Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • λάδι λά-δι ουσ. (ουδ.) {λαδ-ιού | -ιών} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. λιπαρό υγρό που λαμβάνεται από τον καρπό ιδ. της ελιάς ή άλλων φυτών και χρησιμοποιείται κυρ. ως τροφή: (ελαιόλαδο:) αγνό/αρωματικό/βιολογικό/παρθένο (βλ. αγουρέλαιο)/ραφιναρισμένο ~. ~ και ξίδι (= λαδόξιδο). Αντλία/δοχείο (βλ. λαδερό) ~ιού. Ένας τενεκές ~. Λεκέδες από ~ (= λαδιές). Η οξύτητα του ~ιού. Λιαστές ντομάτες (διατηρημένες) σε ~. Μόλις κάψει το ~ στην κατσαρόλα, ... Ρίχνω ~ στη σαλάτα. Αλείφω το κρέας με ~. Τσιγαρίζουμε τα κρεμμύδια στο ~. Βλ. λαδο-, πυρηνέλαιο.|| (σπορέλαιο:) Μαγειρικό/φυτικό ~. ~ τηγανίσματος. Βλ. βαμβακ-, ηλι-, καλαμποκ-, σησαμ-, σογι-, φοινικ-έλαιο.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αγιασμένο ~. Βλ. Άγιο Μύρο, ευχέλαιο. 2. (γενικότ.) κάθε παχύρρευστο, εύφλεκτο και αδιάλυτο στο νερό υγρό φυτικής, ζωικής ή ορυκτής προέλευσης, με ποικίλες εφαρμογές, π.χ. στην κοσμετολογία και τη φαρμακευτική, τη λίπανση μηχανών, τον φωτισμό: ~ καρύδας/μαστίχας (= καρυδ-/μαστιχ-έλαιο). Βλ. αιθέρια έλαια.|| (καλλυντικό με ελαιώδη υφή:) Αντηλιακό/βρεφικό/ξηρό ~. ~ σώματος. (Θερμαντικό) ~ για μασάζ.|| ~ φάλαινας/φώκιας. Βλ. ιχθυ-, μουρουν-έλαιο.|| (ως λιπαντικό:) ~ σιλικόνης. (σε όχημα:) Συνθετικά ~ια. Αμορτισέρ/δείκτης/θερμοκρασία/τρόμπα/φίλτρο/ψυγείο ~ιού. Αλλάζω/ελέγχω τα ~ια του αυτοκινήτου. Ο κινητήρας καίει ~ια. Πβ. λιπαντ-, μηχαν-, ορυκτ-έλαιο.|| (ως καύσιμο:) Καλοριφέρ/λάμπα (βλ. παραφινέλαιο) ~ιού. Βλ. πετρέλαιο.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Χρώματα ~ιού (= ελαιοχρώματα). 3. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (προφ.) ελαιογραφία: ~ σε καμβά/μουσαμά/ξύλο/χαρτί/χαρτόνι. ● Υποκ.: λαδάκι (το): στη σημ.1. ● ΣΥΜΠΛ.: χοντρό λάδι (προφ.): μούργα. ● ΦΡ.: βγάζω κάποιον λάδι/κάποιος βγαίνει (/τη βγάζει) λάδι (προφ.): τον γλιτώνω από δύσκολη κατάσταση· απαλλάσσομαι, γλιτώνω, ξεφεύγω χωρίς συνέπειες: Ο δικηγόρος του κατάφερε να τον βγάλει ~.|| Τελικά την έβγαλε ~ (= την έβγαλε καθαρή)., βγάζω σε κάποιον το λάδι (προφ.): τον ταλαιπωρώ, τον παιδεύω πολύ: Μου 'χει βγάλει ~ αυτό το παιδί (= μου 'χει ψήσει το ψάρι στα χείλη)!, ρίχνω λάδι στη φωτιά (μτφ.): οξύνω, υποδαυλίζω μια ήδη τεταμένη κατάσταση: Έριξε ~ ~ με τις δηλώσεις του. [< γαλλ. jeter de l'huile sur le feu] , χάνει λάδια 1. (προφ., για όχημα) έχει διαρροή λαδιών. 2. (αργκό) για κάποιον που δεν συμπεριφέρεται λογικά ή για κάτι που δεν λειτουργεί σωστά: Μη δίνεις σημασία, ο άνθρωπος ~ ~. ΣΥΝ. χάνει στροφές (1), έσβησε το καντήλι του βλ. καντήλι, η θάλασσα είναι λάδι βλ. θάλασσα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι βλ. μέλι, τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο βλ. τρεις, τρεις, τρία [< μεσν. λάδι, γαλλ. huile]
  • λαδιά λα-διά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. (μτφ.) παράνομη ή ανήθικη πράξη: Έχει γίνει μεγάλη ~. Τις έχει κάνει τις ~ιές του. Πβ. απατεωνιά, απάτη, ατασθαλία, βρομοδουλειά, κομπίνα. 2. λεκές από λάδι ή γενικότ. από λιπαρή ουσία: ~ιές (= κηλίδες λαδιού) στο πουκάμισο.
  • λαδικό λα-δι-κό ουσ. (ουδ.) (προφ.): μικρό δοχείο λαδιού για λίπανση ή οικιακή χρήση. Πβ. ροΐ. ΣΥΝ. λαδερό (1), λαδωτήρι [< μεσν. λαδικό]
  • λαδίλα λα-δί-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): η έντονη και συνήθ. δυσάρεστη μυρωδιά ή γεύση του λαδιού. Πβ. ταγγίλα. Βλ. -ίλα.

