Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 24 εγγραφές  [0-20]


  • λίγο λί-γο επίρρ. {λιγότ-ερο}: για να δηλωθεί μικρή ποσότητα, ένταση, απόσταση ή χρονική διάρκεια: ~ ακόμα/αργά/μακριά/μετά τα μεσάνυχτα/πιο γρήγορα. Είμαι ~ (= κατά τι, μια ιδέα, μια στάλα, ολίγον τι) καλύτερα. Νιώθω ~ (= κάπως) κουρασμένος. Ακούω ~ απ' όλα (ενν. τα είδη μουσικής). ~ να ζοριστεί, τα παρατά. Κάτι ~ πρόσφερα κι εγώ. -Αγχώθηκες; -~... (προφ.) Θέλει ~ προσοχή/υπομονή. Όλα τα ωραία κρατάνε (για) ~. Σε ~ θα ξημερώσει. Έχουν αργήσει ~. Έμεινε πολύ ~. Πονώ ~ερο από χθες.|| (προφ., έκφρ. ευγένειας) Κάνεις ~ στην άκρη; Θέλεις ~ παγωτό; ΑΝΤ. πολύ (1) ● Υποκ.: λιγάκι & λιγουλάκι ● ΦΡ.: κάθε λίγο (και λιγάκι)/κάθε τόσο (και λιγάκι)/κάθε τρεις και λίγο & (σπάν.) κάθε τρεις και δυο (προφ.): πολύ συχνά: ~ ~, μας κουβαλιέται/τρέχει στους γιατρούς., λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... (προφ.): για κάτι που δεν συνέβη, αν και έφτασε πολύ κοντά στο να γίνει: ~ έλειψε να πιαστούν στα χέρια. ~ ακόμα και θα χάναμε την πτήση. ~ ήθελε να αποβληθεί. Πβ. μόνο που δεν, παραλίγο, σχεδόν.|| (με αναφορά στο παρόν-μέλλον:) Η κατάσταση ~ θέλει για να/και θα ξεφύγει., λίγο πολύ/λίγο ή πολύ/λίγο ως(/έως) πολύ (προφ.): σε έναν ορισμένο βαθμό, περίπου: ~ ~ όλοι έχουν δίκιο. Η ιστορία είναι ~ ~ γνωστή σε όλους. Όλοι ~ ~ θα έχετε ακούσει για ... Πβ. πάνω κάτω., λίγο-λίγο & λίγο λίγο (προφ.-επιτατ.): (για ποσότητα ή χρονικό διάστημα) αργά, βαθμιαία, σταδιακά: ~ ~ θα συνηθίσεις. Ρίχνουμε ~ ~ το γάλα. Πβ. ολίγον κατ' ολίγον. ΣΥΝ. σιγά-σιγά, ούτε λίγο ούτε πολύ (προφ.): για να δηλωθεί κάτι ξεκάθαρα και με ακρίβεια: ~ ~ μου ζήτησε να φύγω από το σπίτι. Την κατηγόρησαν ~ ~ για ... Αυτό ~ ~ (: δηλαδή) σημαίνει ότι ... Πβ. ουσιαστικά., παρά λίγο/παρ' ολίγο(ν)/παρά τρίχα: παραλίγο. ΣΥΝ. σχεδόν, ποιος λίγο, ποιος πολύ & άλλος λίγο/λιγότερο, άλλος πολύ/περισσότερο (προφ.): περίπου όλοι: Ήταν όλοι ανακατεμένοι, ~ ~, σ’ αυτή την υπόθεση., κάτι λίγο βλ. κάτι ● βλ. λίγος [< μεσν. λίγο]
  • λιγο- & λιγό- : α' συνθετικό λέξεων που αποδίδει τη σημασία του λίγου στο β’ συνθ.: λιγο-μίλητος.|| (μτφ.) Λιγό-ψυχος (πβ. λιπό-). Πβ. ολιγο-.
  • λιγόζωος , η, ο βλ. ολιγόζωος
  • λιγοήμερος , η, ο βλ. -ήμερος, λιγο-
  • λιγοθυμιά λι-γο-θυ-μιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-συνήθ. λογοτ.): λιποθυμία. [< μεσν. λιγοθυμιά]
  • λιγοθυμώ [λιγοθυμῶ] λι-γο-θυ-μώ ρ. (αμτβ.) {λιγοθυμ-άς ... | λιγοθύμ-ησε, -ήσει, -ισμένος} & λιγοθυμάω (λαϊκό-λογοτ.): λιποθυμώ. [< μεσν. λιγοθυμώ]
  • λιγόλεπτος , η, ο βλ. ολιγόλεπτος
  • λιγόλογος , η, ο βλ. ολιγόλογος
  • λιγομίλητος , η, ο λι-γο-μί-λη-τος επίθ. & (λόγ.) ολιγομίλητος: που μιλά λίγο, δεν φλυαρεί: ~ κι εσωστρεφής. Πβ. ολιγόλογος. ΑΝΤ. πολυλογάς, φλύαρος (1)
  • λίγος , η, ο λί-γος επίθ. & (λόγ.) ολίγος 1. μικρός ως προς την ποσότητα, τον αριθμό, τη διάρκεια, την έκταση ή την ένταση: νόστιμο φαγητό με ~ες θερμίδες. Καλό, αλλά ~ο. Σε απόσταση ~ων χιλιομέτρων από το κέντρο. Δεν είναι ~οι (= ολιγάριθμοι) αυτοί που τον υποστηρίζουν. Έχει ~ες πιθανότητες επιτυχίας. Δώστα μου ~α ~α. Έφευγαν ~οι ~οι. Μιλάει αγγλικά και ~α γαλλικά. Πβ. περιορισμένος.|| Άσε να περάσει ~ καιρός και μετά ρώτα τον. ~ες ώρες ύπνου. Μας μένει ~ χρόνος. Θα είμαι εκεί σε ~α λεπτά. Σε ~ο (= βραχύ, σύντομο) χρονικό διάστημα.|| ~η προσοχή παρακαλώ! Το παντελόνι θέλει ~ο στένεμα. Σαν να κάνει ~ο κρύο.|| (ως ουσ.) Από τα ~α που θυμάμαι/ξέρω ... (ειδικότ. για πρόσ.) Πολλοί θέλουν, ~οι μπορούν. Στη συνάντηση ήμασταν ~οι και καλοί. ΣΥΝ. λιγοστός ΑΝΤ. πολύς, πολλή, πολύ 2. (μτφ.