λίαν λί-αν επίρρ. (λόγ.): (πάρα) πολύ: ~ επικίνδυνος/σημαντικός. ~ επιεικώς/επιτυχώς/προσεχώς/συντόμως. ● ΦΡ.: λίαν καλώς (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Λ, Κ): (ως αξιολόγηση του βαθμού πτυχίου ή απολυτηρίου) πολύ καλά: Αποφοίτησε από τη Σχολή με "~ ~". Βλ. άριστα, καλώς. [< αρχ. λίαν]
λιάνα λιά-να ουσ. (θηλ.) & λιάνη: ΒΟΤ. αναρριχώμενο φυτό των τροπικών δασών, με μακριούς ξυλώδεις βλαστούς που τυλίγονται γύρω από άλλα φυτά. Βλ. επίφυτο. [< γαλλ. liane, αγγλ. ~, liana]
άριστα [ἄριστα] ά-ρι-στα ουσ. (ουδ.): ο ανώτατος βαθμός αξιολόγησης σε εξετάσεις ή διαγωνισμούς: μαθητής/φοιτητής του ~. Βαθμολογήθηκε με/πέρασε με/πήρε ~ (= αρίστευσε). Τελείωσε με ~ το λύκειο. Με ~ το εκατό. Λίγοι θα αγγίξουν/πιάσουν το ~. Το ~ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι το είκοσι, ενώ στην τριτοβάθμια το δέκα. ● βλ. άριστος
επίφυτο
επίφυτο [ἐπίφυτο] ε-πί-φυ-το ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. φυτό το οποίο στηρίζεται πάνω σε άλλο για να αναπτυχθεί, χωρίς να τρέφεται παρασιτικά από αυτό, αλλά από τον αέρα και τη βροχή: Οι ορχιδέες είναι ~α. Βλ. λιάνα, παράσιτο, -φυτο. [< γαλλ. épiphyte, αγγλ. epiphyte]
κοτσάκι
κοτσάκι κο-τσά-κι ουσ. (ουδ.) (ιδιωμ.) 1. {συνήθ. στον πληθ.} ομοιοκατάληκτο δημώδες αυτοσχέδιο δίστιχο με οκτώ συλλαβές στον κάθε στίχο. Βλ. λιανοτράγουδο, μαντινάδα, ρίμα.2. αντικριστός ζευγαρωτός ποντιακός χορός. Πβ. καρσιλαμάς. [< 1: μεσν. κοτσάκιν]
ξύλο
ξύλο ξύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. σκληρή ουσία του κορμού και των κλαδιών των δέντρων· συνεκδ. κάθε κομμάτι ή αντικείμενο που προέρχεται από αυτά: ακατέργαστο/γνήσιο/ελαφρύ/κατεργασμένο/μαλακό/μασίφ/σκαλιστό/σουηδικό ~ (= ξυλεία). ~ ελιάς/κερασιάς/οξιάς/πεύκου. ~ τικ. Απολιθωμένο ~. Άρωμα/ασθένειες/βαφή/βιομηχανία (= ξυλοβιομηχανία)/εμπορία/τεχνολογία ~ου.|| Φύλλα ~ου. Έπιπλα/κουφώματα/πόρτα/σκάλα από ~.|| Γλυπτική/ζωγραφική σε ~. Βερνίκι για ~. || (Αρωματικά) ~α καπνίσματος.2. (μτφ.) χτυπήματα με το χέρι ή με βέργα: άγριο/αλύπητο/ανελέητο/γερό ~. Έφαγε το ~ της αρκούδας/χρονιάς. ~ και των γονέων/με τη σέσουλα/μέχρι θανάτου/μέχρι λιποθυμίας. Δίνω/παίζω/ρίχνω ~. Πέφτει ~ (= γίνεται καβγάς, έχουν πιαστεί στα χέρια). (Κάποιος) θέλει ~ (: του αξίζει). Πβ. βρομόξυλο, ξυλο-δαρμός, -κόπημα, -φόρτωμα.3. (μτφ.) καθετί σκληρό, που δύσκολα λυγίζει ή κάμπτεται: Το κορμί του είχε γίνει ~ από το κρύο (= ξύλιασε, ξεπάγιασε).4. {κυρ. στον πληθ.} καυσόξυλα: ~α για προσάναμμα/για το τζάκι. Κόβω/κουβαλώ/μαζεύω ~α. Σόμπα ~ου/~ων. Ρίχνω ~α στη φωτιά. Βλ. πυρηνόξυλο. ● Υποκ.: ξυλαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: τίμιο/άγιο ξύλο: ΕΚΚΛΗΣ. μικρό κομμάτι ξύλου που προέρχεται από τον σταυρό πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς: Φυλαχτό με τίμιο ~., σομφό ξύλο βλ. σομφός ● ΦΡ.: επί ξύλου κρεμάμενος (μτφ.): για κάποιον που έχει βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση και χωρίς υποστήριξη, από οικονομική ή άλλη άποψη: Έφαγε όλη του την περιουσία κι έμεινε ~ ~ (= απένταρος)., ξύλο μετά μουσικής (συνήθ. ειρων.): για άγριο ξυλοδαρμό., σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο (προφ.): τον χτυπώ πολύ άσχημα, χωρίς οίκτο: (απειλητ.) Θα σε σπάσω ~!, το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο: ως εσφαλμένη δικαιολόγηση της παιδαγωγικής ή σωφρονιστικής σημασίας του ξυλοδαρμού ή της χειροδικίας., τρώω ξύλο (μτφ.-προφ.): με δέρνουν, με χτυπούν. ΣΥΝ. τις αρπάζω, τις τρώω, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, ένα (γερό) χέρι ξύλο βλ. χέρι, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) βλ. σκοτώνω, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει βλ. φωτιά, τουλουμιάζω στο ξύλο βλ. τουλουμιάζω, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο! βλ. χτυπώ ● βλ. ξυλάκι [< αρχ. ξύλον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.