραιότητα/σημασία μιας λέξης (= κυριολεκτική· βλ. μεταφορική). ~ο: πιάτο/πρόβλημα (πβ. μείζον)/χαρακτηριστικό. ~ες: αλλαγές (βλ. επουσιώδεις)/γραμμές (σιδηροδρομικού δικτύου)/κατηγορίες (προϊόντων). ~α: πλεονεκτήματα/συμπεράσματα. Τα ~ότερα σημεία μιας ομιλίας. Οι ~ότερες ειδήσεις της ημέρας. Είσαστε κατά ~ο επάγγελμα αγρότης; Μετά τον πρόλογο ακολουθεί το ~ο (κ. κυρίως) θέμα. Η ~α είσοδος του ναού βρίσκεται στη βόρεια πλευρά (πβ. επίσημη, μπροστινή· βλ. πίσω, πλαϊνή).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~α: οθόνη. ~ο: μενού. ~ες: επιλογές. (στο διαδίκτυο) Επιστροφή στην ~α σελίδα. ● ΣΥΜΠΛ.: κύρια/ανεξάρτητη πρόταση: ΓΡΑΜΜ. (στην παραδοσιακή γραμματική) αυτή που έχει αυτοτελές νόημα και μπορεί να σταθεί μόνη της στον λόγο. ΑΝΤ. δευτερεύουσα/εξαρτημένη πρόταση, κύριο όνομα: ΓΡΑΜΜ. ουσιαστικό που δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο (π.χ. Δημήτρης), ζώο, τόπο (π.χ. Θεσσαλία), για να το διακρίνει από τα άλλα, και του οποίου το πρώτο γράμμα γράφεται πάντα με κεφαλαίο. Πβ. βαφτιστικό (όνομα). Βλ. επωνυμία, επώνυμο. ΑΝΤ. κοινό όνομα (2), προσηγορικό, βασικά/κύρια χρώματα βλ. χρώμα, κύρια/κεντρική μνήμη βλ. μνήμη, κύριο άρθρο βλ. άρθρο, ο κύριος όγκος βλ. όγκος ● ΦΡ.: κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο & κατά πρώτο και κύριο λόγο: προπαντός, πρωτίστως, ιδίως, κυρίως: Η αύξηση της ανεργίας οφείλεται ~ ~ στο γεγονός ότι ... Πβ. κατεξοχήν. [< γαλλ. à plus forte raison] , πρώτον και κύριον: πρώτα-πρώτα, κατά πρώτον, πρωτίστως. ● βλ. κυρίως [< αρχ. κύριος]

άρθρο

άρθρο [ἄρθρο] άρ-θρο ουσ. (ουδ.) 1. κείμενο δημοσιευμένο κυρ. σε εφημερίδα ή περιοδικό, στο οποίο αναπτύσσεται ειδικό θέμα: αναλυτικό/ανώνυμο/βαρυσήμαντο/εκτενές/ενυπόγραφο/επίμαχο/επιστημονικό/κριτικό/οικονομικό/πολιτικό/τεκμηριωμένο ~. ~ανασκόπησης/γνώμης/σε εγκυκλοπαίδεια/λεξικό (= λήμμα). ~ στο διαδίκτυο. Ανάγνωση/καταχώριση/υποβολή ~ου. Σχολιάζω/(υπο)γράφω ένα ~. 2. αριθμημένο μέρος, υποδιαίρεση επίσημου κειμένου: ακροτελεύτιο ~. ~ κανονισμού/καταστατικού/του Συντάγματος. Αναθεωρείται/καταργείται/(κατα)ψηφίζεται/τροποποιείται ένα ~. Το ~ 13 του νόμου αναφέρεται σε ... Σύμφωνα με το ~ ... παράγραφος ... Κατ' ~ ερμηνεία των ποινικών διατάξεων.|| ~ του Συμβόλου της Πίστεως. 3. ΓΡΑΜΜ. μέρος του λόγου που χρησιμοποιείται για τη διάκριση του γραμματικού γένους (αρσ., θηλ., ουδ.) των ουσιαστικών: Οριστικό (: ο, η, το) και αόριστο (: ένας, μία, ένα) ~. 4. ΖΩΟΛ. κάθε τμήμα του σώματος των αρθρόποδων. ● Υποκ.: αρθράκι (το): στις σημ. 1, 2., αρθρίδιο (λόγ.-ειρων.): βλ. -ίδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: άρθρο πίστεως: άποψη ή θεωρία την οποία υποστηρίζει κάποιος δογματικά. [< γαλλ. article de foi] , κύριο άρθρο: δημοσίευμα εφημερίδας που αναφέρεται στο πιο σημαντικό θέμα της ημέρας: πρωτοσέλιδο ~ ~. Βλ. εντιτόριαλ. [< 1,2,4: αγγλ.-γαλλ. article, γερμ. Artikel 3: αρχ. ἄρθρον]

βαριέμαι

βαριέμαι βα-ριέ-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βαρέθηκα} 1. αισθάνομαι ανία, πλήξη: ~ αφάνταστα/αφόρητα/θανάσιμα. Πώς ~ σήμερα (: δεν έχω όρεξη για τίποτα)! ~ να κάνω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Βλ. σκυλο~. 2. χάνω την αντοχή μου, κουράζομαι ψυχικά: Βαρέθηκα (= μπούχτισα) ν' ακούω συνέχεια τις ίδιες δικαιολογίες. Σ' έχω βαρεθεί πια (= δεν σε αντέχω άλλο)! Πβ. απαυδώ. ● ΦΡ.: βαριέμαι που ζω (εμφατ.): πλήττω υπερβολικά., δε βαριέσαι: ως ενθάρρυνση, σε περιπτώσεις που δεν αξίζει κάποιος να στενοχωριέται, να ανησυχεί ή να ταλαιπωρείται για κάτι: ~ ~, ας γίνει ό,τι θέλει/θα τα καταφέρουμε και χωρίς αυτόν. Βλ. τι τα θες., το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς (παροιμ.): η διαρκής επανάληψη ενοχλεί, κουράζει., τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου (εμφατ.): δεν τον/την αντέχω άλλο., όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω [< μεσν. βαριούμαι]