-προφ.) ανεπαρκής, ανάξιος: Αποδείχτηκε/ήταν πολύ ~ για πρόεδρος. Πβ. ακατάλληλος. ● Ουσ.: λίγοι (οι): ισχυροί ή εκλεκτοί: μέτρα/προνόμια για τους ~ους. Πβ. μεγάλοι. ΑΝΤ. πολλοί (3) ● ΦΡ.: δεν είναι και λίγο & λίγο είναι; (προφ.): είναι, απεναντίας, πολύ ή πολύ σημαντικό: ~ ~ να βγεις δεύτερος. Βλ. σχήμα λιτότητας., λίγα τα λόγια σου/λίγα λόγια (απειλητ.): πρόσεξε πώς μιλάς, μη θίγεις: ~ ~ για τους φίλους μου! Πβ. μάζεψε τη γλώσσα σου., λίγο το 'χεις; (προφ.): το θεωρείς ασήμαντο;: ~ ~ να βρεθείς ξαφνικά χωρίς δουλειά;, απ' τα ψηλά στα χαμηλά (και απ' τα πολλά στα λίγα) βλ. ψηλός, δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα βλ. πράγμα, κάτι (λίγο) ... κάτι (λίγο) ... βλ. κάτι, κάτι λίγοι βλ. κάτι, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μου πέφτει λίγος/πολύς βλ. πέφτω, οι μέρες του είναι λίγες/μετρημένες βλ. μέρα, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του βλ. ψωμί ● βλ. λίγο, λιγότερος [< μεσν. λίγος]
  • λιγόστεμα λι-γό-στε-μα (προφ.): ελάττωση, μείωση: ~ του χρόνου. Πβ. περιορισμός.
  • λιγοστεύω λι-γο-στεύ-ω ρ. (μτβ.) {λιγόστ-εψε, -έψει, λιγοστεύ-οντας}: ελαττώνω, περιορίζω: Άρχισα δίαιτα κι έχω ~έψει το αλάτι. ΑΝΤ. αυξάνω ● λιγοστεύει: γίνεται (όλο και) λιγότερος, μειώνεται: ~ουν οι ελπίδες για ανεύρεση επιζώντων. ~ουν τα λεφτά/τα περιθώρια λάθους. Τα αποθέματα μέρα με τη μέρα ~ουν. Χρόνο με τον χρόνο, ~ουν οι κάτοικοι του χωριού (ΑΝΤ. πληθαίνουν). Πβ. φυραίνω. [< μεσν. (ο)λιγοστεύω]
  • λιγοστός , ή, ό λι-γο-στός επίθ.: λίγος, περιορισμένος: ~ός: κόσμος (πβ. μετρημένος, ολιγάριθμος). ~ή: βλάστηση (= αραιή)/τροφή. ~ό: νερό/φως (πβ. αμυδρό). ~ές: γνώσεις (πβ. λειψές)/ελπίδες (πβ. ισχνές)/πιθανότητες. ~ά: αποθέματα/κέρδη/χρήματα. ΑΝΤ. άφθονος, μπόλικος (1), παραπανίσιος [< μεσν. (ο)λιγοστός]
  • λιγότερος , η, ο λι-γό-τε-ρος επίθ.: πιο λίγος: Καταλαμβάνει τον ~ο δυνατό χώρο.|| (ως ουσ.) Θα μου κοστίσει χίλια ευρώ το ~ο (= το ελάχιστο). Από αυτά που θα μπορούσες να πάθεις, αυτό είναι το ~ο (= το πιο ασήμαντο). ΑΝΤ. περισσότερος ● επίρρ.: λιγότερο ● ΦΡ.: λιγότερο ή περισσότερο: πιο λίγο ή πιο πολύ: ~ ~ επιτυχημένη προσπάθεια/σημαντικά γεγονότα. ● βλ. λίγος
  • λιγούρα λι-γού-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. έντονο αίσθημα πείνας που μπορεί να συνοδεύεται από ενόχληση στο στομάχι ή ζαλάδα: νυχτερινές ~ες. ~ες της εγκυμοσύνης. Ένιωσα/έχω/μ' έπιασε/μου 'ρθε μια ~. Έφαγα μια φρυγανιά, για να κοπεί η ~. Οι μυρωδιές μου 'φεραν ~. Τσίμπησα κάτι ελαφρύ, έτσι για τη ~. Πβ. λίγωμα. Βλ. βουλιμία. ΣΥΝ. λιγωμάρα 2. (μτφ.) έντονη επιθυμία, πόθος: ~ για γλυκό/σοκολάτα.|| ~ για εξουσία/χρήματα. Πβ. λαχτάρα. Βλ. -ούρα1.
  • λιγουρεύομαι λι-γου-ρεύ-ο-μαι ρ. (μτβ.) {λιγουρεύ-τηκα, -τεί} (προφ.): επιθυμώ έντονα, λαχταρώ: Εκείνο το κοκκινιστό από χθες πολύ το ~.|| ~εται την καρέκλα του προέδρου. Πβ. (ξερο)γλείφομαι, νοστιμεύομαι, ορέγομαι, ποθώ, χαλβαδιάζω, μου τρέχουν τα σάλια. ΣΥΝ. λιμπίζομαι
  • λιγουρευτός , ή, ό λι-γου-ρευ-τός επίθ. (προφ.): λαχταριστός: ~ά: γλυκά/φαγητά.
  • λιγούρης λι-γού-ρης ουσ. (αρσ.) {λιγούρηδες} & λιγούρι (το) (προφ.) 1. που πεινά διαρκώς. Πβ. λιμασμένος, πεινάλας, πειναλέος, σαλιάρης, ψωμόλυσσα. 2. (μτφ.) που λαχταρά, ποθεί κάτι· ειδικότ. για άνδρα που εκδηλώνει έντονα και απροκάλυπτα, με το βλέμμα ή/και τη συμπεριφορά του, την ερωτική του επιθυμία. Βλ. ευρω~.|| Πβ. λυσσάρης, πέφτουλας.
  • λιγούρικος , η, ο λι-γού-ρι-κος επίθ. (προφ.-συνήθ. μτφ.): που χαρακτηρίζει τον λιγούρη: ~ο: βλέμμα/ύφος.
  • λιγούστρο [λιγοῦστρο] λι-γού-στρο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. καλλωπιστικό δενδρύλλιο ή θάμνος (επιστ. ονομασ. Ligustrum vulgare, οικογ. Oleaceae), με λευκά άνθη σε κωνικές ταξιανθίες και μοβ μπλε σκούρους καρπούς, το οποίο χρησιμοποιείται κυρ. ως φυτοφράκτης. [< ιταλ. ligustro]

