Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 12 εγγραφές  [0-12]


  • λίαν λί-αν επίρρ. (λόγ.): (πάρα) πολύ: ~ επικίνδυνος/σημαντικός. ~ επιεικώς/επιτυχώς/προσεχώς/συντόμως. ● ΦΡ.: λίαν καλώς (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Λ, Κ): (ως αξιολόγηση του βαθμού πτυχίου ή απολυτηρίου) πολύ καλά: Αποφοίτησε από τη Σχολή με "~ ~". Βλ. άριστα, καλώς. [< αρχ. λίαν]
  • λιάνα λιά-να ουσ. (θηλ.) & λιάνη: ΒΟΤ. αναρριχώμενο φυτό των τροπικών δασών, με μακριούς ξυλώδεις βλαστούς που τυλίγονται γύρω από άλλα φυτά. Βλ. επίφυτο. [< γαλλ. liane, αγγλ. ~, liana]
  • λιανεμπόριο λια-νε-μπό-ρι-ο ουσ. (ουδ.): εμπόριο λιανικής. ΑΝΤ. χονδρεμπόριο
  • λιανέμπορος λια-νέ-μπο-ρος ουσ. (αρσ. + θηλ.): έμπορος λιανικής. Πβ. λιανοπωλητής. ΑΝΤ. χονδρέμπορος
  • λιανίζω λια-νί-ζω ρ. (μτβ.) {λιάνι-σα, λιανί-σει, (σπάν.) -στηκε, -στεί, -σμένος} (λαϊκό) 1. (κυρ. σε συνταγές) κατακομματιάζω, ψιλοκόβω: ~ετε το κρέας ... ~σμένο: κρεμμύδι. 2. (μτφ.) ξυλοφορτώνω: (απειλητ.) Αν σε πετύχω πουθενά, θα σε ~σω! 3. (μτφ.) κατατροπώνω, συντρίβω· καταστρέφω, ρημάζω. ● ΦΡ.: σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο βλ. ξύλο [< μεσν. λιανίζω]
  • λιανικός , ή, ό λια-νι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με αγαθά τα οποία διατίθενται απευθείας από τον έμπορο στον καταναλωτή, συνήθ. σε μικρές ποσότητες: ~ή: αγορά. ~ό: εμπόριο (= λιανεμπόριο). Ενδεικτική/προτεινόμενη ~ή τιμή ... ευρώ. ΑΝΤ. χονδρικός (1) ● Ουσ.: λιανική (η): ενν. πώληση: καταστήματα ~ής. Αγοράζω ~. ΑΝΤ. χονδρική [< γαλλ. (vente) au détail] ● επίρρ.: λιανικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μεσν. λιανικός, γαλλ. de détail]
  • λιάνισμα λιά-νι-σμα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λιανίζω.
  • λιανοκέρι λια-νο-κέ-ρι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό-λογοτ.): μακρύ λεπτό κερί που καίγεται γρήγορα.
  • λιανοπωλητής λια-νο-πω-λη-τής ουσ. (αρσ.): πωλητής λιανικής: ~ σε λαϊκές αγορές. Πβ. λιανέμπορος.
  • λιανός , ή, ό λια-νός επίθ. (λαϊκό): αδύνατος, λεπτός: ~ό: κλαδί/κορμί. ● Ουσ.: λιανά (τα) (προφ.): κέρματα. ΣΥΝ. ψιλά (1) ΑΝΤ. χοντρά (τα) ● ΦΡ.: κάνω (κάτι σε κάποιον) λιανά (προφ.) & (σπάν.) κάνω φραγκοδίφραγκα: εξηγώ κάτι απλά και κατανοητά: Δηλαδή, για να (σ)το κάνω (πιο) λιανά, ... Κάντο μου λιανά, να καταλάβω. [< μεσν. λιανός]
  • λιανοτούφεκο λια-νο-τού-φε-κο ουσ. (ουδ.) & λιανοντούφεκο (λαϊκό-παλαιότ.): ελαφρύ τουφέκι και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχοι πυροβολισμοί· γενικότ. ελαφρύς οπλισμός.
  • λιανοτράγουδο λια-νο-τρά-γου-δο ουσ. (ουδ.): δίστιχο δημώδες τραγούδι. Πβ. ριμάδα. Βλ. κοτσάκι, μαντινάδα.