βγαίνω

βγαίνω βγαί-νω ρ. (αμτβ.) {βγήκα, βγω, προστ. βγες (λαϊκό) έβγα, βγείτε (λαϊκό) (ε)βγάτε, βγαίν-οντας, βγαλμένος} 1. μετακινούμαι προς τα έξω, μεταβαίνω σε άλλο χώρο από αυτόν στον οποίο βρίσκομαι: ~ στον δρόμο/στο μπαλκόνι/στο προαύλιο. ~ από το αυτοκίνητο/το δωμάτιο/τη θάλασσα/το νοσοκομείο (= παίρνω εξιτήριο)/τη φυλακή (= αποφυλακίζομαι). ~ για τρέξιμο/ψώνια (= πάω). Θα βγω (για) να δω τι γίνεται. Βγήκε (έξω) στη βροχή/στον ήλιο/στο κρύο. Βγήκε από τον αγώνα (: για παίκτη)/την πορεία του (= παρέκκλινε, παρεκτράπηκε). Βγήκε από αριστερά (: για να κάνει προσπέραση). ~οντας (= καθώς ~εις) δεξιά, είναι ένα κτίριο. Πβ. εξέρχομαι, πηγαίνω. Βλ. εισέρχομαι, μπαινο~, ξανα~, παρα~.|| (για διασκέδαση) ~ (έξω) τα βράδια. ~ (μια) βόλτα/ραντεβού. Θα βγω για καφέ/ποτό/φαγητό (με παρέα). Βγήκαμε να γιορτάσουμε/ξεσκάσουμε. Ετοιμάζομαι να/δεν έχω διάθεση να βγω.|| Τα ζώα ~ουν από τη φωλιά τους.|| Το πλοίο βγήκε στ' ανοιχτά (πβ. ανοίγομαι)/στη στεριά. Η μπάλα βγήκε (= κατέληξε) άουτ.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Βγες από το ίντερνετ/το πρόγραμμα. ΑΝΤ. μπαίνω (1) 2. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι: ~ στα κανάλια/στην τηλεόραση. Βγήκε να κάνει δηλώσεις/ξαφνικά μπροστά μου/στο τηλέφωνο (= απάντησε).|| ~ στον κινηματογράφο/στην πίστα/στο σανίδι/στο τραγούδι (: ξεκινώ καριέρα).|| ~ καλά στις φωτογραφίες (: έχω φωτογένεια). 3. (μτφ.) απαλλάσσομαι, ξεφεύγω από μια συνήθ. δυσάρεστη κατάσταση: Βγήκε από την αφάνεια/τη δοκιμασία/τη δύσκολη θέση. Βγες, επιτέλους, από τον λήθαργο/τη μιζέρια/τη ρουτίνα! Πώς να βγω από αυτό το αδιέξοδο/δίλημμα;|| Η χώρα θα βγει από την κρίση. 4. (μτφ.) οδηγούμαι σε μια κατάσταση: ~ στην αγορά εργασίας/στη ζωή/στη σύνταξη (: συνταξιοδοτούμαι). Βγήκα νοκ άουτ. Έχω βγει εκτός εαυτού (= έχω εξοργιστεί)/εντελώς από τους ρυθμούς μου (= έχω αποσυντονιστεί).|| (ΑΘΛ.) Ο παίκτης βγήκε οφσάιντ. Η ομάδα βγήκε στον αιφνιδιασμό/στην αντεπίθεση.|| (σε παιχνίδι με τράπουλα) Έχω τρεις άσους, ~ (: νίκησα, τελείωσα)! 5. (συνήθ. στον αόρ.) αναδεικνύομαι, αποδεικνύομαι: Βγήκε νικητής/πρωταθλητής. ~ ζημιωμένος/κερδισμένος/χαμένος. Μέσα από τις δοκιμασίες ~ουμε πιο δυνατοί. Βγήκε ζωντανός από το ατύχημα. Μακάρι να βγω (= να φανώ) ψεύτης!|| (ειρων.) Μας βγήκες (: έγινες, προέκυψες) και αισθηματίας τώρα.|| Όνειρα που ~ουν αληθινά. Ποιο κόμμα βγήκε πρώτο στις εκλογές (= εξελέγη); Η άσκηση δεν έχει βγει σωστή (: δεν έχει σωστό αποτέλεσμα). Δεν πιστεύω να βγει σκάρτο το μηχάνημα. 6. (μτφ.) αποκλίνω, παρεκκλίνω: Μη ~ετε από το θέμα. Βγήκα εκτός προγράμματος.βγαίνει 1. απομακρύνεται, αφαιρείται, αποσπάται (από τη θέση του): Πώς βγαίνει ο λεκές (= καθαρίζει) από τα ρούχα;|| Μου βγήκε το κουμπί (= ξηλώθηκε)/το τακούνι (= ξεκόλλησε).|| Μου βγήκε το χέρι (= έπαθα εξάρθρωση).|| (μτφ.) Να βγουν (= να πέσουν) οι μάσκες! 2. παράγεται, εξάγεται, εξέρχεται ή προέρχεται: Το λάδι ~ από την ελιά.|| ~ καπνός/μια άσχημη μυρωδιά (: αναδίδεται)/μια κραυγή (: ακούγεται)/μια φήμη (: διαδίδεται). Δεν μου ~ει (η) φωνή (: δεν μπορώ να μιλήσω).