βουλιμία

βουλιμία βου-λι-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αίσθημα έντονης πείνας και υπερβολική κατανάλωση τροφής: ψυχογενής ~. ~ και παχυσαρκία. Πβ. πολυ-, υπερ-φαγία. 2. (γενικότ.) λαιμαργία: Έτρωγε/καταβρόχθιζε με ~ το φαγητό. Βλ. λιγούρα, χορτασμός. ΣΥΝ. αδηφαγία (2) 3. (μτφ.) έντονη επιθυμία για κάτι: επεκτατική/ερωτική/κερδοσκοπική ~. Ακόρεστη ~ για εξουσία. Πβ. απληστία, πλεονεξία. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρική βουλιμία & νευρογενής βουλιμία: ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που εμφανίζεται σε νεαρές κυρ. γυναίκες, χαρακτηρίζεται από παρορμητική υπερφαγία και οφείλεται σε ψυχολογικά αίτια. Βλ. νευρική ανορεξία. [< αγγλ. bulimia nervosa, 1979] [< 2: αρχ. βουλιμία, γαλλ. boulimie, αγγλ. bulimy]

-ήμερος

-ήμερος, η, ο: β' συνθετικό που δηλώνει χρονικό διάστημα συγκεκριμένων ημερών: δεκα~/οκτα~/τετρα~. Πενθ-ήμερη εκδρομή. Δι-ήμερο σεμινάριο.|| (ουσιαστικοπ.) Το τρι-ήμερο του Αγίου Πνεύματος.

κάτι

κάτι κά-τι αόρ. αντων. {άκλ.} 1. αόριστο πράγμα ή γεγονός: Σου θυμίζει ~; Ήθελα ~ καλύτερο/το διαφορετικό. Είμαι σίγουρη ότι ~ ξέχασα. ~ κάνουμε λάθος. Θα πάρετε ~; Πες ~ (= οτιδήποτε)! Ξέρεις ~ και δεν μας το λες; Έχεις ~ μαζί μου (: σ' έχει ενοχλήσει/πειράξει ~ που είπα/έκανα); Να και ~ ευχάριστο/καινούργιο! Δεν έχω να προσθέσω ~. ~ δεν πάει καλά/ετοιμάζει/μυρίζει/συμβαίνει/τρέχει. Να σου φτιάξω ~ να φας; Να σε ρωτήσω και ~ ακόμα/άλλο; Η ατμόσφαιρα είχε ~ από τα παλιά. ~ σαν (κι) αυτό. Μπορεί να είναι γρίπη ή ~ τέτοιο (= ανάλογο, σχετικό). ~ τέτοια ακούω και τρελαίνομαι. Πβ. κατιτί, τίποτα.|| (ειδικότ.) Δεν λέω, όλοι ~ πρόσφεραν (: ο καθένας συνέβαλε με τον τρόπο του). Στο μπάσκετ ~ κάνετε (: τα πηγαίνετε σχετικά καλά). 2. (+ πληθ.) κάποιοι, μερικοί: Είναι ~ στιγμές ... Ήμουν με ~ φίλους. Έχεις καλό γούστο, όχι σαν ~ άλλους (= μερικούς μερικούς) εδώ μέσα ... 3. (επιτατ.) για να εκφραστεί έντονη επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία: Κοίτα/πω πω ~ μάτια!|| Έλεγε ~ βλακείες! 4. (προφ.-ειρων.) αξιόλογος, σπουδαίος: Άλλος ένας γραφικός που νομίζει πως ~ είναι. ΣΥΝ. κάποιος (2) ● ΦΡ.: αυτό το κάτι (προφ.): το ιδιαίτερο γνώρισμα: Δεν ξέρω τι είναι ~ ~ που έχει (και τον κάνει ξεχωριστό)/που του λείπει! Ψάχνω ~ ~!, και κάτι (προφ.): και λίγο παραπάνω, περισσότερο: μεσάνυχτα ~ ~. Είναι ένας μήνας ~ ~ που έφυγε., κάτι (λίγο) ... κάτι (λίγο) ... (προφ.): ως παράθεση των αιτίων, των λόγων που οδήγησαν σε μια κατάσταση: ~ ~ η κούραση, ~ ~ ο καιρός, δεν περάσαμε καλά., κάτι είναι κι αυτό! (προφ.): για να δηλωθεί συγκαταβατικά ικανοποίηση ως έναν βαθμό, όχι πλήρης: Τουλάχιστον ζήτησε συγγνώμη, ~ ~!, κάτι λίγο (προφ.): ευγενική απάντηση αντί του "ναι", που δηλώνει μετριασμό: -Κουράστηκες; -Ε, ~ ~ (= λιγάκι)!, κάτι λίγοι (προφ.): ελάχιστοι: Έμειναν ~ ~. Έχει μάθει ~ ~ες ελληνικές λέξεις. Ξέρω ~ ~α από υπολογιστές., κάτι παραπάνω (προφ.): λίγο πιο πολύ: Άξιζε/θα κοστίσει ~ ~. Προσπαθούμε για το ~ ~.|| (επιτατ.) Οι επιδόσεις τους ήταν ~ ~ από καλές (= άριστες)., παρά κάτι (προφ.): κάπως λιγότερο από, σχεδόν: Είναι τριάντα ~ ~., είπες κάτι/τίποτα; βλ. λέω, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει βλ. λέω, κάτι μας είπες (τώρα)! βλ. λέω, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... βλ. λέω, κάτι μου λέει βλ. λέω, κάτι τρέχει στα γύφτικα βλ. γύφτικος, κόψε κάτι βλ. κόβω, όλο και (κάποιος/κάτι) ... βλ. όλο, το κάτι άλλο! βλ. άλλος ● βλ. κάποιος [< μεσν. κάτι]