δύναμη

δύναμη δύ-να-μη ουσ. (θηλ.) 1. η ικανότητα -σωματική, ψυχική- που έχει κάποιος ή κάτι να ενεργεί με συγκεκριμένο τρόπο για την επίτευξη ενός σκοπού: ανθρώπινη/μυϊκή (= ρώμη)/φυσική ~. Ακατανίκητη (βλ. παντοδυναμία)/αστείρευτη/δημιουργική/εκφραστική/ερμηνευτική/πνευματική/ψυχολογική ~. ~ χαρακτήρα. Αντλώ δυνάμεις από ... Βρίσκω τη ~ να ... Ζωώδης/κτηνώδης ~. Εντυπωσιακή ~ και αντοχή. Ρίχνω/σπρώχνω/τραβώ/χτυπώ (κάτι) με ~ (= δυνατά). (ως ευχή:) Καλή ~ (σε όλους)! Έχασε τις δυνάμεις του και κινδύνεψε να πνιγεί. Αισθάνθηκε να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Ο ασθενής ανέκτησε τις δυνάμεις του/(λόγ.) ανέλαβε δυνάμεις. Δρομέας που δοκιμάζει τις δυνάμεις (πβ. δυνατότητες) του στον μαραθώνιο/που κράτησε δυνάμεις για τα τελευταία μέτρα.|| (κυριολ. κ. μτφ.) Είναι πάνω/πέρα από τις δυνάμεις μου. Ξεπερνάει/υπερβαίνει τις δυνάμεις μου. Αγωνίζομαι/προσπαθώ όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Πβ. ευρωστία, σθεναρ-, στιβαρ-ότητα, σφρίγος. Βλ. ταχυ~. ΑΝΤ. αδυναμία. 2. η ικανότητα που έχει κάτι άψυχο να επιφέρει ορισμένο αποτέλεσμα ή να επιτελεί καθορισμένη λειτουργία: αναγεννητική/αναζωογονητική/βλαπτική/ευεργετική ~. Η ζωοποιός/ζωτική ~ του νερού. Θερμαντική ~ καυσίμου. Η ~ του κινητήρα (= ιππο~). Υγρό με διαβρωτική ~. Κρέμα με αντιγηραντική ~ (= δράση). Η θεραπευτική ~ του φαρμάκου (πβ. αποτελεσματικ-, δραστικ-ότητα). Αποδεικτική ~ των στοιχείων της ταυτότητας.|| (ειδικότ. για φυσικό στοιχείο) Η ~ του ανέμου (πβ. ορμή, σφοδρότητα)/του φωτός (= ένταση). Οι δυνάμεις της φύσης (: τα φυσικά φαινόμενα). 3. δυνατότητα ελέγχου, επιβολής· κατ' επέκτ. σύνολο ανθρώπων ή παραγόντων που ασκεί επίδραση: εμπορική/ναυτική/οικονομική ~. Η ~ των Μέσων Ενημέρωσης/της μόδας. Η ~ του λόγου. Η ~ της αλήθειας/πίστης/συνήθειας. Η ~ του χρήματος. Η γνώση είναι ~.|| (μτφ.) Έχει ~ (= επιρροή, κύρος). Πβ. ισχύς.|| Ανερχόμενη/κυρίαρχη ~ στον χώρο της Πληροφορικής. Παράταξη που αναδείχθηκε πρώτη ~ σε ψήφους. Χώρα που έχει εξελιχθεί σε μεγάλη τεχνολογική ~. Οι δυνάμεις της αλλαγής/ανάπτυξης/ανατροπής/προόδου/ρήξης/συντήρησης. Δημιουργικές/δημοκρατικές/επαναστατικές/πολιτικές/ριζοσπαστικές/φιλελεύθερες δυνάμεις. Βλ. υπερ~. 4. το σύνολο των ανθρώπων ή των τεχνικών μέσων που διατίθενται για την επιτέλεση ενός έργου: εργατική/θαλάσσια/κατοχική/πυροσβεστική/στρατιωτική/χερσαία ~. Δυνάμεις καταστολής/κρούσης. Η οργανική ~ της Αστυνομίας/του νοσοκομείου (: προκαθορισμένος αριθμός εργαζομένων σε υπηρεσία, οργανισμό). Η ειρηνευτική ~ του ΟΗΕ (βλ. αποστολή). Λύκειο με ~ ... μαθητών. Ο λόχος έχει ~ ... άτομα. 5. ΦΥΣ. αίτιο ικανό να προκαλέσει τη μεταβολή της κινητικής κατάστασης ή της μορφής ενός σώματος: απορροφητική/ελκτική/ηλεκτρική/(ηλεκτρο)μαγνητική/ωστική ~. Η διαθλαστική ~ του φακού. Η ~ της βαρύτητας. Ασκούμενη ~ σε επιφάνεια. 6. ΜΑΘ. το γινόμενο που προκύπτει όταν ένας αριθμός πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του μία ή περισσότερες φορές· το αντίστοιχο σύμβολο, ο εκθέτης: τρίτη ~ (= ο κύβος) αριθμού. Yψώνω το δέκα στη δευτέρα ~ (= στο τετράγωνο).|| (κατ' επέκτ.) Τα προβλήματα οξύνονται στη νιοστή ~. 7. υπερφυσική οντότητα που θεωρείται ότι υπάρχει και επηρεάζει τα ανθρώπινα: ανώτερη ~. Θεϊκές/ουράνιες/σκοτεινές δυνάμεις. Οι δυνάμεις του κακού/καλού. Δυνάμεις (οι): ΕΚΚΛΗΣ. αγγελικό τάγμα. Βλ. άγγελος. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική δύναμη: το σύνολο των στρατιωτικών αεροσκαφών και αεροπόρων ενός κράτους. [< αγγλ. air power, 1908] , δημόσια δύναμη: τα Σώματα Ασφαλείας και οι Ένοπλες Δυνάμεις., Ειδικές Δυνάμεις: ΣΤΡΑΤ. ειδικά εκπαιδευμένες στρατιωτικές μονάδες που αναλαμβάνουν επιχειρήσεις υψηλού κινδύνου., ήρεμη δύναμη (μτφ.): για κάποιον του οποίου οι αρετές ή ικανότητες δεν εκδηλώνονται με ηχηρό, επιδεικτικό τρόπο., αγοραστική δύναμη/ικανότητα βλ. αγοραστικός, αντίρροπες δυνάμεις βλ. αντίρροπος, αστυνομικές δυνάμεις βλ. αστυνομικός, διαμοριακές δυνάμεις βλ. διαμοριακός, δυνάμεις Ασφαλείας βλ. ασφάλεια, Δυνάμεις Καταδρομών βλ. καταδρομή, δύναμη αποτροπής βλ. αποτροπή, δύναμη επαναφοράς βλ. επαναφορά, δύναμη πυρός βλ. πυρ, δύναμη της αδράνειας βλ. αδράνεια, εγγυήτρια δύναμη βλ. εγγυητής, εγγυήτρια, Ένοπλες Δυνάμεις βλ. ένοπλος, ζωτική/ζωική ενέργεια/δύναμη βλ. ζωτικός, ηγέτιδα δύναμη βλ. ηγέτης, ηλεκτρεγερτική δύναμη βλ. ηλεκτρεγερτικός, ισορροπία (των) δυνάμεων βλ. ισορροπία, καταβολή δυνάμεων βλ. καταβολή, κεντρομόλος δύναμη βλ. κεντρομόλος, κινητήρια δύναμη βλ. κινητήριος, Μεγάλες Δυνάμεις βλ. μεγάλος, μικροσκόπιο ατομικής δύναμης βλ. μικροσκόπιο, πυρηνική δύναμη βλ. πυρηνικός, φυγόκεντρος δύναμη βλ. φυγόκεντρος ● ΦΡ.: εν δυνάμει (λόγ.): που υπάρχει δυνητικά: Οι ~ ~ δικαιούχοι/πελάτες (= δυνητικοί)/σύμμαχοι/υποψήφιοι. Βλ. εν ενεργεία. ΣΥΝ. δυνάμει (2), Κύριε των δυνάμεων!: για δήλωση κυρ. έκπληξης: ήμαρτον, ~ ~! , με όλες μου/του τις δυνάμεις: με κάθε διαθέσιμο μέσο., πάση δυνάμει (λόγ.): με κάθε δύναμη, με όλες τις δυνάμεις μου: Πρέπει ~ ~ (= οπωσδήποτε) να τα καταφέρουμε. ΣΥΝ. πάση θυσία, το κατά δύναμη (λόγ.) & (λογιότ.) το κατά δύναμιν: ό,τι/όσο είναι δυνατό(ν): Κάνουμε ~ ~ (: ό,τι περνά από το χέρι μας). Προσπαθούμε/συνεισφέρουμε ~ ~., επίδειξη δύναμης βλ. επίδειξη, με κανέναν τρόπο βλ. κανείς & κανένας, καμία & καμιά, κανένα, παίρνω δύναμη/δυνάμεις βλ. παίρνω, στα μέτρα/στο μέτρο των δυνάμεων/των δυνατοτήτων (κάποιου) βλ. μέτρο [< αρχ. δύναμις, γαλλ. force(s), puissance, αγγλ. power]

επωνυμία

επωνυμία [ἐπωνυμία] ε-πω-νυ-μί-α ουσ. (θηλ.) {επωνυμι-ών} 1. επίσημη, διακριτική ονομασία, συνήθ. νομικού προσώπου: ~ επιχείρησης/καταστήματος/οργανισμού/σχολείου/τράπεζας/φορέα. Εταιρεία/ίδρυμα/σύλλογος/σωματείο με την ~ ... Πολιτιστικές εκδηλώσεις με την ~... Αλλαγή/κατοχύρωση/τροποποίηση/χρήση ~ας. Λογότυπα/σήματα και ~ες. Δημοσιοποίηση/μητρώο/πρωτόκολλο ~ών.|| ~ του προϊόντος. 2. (σπάν.) δεύτερο, πρόσθετο, επιπλέον όνομα που έχει κάποιος ή κάτι ως χαρακτηριστικό: ~ες προς τη Θεοτόκο. Πβ. προσωνυμία. Βλ. παρατσούκλι, παρωνύμιο, τίτλος, -ωνυμία. ● ΣΥΜΠΛ.: εμπορική/εταιρική επωνυμία & εμπορική ονομασία & εμπορικό όνομα: ΝΟΜ. το επαγγελματικό όνομα που χρησιμοποιεί μια εταιρεία στις συναλλαγές και τις εμπορικές πράξεις: με/υπό την ~ ~. Πβ. διακριτικός τίτλος. Βλ. σήμα κατατεθέν. [< αγγλ. trade name] [< αρχ. ἐπωνυμία]

ήμαρτον

ήμαρτον [ἥμαρτον] ή-μαρ-τον επιφών. 1. για να δηλωθεί έντονη δυσαρέσκεια, αγανάκτηση: Τον συγχώρεσα μια, τον συγχώρεσα δυο, αλλά ~ πια! Δεν θα τον ανεχτώ άλλο, ~ (: αμάν πια, αρκετά, έλεος, φτάνει, ως εδώ)! 2. ως έκφραση μεταμέλειας και παραδοχής σφάλματος: Εντάξει, λάθος μου, ~ (= συγγνώμη, έσφαλα)! ● ΦΡ.: ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε!: ως έκφραση μετάνοιας ή αγανάκτησης: ~ ~ Δεν θα το ξανακάνω!|| ~ ~ Τι άλλο θ' ακούσουμε!, κάνω (κάποιον) να πει ήμαρτον! (λαϊκό): τον εξαναγκάζω να ζητήσει συγγνώμη. ● βλ. αμαρτάνω [< ἥμαρτον 'έσφαλα' αόρ. β΄ του ρ. ἁμαρτάνω, μεσν. ~, ως επιφών.]