|| Από πού ~ το όνομά σου; Από πού βγήκε η λέξη/η παροιμία/η φράση; Τραγούδια που βγήκαν (μέσα) από την ψυχή του λαού.|| (για φυτό) ~ουν άνθη την άνοιξη (πβ. φυτρώνω). Δεν έχουν βγει τα πορτοκάλια ακόμη (: δεν είναι ακόμα η εποχή τους).|| Δεν ~ουν πολλά λεφτά από την επιχείρηση. 3. εμφανίζεται: ~ ένα μήνυμα στην οθόνη.|| Μου ~ουν τα απωθημένα μου. Η κούραση από χθες μάς βγήκε σήμερα.|| Σταμάτησε να βρέχει και βγήκε ήλιος.|| ~ουν σπυριά στο πρόσωπο/τρίχες στο σώμα. Του βγήκε καρούμπαλο/(για μωρό:) το πρώτο δοντάκι. Του έχουν βγει (= έχει βγάλει) εξανθήματα στα χέρια. 4. προκύπτει, απορρέει: Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα/το συμπέρασμα που ~ (= πηγάζει, συνάγεται) από την ιστορία; Και τι ~ει/θα βγει από τη συζήτηση; Δεν θα βγει τίποτα καλό απ' αυτή την υπόθεση. 5. γίνεται γνωστό κάτι· κοινοποιείται, κυκλοφορεί: Πότε θα βγει η απόφαση/η διάγνωση/το κατηγορητήριο (= εκδοθεί)/το πρόγραμμα (/η προκήρυξη) των εξετάσεων; Δεν έχουν βγει ακόμα οι βαθμοί/τα αποτελέσματα.|| Μη βγουν παραπέρα/προς τα έξω αυτά που λέμε!|| ~ ένα βιβλίο (= εκδίδεται)/ένα σιντί (= κυκλοφορεί). Ένα προϊόν ~ σε κυκλοφορία (πβ. στην αγορά)/πολλά χρώματα. Βγήκε νέα έκδοση/νέο τεύχος. Η ταινία θα βγει σε ντιβιντί/σύντομα στους κινηματογράφους (= θα προβληθεί). 6. φτάνει σε ένα σημείο, αποτέλεσμα ή τέλος· οδηγεί, καταλήγει: Ο δρόμος ~ προς τη/στη θάλασσα.|| Άστο κι όπου/κι ό,τι βγει!|| Δεν ~ η δουλειά/η ύλη (: δεν τελειώνει στον προκαθορισμένο χρόνο).|| Πώς θα βγει (= θα περάσει) ο μήνας με τόσο λίγα χρήματα; ● ΦΡ.: βγαίνει (σε κάποιον) από (τα) αριστερά/δεξιά (μτφ.-προφ.): επιχειρηματολογεί ή ασκεί κριτική σε βάρος κάποιου, χρησιμοποιώντας τις θέσεις της Αριστεράς/Δεξιάς., βγαίνω εκτός: (συνήθ. στον αθλητισμό) αποκλείομαι: Ο παίκτης βγήκε ~ παιχνιδιού., βγαίνω με κάποιον (προφ.): έχω σχέση, συνήθ. αισθηματική, ερωτική. Πβ. τα φτιάχνω., δεν βγαίνει τίποτα: δεν έχουμε κανένα αποτέλεσμα, όφελος, κέρδος: ~ ~ με την γκρίνια/με το να παραπονιόμαστε!, δεν βγαίνω/δεν βγαίνει (προφ.): δεν μου φτάνουν τα χρήματα: ~ ~ με ένα μισθό/οικονομικά (: δεν τα φέρνω βόλτα). Θα το κλείσουμε το μαγαζί, γιατί ~ ~ουμε.|| Ίσα που βγαίνει το μεροκάματο (: με δυσκολία το εξασφαλίζω). Δεν ~ουν τα έξοδα., δεν μου βγαίνει: δεν μπορώ να κάνω ή να εξωτερικεύσω κάτι: Η εξίσωση ~ ~ (: δεν μπορώ να τη λύσω). Θέλω να του πω κάτι/προσπαθώ αλλά ~ ~ (: διστάζω, ντρέπομαι).|| (σπανιότ. δεν μπορώ να θυμηθώ:) Δεν μου 'ρχεται τώρα, ~ ~., μου (τη) βγαίνει (κάποιος) (αργκό): μου πάει κόντρα, με ανταγωνίζεται: Ήθελε να μου τη βγει κι από πάνω!|| Στα αθλητικά δεν ~ ~ κανένας (: είμαι ασυναγώνιστος)!, μου βγαίνει (προφ.): νιώθω κάτι και θέλω να το εξωτερικεύσω: Μου βγήκε τελείως αυθόρμητα να τον αγκαλιάσω., μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι: ταλαιπωρούμαι πολύ, παιδεύομαι, δεινοπαθώ: Όλη μέρα τούς ~ ~ για ένα μεροκάματο. Της βγήκε ~ στη δουλειά. ΣΥΝ. μου βγαίνει ο κώλος, μου βγήκε η γλώσσα, μου βγήκε η μέση, (δεν) βγάζω/βγαίνει νόημα βλ. νόημα, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... βλ. αβγό & αυγό, από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει βλ. αυτί, βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου/μου βγαίνει (κάτι) από τη μύτη βλ. μύτη, βγάζω κάποιον λάδι/κάποιος βγαίνει (/τη βγάζει) λάδι βλ. λάδι, βγάζω το λαρύγγι μου/μου βγαίνει το λαρύγγι βλ. λαρύγγι, βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βγάζω/βγαίνει (κάτι) στο σφυρί βλ. σφυρί, βγάζω/βγαίνει είδηση βλ. είδηση, βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα βλ. φόρα2, βγαίνει από το συρτάρι βλ. συρτάρι, βγαίνει η ψυχή (κάποιου) βλ. ψυχή, βγαίνει στα κεραμίδια βλ. κεραμίδι, βγαίνει στη δημοσιότητα βλ. δημοσιότητα, βγαίνει στη φόρα βλ. φόρα2, βγαίνει στην αγορά βλ. αγορά, βγαίνει στην κόντρα βλ. κόντρα, βγαίνει στον αφρό βλ. αφρός, βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο βλ. προσκήνιο, βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, βγαίνω (από) μπροστά βλ. μπροστά, βγαίνω αληθινός βλ. αληθινός, βγαίνω από το καβούκι μου βλ. καβούκι, βγαίνω από το τούνελ βλ. τούνελ, βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) βλ. δρόμος, βγαίνω ασπροπρόσωπος βλ. ασπροπρόσωπος, βγαίνω καθαρός βλ. καθαρός, βγαίνω στη γύρα βλ. γύρα, βγαίνω στον αέρα βλ. αέρας, βγαίνω φωτογραφία βλ. φωτογραφία, βγαίνω/βγάζω στο μεϊντάνι βλ. μεϊντάνι, βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους βλ. δρόμος, βγαίνω/με βγάζει από τα ρούχα μου βλ. ρούχο, βγαίνω/περνώ στην παρανομία βλ. παρανομία, βγαίνω/στήνω παγανιά βλ. παγανιά, βγήκαν τα μαχαίρια (από τα θηκάρια)/βγήκαν τα κουμπούρια βλ. μαχαίρι, βγήκε στο θέατρο/στη σκηνή βλ. θέατρο, βγήκε στο κλαρί βλ. κλαρί, βγήκε στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, βγήκε/έχει βγει στην πιάτσα βλ. πιάτσα, δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά, δεν μου βγαίνει λέξη βλ. λέξη, έβγαλε/βγήκε βρόμα ότι ... βλ. βρόμα, κατέληξε στο/βγήκε στο/κάνει πεζοδρόμιο βλ. πεζοδρόμιο, με βγάζει/βγαίνει παλικάρι βλ. παλικάρι, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει βλ. μήνας, μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! βλ. ψυχή, μου βγαίνει (κάτι) ξινό/βγάζω (κάτι) ξινό (σε κάποιον) βλ. ξινός, μου βγαίνει ο κώλος βλ. κώλος, μου βγαίνει τ' όνομα βλ. όνομα, μου βγήκε η γλώσσα βλ. γλώσσα, μου βγήκε η μέση βλ. μέση, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, μου βγήκε μάπα βλ. μάπα, μου βγήκε σε κακό βλ. κακό, μου βγήκε σε καλό βλ. καλό, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος βλ. πάτος, μου τη βγαίνει με κόκκινο βλ. κόκκινος, μπες-βγες βλ. μπαίνω, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος βλ. μαλλί, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι βλ. χούι, σε καλό να μας βγει βλ. καλό, το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο βλ. ξύλο, φεύγω/βγαίνω απ' τη μέση βλ. μέση, φτου και βγαίνω βλ. φτου, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει βλ. χρόνος ● βλ. βγάζω [< αρχ. ἐκβαίνω, μεσν. εβγαίνω, γαλλ. sortir, αγγλ. come out] ΒΓΑΙΝΩ