λίγο

λίγο λί-γο επίρρ. {λιγότ-ερο}: για να δηλωθεί μικρή ποσότητα, ένταση, απόσταση ή χρονική διάρκεια: ~ ακόμα/αργά/μακριά/μετά τα μεσάνυχτα/πιο γρήγορα. Είμαι ~ (= κατά τι, μια ιδέα, μια στάλα, ολίγον τι) καλύτερα. Νιώθω ~ (= κάπως) κουρασμένος. Ακούω ~ απ' όλα (ενν. τα είδη μουσικής). ~ να ζοριστεί, τα παρατά. Κάτι ~ πρόσφερα κι εγώ. -Αγχώθηκες; -~... (προφ.) Θέλει ~ προσοχή/υπομονή. Όλα τα ωραία κρατάνε (για) ~. Σε ~ θα ξημερώσει. Έχουν αργήσει ~. Έμεινε πολύ ~. Πονώ ~ερο από χθες.|| (προφ., έκφρ. ευγένειας) Κάνεις ~ στην άκρη; Θέλεις ~ παγωτό; ΑΝΤ. πολύ (1) ● Υποκ.: λιγάκι & λιγουλάκι ● ΦΡ.: κάθε λίγο (και λιγάκι)/κάθε τόσο (και λιγάκι)/κάθε τρεις και λίγο & (σπάν.) κάθε τρεις και δυο (προφ.): πολύ συχνά: ~ ~, μας κουβαλιέται/τρέχει στους γιατρούς., λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... (προφ.): για κάτι που δεν συνέβη, αν και έφτασε πολύ κοντά στο να γίνει: ~ έλειψε να πιαστούν στα χέρια. ~ ακόμα και θα χάναμε την πτήση. ~ ήθελε να αποβληθεί. Πβ. μόνο που δεν, παραλίγο, σχεδόν.|| (με αναφορά στο παρόν-μέλλον:) Η κατάσταση ~ θέλει για να/και θα ξεφύγει., λίγο πολύ/λίγο ή πολύ/λίγο ως(/έως) πολύ (προφ.): σε έναν ορισμένο βαθμό, περίπου: ~ ~ όλοι έχουν δίκιο. Η ιστορία είναι ~ ~ γνωστή σε όλους. Όλοι ~ ~ θα έχετε ακούσει για ... Πβ. πάνω κάτω., λίγο-λίγο & λίγο λίγο (προφ.-επιτατ.): (για ποσότητα ή χρονικό διάστημα) αργά, βαθμιαία, σταδιακά: ~ ~ θα συνηθίσεις. Ρίχνουμε ~ ~ το γάλα. Πβ. ολίγον κατ' ολίγον. ΣΥΝ. σιγά-σιγά, ούτε λίγο ούτε πολύ (προφ.): για να δηλωθεί κάτι ξεκάθαρα και με ακρίβεια: ~ ~ μου ζήτησε να φύγω από το σπίτι. Την κατηγόρησαν ~ ~ για ... Αυτό ~ ~ (: δηλαδή) σημαίνει ότι ... Πβ. ουσιαστικά., παρά λίγο/παρ' ολίγο(ν)/παρά τρίχα: παραλίγο. ΣΥΝ. σχεδόν, ποιος λίγο, ποιος πολύ & άλλος λίγο/λιγότερο, άλλος πολύ/περισσότερο (προφ.): περίπου όλοι: Ήταν όλοι ανακατεμένοι, ~ ~, σ’ αυτή την υπόθεση., κάτι λίγο βλ. κάτι ● βλ. λίγος [< μεσν. λίγο]

λίγος

λίγος, η, ο λί-γος επίθ. & (λόγ.) ολίγος 1. μικρός ως προς την ποσότητα, τον αριθμό, τη διάρκεια, την έκταση ή την ένταση: νόστιμο φαγητό με ~ες θερμίδες. Καλό, αλλά ~ο. Σε απόσταση ~ων χιλιομέτρων από το κέντρο. Δεν είναι ~οι (= ολιγάριθμοι) αυτοί που τον υποστηρίζουν. Έχει ~ες πιθανότητες επιτυχίας. Δώστα μου ~α ~α. Έφευγαν ~οι ~οι. Μιλάει αγγλικά και ~α γαλλικά. Πβ. περιορισμένος.|| Άσε να περάσει ~ καιρός και μετά ρώτα τον. ~ες ώρες ύπνου. Μας μένει ~ χρόνος. Θα είμαι εκεί σε ~α λεπτά. Σε ~ο (= βραχύ, σύντομο) χρονικό διάστημα.|| ~η προσοχή παρακαλώ! Το παντελόνι θέλει ~ο στένεμα. Σαν να κάνει ~ο κρύο.|| (ως ουσ.) Από τα ~α που θυμάμαι/ξέρω ... (ειδικότ. για πρόσ.) Πολλοί θέλουν, ~οι μπορούν. Στη συνάντηση ήμασταν ~οι και καλοί. ΣΥΝ. λιγοστός ΑΝΤ. πολύς, πολλή, πολύ 2. (μτφ.-προφ.) ανεπαρκής, ανάξιος: Αποδείχτηκε/ήταν πολύ ~ για πρόεδρος. Πβ. ακατάλληλος. ● Ουσ.: λίγοι (οι): ισχυροί ή εκλεκτοί: μέτρα/προνόμια για τους ~ους. Πβ. μεγάλοι. ΑΝΤ. πολλοί (3) ● ΦΡ.: δεν είναι και λίγο & λίγο είναι; (προφ.): είναι, απεναντίας, πολύ ή πολύ σημαντικό: ~ ~ να βγεις δεύτερος. Βλ. σχήμα λιτότητας., λίγα τα λόγια σου/λίγα λόγια (απειλητ.): πρόσεξε πώς μιλάς, μη θίγεις: ~ ~ για τους φίλους μου! Πβ. μάζεψε τη γλώσσα σου., λίγο το 'χεις; (προφ.): το θεωρείς ασήμαντο;: ~ ~ να βρεθείς ξαφνικά χωρίς δουλειά;, απ' τα ψηλά στα χαμηλά (και απ' τα πολλά στα λίγα) βλ. ψηλός, δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα βλ. πράγμα, κάτι (λίγο) ... κάτι (λίγο) ... βλ. κάτι, κάτι λίγοι βλ. κάτι, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μου πέφτει λίγος/πολύς βλ. πέφτω, οι μέρες του είναι λίγες/μετρημένες βλ. μέρα, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του βλ. ψωμί ● βλ. λίγο, λιγότερος [< μεσν. λίγος]

