Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λάκκος λάκ-κος ουσ. (αρσ.) 1. κοιλότητα του εδάφους, συνήθ. μεγάλη και τεχνητή: σκαμμένος ~ (βλ. όρυγμα, σκάμμα, τάφρος, χαντάκι). ~ βάθους ... μέτρων. Απορροφητικοί ~οι αστικών λυμάτων (βλ. βόθρος). Διάνοιξη ~ων (φύτευσης). Έπεσε σε ~ο (= λακκούβα). Πβ. βαθούλωμα, γούβα, γούπατο, λούμπα. Βλ. λακκάκι.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αποθηκευτικοί ~οι (= αποθέτες). 2. (λαϊκό) τάφος. ● ΦΡ.: κάποιο λάκκο έχει η φάβα (παροιμ.): κάτι ύποπτο συμβαίνει, κάτι δεν πάει καλά., ο λάκκος των λεόντων/με τα φίδια (μτφ.): εξαιρετικά δύσκολη ή κρίσιμη κατάσταση: Βρίσκεται/έπεσε/τον έριξαν στον ~ο ~., όποιος σκάβει το(ν) λάκκο του άλλου/αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα (παροιμ.): όποιος προσπαθεί να κάνει κακό σε άλλον, στο τέλος ζημιώνεται ο ίδιος., σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) (μτφ.-προφ.): προσπαθώ να τον βλάψω, δρω ύπουλα σε βάρος του: Του παρίστανε τον φίλο και από πίσω του έσκαβε ~.|| Άνοιξε μόνος του τον ~ του. [< αρχ. λάκκος]

λακκάκι

λακκάκι λακ-κά-κι ουσ. (ουδ.) 1. μικρή κοιλότητα σε διάφορα μέρη του σώματος: το ~ του λαιμού. ~ στο πιγούνι. Όταν γελάει, κάνει/σχηματίζονται ~ια στα μάγουλά της. 2. (σπάν.-υποκ.) μικρός λάκκος.

όρυγμα

όρυγμα [ὄρυγμα] ό-ρυγ-μα ουσ. (ουδ.) {ορύγμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. (επίσ.) σκαμμένο τμήμα εδάφους, τάφρος: ανοιχτό/βαθύ/ορθογώνιο/τεχνητό (πβ. χαντάκι)/υπόγειο/φυσικό ~. Αβαθή/βραχώδη/γαιώδη/επιφανειακά ~ατα. Διάνοιξη/εκσκαφή ~ατος. ~ βάθους ... μέτρων. Βλ. λάκκος. 2. ΣΤΡΑΤ. χαράκωμα. [< αρχ. ὄρυγμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.