θάλασσα

θάλασσα θά-λασ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -άσσης | -ών} 1. υδάτινη μάζα που περιβάλλει την ξηρά και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της γήινης επιφάνειας: αγριεμένη/απέραντη/αφρισμένη/βαθιά/βρόμικη/ήρεμη/καθαρή/μανιασμένη/ταραγμένη/τρικυμισμένη/φουρτουνιασμένη ~. Τα πλάσματα της ~ας. Στον βυθό/πάτο της ~ας. Είδη/καρέκλα/μάσκα/μπάλα/ξαπλώστρα/ομπρέλα/πετσέτα/στρώμα ~άσσης. Θερμές/πολικές/τροπικές ~ες. Ρύπανση των ~ών. Βουτώ/βυθίζομαι/επιπλέω/κάνω μπάνιο/κολυμπώ/πέφτω/ταξιδεύω/ψαρεύω στη ~. Ήλιος και ~. Σπίτι δίπλα/κοντά/με θέα στη ~. Η περιοχή περιβάλλεται/περιβρέχεται από ~. Η ~ έχει κύμα.|| (ΓΕΩΓΡ.) Αδριατική/Βαλτική/Ερυθρά/Μαύρη/Μεσόγειος ~. Bλ. λίμνη, λιμνο~, πέλαγος, πόντος, ποταμός, ωκεανός.|| Το καΐκι (ξ)ανοίχτηκε/βγήκε στη ~ (= στ' ανοιχτά).|| Κατέβηκε στη ~ (: στην παραλία).|| Χωριό χτισμένο … μέτρα πάνω από τη ~ (βλ. επιφάνεια). Η ~ ανέβηκε (βλ. στάθμη).|| Διακοπές στη ~ (: σε παραθαλάσσιο μέρος). Προτιμάς βουνό ή ~;||(συνεκδ.) Η ~ είναι ζεστή/κρύα (: τα νερά της).|| Οι ψαράδες ζουν από τη ~ (: την αλιεία).|| (μτφ.) Έχει ~ σήμερα (= θαλασσοταραχή). Τον πειράζει η ~ (βλ. ναυτία). Πάλευε με τη ~ (πβ. τα κύματα). Τα ψάρια μυρίζουν ~ (: είναι πολύ φρέσκα). 2. (μτφ.-εμφατ.) (+ γεν./από + αιτ.) πλήθος: ~ πιστών. Βλ. ανθρωπο~, λαο~, κοσμοσυρροή.|| ~ από λουλούδια. ~ από εικόνες (πβ. καταιγισμός)/λέξεις (πβ. χείμαρρος)/φως. ~ από δάκρυα/δακρύων (πβ. βροχή, ποτάμι). (σπανιότ.) ~ τα προβλήματα/τα χρέη του (πβ. βουνό). ● Υποκ.: θαλασσάκι (το), θαλασσίτσα (η), θαλασσούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωποι της θάλασσας: κυρ. ναυτικοί και ψαράδες. Πβ. θαλασσινός. Βλ. βουνίσιος., ανοιχτή θάλασσα 1. & ανοιχτό νερό: θαλάσσιο τμήμα που δεν περιβάλλεται από ξηρά ή δεν περνάει από στενά περάσματα: αγώνες/ιστιοπλοΐα/σκάφος/ψάρεμα ~ής ~ας/ανοικτής ~άσσης. Κολύμβηση σε ανοιχτό νερό. Πβ. πόντος2. 