κυρία

κυρία κυ-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ευγενική αναφορά ή προσφώνηση γυναίκας (παλαιότ. έγγαμης, σε αντιδιαστολή προς το δεσποινίς): (για κάποια της οποίας αγνοούμε το όνομα) γοητευτική/εμφανίσιμη/επώνυμη/ηλικιωμένη/καθωσπρέπει/κομψή ~. Ο κύριος και η ~ Παπαδοπούλου (βλ. ανδρόγυνο, ζεύγος). (με ρ. στο γ' πρόσ., συνήθ. για πελάτη) Τι θα ήθελε η ~; (σε ονόματα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων με κεφαλ. Κ) Αδελφότητα/Ένωση/Σύλλογος ~ών.|| Αγαπητή/αξιότιμη/φιλτάτη ~. ~ες και κύριοι ... Έτσι δεν είναι ~ μου; (συνοδεύει επώνυμο ή/και όνομα, ιδιότητα) Να μας απαντήσει η ~ Λιγνού. Η ~ Ειρήνη. (ως συντομ. κ.) Η κ. Παυλοπούλου. Η ~ βουλευτής/δήμαρχος/πρόεδρος. 2. γυναίκα με αξιοπρέπεια, που εμπνέει σεβασμό για το ήθος ή/και το έργο της: ~ της καλής κοινωνίας/των σαλονιών. Φέρθηκε σαν (αληθινή) ~.|| ~ των γραμμάτων. Η μεγάλη ~ της τζαζ. Πβ. λαίδη. 3. προσηγορία ή προσφώνηση δασκάλας ή καθηγήτριας μέσης εκπαίδευσης κυρ. από μαθητές: η ~ των γαλλικών/της φυσικής. ~, να σβήσω τον πίνακα; 4. σύζυγος, οικοδέσποινα ή αφεντικίνα: (κυρ. παλαιότ.) ~ (= γυναίκα) δικηγόρου/υποστρατήγου.|| Η ~ του σπιτιού. Πβ. κυρά. Βλ. νοικοκυρά.|| (από το υπηρετικό προσωπικό) Η ~ απουσιάζει.|| Η ~ των αγγέλων (: προσωνυμία της Παναγίας). ● ΣΥΜΠΛ.: πρώτη κυρία 1. σύζυγος προέδρου κράτους ή πρωθυπουργού. 2. (σπάν.) γυναίκα που διακρίνεται σε κάποιο χώρο: η ~ ~ της παιδικής λογοτεχνίας., σιδηρά κυρία: γυναίκα που κατέχει ηγετική θέση στον δημόσιο, συνήθ. πολιτικό, βίο. [< αγγλ. iron lady, 1976] , κυρία (επί) των τιμών βλ. τιμή ● ΦΡ.: κύριος/κυρία του εαυτού μου βλ. κύριος ● βλ. κύριος [< 1,3,4: μτγν. κυρία, γαλλ. madame, ιταλ. signora 2: αγγλ. gentlewoman]

κυρίως

κυρίως κυ-ρί-ως επίρρ. & (σπάν.-προφ.) κύρια: κατά κύριο λόγο, προπαντός, πρωτίστως, ιδίως: Το βιβλίο απευθύνεται ~ σε παιδιά δημοτικού. Πβ. βασικά, ιδία, ιδιαιτέρως, κατεξοχήν.|| (ως επίθ.) Ο ~ ναός. Η ~ αίθουσα. Το ~ θέμα/μενού/πιάτο. ● ΦΡ.: πρώτα και κύρια βλ. πρώτα απ’ όλα ● βλ. κύριος [< αρχ. κυρίως]

μνήμη

μνήμη μνή-μη ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα του νου να διατηρεί και να ανακαλεί εικόνες, γεγονότα, παραστάσεις, γνώσεις και συνεκδ. η αντίστοιχη λειτουργία και το σχετικό τμήμα του εγκεφάλου: αγχίνους/αδύνατη/ακουστική/ασθενική/βραχυπρόθεσμη/γερή/δυνατή/ισχυρή/κακή/καλή/κριτική/λειτουργική/μακροπρόθεσμη/μηχανική/μουσική/μυϊκή/οπτική/πρόσφατη/φωτογραφική ~. Άδηλη/δηλωτική/διαδικαστική/έκδηλη ~. Αδυναμία/απώλεια (πβ. αμνησία, λήθη)/διαταραχές/εξάσκηση/επιδείνωση της/κενά/παιχνίδι ~ης. Ανασύρω/διατηρώ/έρχεται/έχω/συγκρατώ/φέρνω (κάτι) στη ~ μου. Εξασκώ/τονώνω/χάνω τη ~ μου. (Κάτι) διασώζεται/εντυπώνεται/μένει/χαράσσεται στη ~ μου (= το θυμάμαι). Η ημέρα αυτή θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη ~ μας. Δεν με βοηθάει η ~ μου. Για να φρεσκάρω τη ~ σας, να σας υπενθυμίσω ότι ... Διαθέτει εξαιρετική ~. Με πρόδωσε η ~ μου (= ξέχασα). Η ~ μου με εγκαταλείπει. Πβ. θυμητικό, μνημονικό.|| Συναισθηματική ~ (: αναβίωση της συναισθηματικής κατάστασης που προκάλεσε μια εμπειρία). 2. ανάμνηση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος και γενικότ. ιστορικού παρελθόντος, εμπειρίας: ατομική/δημόσια/ιδιαίτερη/ιερή/ιστορική/κοινή/προγονική/συλλογική ~. Εκδήλωση/εορτή/επέτειος/ημέρα/τελετή ~ης. Αμαυρώνω/διατηρώ/κηλιδώνω/προσβάλλω τη ~ (κάποιου). Έθνος χωρίς ~. Η ~ του θα παραμείνει για πάντα ζωντανή μέσα μας/στην καρδιά μας. Είναι ακόμη παρών/ζει στη ~ μας. Αποκαταστάθηκε η ~ του. Πβ. θύμηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Στις 17 Ιουλίου εορτάζεται/τιμάται η ~ της Αγίας Μαρίνας.|| Εφηβικές/παιδικές ~ες. ~ες του λαού/του πολέμου/του τόπου. Νωπές οι ~ες του παρελθόντος. Ο πρόσφατος σεισμός ξύπνησε εφιαλτικές ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. λειτουργική μονάδα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για την αποθήκευση δεδομένων, απ' όπου είναι δυνατή η γρήγορη ανάκτησή τους και η παρουσίασή τους στην οθόνη: εξωτερική/εσωτερική/μαγνητική/μεταφραστική/φορητή ~. Διεύθυνση/κύτταρο/λειτουργία/μέγεθος/σύστημα/ταχύτητα/χωρητικότητα ~ης. ~ ένα γιγαμπάιτ.|| (κατ' επέκτ.) ~ ηλεκτρονικού εγκεφάλου/(κινητού) τηλεφώνου. ● ΣΥΜΠΛ.: δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. κάθε συσκευή αποθήκευσης δεδομένων που δεν είναι απευθείας προσπελάσιμη από την κεντρική μονάδα και διαφοροποιείται από την κύρια μνήμη του υπολογιστή. [< αγγλ. secondary memory, 1970] , ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. τμήμα της κύριας μνήμης του υπολογιστή που χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων πριν τη μεταβίβασή τους σε περιφερειακή συσκευή. [< αγγλ. cache (memory), 1968] , επιλεκτική μνήμη: ΨΥΧΟΛ. διανοητική διεργασία συγκράτησης πληροφοριών κατόπιν επιλογής· (κυρ. ειρων.) για κάποιον που θυμάται μόνο ό,τι τον συμφέρει, που προσποιείται ότι έχει ξεχάσει τα υπόλοιπα: ~ ~ για τις αρνητικές αναμνήσεις και εμπειρίες.|| ~ ~ και συλλογική αμνησία. Έχει ~ ~. [< αγγλ. selective memory] , κύρια/κεντρική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. RAM., μνήμη RAM/τυχαίας προσπέλασης: ΠΛΗΡΟΦ. ολοκληρωμένο κύκλωμα μνήμης για ανάγνωση, εγγραφή και επεξεργασία δεδομένων που χάνονται μόλις διακοπεί η ηλεκτρική τροφοδοσία του υπολογιστή. [< αγγλ. random-access memory, 1953] , πτητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. που δεν διατηρεί τα περιεχόμενά της μετά τη διακοπή της τροφοδοσίας του υπολογιστή με το ρεύμα: Η ROM/οι σκληροί δίσκοι είναι μη ~ ~. [< αγγλ. volatile memory, 1950] , εικονική μνήμη βλ. εικονικός, κάρτα μνήμης βλ. κάρτα ● ΦΡ.: αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου: αν θυμάμαι σωστά, καλά: ~ ~, κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί., από μνήμης: χωρίς να συμβουλεύομαι γραπτές σημειώσεις, απέξω: Απαγγέλλω ~ ~. ΣΥΝ. από στήθους [< γαλλ. de mémoire] , μνήμη ROM/μόνο για ανάγνωση: ΠΛΗΡΟΦ. το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε να διαγράψει ο χρήστης., στη μνήμη (κάποιου) & (λόγ.) εις μνήμη(ν) προς ανάμνηση ή τιμή ενός προσώπου που δεν ζει: αγώνας/δωρεά/εκδήλωση/εορτή/συναυλία ~ ~ του ... Το έργο/βιβλίο αφιερώνεται στη ~ της ..., (έχει) μνήμη ελέφαντα βλ. ελέφαντας, (έχει) μνήμη χρυσόψαρου βλ. χρυσόψαρο, αιωνία σου/του/της η μνήμη βλ. αιώνιος, αλήστου μνήμης βλ. άληστος, ανακαλώ στη μνήμη (μου) βλ. ανακαλώ, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι [< 1,2: αρχ. μνήμη, γαλλ. mémoire 3: αγγλ. memory, 1946]