λόγια

λόγια λό-για ουσ. (ουδ.) (τα) 1. σύνολο λέξεων, φράσεων με τις οποίες εκφράζεται κάποιος προφορικά ή γραπτά· ό,τι λέει κάποιος: αισχρά (= αισχρολογίες)/ακαταλαβίστικα (= αλαμπουρνέζικα, κινέζικα, κορακίστικα)/ανόητα (= ανοησίες, αρλούμπες, κουραφέξαλα, μπακατέλες, μπαρούφες, σαχλαμάρες, φληναφήματα)/ανούσια (= αερολογίες, μπουρμπουλήθρες, παπαρδέλες, παπαριές, παρλαπίπες, πομφόλυγες, φούσκες)/απαξιωτικά/απειλητικά (= απειλές)/απερίσκεπτα/άσκοπα/ασυνάρτητα (= ασυναρτησίες)/βαθυστόχαστα/βαρύγδουπα/εγκωμιαστικά/ευγενικά/ευχάριστα (: ωραιολογίες)/ζεστά/ηχηρά/θερμά/καθησυχαστικά/κενά (/άδεια = κενολογίες)/κλούβια/κολακευτικά (= κολακείες)/κούφια/ξάστερα/όμορφα/παραπλανητικά/παρηγορητικά/περιττά (= περιττολογίες)/πικρά/προσβλητικά/προφητικά/σκληρά/σκόρπια/σοφά (βλ. ρήση)/συγκινητικά/χιλιοειπωμένα/ψεύτικα ~. ~ αγάπης/γεμάτα κακία/της στιγμής. Με ~ απλά και κατανοητά. Πες το με δικά σου ~. Παρανόησες/παρεξήγησες τα ~ μου. Αντάλλαξαν βαριά ~ (= κουβέντες). Για πρόσεχε τα ~ σου! Πβ. λεγόμενα, λεχθέντα. Βλ. βρομό-, γλυκό-, ερωτό-, μισό-, προστυχό-, τρυφερό-λογα.|| Ο ηθοποιός ξέχασε τα ~ του (: το κείμενο).|| Τα ~ (= οι στίχοι) ενός τραγουδιού. 2. (ειδικότ.) ανεκπλήρωτες υποσχέσεις· δηλώσεις: Φτάνουν πια τα ~! Είναι μόνο/όλο ~. Από ~ χορτάσαμε. Μη βασίζεσαι στα ~ του. 3. (ειδικότ.) διαδόσεις, φήμες: Ακούγονται πολλά ~. Μη δίνεις σημασία στα ~ του κόσμου! 4. (ειδικότ.) κουβέντα, συζήτηση, προφορικός λόγος (σε αντίθεση με την πρακτική εφαρμογή): με έργα και λόγια/με λόγια και έργα. Καιρός να περάσουμε από τα ~ στα έργα (πβ. θεωρία). Με τα ~ δεν καταφέρνουμε τίποτα. Είναι εύκολο στα ~ (= να το λες. ΑΝΤ. στην πράξη). Στα ~ όλα γίνονται. Υπάρχει ανάπτυξη/ισότητα μόνο στα ~ (βλ. θεωρητικά, υποθετικά· ΑΝΤ. πρακτικά). Η συμφωνία έχει κλειστεί μόνο στα ~ (= στο κουβεντιαστό, στο μιλητό). ● Υποκ.: λογάκια (τα) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλα λόγια & παχιά/(σπάν.) παχυλά λόγια: υπερβολικές δηλώσεις, πομπώδεις εξαγγελίες, συνήθ. πολιτικών: Ο λαός δεν πιστεύει πια στα ~ ~. Μη λες ~ ~ (πβ. μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις)! Βλ. μεγαλοστομία. ● ΦΡ.: (κάποιος/κάτι) μένει στα λόγια (προφ.): δεν πραγματοποιεί αυτό που έχει δεσμευτεί ή δηλώσει ότι θα κάνει· δεν υλοποιείται, παραμένει σε επίπεδο εξαγγελιών: Δεν θα μείνει ~, αλλά θα προχωρήσει σε πράξεις.|| Το έργο/μέτρο έμεινε ~. Πβ. στα χαρτιά., βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου (προφ.): ισχυρίζομαι ότι είπε κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει: Μη βάζεις στο στόμα μου λόγια που δεν είπα., βάζω λόγια (σε κάποιον) (προφ.): διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον σε οικείο του πρόσωπο, με σκοπό να προκαλέσω διχόνοια μεταξύ τους: Δεν έχεις καταλάβει ότι σου ~ει ~ για μένα/εναντίον μου, για να τσακωθούμε; Βλ. βάζω/σπέρνω/ενσπείρω ζιζάνια., δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια (προφ.): οι λέξεις δεν επαρκούν, για να εκφράσω κάτι, συνήθ. πολύ θετικό: ~ ~ (για) να σ' ευχαριστήσω! Τι να πω, ~ ~!, δεν παίρνει από λόγια (προφ.): δεν είναι διαλλακτικός, συζητήσιμος, δεν δέχεται συμβουλές ή υποδείξεις. Βλ. ξεροκέφαλος, πεισματάρης., ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια (προφ.): διαπληκτίστηκαν, μάλωσαν, καβγάδισαν. Πβ. λογοφέρνω, τσακώνομαι., κρύβε λόγια & (σπάν.) κράτα λόγια (προφ.): ως προτροπή στον συνομιλητή να μην προβεί σε αποκαλύψεις ή να μην αναφέρει πράγματα που δεν συμφέρουν τον ομιλητή: ~ ~ που σου λέω! ~ ~, γιατί προδίδεσαι., λίγα λόγια και καλά (προφ.): προτροπή σε κάποιον τα λόγια του να είναι σύντομα και με ουσία: Άσε τις φλυαρίες, ~ ~., με άλλα λόγια & μ' άλλα λόγια (προφ.) & (απαρχαιωμ.) εν άλλοις λόγοις: για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές· δηλαδή: ~ ~, η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη.|| ~ ~, μου λες ότι θες να φύγεις. Έτσι δεν είναι;, με λίγα/δυο λόγια & μ' ένα λόγο (προφ.): πολύ σύντομα, συνοπτικά: ~ ~ (= εν ολίγοις, κοντολογίς), ήθελα να πω ότι ... Εξήγησέ/περίγραψέ/πες το μου ~ ~! Τι σημαίνει, ~ ~, αυτό; Πβ. διά βραχέων. ΣΥΝ. εν συντομία, ο καθένας/ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια (παροιμ.): για κάποιον που σχεδιάζει ή υπόσχεται πολλά, αλλά δεν τα πραγματοποιεί., τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι (παροιμ.): για να τονιστεί η αξία της λακωνικότητας ή της σιωπής, ανάλογα με την περίπτωση. Πβ. η σιωπή είναι χρυσός., χάνω τα λόγια μου (προφ.) 1. τα μπερδεύω, δεν μπορώ να εκφραστώ λόγω σύγχυσης: Όταν τον κοιτάζω, ~ ~. Απ' το άγχος, ~σε ~ του. 2. & (σπάν.) ξοδεύω τα λόγια μου: μιλώ σε κάποιον άσκοπα, χωρίς ανταπόκριση: Μη συνεχίζεις, άδικα χάνεις τα ~ σου μαζί του. Πβ. μιλώ στον αέρα.|| Τα λόγια μου πήγαν χαμένα., (τα λόγια πετούν,) τα γραπτά μένουν βλ. γραπτός, άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε βλ. αγαπώ, αλλάζει τα λόγια του βλ. αλλάζω, έρχομαι στα λόγια (κάποιου) βλ. έρχομαι, λίγα τα λόγια σου/λίγα λόγια βλ. λίγος, λόγια της καραβάνας βλ. καραβάνα, λόγια του αέρα βλ. αέρας, μασάω τα λόγια μου/τα μασάω βλ. μασώ, μετράω τα λόγια μου βλ. μετρώ, μετρημένα τα λόγια σου! βλ. μετρημένος, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, παίρνω λόγια (από κάποιον) βλ. παίρνω, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια βλ. φτώχεια, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος [< μτγν. λόγια] ΛΟΓΙΑ