2. ΝΟΜ. που δεν ανήκει στα χωρικά ή εσωτερικά ύδατα ενός κράτους και χρησιμοποιείται από όλους, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των θαλασσών: αλιεία/ναυσιπλοΐα/στρατιωτικές ασκήσεις στην ~ ~. ΣΥΝ. διεθνή ύδατα [< αγγλ. open sea] , από θαλάσσης (λόγ.): από τη θάλασσα: επίθεση/πρόκληση ~ ~ (: από εχθρικά πλοία). Βλ. από αέρος., εσωτερική θάλασσα: που επικοινωνεί με μια ανοιχτή θάλασσα μέσω άλλης., κλειστή θάλασσα & (σπάν.) ημίκλειστη: ΝΟΜ. (για κόλπο, πέλαγος, λεκάνη) που περιβάλλεται από περισσότερα του ενός κράτη ή γεωγραφικά τμήματα και συνδέεται με θάλασσα ή ωκεανό με στενό πέρασμα: αλιεία ~ής ~ας. Μεσόγειος: μια ~ ~. Η κλειστή ~ του Κορινθιακού., νεκρή θάλασσα: στην οποία δεν μπορεί να επιβιώσει κανένας ζωντανός οργανισμός εξαιτίας της ύπαρξης μεγάλων ποσοτήτων ανόργανων στερεών ουσιών, π.χ. αλατιού, ή λόγω της μόλυνσης., αγγούρι της θάλασσας βλ. αγγούρι, αλογάκι της θάλασσας βλ. αλογάκι, αυτί της θάλασσας βλ. αυτί, επτά θάλασσες βλ. επτά, θαλάσσια ανεμώνη βλ. ανεμώνη, θαλάσσιο ποδήλατο βλ. ποδήλατο, θαλάσσιο σκι βλ. σκι, θαλάσσιο ταξί βλ. ταξί, φρούτα της θάλασσας βλ. φρούτο, χωρικά ύδατα βλ. χωρικός2 ● ΦΡ.: διά θαλάσσης & μέσω θαλάσσης (λόγ.): με πλοίο: ~ ~ συγκοινωνία. Εμπόριο/επικοινωνία/μεταφορά εμπορευμάτων/πρόσβαση ~ ~. Ταξιδεύω ~ ~. Βλ. διά ξηράς, οδικώς., έγινε άγρια θάλασσα (μτφ.): θύμωσε πάρα πολύ: Μόλις την είδε, ~ ~! Πβ. έξω φρενών, πυρ και μανία., έχω φάει/έφαγα τη θάλασσα με το κουτάλι (προφ.): έχω περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα, ταξιδεύοντας στη θάλασσα. Βλ. θαλασσόλυκος., η θάλασσα είναι λάδι: είναι πολύ ήρεμη., τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο {συνήθ. στον αόρ.} (προφ.): κάνω πολλά λάθη και γενικότ. αποτυγχάνω: Από το άγχος της τα έκανε ~ στις εξετάσεις. ΣΥΝ. τα θαλασσώνω, τα κάνει μούτι, τα σκατώνω/τα σκάτωσε, όποιος χέζει/κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στ' αλάτι βλ. χέζω, πυρ, γυνή και θάλασσα βλ. γυνή, σαν την άμμο της θάλασσας βλ. άμμος [< αρχ. θάλασσα, γαλλ. mer, αγγλ. sea]

-ίλα

-ίλα (προφ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. δυσάρεστη οσμή ή γεύση: καπν~/κρεατ~/κρεμμυδ~/λαδ~/ξιν~/ποδαρ~/σαπ~/ψαρ~. 2. αποτέλεσμα ενέργειας, κατάσταση: ανατριχ~/σκασ~. 3. εμφανές σημάδι ορισμένου χρώματος: ασπρ~/κοκκιν~/μαυρ~. Πβ. -άδα, -ιά2. [< λατ. -ile]