μωραίνω

μωραίνω μω-ραί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) (λόγ.): αποβλακώνω ή φέρομαι ως ανόητος: ~ει ο έρωτας (= τυφλώνει).|| Άρχισε να γερνά και να ~εται. Πβ. ξεκουτιαίνω, ξεμωραίνομαι. ΑΝΤ. βάζω μυαλό/νιονιό (1) ● ΦΡ.: μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι (λόγ.): σε περιπτώσεις που κάποιος κάνει εντελώς παράλογες ή ανόητες πράξεις. [< αρχ. μωραίνω ‘είμαι ανόητος ή τρελός’]

όγκος

όγκος [ὄγκος] ό-γκος ουσ. (αρσ.) 1. (επιστ.) ο χώρος που καταλαμβάνει τρισδιάστατο στερεό σώμα ή αντικείμενο, η χωρητικότητα, το μέγεθός του· γενικότ. οι διαστάσεις: (ΓΕΩΜ.) ~ κύβου/κυλίνδρου/(ορθογώνιου) παραλληλεπιπέδου. Μονάδες μέτρησης ~ου (βλ. κυβικό μέτρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο).|| (ΧΗΜ.) Μοριακός ~. ~ αντιδραστηρίου/δείγματος/διαλύματος.|| (ΙΑΤΡ. -ΦΥΣΙΟΛ.) Αναπνεόμενος ~ αέρα (: που εισπνέεται σε κάθε αναπνοή). ~ παλμού (: η ποσότητα αίματος που προωθείται από την καρδιά σε κάθε συστολή και διοχετεύεται στις αρτηρίες). Διατροφή για αύξηση μυϊκού ~ου (βλ. μπόντι-μπίλντινγκ). (ΦΑΡΜΑΚ.) ~ κατανομής (~ των βιολογικών υγρών στα οποία κατανέμεται συγκεκριμένη ουσία).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αρχεία μεγάλα/μικρά σε ~ο.|| Οικοδομικός/ορεινός ~ (= μάζα). (Συνολικός) ~ δωματίου/κιβωτίου/κτιρίου/νερού/πάγου (= παγόβουνο)/υγρού. ~οι βράχων/χιονιού.|| Αφρός για ~ο στα μαλλιά. Βλ. πυκνότητα. 2. (μτφ.) μεγάλη ποσότητα, μεγάλος αριθμός, πλήθος: ~ αποδείξεων/εισαγωγών/εξαγωγών/επενδύσεων/εργασιών/παραγγελιών/παραγωγής/πληροφοριών/στοιχείων. Ο ~ (= το ύψος) των (εμπορικών/χρηματιστηριακών) συναλλαγών. Ο ~ (= κορμός) των διαδηλωτών/της πορείας. Δείκτης ~ου λιανικών πωλήσεων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~ δεδομένων/κίνησης/χρήσης. 3. ΙΑΤΡ. μη φυσιολογική μάζα ιστού που προκαλείται από ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό κυττάρων και τη σταδιακή εξάπλωσή τους, χωρίς να εξυπηρετείται η φυσιολογία του οργανισμού· νεόπλασμα: κακοήθης (πβ. καρκίνος, καρκίνωμα)/καλοήθης/μεταστατικός/συμπαγής (: που αναπτύσσεται από συμπαγή όργανα) ~. ~ στον εγκέφαλο/στον μαστό. Χειρουργική αφαίρεση ~ου. ΣΥΝ. νεοπλασία ● Υποκ.: ογκίδιο (το) βλ. σημ. 3: ψηλαφητό ~. Βλ. -ίδιο, ινοαδένωμα, οζίδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: ο κύριος όγκος: το μεγαλύτερο μέρος: ~ ~ της βιβλιογραφίας/των διαδηλωτών. ● ΦΡ.: αυτοκίνητο δύο όγκων βλ. αυτοκίνητο, αυτοκίνητο τριών όγκων βλ. αυτοκίνητο [< 1: αρχ. ὄγκος 2: γαλλ. masse 3: αρχ. ὄγκος ‘εξόγκωμα, οίδημα’, γαλλ. tumeur]

