Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λέων λέ-ων ουσ. (αρσ.) {λέοντος, λέοντα | λέοντες, λεόντων} & λέοντας (λόγ.) 1. λιοντάρι: κεφαλή λέοντος (= λεοντοκεφαλή). Βλ. λέαινα. 2. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Λ) αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου· το πέμπτο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (23 Ιουλίου-22 Αυγούστου) μεταξύ Καρκίνου και Παρθένου· συνεκδ. ο αστρολογικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει γεννηθεί αυτήν την περίοδο. Βλ. τα ζώδια της φωτιάς. ● ΣΥΜΠΛ.: θαλάσσιο λιοντάρι βλ. λιοντάρι ● ΦΡ.: ένας, αλλά λέων!: πρόσωπο ικανό να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις, αν και μόνο του., η μερίδα του λέοντος (μτφ.): το μεγαλύτερο μερίδιο, ποσοστό: Απέσπασε/πήρε τη ~ ~ από τα κέρδη. Εκπομπές που κατέχουν τη ~ ~ στις διαφημίσεις/στην τηλεθέαση., εξ όνυχος τον λέοντα βλ. όνυχας1, ο λάκκος των λεόντων/με τα φίδια βλ. λάκκος [< αρχ. λέων, γαλλ.-αγγλ. lion]

λάκκος

λάκκος λάκ-κος ουσ. (αρσ.) 1. κοιλότητα του εδάφους, συνήθ. μεγάλη και τεχνητή: σκαμμένος ~ (βλ. όρυγμα, σκάμμα, τάφρος, χαντάκι). ~ βάθους ... μέτρων. Απορροφητικοί ~οι αστικών λυμάτων (βλ. βόθρος). Διάνοιξη ~ων (φύτευσης). Έπεσε σε ~ο (= λακκούβα). Πβ. βαθούλωμα, γούβα, γούπατο, λούμπα. Βλ. λακκάκι.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αποθηκευτικοί ~οι (= αποθέτες). 2. (λαϊκό) τάφος. ● ΦΡ.: κάποιο λάκκο έχει η φάβα (παροιμ.): κάτι ύποπτο συμβαίνει, κάτι δεν πάει καλά., ο λάκκος των λεόντων/με τα φίδια (μτφ.): εξαιρετικά δύσκολη ή κρίσιμη κατάσταση: Βρίσκεται/έπεσε/τον έριξαν στον ~ο ~., όποιος σκάβει το(ν) λάκκο του άλλου/αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα (παροιμ.): όποιος προσπαθεί να κάνει κακό σε άλλον, στο τέλος ζημιώνεται ο ίδιος., σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) (μτφ.-προφ.): προσπαθώ να τον βλάψω, δρω ύπουλα σε βάρος του: Του παρίστανε τον φίλο και από πίσω του έσκαβε ~.|| Άνοιξε μόνος του τον ~ του. [< αρχ. λάκκος]

λέαινα

λέαινα λέ-αι-να ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ΖΩΟΛ. θηλυκό λιοντάρι. Πβ. λιονταρίνα. Βλ. λέων, -αινα. [< αρχ. λέαινα]

λιοντάρι

λιοντάρι λιο-ντά-ρι ουσ. (ουδ.) {λιονταρ-ιού} 1. ΖΩΟΛ. & (λόγ.) λέων (ο), λεοντάρι (το) & (λαϊκό-λογοτ.) λιόντας (ο): μεγάλο, δυνατό, σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών (επιστ. ονομασ. Panthera leo), με καστανόξανθο τρίχωμα και θυσανωτή ουρά, που ζει σε μικρές αγέλες στην Αφρική και την Ασία· το αρσενικό έχει χαρακτηριστική πλούσια χαίτη: ~, ο βασιλιάς της ζούγκλας/των ζώων. Βρυχηθμός ~ιού. ~ια και τίγρεις. Βλ. θηρίο, λιονταρίνα, σαβάνα, σαφάρι.|| Μάχονται σαν ~ια (= ατρόμητα, γενναία). 2. ΑΣΤΡΟΛ. (προφ.) Λέων. ● Υποκ.: λιονταράκι (το): Πβ. σκύμνος. ● ΣΥΜΠΛ.: θαλάσσιο λιοντάρι & (λόγ.) θαλάσσιος λέων: ΖΩΟΛ. θαλάσσιο θηλαστικό (οικογ. Otariidae) συγγενικό με τη φώκια, που τρέφεται με ψάρια, καλαμάρια και καρκινοειδή. [< αγγλ. sea-lion] ● ΦΡ.: σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί βλ. αγρίμι [< μεσν. λιοντάρι(ν)]

όνυχας1

όνυχας1 [ὄνυχας] ό-νυ-χας ουσ. (αρσ.) {ονύχων} 1. (λόγ.) νύχι. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μηχανισμός ο οποίος μεταδίδει περιστροφική κίνηση κατά διαλείμματα και κατά μία διεύθυνση, εμποδίζοντας την αντίθετη περιστροφή: ανασταλτικός ~. ● ΦΡ.: εξ όνυχος τον λέοντα (λόγ.): για να δηλωθεί ότι αρκεί ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό στοιχείο για την εξαγωγή συμπεράσματος., από την κορυφή ως τα νύχια βλ. κορυφή, εξ απαλών ονύχων βλ. απαλός [< 1: αρχ. ὄνυξ]

ΤΑ

ΤΑ (η) 1. Τοπική Αυτοδιοίκηση. 2. Τουριστική Αστυνομία.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.