Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 8 εγγραφές  [0-8]


  • λέπι λέ-πι ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} 1. ΖΩΟΛ. ημικυκλικό οστέινο ή κεράτινο πλακίδιο που καλύπτει το σώμα των περισσότερων ψαριών, ορισμένων ερπετών και θηλαστικών και τα πόδια μερικών πτηνών: γυαλιστερά/λεπτά ~ια. ~ια φιδιού. Πβ. φολίδα.|| (σε συνταγές) Καθαρίστε τα ψάρια, αφαιρώντας/βγάζοντας τα ~ια (βλ. απολεπίζω).|| (συνεκδ.-προφ.) Δεν έμεινε/δεν υπάρχει ούτε ~ (= ψάρι) στην αγορά. 2. ΙΑΤΡ. μικρό, ξηρό κομμάτι επιδερμίδας που αποκολλάται από το σώμα σε δερματοπάθειες. Βλ. ψωρίαση. 3. ΒΟΤ. καθένα από τα σκληρά φύλλα που περιβάλλουν τους οφθαλμούς ή βολβούς των φυτών με θρεπτικό ή προστατευτικό ρόλο: καλυπτήρια/καρπικά/σαρκώδη ~ια. [< αρχ. λέπιον 1,3: γαλλ. écaille 2: γαλλ. squame]
  • λεπίδα λε-πί-δα ουσ. (θηλ.): επίπεδο τμήμα εργαλείου, κατάλληλο για κοπή: ανοξείδωτη/ατσάλινη/καμπυλωτή (βλ. χαντζάρι)/κοφτερή/περιστρεφόμενη/πλαστική/πριονωτή/ρυθμιζόμενη ~. ~ μαχαιριού. ~ ξυρίσματος (πβ. ξυραφάκι). ~ες για πριόνια. ΣΥΝ. λάμα (1), λεπίδι [< μτγν. λεπίς]
  • λεπίδι λε-πί-δι ουσ. (ουδ.): λεπίδα και γενικότ. κοφτερό εργαλείο, όργανο. Βλ. -ίδι. ● ΦΡ.: περνώ κάποιον από λεπίδι/πέφτει λεπίδι (προφ.) 1. για μαζική σφαγή. 2. (μτφ.) για επιβολή αυστηρότατων ποινών ή δραστικών περικοπών: (Έπεσε) ~ στους μισθούς/στις συντάξεις. [< μτγν. λεπίδιον]
  • λεπίδιο λε-πί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. γένος ποωδών κοσμοπολίτικων φυτών (οικογ. Σταυρανθή)· τα περισσότερα είδη του είναι ζιζάνια, ενώ άλλα χρησιμοποιούνται ως σαλατικά (π.χ. κάρδαμο). [< μτγν. λεπίδιον]
  • λεπιδοειδής , ής, ές λε-πι-δο-ει-δής επίθ. (επιστ.): που έχει μορφή λεπίδας: ~είς: κρύσταλλοι.|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: οστό. Βλ. -ειδής. [< μτγν. λεπιδοειδής]
  • λεπιδόλιθος λε-πι-δό-λι-θος ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. μαρμαρυγίας πλούσιος σε λίθιο. [< γαλλ. lépidolite, αγγλ. lepidolite]
  • λεπιδόπτερα λε-πι-δό-πτε-ρα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. λεπιδόπτερο}: ΖΩΟΛ. τάξη εντόμων με χαρακτηριστικά μεμβρανώδη φτερά που καλύπτονται από μικροσκοπικά, πολύχρωμα λέπια. Βλ. πεταλούδα, σκόρος, χρυσαλλίδα. [< γαλλ. lépidoptères, αγγλ. lepidoptera]
  • λεπιδωτός , ή, ό λε-πι-δω-τός επίθ. (επιστ.): που καλύπτεται από λέπια ή μοιάζει με αυτά: (ΖΩΟΛ.) ~ό: σώμα. (ως ουδ. ουσ. στον πληθ.) Φίδι της τάξης των ~ών.|| (ΙΑΤΡ.) ~ό: δέρμα/εξάνθημα. Πβ. φολιδωτός.|| (ΒΟΤ.) ~ός: βολβός/φλοιός.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μηχανήματα παραγωγής ~ού πάγου. [< αρχ. λεπιδωτός]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

-ίδι

-ίδιεπίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.

πεταλούδα

πεταλούδαπε-τα-λού-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. έντομο της τάξης των λεπιδόπτερων με στενόμακρο σώμα, μακριές κεραίες και χρωματιστά ή πολύχρωμα φτερά: νυκτόβια ~ (= νυχτο~). ~ μονάρχης (: είδος ~ας με χαρακτηριστικά πορτοκαλί και μαύρα σχέδια). Ο βιολογικός κύκλος της ~ας (: αβγό, κάμπια, χρυσαλλίδα, ακμαίο). Συλλογή από ~ες. 2. ΑΘΛ. στιλ κολύμβησης, κατά το οποίο το σώμα είναι σε πρηνή θέση και τα χέρια κινούνται ταυτόχρονα και κυκλικά από πίσω προς τα εμπρός, ενώ τα πόδια προς τα πάνω και κάτω: ~ ανδρών/γυναικών. Κατέκτησε το χρυσό στα 100μ. ~. Βλ. ελεύθερο, πρόσθιο, ύπτιο. 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει με τα φτερά του συγκεκριμένου εντόμου: γυαλιά (βλ. νυχτερίδα)/μαχαίρι (: πτυσσόμενος σουγιάς) ~. Βλ. παπιγιόν.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ γκαζιού (: σε οχήματα).|| Ψάρεμα με ~ (: τεχνητό δόλωμα από δύο χρωματιστές μεταλλικές λεπίδες που περιστρέφονται γύρω από μεταλλικό σύρμα). 4. ΙΑΤΡ. μικρός φλεβικός καθετήρας για χορήγηση ορού, αίματος ή φαρμάκου χωρίς χρήση βελόνας. 5. ΙΧΘΥΟΛ. ψάρι του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Carassius auratus gibelio) που ζει σε περιοχές με πυκνή υδρόβια βλάστηση και λασπώδη πυθμένα. ● Υποκ.: πεταλουδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πεταλούδα/πεταλουδίτσα της νύχτας (ευφημ.): ιερόδουλη., φαινόμενο της πεταλούδας & θεωρία/σύνδρομο της πεταλούδας: ΜΑΘ. (στη θεωρία του χάους) η ιδέα ότι μια μικρή αλλαγή στις αρχικές συνθήκες ενός δυναμικού συστήματος μπορεί να οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε σημαντικά διαφορετικές εξελίξεις από αυτές που θα προέκυπταν, αν δεν είχε συμβεί η μεταβολή. [< αγγλ. butterfly effect, 1976] [< μεσν. πεταλούδα 2: αγγλ. butterfly, 1936]

ψωρίαση

ψωρίασηψω-ρί-α-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. χρόνια, μη μεταδιδόμενη, φλεγμονώδης πάθηση του δέρματος άγνωστης αιτιολογίας, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η εμφάνιση κόκκινων κηλίδων που καλύπτονται από παχιά, λευκά λέπια: σταγονοειδής/φλυκταινώδης ~. ~ κατά πλάκας. Βλ. -ίαση. [< μτγν. ψωρίασις, γαλλ.-αγγλ. psoriasis]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.