πίσω

πίσω πί-σω επίρρ. 1. σε αντίθετη θέση ή κατεύθυνση από αυτή που βλέπει κάποιος ή προς την οποία κινείται: Δε γύρισε να κοιτάξει ~ (του). Χτύπησε ~ του την πόρτα. Λίγο πιο ~ ερχόταν ο ... (πβ. απο~, ξο~, παρα~).|| ~ ολοταχώς! Κάντε ~! ~ και σ' έφαγα!|| (ως ουσ.) Πήγε προς τα ~. ΑΝΤ. εμπρός (1), μπροστά (1) 2. για να δηλωθεί επιστροφή: Γύρισε ~ (στο γραφείο). Έφερε/πήγε ~ τα βιβλία. Μου έδωσε/πήρα ~ τα χρήματα. Θα είναι ~ (= θα επιστρέψει) σε δύο ώρες. 3. στην άλλη όψη ενός αντικειμένου ή στην αθέατη πλευρά: Κάθισε ~ από το γραφείο του. Παρακολουθούσε ~ από το τζάμι. Το εκκλησάκι βρίσκεται ~ από την πλατεία. Κρύφτηκε ~ από τους θάμνους.|| (ως επίθ.) Η ~ βεράντα/πόρτα του σπιτιού. Οι ~ τσέπες. 4. στο τέλος ή από το τέλος, από το βάθος: Τους έσπρωχναν από ~ να προχωρήσουν.|| (ως επίθ.) Το ~ δωμάτιο. Το μπροστινό και το ~ μέρος. Οι ~ θέσεις/τροχοί του αυτοκινήτου (ΣΥΝ. οπίσθιος). Οι ~ σελίδες. Τα ~ καθίσματα/παράθυρα. Κάθονται πάντα στα ~ θρανία/στις ~ σειρές. Ο χώρος για τους ~ επιβάτες είναι περιορισμένος.|| Τα ~ φωνητικά (σε τραγούδι). 5. στο παρελθόν: Η εικόνα που αντίκρισα με γύρισε/πήγε ~ μια δεκαετία/πολλά χρόνια. Μεταφέρομαι/ταξιδεύω ~ στον χρόνο.|| Έχει ~ του (= στο ενεργητικό του) μια λαμπρή καριέρα/τεράστια πείρα/χρόνια δουλειάς. Η πόλη έχει ~ της μακραίωνη ιστορία. 6. (μτφ.) για καταστάσεις όπου κάποιος μένει στάσιμος, μειονεκτεί σε κάτι: Βρισκόμαστε/είμαστε ακόμα πολύ ~ στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.|| Τερμάτισε λίγα δευτερόλεπτα ~ από (= μετά) τον νικητή. ΑΝΤ. μπροστά (2) 7. (μτφ.) για επιστροφή σε προηγούμενη, συνήθ. χειρότερη, κατάσταση: Δεν πρέπει να κάνουμε βήματα προς τα ~. Η εταιρεία αντί να πηγαίνει μπροστά, πηγαίνει ~. Παρόμοιες πρακτικές μάς γυρίζουν ~ σε αδιέξοδα του παρελθόντος (βλ. οπισθοδρομώ, πισωγυρίζω). 8. κρυφά, όταν απουσιάζει, χωρίς να το αντιλαμβάνεται κάποιος: Όταν είναι παρών, τον καλοπιάνουν, αλλά από ~ του τον θάβουν. 9. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι αυτό που φαίνεται στην πραγματικότητα αποκρύπτει ή καλύπτει το αληθινό στοιχείο: ~ από τα χαμόγελα/από το χιούμορ κρύβεται η πικρή αλήθεια. ~ από το σκάνδαλο ο Τύπος βλέπει μια βαθύτατη κρίση. ~ (= πέρα) από το προφανές.|| Αρνήθηκε ότι βρίσκεται ~ από την επίθεση (: ότι την υποκίνησε).|| Δηλώσεις ~ από τις κάμερες (: ανεπίσημα, οφ δι ρέκορντ). ● ΦΡ.: αφήνω κάποιον/κάτι πίσω (μου) 1. αφήνω και φεύγω· κληροδοτώ: ~σε ~ τον σύζυγό της (: τον εγκατέλειψε). ~σε ~ της δύο ανήλικα παιδιά (: πέθανε και έμειναν ορφανά). Πβ. καταλείπω.|| ~σε ~ της πλούσιο συγγραφικό έργο/τεράστια περιουσία.|| Ο τυφώνας ~σε ~ του (= προκάλεσε στο πέρασμά του) μεγάλες καταστροφές. 2. πηγαίνω μπροστά, ξεπερνώ: ~σε ~ τους αντιπάλους του στον τελικό.|| Αφήστε (πίσω) τις ανασφάλειες., κάνω πίσω 1. κινούμαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώ: Έκαναν ~, για να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους.|| (για οχήματα) Έκανε ~ (= έβαλε όπισθεν) και χτύπησε πάνω στην κολόνα. 2. (μτφ.) υποχωρώ, κάμπτομαι: Δεν ~ει βήμα ~. Δεν έκαναν ~ στις δυσκολίες (= δεν το έβαλαν κάτω, δεν κώλωσαν). Οι εργοδότες έκαναν ~ μπροστά στις αντιδράσεις του σωματείου. Έκαναν ~ και αθέτησαν το συμβόλαιο που είχαν συνάψει (= υπαναχώρησαν)., μένω πίσω 1. ξεμένω: Σταματήσαμε και περιμέναμε τους άλλους που είχαν μείνει ~. 2. καθυστερώ, υπολείπομαι: Έμεινε ~ η δουλειά. Η ομάδα έμεινε ~ στη βαθμολογία., παίρνω (κάποιον) από πίσω/από κοντά: τον ακολουθώ: Την πήρε ~, για να δει πού θα πάει. Πβ. παρακολουθώ. ΣΥΝ. παίρνω (κάποιον) στο κατόπι, παίρνω πίσω 1. ξαναπαίρνω: Πήρε ~ τα χρήματά του.|| Πήρε ~ τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. 2. (μτφ.) αποσύρω, ανακαλώ, αναιρώ: Πήρε ~ την απόφαση για .../τις δηλώσεις του. Πβ. ανασκευάζω., πάω πίσω: υστερώ: Είναι πολύ αδιάκριτος, αλλά και εσύ δεν πας ~.|| Το ρολόι μου ~ει ~ είκοσι λεπτά (ΣΥΝ. χάνει. ΑΝΤ. πάει μπροστά)., πίσω μπρος: προς τα πίσω και προς τα εμπρός: κινήσεις ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ στον χρόνο. Οι δύο πλευρές, ύστερα από αλλεπάλληλα ~ ~, υπέγραψαν τη συμφωνία (πβ. παλινδρόμηση, παλινωδία)., τρέχω πίσω από κάποιον: τον ακολουθώ επίμονα, συνήθ. επιδιώκοντας κάτι: Τρέχει (από) ~ της σαν σκυλάκι., δεν παίρνω λέξη πίσω βλ. λέξη, δίνω πίσω (κάτι) βλ. δίνω, ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω βλ. βήμα, θέλω κάποιον/κάτι πίσω βλ. θέλω, κοιτάζω πίσω βλ. κοιτάζω, κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου βλ. δάχτυλο, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα βλ. γκρεμός, μπρος πίσω βλ. εμπρός, παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου βλ. αίμα, πίσω από κλειστές πόρτες βλ. πόρτα, πίσω από την πλάτη (κάποιου) βλ. πλάτη, πίσω από τις κουρτίνες βλ. κουρτίνα, πίσω από τις λέξεις βλ. λέξη, πίσω από τις μπάρες βλ. μπάρα, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά βλ. αχλάδα, πίσω μου σ' έχω σατανά! βλ. σατανάς, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, τη(ν) φέρνω σε κάποιον από πίσω βλ. φέρνω, το παίρνω πίσω βλ. παίρνω, το ποτάμι δε(ν) γυρίζει πίσω βλ. ποτάμι [< μεσν. πίσω]

προλαβαίνω

προλαβαίνω προ-λα-βαί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πρόλαβα, προλάβει, προλαβαίν-οντας} 1. πλησιάζω ή κατορθώνω να φτάσω κάπου, σε κάποιον/κάτι έγκαιρα ή και πρώτος, προτού φύγει ή μεταβληθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται: ~ το αεροπλάνο/πλοίο/τρένο. Μόλις που ~εις! Πρόλαβα το λεωφορείο στη στάση (ΑΝΤ. έχασα). Δεν πρόλαβα την παράσταση/παρέλαση. Ίσα που πρόλαβε να μπει, πριν κλείσει η πόρτα. Τρέξε να προλάβεις! Δεν προλάβαμε την αρχή της ταινίας. Παλεύει/σπεύδει να προλάβει. Πβ. προκάνω, προφταίνω.|| (μτφ., κυρ. στον αόρ.) Πρόλαβε να δει εγγόνια. 2. ενεργώ έγκαιρα, πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι, αποτρέπω κάτι δυσάρεστο: ~ να δηλώσω συμμετοχή/την προθεσμία. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει/απαντήσει. Πρόλαβε και σταμάτησε την τελευταία στιγμή. Πρόλαβαν να φύγουν πριν έρθει. Ήθελα να σου τηλεφωνήσω, αλλά με πρόλαβες.|| (προφ., για κάτι που έχει ήδη γίνει, κοινοποιηθεί ή προταθεί) Άσε, σε πρόλαβαν άλλοι. Του τα πρόλαβε όλα (= τα αποκάλυψε).|| (μτφ.) Μας πρόλαβαν τα γεγονότα/οι εξελίξεις.|| ~ την αποτυχία/την ασθένεια/το ατύχημα/τα έκτροπα/την επίθεση/το κακό/τον κίνδυνο/την παρεξήγηση/το τρακάρισμα/τα χειρότερα (πβ. προλαμβάνω). Κρέμα που ~ει τα ορατά σημάδια γήρανσης. Πρόλαβαν στο παρά πέντε/στο τσακ τη ληστεία. 3. βρίσκω ή έχω τον αναγκαίο χρόνο, για να κάνω κάτι: Δεν ~ να ετοιμαστώ/να πάρω ανάσα. Ένας ένας, δεν ~ να σας εξυπηρετήσω όλους. Δεν προλάβαινε ούτε να ξεκουραστεί. Πρόλαβε φεύγοντας να μας αποχαιρετήσει. Πρόλαβαν να κάνουν μόνο δύο προπονήσεις πριν τους αγώνες. Πότε πρόλαβες και μαγείρεψες; ● ΦΡ.: δεν πρόλαβα/προλάβαινα να ... και ...: (εισαγωγή χρον. πρότασης) περιγράφει πράξη που δεν έχει ολοκληρωθεί τη στιγμή που συμβαίνει κάτι άλλο: Δεν προλάβαινε να τον ρωτήσει και εκείνος είχε ήδη απαντήσει., δεν προλαβαίνω (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται σε μεγάλο βαθμό ή πολύ γρήγορα: ~ ~ει να δίνει συνεντεύξεις. Δεν τον ~ στις σκανταλιές. Δεν την προλαβαίνω στα γλυκά/στο φαγητό (= τρώει πολύ)., όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε & όποιος πρόλαβε, πρόλαβε: για καταστάσεις όπου απαιτείται μεγάλη ετοιμότητα και ταχύτητα: Τα εισιτήρια έχουν πολύ μεγάλη ζήτηση και ~ ~!, πριν προλάβει/προφτάσει να ...: δεν είχε προλάβει να ... και: ~ ~ κοπάσει ο θόρυβος, ξέσπασε νέο σκάνδαλο. Πριν καλά καλά προφτάσει να βγει στην κυκλοφορία (το βιβλίο), προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Αρρώστησε σοβαρά, πριν καν προφτάσει να ..., προλαβαίνω δεν προλαβαίνω (προφ.-συνήθ. ειρων.): είναι αμφίβολο αν θα προφτάσω κάποιον ή κάτι: Αν συνεχίσουμε με τέτοιους ρυθμούς, ~ουμε δεν ~ουμε να τελειώσουμε έγκαιρα., τρέχω και δεν φτάνω βλ. τρέχω [< αρχ. προλαμβάνω]