μέρα

μέρα μέ-ρα ουσ. (θηλ.) {μερών} (προφ.) : ημέρα. ● Υποκ.: μερούλες (οι) {σπάν. στον εν. μερούλα} (προφ.): για να δηλωθεί σύντομο χρονικό διάστημα, μικρή διάρκεια: Κάνε αίτηση και σε δυο/λίγες ~ (το πολύ) θα το 'χεις στα χέρια. ● ΣΥΜΠΛ.: άγιες μέρες & Άγιες ημέρες: για σημαντικές γιορτές, συνήθ. η περίοδος των Χριστουγέννων και του Πάσχα: Έρχονται ~ ~. Πού θα περάσετε τις ~ ~;, επόμενη μέρα: η μέρα ή κυρ. η περίοδος που ακολουθεί ένα σημαντικό ή καταστροφικό γεγονός ως προς τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία ή την ανθρωπότητα: η ~ ~ των εκλογών/μετά τον σεισμό., αλκυονίδες (μέρες) βλ. αλκυονίδες, αποφράδα μέρα βλ. αποφράδα, άσπρη μέρα βλ. άσπρος, γιορτάρες μέρες βλ. γιορτάρης, η (η)μέρα της μαρμότας βλ. μαρμότα, χάπι της επόμενης μέρας βλ. χάπι, χρονιάρες μέρες βλ. χρονιάρης ● ΦΡ.: από μέρα σε μέρα: μέσα στις επόμενες μέρες, σύντομα: Θα έρθει/τον περιμένω ~ ~., από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη & (σπάν.) από τη μια ώρα στην άλλη: σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: Μπορεί να καταφτάσει ~ ~ (πβ. όπου να 'ναι). Το κακό μπορεί να συμβεί ~ ~. [< γαλλ. d'un moment/jour à l'autre] , βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! (προφ.): για ακατάλληλη μέρα: ~ ~ να λείπεις ...!, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα: για καλή/κακή διάθεση ή απόδοση κάποιου (μια συγκεκριμένη μέρα): Με βρήκες/με πέτυχες σε κακή μέρα (= δεν είναι η μέρα μου σήμερα)., για μια μέρα: (για ισχύ, φήμη) όσο διαρκεί μια μέρα: δωρεάν μετακίνηση/ήρωας ~ ~., δεν είναι η μέρα μου (σήμερα)!: δεν είμαι σε καλή ψυχική διάθεση ή αντιμετωπίζω αναποδιές (σήμερα): Πβ. δε(ν) με θέλει.|| (με κατάφαση) Είναι η μέρα μου (σήμερα) (= μου πάνε όλα καλά, έχω επιτυχίες)!, είμαι στις μέρες μου: είμαι ετοιμόγεννη., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου: έχω τη συγκεκριμένη μέρα ελεύθερη (μη εργάσιμη), ώστε να τη διαθέσω όπως θέλω., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου: έχω πολύ χρόνο ακόμα μέχρι να βραδιάσει, επομένως μπορώ να κάνω κάτι χωρίς βιασύνη: Πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς, για να έχουμε ~ μας!, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται (παροιμ.): η καλή εξέλιξη φαίνεται από την αρχή., η μέρα με τη νύχτα: για να δηλωθεί η (απόλυτη) αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε πρόσωπα ή καταστάσεις, απόψεις: Διαφέρουν όσο ~ ~., κάθε μέρα και καλύτερα: για σταδιακή, διαρκή βελτίωση: Αισθάνομαι/πηγαίνω ~ ~ (= καλυτερεύω, βελτιώνομαι)., κάθε χρόνο τέτοια μέρα: για κάτι που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο την ίδια μέρα: Μας θυμούνται ~ ~., κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι: μπορούμε και αύριο να κάνουμε κάτι που δεν προλάβαμε ή δεν μπορέσαμε σήμερα: Δεν βαριέσαι! ~ ~!, μέρα με τη μέρα & μέρα με την ημέρα: καθώς περνά ο καιρός, σταθερά: Η κατάστασή του βελτιώνεται/επιδεινώνεται ~ ~., μέρα παρά μέρα: ανά δύο εικοσιτετράωρα: Ξεσκονίζει ~ ~., μέρα που είναι/που 'ναι: σε μια τόσο σημαντική μέρα: Έλα τώρα, ~ ~, μην είσαι στενοχωρημένος!, μέρα-νύχτα & νύχτα-μέρα: διαρκώς, αδιάκοπα, ακατάπαυστα: Διαβάζει/δουλεύει ~ ~. ΣΥΝ. μερόνυχτα, νυχθημερόν, μου φτιάχνει/μου χαλάει τη μέρα: με κάνει να νιώθω ωραία/να στενοχωρηθώ: Μου 'φτιαξες τη ~ με τα αστεία/με το χαμόγελό σου!, οι μέρες του είναι λίγες/μετρημένες: για πρόσωπο που πρόκειται να πεθάνει σύντομα ή κυρ. να αποπεμφθεί ή να αντικατασταθεί ή για κάτι που δεν έχει μέλλον, που θα πάψει να υφίσταται: ~ ~ στη δουλειά/στην ομάδα., πηγαίνει καλά η μέρα (μου): συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα εντός του εικοσιτετραώρου: Το πρωί ακούει λίγη μουσική, για να πάει ~ της., σαν να μην πέρασε μια μέρα: για κάποιον ή κάτι που παραμένει αμετάβλητο(ς), αναλλοίωτο(ς) στο πέρασμα του χρόνου: ~ ~ από την τελευταία φορά που την είχα δει., σώθηκαν οι μέρες του: πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. ΣΥΝ. έσβησε το καντήλι του, τελείωσαν/τέλειωσαν οι μέρες του 1. (για πρόσ.) πέθανε. 2. (για πράγμα) δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο. Πβ. τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του., την κακή (και την ψυχρή) σου μέρα! (υβριστ.): ως κατάρα. ΣΥΝ. τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο!, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου: ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα: Έφαγα/έχασα τη μέρα μου, προσπαθώντας να βρω τα κλειδιά μου/για να τακτοποιήσω το σπίτι. Άδικα πήγε η μέρα μου!, δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2, έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα βλ. νύχτα, έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα βλ. νύχτα, μέρα μεσημέρι βλ. μεσημέρι, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, τι μέρα (μου) ξημερώνει! βλ. ξημερώνω [< μεσν. μέρα]