ιχθυ-

ιχθυ- βλ. ιχθυο-

καντήλι

καντήλι κα-ντή-λι ουσ. (ουδ.) {καντηλ-ιού | -ιών}: ΕΚΚΛΗΣ. μικρό δοχείο με λάδι και φιτίλι ή/και η θήκη μέσα στην οποία τοποθετείται, το οποίο καίει μπροστά από εικονίσματα Αγίων ή φωτογραφίες αγαπημένων νεκρών προσώπων ή στους τάφους: επιτραπέζιο/κρεμαστό (= καντήλα) ~. Aσημένια ~ια. Υπό το φως των ~ιών. Τρεμοσβήνει το ~. Βλ. λυχνάρι.|| Hλεκτρικό ~ (: με λαμπτήρα).|| (μτφ.) Κρατούν το ~ της μνήμης αναμμένο. Όσο καίει το ~ μου (: όσο ζω), θα ...καντήλια (τα) (λαϊκό): βρισιές: Θα πέσουν πολλά ~ (= μπινελίκια)! Τους άρχισε στα ~!|| Φιρί φιρί το πάει ν' ακούσει κανένα ~ι (= βρισίδι)! ● Υποκ.: καντηλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακοίμητη κανδήλα/ακοίμητο καντήλι βλ. ακοίμητος ● ΦΡ.: έσβησε το καντήλι του & (σπάν.) σώθηκε το λάδι του (λαϊκό): πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. ΣΥΝ. σώθηκαν οι μέρες του, κατεβάζω/ρίχνω καντήλια (λαϊκό): βρίζω, βλασφημώ. ΣΥΝ. καντηλιάζω, κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες [< μεσν. καντήλι]

λαδο- & λαδό- & λαδ-

λαδο- & λαδό- & λαδ-: α' συνθετικό λέξεων με αναφορά στο λάδι: (ως συστατικό) λαδο-μπογιά/~παστέλ. Πβ. ελαιο-.|| Λαδο-λέμονο (βλ. αβγο-). Λαδό-ξιδο.|| Λαδό-κολλα (βλ. -χαρτο).|| Λαδ-έμπορος.|| Λαδ-ικό.

μέλι

μέλι μέ-λι ουσ. (ουδ.) {μελ-ιού (λόγ.) μέλιτος} 1. φυσική, γλυκιά και αρωματική, ημίρευστη θρεπτική ουσία που παράγουν οι μέλισσες του είδους Apis mellifera από το νέκταρ των φυτών ή από διάφορες φυτικές ουσίες: αγνό/βιολογικό/θυμαρίσιο/κρυσταλλωμένο ~. ~ ανθέων ή ανθόμελο (π.χ. ~ πορτοκαλιάς). Σιρόπι ~ιού. ~ από μελιτώματα (π.χ. ~ δάσους (= δασόμελο)/ελάτης, ελάτου (= ελατόμελο)/πεύκου (= πευκόμελο). Βούτυρο με ~ (βλ. μαρμελάδα). Γιαούρτι με ~ και καρύδια. Κουλουράκια/σάκχαρα (βλ. δεξτρόζη)/σάλτσα ~ιού. Φρούτα γλυκά σαν (το) ~. Βλ. βασιλικός πολτός, ρακόμελο, υδρο~. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ γλυκός ή ευχάριστος: Τα πορτοκάλια/τα σύκα είναι ~. Βλ. ξίδι.|| Καλά, ~ έχει κι είσαι συνέχεια κοντά της; Λόγια όλο ~. ● Υποκ.: μελάκι (το). ● ΣΥΜΠΛ.: ο μήνας του μέλιτος: περίοδος αρμονίας, ευτυχίας που ακολουθεί έναν γάμο, κατά την οποία πραγματοποιείται συνήθ. το γαμήλιο ταξίδι., το ταξίδι του μέλιτος: το γαμήλιο ταξίδι. ● ΦΡ.: βάζω το δάχτυλο στο μέλι (προφ.): απολαμβάνω, καρπώνομαι κάτι, συνήθ. χρηματικό ποσό: Μυρίστηκαν χρήμα και έσπευσαν να βάλουν ~ ~., μέσα/μες στα μέλια/σιρόπια (μτφ.-προφ.) 1. για νέο, συνήθ., ζευγάρι που εκδηλώνει με έντονο τρόπο τον έρωτά του: Είναι συνέχεια ~ ~ (: αγκαλίτσες, φιλάκια, χαδάκια). Πβ. ζαχάρωμα. 2. (κατ' επέκτ.) για να δηλωθούν πολύ στενές και καλές σχέσεις., να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι (παροιμ.): για ενέργεια ή συμπεριφορά αντιφατική, διπρόσωπη ή υποκριτική., (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (κολλάω) σαν τη μύγα (μες) στο μέλι βλ. μύγα, αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι βλ. αγάλι, ακρίδες και μέλι (άγριο) βλ. ακρίδα, καλόμαθε/γλυκάθηκε η γριά στα σύκα (θα φάει/κι έφαγε και τα συκόφυλλα) βλ. γριά, μέλι-γάλα/μέλι και γάλα βλ. γάλα, όλο λάδι/όλο μέλι/μέλι μέλι/λάδι λάδι και από τηγανίτα τίποτα βλ. τηγανίτα, τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι βλ. λόγια, τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι βλ. τζάμπα [< αρχ. μέλι] ΜΕΛΙ