πρόσωπο

πρόσωπο πρό-σω-πο ουσ. (ουδ.) {προσώπ-ου} 1. το μπροστινό μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού με κύρια χαρακτηριστικά τα μάτια, τη μύτη και το στόμα· συνεκδ. το δέρμα και η έκφραση, το ύφος, τα συναισθήματα που αποτυπώνονται σε αυτό: λεπτό/μακρύ/οβάλ ή ωοειδές/στρογγυλό/τετράγωνο ~. ~ με γωνίες (= γωνιώδες). Αγγελικό/ανέκφραστο/άσχημο/αυστηρό/γλυκό/εκφραστικό/ήρεμο/κουρασμένο/λαμπερό/μελαγχολικό/νεανικό/ξεκούραστο/όμορφο/ρυτιδιασμένο/συμπαθητικό/υγιές/φωτεινό/χαρούμενο/χλομό/ωραίο/ωχρό ~ (πβ. μορφή). Αισθητική/ανανέωση/ανάπλαση (βλ. λίφτινγκ)/αντηλιακά/γραμμές/κρέμα/μακιγιάζ/μάσκα/μεταμόσχευση/περίγραμμα/περιποίηση/πλαστική χειρουργική/σχήμα/τριχοφυΐα/φροντίδα (του) ~ου. Ανάλυση των χαρακτηριστικών του ~ου (βλ. φυσιογνωμία, φυσιογνωμική). Γύρισε/έστρεψε το ~ό του από την άλλη/προς το μέρος μου. Με ακάλυπτο/καλυμμένο ~. Τον χτύπησε στο ~ (βλ. χαστουκίζω). Ένα πλατύ χαμόγελο έλαμπε/ζωγραφίστηκε στο ~ό της. Η θλίψη ήταν χαραγμένη στα ~ά τους. Το ~ό του έγινε κόκκινο από θυμό/ντροπή. Πβ. μούρη, μούτρο, φάτσα. 2. το άτομο, ο άνθρωπος ως ξεχωριστή προσωπικότητα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, η ταυτότητα και ο χαρακτήρας του· ειδικότ. η υπόληψη, το καλό όνομα: αγαπημένο/άγνωστο/αινιγματικό/αντιπαθητικό/αξιοσέβαστο/γνωστό/δημοφιλές (βλ. βεντέτα, διασημότητα)/ιερό/ιστορικό/κύριο/οικείο/συγγενικό/τραγικό/ύποπτο/φαιδρό ~. Αίτηση ενδιαφερομένου/δήλωση/στοιχεία ~ου. Διακεκριμένα/διάσημα/εξέχοντα/επίσημα/ισχυρά/πλούσια/πολιτικά/προσφιλή/σημαίνοντα/σημαντικά (βλ. βιπ) ~α. Θεωρείται σοβαρό ~. Αποκαλύφθηκε/έδειξε/φάνηκε το αληθινό/πραγματικό του ~. Βιαιοπραγία/επίθεση κατά του ~ου του ... Εξέφρασαν την εμπιστοσύνη/τον σεβασμό τους στο ~ό της. Άνθρωπος με δύο ~α (= δι-, διπλο-πρόσωπος). Υψηλά (ιστάμενα) ~α. Σχέσεις μεταξύ ~ων. ~ της εταιρείας καλλυντικών το γνωστό μοντέλο ...|| (ΘΕΟΛ.) Τα τρία ~α της Αγίας Τριάδος.|| (οικ.) Βγήκε με το ~ (= εραστής ή ερωμένη). Το τρίτο ~ σε μια σχέση (βλ. απιστία).|| (ειρων.-λαϊκό) Σπουδαία προσώπατα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) ~-κλειδί στην υπόθεση. 3. ήρωας λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου και ειδικότ. ο αντίστοιχος ρόλος: βασικό/βιβλικό ~. Αλληγορικά/αντρικά/γυναικεία/δευτερεύοντα/δραματικά/κεντρικά/κύρια (βλ. πρωταγωνιστής) ~α. Το ~ του αφηγητή. Τα ~α του δράματος/της ιστορίας/του μυθιστορήματος/της ταινίας. 4. (μτφ.) τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα θεσμού, φαινομένου, τόπου: το άγριο/σκληρό ~ της βίας/της ζωής/της κοινωνίας/του πολέμου. Μια πόλη με πολλά ~α. Αναδεικνύεται/προβάλλεται το σύγχρονο ~ της Ελλάδας. Ο ρατσισμός μπορεί να εμφανίζεται με διαφορετικά ~α. 5. ΓΡΑΜΜ. {χωρ. πληθ.} τύπος ρήματος ή αντωνυμίας που δηλώνει τον ομιλητή, τον συνομιλητή και αυτόν ή αυτό για το οποίο μιλά: πρώτο, δεύτερο, τρίτο ~ ενικού/πληθυντικού. Αφήγηση σε τρίτο ~ (βλ. τριτοπρόσωπος). Βιβλίο γραμμένο σε πρώτο ~ εν είδει ημερολογίου. 6. (προφ.) το μπροστινό, εξωτερικό τμήμα, η πρόσοψη έκτασης ή κτιρίου: Το ακίνητο/γήπεδο έχει ~ στην εθνική οδό. ● Υποκ.: προσωπάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιο πρόσωπο: που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή., ανεπιθύμητο πρόσωπο βλ. ανεπιθύμητος, βουβό πρόσωπο βλ. βουβός, έλεγχος προσώπων βλ. έλεγχος, καθαρισμός προσώπου βλ. καθαρισμός, νομικό πρόσωπο βλ. νομικός, παρένθετο πρόσωπο βλ. παρένθετος, φυσικό πρόσωπο βλ. φυσικός ● ΦΡ.: (το) πρόσωπο της ημέρας/της χρονιάς: άνθρωπος που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, της επικαιρότητας: Είναι ~ της ημέρας. Βραβεύτηκε/επιλέχθηκε/τιμήθηκε ως ~ της χρονιάς., από προσώπου γης/από το πρόσωπο της γης (ΠΔ): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι είναι άφαντο(ς), δεν υπάρχει πουθενά, δεν έχει αφήσει ίχνη: Έχουν εξαφανιστεί/χαθεί ~ ~., βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο (μτφ.): για να δηλωθεί βελτίωση των συνθηκών ζωής: Δεν έχει δει ~ ~ από τότε που απολύθηκε. Πότε, επιτέλους, θα δούμε κι εμείς ~ ~; Πβ. άσπρη μέρα, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή., κατά πρόσωπο: απευθείας, άμεσα, κατάμουτρα: Του τα είπα ~ ~. Αντιμετωπίζει ~ ~ την πραγματικότητα. Είχε το θάρρος να λέει την αλήθεια ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ συνάντηση. ΣΥΝ. καταπρόσωπο (2), με ανθρώπινο πρόσωπο: με δικαιοσύνη και ανθρωπιά, με σεβασμό στα δικαιώματα του ανθρώπου· ειδικότ. με ευγένεια και ευαισθησία: κοινωνία/κράτος/πολιτική ~ ~. Βλ. ανάλγητος. [< γαλλ. à visage humain] , με τι/ποιο πρόσωπο θα .../(δεν) έχω πρόσωπο να ...: για να δηλωθεί έντονη ντροπή ή ενοχή: ~ ~ θα βγω στον κόσμο; Δεν έχω ~ να αντικρίσω την κοινωνία. ΣΥΝ. με τι/ποια μούτρα/(δεν) έχω μούτρα ..., με τον ιδρώτα του προσώπου μου (ΠΔ): με κόπο και μόχθο: Δουλεύει σκληρά, ζώντας ~ ~ του., πρόσωπα και πράγματα: άνθρωποι και καταστάσεις, συνθήκες: ~ ~ της πολιτικής/τέχνης. Γνωρίζει/ξέρει ~ ~., πρόσωπο με πρόσωπο: αντικριστά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο· κατ' επέκτ. για άμεση, προσωπική επικοινωνία ή αντιπαράθεση: Βρέθηκαν/κάθισαν ~ ~ (= βιζαβί, τετ α τετ. Πβ. μύτη με μύτη). Ήρθε ~ ~ με μια σοβαρή ασθένεια/με τους κακοποιούς (πβ. ενώπιος ενωπίω).|| Επαφές/συνάντηση/συνομιλίες ~ ~. ~ ~ διδασκαλία (πβ. διά ζώσης). Μάχη ~ ~ (βλ. στήθος με στήθος). ΣΥΝ. φάτσα με φάτσα, φέις του φέις, στο πρόσωπο κάποιου βλέπω/βρίσκω ...: αποδίδω σε κάποιον μια ιδιότητα ή αναγνωρίζω ότι τη διαθέτει: Η κοινή γνώμη βλέπει στο ~ό του έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη. Στο ~ό του βρήκε αυτό που έψαχνε., το άλλο πρόσωπο του/της (μτφ.): η κρυφή, άγνωστη πλευρά, όψη ανθρώπου, τόπου, φαινομένου: ~ ~ της εξουσίας/ενός ηγέτη., αλλάζει πρόσωπο βλ. αλλάζω, παρουσίασε δύο πρόσωπα βλ. παρουσιάζω, τιμώμενο πρόσωπο βλ. τιμώμενος, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, χαστούκι στο πρόσωπο/στα μούτρα βλ. χαστούκι [< 1: αρχ. πρόσωπον 2,3,4,5,6: μτγν. ~, γαλλ. personne, personnage, face]