ολιγόζωος & λιγόζωος

ολιγόζωος & λιγόζωος, η, ο [ὀλιγόζωος] ο-λι-γό-ζω-ος επίθ. (συχνά λογοτ.): που έχει μικρή διάρκεια (ζωής). Πβ. βραχύβιος. Βλ. μακρόβιος. [< μεσν. ολιγόζωος] ΟΛΙΓΟΖΩΟΣ ΛΙΓΟΖΩΟΣ

ολιγόλεπτος

ολιγόλεπτος, η, ο [ὀλιγόλεπτος] ο-λι-γό-λε-πτος επίθ. & (προφ.) λιγόλεπτος: που έχει διάρκεια λίγων λεπτών: ~ος: ύπνος. ~η: αναμονή/απουσία/διακοπή (ρεύματος)/καθυστέρηση/παρέμβαση/παρουσίαση/στάση/συζήτηση/συνάντηση/συνέντευξη (τύπου)/συν(ομιλία). ~ο: βίντεο/δελτίο (ειδήσεων)/διάλειμμα. ~α κριτήρια αξιολόγησης μαθητών (πβ. τεστ). Πβ. σύντομος. Βλ. -λεπτος.

ολιγόλογος

ολιγόλογος, η, ο [ὀλιγόλογος] ο-λι-γό-λο-γος επίθ. & (προφ.) λιγόλογος: που εκφράζεται με ή χαρακτηρίζεται από συντομία και συνήθ. περιεκτικότητα: (για πρόσ.) Ήταν ~ και μετρημένος στις δηλώσεις του. Πβ. επιγραμματ-, λακων-ικός, λιγομίλητος.|| ~η: ανακοίνωση/απάντηση/επιστολή. ~ο: κείμενο/σημείωμα/σχόλιο. Πβ. τηλεγραφικός. Βλ. -λογος, η, ο. ΑΝΤ. φλύαρος (1) [< μεσν. ολιγόλογος]

-ούρα1

-ούρα1 (προφ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα για δήλωση ενέργειας ή αποτελέσματος: (ανακατώνω) ανακατωσ~/(θολώνω) θολ~/(ξεπατικώνω) ξεπατικωτ~/(χάνω) χασ~.