πετρέλαιο

πετρέλαιο πε-τρέ-λαι-ο ουσ. (ουδ.) {πετρελαί-ου}: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. υγρό ορυκτό εύφλεκτο καύσιμο, μείγμα υδρογονανθράκων και άλλων οργανικών ενώσεων φυσικής προέλευσης, ελαιώδες ή παχύρρευστο, με καστανό-μαύρο ή καστανό-κίτρινο χρώμα και χαρακτηριστική δυσάρεστη οσμή, αδιάλυτο στο νερό και ελαφρύτερο από αυτό, το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή ενέργειας, αλλά και πρώτη ύλη για την παραγωγή πολλών προϊόντων: ~ εσωτερικής καύσης/θέρμανσης/κίνησης (: που χρησιμοποιείται σε κινητήρες οχημάτων). ~ ντίζελ. Αγωγός/άντληση/αποθέματα/γεώτρηση/δεξαμενή/διανομή/εξόρυξη/κατανάλωση ~ου. Παράγωγα ~ου (= πετρελαιοειδή). Δημιουργία του ~ου (: από την αποσύνθεση κυρ. θαλάσσιων φυτικών και ζωικών οργανισμών που εγκλείστηκαν σε πετρώματα σε μεγάλο βάθος στη Γη). Καυστήρας/λάμπα/σόμπα ~ου. Βιομηχανίες/εταιρείες ~ου (= πετρελαιοβιομηχανίες). Λάδια από ~. Ρύπανση από το ~. Βρέθηκε ~ (= κοιτάσματα ~ου). Το ~ ανήκει στις εξαντλήσιμες/μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εργοστάσια/µηχανές/οχήματα που καίνε ~.|| Γεωλογία/Τεχνολογία ~ου. Μηχανική ~ων. Βλ. πετροχημικά.|| (ΟΙΚΟΝ.) Στα ... δολάρια το βαρέλι διαμορφώθηκε η τιμή του ~ου. ΣΥΝ. μαύρος χρυσός ● ΣΥΜΠΛ.: (κλασματική) απόσταξη πετρελαίου: η σημαντικότερη διαδικασία της διύλισης η οποία πραγματοποιείται σε υψικάμινους, όπου με θέρμανση οι βαρύτεροι υδρογονάνθρακες υγροποιούνται, ενώ οι ελαφρύτεροι παραμένουν σε αέρια κατάσταση και λαμβάνονται από ειδικές εξόδους: προϊόντα της ~ης ~ (= κλάσματα ~ου) (: αιθ-, βουτ-, μεθ-, προπ-άνιο, κηροζίνη, ορυκτέλαια)., αργό πετρέλαιο & ακάθαρτο/ακατέργαστο/ορυκτό/μπρεντ πετρέλαιο: πετρέλαιο στη φυσική του μορφή, όπως εξάγεται από τις πετρελαιοπηγές. [< αγγλ. crude oil] , βαρύ πετρέλαιο: μαζούτ., διύλιση πετρελαίου: ειδική κατεργασία διαχωρισμού του αργού πετρελαίου στα προϊόντα του, μέσω της συνεχούς κλασματικής απόσταξης. Βλ. αποθείωση., φωτιστικό πετρέλαιο: κηροζίνη. [< γαλλ. pétrole lampant] , κηλίδα πετρελαίου βλ. κηλίδα, τόνος ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ) βλ. τόνος2, υγροποιημένο αέριο πετρελαίου βλ. αέριο ● ΦΡ.: μου άλλαξε τα φώτα βλ. φως [< μεσν. πετρέλαιον, γαλλ. pétrole, αγγλ. petroleum, γερμ. Petroleum]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.