φυλακή

φυλακή φυ-λα-κή ουσ. (θηλ.) 1. σωφρονιστικό ίδρυμα όπου εγκλείονται οι κατάδικοι ή κρατούνται οι υπόδικοι· συνεκδ. φυλάκιση: ανδρικές/γυναικείες/δικαστικές/κεντρικές/στρατιωτικές ~ές. Η απομόνωση/τα δεσμά/τα κάγκελα/τα κελιά/οι πτέρυγες της ~ής. ~ές ανηλίκων (πβ. αναμορφωτήριο)/υψίστης ασφαλείας. Ο γιατρός/ο εισαγγελέας/ο επόπτης/οι κρατούμενοι/οι τρόφιμοι/οι φρουροί των ~ών. Μπήκε/πήγε (στη) ~ (= φυλακίστηκε). Τον έβαλαν/έκλεισαν/έριξαν/έστειλαν/έχωσαν/οδήγησαν στη ~ (= τον φυλάκισαν). Απολύθηκε/βγήκε από τη ~ (= αποφυλακίστηκε). Παρέμεινε/τον κράτησαν στη ~ για ... μέρες. Δραπέτευσε από τη ~. Κατέληξε στη ~. Είναι ~ (= φυλακισμένος)/εκτός ~ής με αναστολή. Πβ. δεσμω-, κρατη-τήριο, ειρκτή, μπαλαούρο, μπουζού, μπουντρούμι, στενή, σωφρονιστικό κατάστημα, τούφα, φρέσκο2, φυλάκα, ψειρού.|| Καταδικάστηκε σε ... μήνες ~. Έφαγε ... χρόνια ~. Βλ. κάθειρξη. 2. (μτφ.) οτιδήποτε δρα περιοριστικά για την ελευθερία κάποιου: Ο γάμος/η δουλειά/το σχολείο είναι γι' αυτόν ένα είδος ~ής. 3. ΣΤΡΑΤ. ποινή που επιβάλλεται για σοβαρό συνήθ. παράπτωμα, συνεπάγεται παραμονή του τιμωρημένου μέσα στο στρατόπεδο για όλη τη χρονική της διάρκεια και επιμήκυνση της θητείας του, εφόσον αυτός έχει συμπληρώσει καθορισμένο αριθμό ημερών φυλάκισης: Τιμωρήθηκε με δέκα μέρες ~. 4. ΣΤΡΑΤ. βάρδια: αξιωματικός ~ής (μηχανοστασίου/πλοίου). Βλ. εθνο~, χωρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστή φυλακή: όπου οι κρατούμενοι εκτίουν την ποινή τους χωρίς να έχουν δικαίωμα προαυλισμού., αγροτικές φυλακές βλ. αγροτικός ● ΦΡ.: Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! (ΠΔ): καλύτερα ας μη μιλήσω, ας μην πω τι σκέφτομαι: Αυτός τίμιος; ~ ~!, κάνω φυλακή (προφ.): εκτίω ποινή φυλάκισης: Έκανε ~ ... χρόνια., της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες (συχνά ειρων.): οι θαρραλέοι, τολμηροί άνθρωποι είναι πάντα έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των πράξεών τους., σαπίζει στη φυλακή βλ. σαπίζει [< μτγν. φυλακή ‘φρουρά, σκοπιά, δεσμωτήριο’]

χαλασμός

χαλασμός χα-λα-σμός ουσ. (αρσ.) (προφ.): μεγάλη αναστάτωση, αναταραχή· (λαϊκό-λογοτ.) καταστροφή, συνήθ. εξαιτίας πολέμου: Έγινε ~ από τα χειροκροτήματα/για τα εισιτήρια (πβ. χαμός). Πβ. αλαλούμ, αναμπουμπούλα, βαβούρα.|| Ο παραδοσιακός οικισμός αναγεννήθηκε μετά τον ~ό. Πβ. όλεθρος. ● ΦΡ.: χαλασμός Κυρίου/κόσμου (εμφατ.): κοσμοχαλασιά: (Έξω) γίνεται ~ ~ (: για μεγάλη νεροποντή. [< μτγν. χαλασμός]

