Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λέμφωμα λέμ-φω-μα ουσ. (ουδ.) {λεμφώμ-ατα}: ΙΑΤΡ. νεοπλασία του λεμφικού ιστού: αναπλαστικό/ανθεκτικό/διάχυτο/οζώδες/πρωτοπαθές/υποτοπιάζον ~. Κακοήθη ~ατα. (Μη-) χότζκιν ~. ~ατα στομάχου. Πβ. λεμφοσάρκωμα. Βλ. λευχαιμία. [< γαλλ. lymphome, 1905, αγγλ. lymphoma]

λευχαιμία

λευχαιμίαλευ-χαι-μί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. νεοπλασματική νόσος του αίματος, κατά την οποία ο μυελός των οστών παράγει λευκοκύτταρα που δεν ωριμάζουν σωστά και αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, χωρίς να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις λοιμώξεις: οξεία λεμφοβλαστική/οξεία μυελογενής/χρόνια λεμφοκυτταρική/χρόνια μυελογενής ~ (: οι τέσσερις τύποι της ~ας). Παιδική ~. Πβ. λεύκωση. Βλ. καρκίνος, λέμφωμα, -αιμία. [< γερμ. Leukämie, γαλλ. leucémie, αγγλ. leukaemia]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.