άριστα

άριστα [ἄριστα] ά-ρι-στα ουσ. (ουδ.): ο ανώτατος βαθμός αξιολόγησης σε εξετάσεις ή διαγωνισμούς: μαθητής/φοιτητής του ~. Βαθμολογήθηκε με/πέρασε με/πήρε ~ (= αρίστευσε). Τελείωσε με ~ το λύκειο. Με ~ το εκατό. Λίγοι θα αγγίξουν/πιάσουν το ~. Το ~ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι το είκοσι, ενώ στην τριτοβάθμια το δέκα. ● βλ. άριστος

επίφυτο

επίφυτο [ἐπίφυτο] ε-πί-φυ-το ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. φυτό το οποίο στηρίζεται πάνω σε άλλο για να αναπτυχθεί, χωρίς να τρέφεται παρασιτικά από αυτό, αλλά από τον αέρα και τη βροχή: Οι ορχιδέες είναι ~α. Βλ. λιάνα, παράσιτο, -φυτο. [< γαλλ. épiphyte, αγγλ. epiphyte]

κοτσάκι

κοτσάκι κο-τσά-κι ουσ. (ουδ.) (ιδιωμ.) 1. {συνήθ. στον πληθ.} ομοιοκατάληκτο δημώδες αυτοσχέδιο δίστιχο με οκτώ συλλαβές στον κάθε στίχο. Βλ. λιανοτράγουδο, μαντινάδα, ρίμα. 2. αντικριστός ζευγαρωτός ποντιακός χορός. Πβ. καρσιλαμάς. [< 1: μεσν. κοτσάκιν]

ξύλο

ξύλο ξύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. σκληρή ουσία του κορμού και των κλαδιών των δέντρων· συνεκδ. κάθε κομμάτι ή αντικείμενο που προέρχεται από αυτά: ακατέργαστο/γνήσιο/ελαφρύ/κατεργασμένο/μαλακό/μασίφ/σκαλιστό/σουηδικό ~ (= ξυλεία). ~ ελιάς/κερασιάς/οξιάς/πεύκου. ~ τικ. Απολιθωμένο ~. Άρωμα/ασθένειες/βαφή/βιομηχανία (= ξυλοβιομηχανία)/εμπορία/τεχνολογία ~ου.|| Φύλλα ~ου. Έπιπλα/κουφώματα/πόρτα/σκάλα από ~.|| Γλυπτική/ζωγραφική σε ~. Βερνίκι για ~. || (Αρωματικά) ~α καπνίσματος. 2. (μτφ.) χτυπήματα με το χέρι ή με βέργα: άγριο/αλύπητο/ανελέητο/γερό ~. Έφαγε το ~ της αρκούδας/χρονιάς. ~ και των γονέων/με τη σέσουλα/μέχρι θανάτου/μέχρι λιποθυμίας. Δίνω/παίζω/ρίχνω ~. Πέφτει ~ (= γίνεται καβγάς, έχουν πιαστεί στα χέρια). (Κάποιος) θέλει ~ (: του αξίζει). Πβ. βρομόξυλο, ξυλο-δαρμός, -κόπημα, -φόρτωμα. 3. (μτφ.) καθετί σκληρό, που δύσκολα λυγίζει ή κάμπτεται: Το κορμί του είχε γίνει ~ από το κρύο (= ξύλιασε, ξεπάγιασε). 4. {κυρ. στον πληθ.} καυσόξυλα: ~α για προσάναμμα/για το τζάκι. Κόβω/κουβαλώ/μαζεύω ~α. Σόμπα ~ου/~ων. Ρίχνω ~α στη φωτιά. Βλ. πυρηνόξυλο. ● Υποκ.: ξυλαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: τίμιο/άγιο ξύλο: ΕΚΚΛΗΣ. μικρό κομμάτι ξύλου που προέρχεται από τον σταυρό πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς: Φυλαχτό με τίμιο ~., σομφό ξύλο βλ. σομφός ● ΦΡ.: επί ξύλου κρεμάμενος (μτφ.): για κάποιον που έχει βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση και χωρίς υποστήριξη, από οικονομική ή άλλη άποψη: Έφαγε όλη του την περιουσία κι έμεινε ~ ~ (= απένταρος)., ξύλο μετά μουσικής (συνήθ. ειρων.): για άγριο ξυλοδαρμό., σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο (προφ.): τον χτυπώ πολύ άσχημα, χωρίς οίκτο: (απειλητ.) Θα σε σπάσω ~!, το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο: ως εσφαλμένη δικαιολόγηση της παιδαγωγικής ή σωφρονιστικής σημασίας του ξυλοδαρμού ή της χειροδικίας., τρώω ξύλο (μτφ.-προφ.): με δέρνουν, με χτυπούν. ΣΥΝ. τις αρπάζω, τις τρώω, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, ένα (γερό) χέρι ξύλο βλ. χέρι, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) βλ. σκοτώνω, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει βλ. φωτιά, τουλουμιάζω στο ξύλο βλ. τουλουμιάζω, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο! βλ. χτυπώ ● βλ. ξυλάκι [< αρχ. ξύλον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.