χρώμα

χρώμα [χρῶμα] χρώ-μα ουσ. (ουδ.) {χρώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οπτική εντύπωση που προκαλείται, όταν το φως ανακλάται στις επιφάνειες αντικειμένων ή απορροφάται από αυτές: βυσσινί/εκρού/κίτρινο/κρεμ/κυπαρισσί/μοβ/μπεζ/πράσινο/ροζ/τιρκουάζ ~. Ανοιχτά/γήινα/ματ/μεταλλικά/μουντά/ουδέτερα/παστέλ/σκούρα/φωσφοριζέ ~ατα. Οι αποχρώσεις/οι διαβαθμίσεις/η ένταση/ο κορεσμός/ο τόνος/η φωτεινότητα ενός ~ατος. Υφάσματα διαφορετικού ~ατος. Φορέματα σε πολλά σχέδια και ~ατα. Γκάμα/ποικιλία/συνδυασμοί ~άτων. Η θάλασσα έχει μπλε ~. Το φυσικό μου ~ (μαλλιών) είναι καστανό/ξανθό. Το ~ των ματιών της είναι γαλανό/μελί. (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Το ~ (= η χρώση) του βλεννογόνου/των ιστών. ~ατα που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Πβ. χρωματισμός.|| Θεωρία/κλίμακα/φάσμα των ~άτων.|| (Για έντονα ~ατα σε αντίθεση προς το άσπρο, το μαύρο και το γκρι:) Πανδαισία ~άτων και αρωμάτων/ήχων. Τα ~ατα και το φως κυριαρχούν στον χώρο. Παίζω με τα ~ατα (: τα συνδυάζω με δημιουργικό τρόπο). 2. η αντίστοιχη ιδιότητα ως συμβολισμός ή χαρακτηριστικό γνώρισμα: τα ~ατα της ελληνικής σημαίας/μιας ομάδας. Αγωνίζεται με τα εθνικά ~ατα.|| Το ~ της υγείας (: ροδαλό). Τριαντάφυλλα στο ~ του πάθους (: κόκκινα). Φορά ανοιξιάτικα ~ατα.|| Τα ~ατα των φύλλων της τράπουλας. 3. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. ουσία σε ρευστή μορφή και σε διάφορες αποχρώσεις, η οποία χρησιμοποιείται για τον χρωματισμό επιφανειών: υγρό ~. ~ μετάλλων. Αδιάβροχα/ακρυλικά/ανεξίτηλα/πυράντοχα/συνθετικά/φυσικά/χημικά ~ατα. Επιστρώσεις/κηλίδες ~ατος. Αντοχή του ~ατος. ~ατα διαγράμμισης/επιπλοποιίας. ~ατα οικολογικά/ήπιας χημείας. ~ σε σπρέι. Επιλέγω το ιδανικό ~ για τους τοίχους. Πβ. βερνίκι, μπογιά, χρωστική.|| Γυάλισμα/προστασία ~ατος αυτοκινήτου.|| ~ατα ζωγραφικής. Τα ~ατα της παλέτας. Βλ. κηρο-, ξυλο-μπογιά, μαρκαδόρος, τέμπερα.|| Αραιωμένα ~ατα. Ανάμειξη ~άτων.|| (για τα ρούχα:) Ευαίσθητα ~ατα (: που ξεβάφουν, ξεθωριάζουν στο πλύσιμο). Βλ. υδρόχρωμα. ΣΥΝ. βαφή (2) 4. (ειδικότ.) χροιά της επιδερμίδας: ~ (= χρωματισμός, χρώση) του δέρματος. Ισότητα ανεξαρτήτως ~ατος.|| Έχει κάνει ωραίο ~ (: έχει μαυρίσει).|| Δεν μ’ αρέσει το ~ του (: είναι ωχρός). Έφυγε το ~ απ' το πρόσωπό του (: χλόμιασε). Έχασε το ~ του από τη ζήλια/τον θυμό/το κακό του (: κιτρίνισε, πρασίνισε).|| Αλλάζει ~ατα σαν τον χαμαιλέοντα (: η γνώμη του είναι ευμετάβλητη). 5. (μτφ.) ιδιαίτερο γνώρισμα, χαρακτηριστικό στοιχείο: συγκέντρωση με πολιτικό ~. Νησί με παραδοσιακό ~ και αιγαιοπελαγίτικο στιλ. Στα ~ατα και τον ρυθμό του καρναβαλιού. Τα πυροτεχνήματα έδωσαν ένα άλλο ~ στη βραδιά (: νότα, πινελιά). Πβ. ιδιαιτερότητα, τόνος, ύφος.|| Συζήτηση χωρίς ~ (: άχρωμη· πβ. ενδιαφέρον, ζωντάνια). 6. ΠΛΗΡΟΦ. ψηφιακή αναπαράσταση, απεικόνιση της αντίστοιχης ιδιότητας: ~ γεμίσματος. Το ~ του φόντου. Απόδοση/βαθμονόμηση/επεξεργασία/επιλογή/ποιότητα/προσθήκη ~ατος. Ψηφιακό ~ υψηλής ποιότητας. Ανάλυση ~ατος ... μπιτ. Εκτύπωση ... ~άτων. Βλ. ματζέντα, φωτεινότητα.|| (σε κινητό τηλέφωνο/τηλεόραση:) Οθόνη ... ~άτων.|| (ΤΗΛΕΠ.) Αποκωδικοποιητής ~ατος. 7. (μτφ.) ηχόχρωμα: το ~ της φωνής. Πβ. χροιά, χρωματισμός. Βλ. εκφραστικότητα. 8. (στο πόκερ) χέρι που αποτελείται από πέντε μη συνεχόμενα χαρτιά του ίδιου συμβόλου: (Έκανε/έχει) ~ στον βαλέ. Βλ. κέντα. 9. ΦΥΣ. κβαντικός αριθμός των κουάρκ. ● Υποκ.: χρωματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αφαιρετικά χρώματα: που δημιουργούνται από την ανάμειξη προσθετικών χρωμάτων., βασικά/κύρια χρώματα & (σπάν.) πρωτεύοντα χρώματα: που δεν μπορούν να παραχθούν από τη σύνθεση άλλων χρωμάτων· ειδικότ. μπλε, κίτρινο, κόκκινο. [< γαλλ. couleurs primitives] , δευτερεύοντα χρώματα & παράγωγα χρώματα: που δημιουργούνται από την ανάμειξη βασικών χρωμάτων., ζεστά/θερμά χρώματα: κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί (και οι αποχρώσεις τους). , θερμοκρασία χρώματος: ΦΥΣ. ο βαθμός απόχρωσης του φωτός που εκπέμπει μια φωτεινή πηγή. [< αγγλ. colour temperature, 1916] , κορεσμένο χρώμα: που δεν έχει αναμειχθεί με το άσπρο· κατ' επέκτ. έντονο βαθύ χρώμα: εκτύπωση με άριστο ~ ~. [< αγγλ. saturated colour] , προσθετικά χρώματα: βασικά χρώματα τα οποία, όταν συνδυάζονται μεταξύ τους, σχηματίζουν όλα τα υπόλοιπα., συμπληρωματικά χρώματα (συνήθ. ένα βασικό και ένα δευτερεύον): αυτά που, όταν συνδυάζονται στις σωστές αναλογίες, δίνουν το λευκό., ψυχρά/κρύα χρώματα: μπλε, μοβ, γκρι, πράσινο (και οι αποχρώσεις τους)., βάθος χρώματος βλ. βάθος, διαχωρισμός χρωμάτων βλ. διαχωρισμός, παλέτα χρωμάτων βλ. παλέτα, πλαστικό χρώμα βλ. πλαστικός, σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα βλ. σκοτώνω, τα χρώματα της ίριδας βλ. ίριδα ● ΦΡ.: με (τα πιο) ζοφερά/μελανά χρώματα & με (τα πιο) μαύρα χρώματα (μτφ.): με τρόπο παραστατικό όσον αφορά τις δυσκολίες, τα εμπόδια ή τα αρνητικά σημεία: Περιγράφει ~ ~ την κατάσταση., παίρνω χρώμα (προφ.) 1. μαυρίζω: Έχει πάρει ~ απ' την ηλιοθεραπεία/τον ήλιο. 2. αποκτώ συγκεκριμένη απόχρωση: Το δωμάτιο θα πάρει ~ με τις καινούργιες κουρτίνες. Ο ουρανός, το δειλινό, ~ει υπέροχα ~ατα. 3. αποκτώ ενδιαφέρον: Ο αγώνας πήρε ~. 4. (για φαγητό) ροδίζω: Ψήνετε τα κουλουράκια μέχρι να ~ουν ~., άλλαξε χρώμα/δέκα/χίλια χρώματα βλ. αλλάζω [< αρχ. χρῶμα, γαλλ. couleur, αγγλ. colo(u)r, chroma]

ψιλός

ψιλός, ή, ό ψι-λός επίθ. 1. (για πράγμα) που έχει ελάχιστο πάχος, που είναι εξαιρετικά λεπτός: ~ή: βέργα/γραμμή/κλωστή/λαμαρίνα/λίμα/μαρίδα/πετονιά/σίτα (: με πολύ μικρές τρύπες). ~ό: γυαλόχαρτο/καλώδιο/κατσαβίδι/παραγάδι/σύρμα/ύφασμα/χαρτί. ~ές: φέτες. (εμφατ.) Κόβω το κρεμμύδι ~ό-~ό (= ψιλοκόβω).|| (μτφ.) ~ό: βότσαλο (= πολύ μικρό). ΑΝΤ. χοντρός. 2. που αποτελείται από λεπτούς κόκκους: ~ή: σκόνη. ~ό: αλεύρι/σιμιγδάλι (= ψιλοαλεσμένο). Ζάχαρη ~ή. Αλάτι ~ό. Παραλία με ~ή άμμο. Πβ. λεπτόκοκκος. ΑΝΤ. χοντρός (2) 3. (για φωνή) λεπτή, διαπεραστική. ● Ουσ.: ψιλές (οι) (αργκό): χτυπήματα με το χέρι, όχι πολύ δυνατά: Έφαγε/πέσανε κάτι ~. Του 'ριξε μερικές ~., ψιλό (το) (προφ.) 1. μικρό χρηματικό ποσό (που δεν προσδιορίζεται): Πάρε και κανένα ~ μαζί σου! 2. ούρηση, ούρα. Πβ. τσίσα. Βλ. χοντρό. ● Υποκ.: ψιλούτσικος , η, ο ● ΣΥΜΠΛ.: ψιλά (σύμφωνα): ΓΡΑΜΜ. (στην Αρχαία Ελληνική) τα κ, π, τ. Βλ. δασέα (σύμφωνα)., ψιλά γράμματα 1. (μτφ.) για κάτι που θεωρείται ασήμαντο, επουσιώδες: Μην ασχολείσαι με τέτοια πράγματα, είναι ~ ~!|| (ειρων.) Περίμενα να δείξουν λίγη ευγένεια, αλλά, θα μου πεις, αυτά είναι ~ ~ (γι' αυτούς)! 2. υποσημειώσεις συμβολαίου οι οποίες συνήθ. δεν διαβάζονται πριν από την υπογραφή του, επειδή θεωρούνται ασήμαντες, αλλά, στην πραγματικότητα, μπορεί να κρύβουν κάποια παγίδα: Προσοχή στα ~ ~!, ψιλή κουβέντα/κουβεντούλα (προφ.): ψιλοκουβέντα., ψιλή κυριότητα: ΝΟΜ. το εμπράγματο δικαίωμα που απομένει όταν η πλήρης κυριότητα (περιουσιακού στοιχείου) έχει στερηθεί του δικαιώματος της επικαρπίας και έχει περιοριστεί μόνο στην εξουσία διάθεσής του: μεταβίβαση της ~ής ~ας (οικοπέδου). Ο γιος τους έχει την ~ ~ του διαμερίσματος. Το ακίνητο ανήκει κατά ~ ~ στην κόρη τους. [< γαλλ. nue-propriété] , ψιλός κύριος: ΝΟΜ. ο κάτοχος της ψιλής κυριότητας. ● ΦΡ.: με την ψιλή (μηχανή) (προφ.): (για κόψιμο μαλλιών) σύρριζα: κούρεμα ~ ~., ψιλώ ονόματι (σπάν.-αρχαιοπρ.): κατ' όνομα., κάτι περνάει στα ψιλά (γράμματα) βλ. ψιλά, μας δουλεύει ψιλό γαζί βλ. γαζί, παίρνω κάποιον στο ψιλό βλ. παίρνω, περνάω από (ψιλή) κρησάρα βλ. κρησάρα, περνώ από (ψιλό) κόσκινο βλ. κόσκινο ● βλ. ψιλά [< αρχ. ψιλός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.