Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λήθη λή-θη ουσ. (θηλ.) (λόγ.-λογοτ.): το να ξεχνιέται κάποιος ή κάτι για πάντα: Γεγονότα/έθιμα/έργα που έχουν βουλιάξει/χαθεί στη ~ (της Ιστορίας). Συγγραφείς που έχουν (περι)πέσει σε ~. Ανασύρω/διασώζω έναν πολιτισμό από τη ~. ΣΥΝ. λησμονιά, λησμοσύνη ΑΝΤ. θύμηση, μνήμη (2) ● ΦΡ.: το νερό της λησμονιάς/λήθης βλ. λησμονιά [< αρχ. λήθη]

λησμονιά

λησμονιά λη-σμο-νιά ουσ. (θηλ.) (λογοτ.): λήθη: Κιτρινισμένες φωτογραφίες ανασύρθηκαν/βγήκαν από τη ~ του χρόνου. Πβ. αρνησιά, ξεχασιά. ΣΥΝ. λησμοσύνη ● ΦΡ.: το νερό της λησμονιάς/λήθης: ΛΑΟΓΡ. (σύμφωνα με τις αρχαίες και νεότερες λαϊκές δοξασίες) το οποίο πίνουν οι νεκροί από μια πηγή του Άδη, για να ξεχάσουν τον πάνω κόσμο. [< μεσν. λησμονιά]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.