πέφτω

πέφτω πέ-φτω ρ. (αμτβ.) {έπε-σα, πέ-σει, προστ. πέσε, πέστε, μτχ. πε-σμένος, πέφτ-οντας} 1. κινούμαι καθοδικά, από ένα ανώτερο σε ένα κατώτερο σημείο, λόγω της βαρύτητας: ~σα (από τη σκάλα) και χτύπησα. ~σε στο πάτωμα.|| Το βάζο ~σε και έσπασε. Το κινητό τού ~σε από τα χέρια. Αεροπλάνο που ~σε λόγω βλάβης.|| (για άψυχο που αποσπάται ή αποκολλάται από κάπου) ~ουν τα φύλλα. ~σαν βράχοι στο οδόστρωμα.|| (για καιρικά φαινόμενα) ~ει (= ρίχνει) βροχή/χαλάζι/χιόνι. ~ουν αστραπές και κεραυνοί/ψιχάλες. Βλ. προσ~. ΣΥΝ. πίπτω 2. (+ σε) προσκρούω, χτυπώ πάνω σε κάτι: Πρόσεχε μην ~σεις σε καμιά λακκούβα! Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και ~σε με δύναμη/ταχύτητα (πάνω) σε μια κολόνα (= τράκαρε). 3. βουτώ, πηδώ: ~σε με τα ρούχα στη θάλασσα. 4. (προφ.) ξαπλώνω, πλαγιάζω: ~σε για ύπνο/να κοιμηθεί.|| ~σε βαριά άρρωστος. 5. (για πρόσ.) σωριάζομαι στο έδαφος: ~σε κάτω ανάσκελα/μπρούμυτα (πβ. οριζοντιώνομαι). ~σε λιπόθυμος. ~σε ηρωικά στο πεδίο της μάχης (= σκοτώθηκε)/νεκρός/τραυματισμένος. Βλ. πεσών. 6. (προφ.) ορμώ, ρίχνομαι: ~σαν πάνω τους και άρχισαν να τους χτυπούν. 7. (συνήθ. + σε, μτφ.-προφ.) περιέρχομαι σε μια κατάσταση, συνήθ. αρνητική: ~σε σε αντιφάσεις (= περιέπεσε)/κατάθλιψη/μελαγχολία/στα ναρκωτικά. ~σαν θύματα κακομεταχείρισης/ρατσισμού. Βλ. κατα~, κακο~, ξε~.|| Ζώα που ~ουν σε χειμερία νάρκη. 8. (συνήθ. + σε, μτφ.-προφ.) υποβαθμίζομαι, υποβιβάζομαι: ~σε στη δεύτερη θέση. Η ομάδα ~σε κατηγορία. 9. (+ σε, μτφ.-προφ.) μου τυχαίνει: Έχεις ~σει σε κακή περίοδο/στιγμή/συγκυρία.|| ~σα σε προβληματική συσκευή. 10. (μτφ.-προφ.) ενδίδω, υποχωρώ, υποκύπτω: Δεν ~ (= δεν με ρίχνεις) με κάτι τέτοια! 11. (μτφ.-προφ.) χάνω την καλή μου διάθεση, μελαγχολώ: Έχω ~σει τον τελευταίο καιρό (πβ. νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως, είμαι στα ντάουν μου). ~σμένος ψυχολογικά. ~σμένο: ηθικό (= κλονισμένο). Βλ. καταπίπτω. ΑΝΤ. ανεβαίνω (5), είμαι στα πάνω μου 12. (μτφ.-προφ.) αδυνατίζω: Θέλει να ~σει από τα ... στα ... κιλά.|| Έχει ~σει η κοιλιά του (: έχασε το λίπος).πέφτει (προφ.) 1. γκρεμίζεται, καταρρέει: Το κτίριο ~σε (από τον σεισμό).|| (μτφ.) ~σαν τα τείχη που υψώνονταν ανάμεσά τους. 2. (μτφ.) παύει να αντιστέκεται (σε εξωτερικές δυνάμεις), κυριεύεται· καταργείται: ~σε το κάστρο/οχυρό/φρούριο.|| ~σαν τα εμπόδια/σύνορα. 3. κρέμεται: Πουκάμισο που ~ (= εφαρμόζει, στέκεται, στρώνει) τέλεια στο σώμα.|| Τα μαλλιά έπεφταν στο πρόσωπό/στους ώμους της (= χύνονταν). 4. (μτφ.) μειώνεται, ελαττώνεται: ~ουν οι αποδοχές (= λιγοστεύουν, μετριάζονται)/(σχολικές) βάσεις/πωλήσεις/στροφές του κινητήρα/τιμές (πβ. κατρακυλώ). ~σε (= κατέβηκε) ο γενικός δείκτης ανάπτυξης. ~σμένος ο τζίρος/τουρισμός (= μειωμένος) φέτος.|| ~σε ο αέρας (= καταλάγιασε, κόπασε)/η θερμοκρασία/στάθμη του νερού (= υποχώρησε).|| Προσπαθεί να ρίξει τη χοληστερίνη, αλλά δεν (του) ~. Του ~σε η πίεση και λιποθύμησε.|| ~ η μπαταρία/ο φακός (= αποφορτίζεται).|| ~ σιγά-σιγά το φως (= βραδιάζει). 5. (μτφ.) εκδηλώνεται έντονα ή/και αλλεπάλληλα: ~ άφθονο γέλιο. ~ουν πρόστιμα (σωρηδόν). ~σε μεγάλη εκμετάλλευση/πολλή δουλειά/πολύ ξύλο. Βλ. παρα~.|| Άρχισαν να ~ουν πιστολιές/πυροβολισμοί.|| ~σαν (= δόθηκαν) πολλά χρήματα. Να δω να ~ το παραδάκι! 6. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) απλώνεται, επικρατεί: ~σε βουβαμάρα/θλίψη/σιωπή/το σκοτάδι (= νύχτωσε). 7. (μτφ.) ανατρέπεται, εκπίπτει: ~σε το καθεστώς/η κυβέρνηση. 8. (μτφ.) ξεσπά: ~σε (= πλάκωσε) αρρώστια/πείνα/(μεγάλη) φτώχεια. Πβ. ενσκήπτει. 9. (μτφ.) διακόπτεται (απότομα) η λειτουργία του: ~σε η ασφάλεια/ο διακόπτης/το ρεύμα/το σήμα (του σταθμού)/το φως. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~σε το διαδίκτυο (: δεν έχω πρόσβαση). Ο σέρβερ είναι ~σμένος (= δεν λειτουργεί). 10. (μτφ.) εστιάζεται, κατευθύνεται, στρέφεται: Όλη της η προσοχή/φροντίδα ~ (πάνω) στα παιδιά της. Οι προβολείς (= η δημοσιότητα)/υποψίες ~ουν πάνω του. ΣΥΝ. επικεντρώνεται. 11. (μτφ.) βαρύνει: Οι ευθύνες ~ουν (= αναλογούν) στους αρμόδιους. Έχουν ~σει στους ώμους του τα οικογενειακά βάρη. 12. (μτφ.) προβάλλεται: ~ουν διαφημίσεις. 13. (μτφ.) τοποθετείται χρονικά ή στον χώρο: Ποια μέρα ~ η γιορτή; Το σπίτι ~ (= βρίσκεται) κοντά στη θάλασσα. (Προς τα) πού ~ το ...; ● ΦΡ.: δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω (προφ.): δίνει υπερβολική σημασία σε καθετί που λέγεται ή γίνεται: Θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο, ~ ~. Ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, ~ ~., μου πέφτει (προφ.): παύω να έχω στύση. ΑΝΤ. μου σηκώνεται, μου πέφτει ... (προφ.): είναι πάνω μου: Το παντελόνι ~ ~ (κάπως/λίγο) μεγάλο/φαρδύ (= μου είναι, μου έρχεται). Τα παπούτσια ~ ~ουν στενά., μου πέφτει λίγος/πολύς (προφ.): θεωρώ ότι κάποιος/κάτι δεν μου αξίζει (συνήθ. ως σύντροφος), είναι κατώτερός μου ή το αντίθετο: Τόσο ωραία γυναίκα και σου ~ λίγη; (ειρων.) Και πάρα πολύ της ~ (= της είναι υπεραρκετό)., πέφτει/πέφτουν βροχή (μτφ.): για κάτι που γίνεται με αδιάκοπη διαδοχή: ~αν ~ οι καταγγελίες/πέτρες (: η μία μετά την άλλη). Πβ. κατά ριπάς. ΣΥΝ. πάει καπνός, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο, πέφτουν οι τίτλοι: (στο τέλος ή σπανιότ. στην αρχή ταινίας ή εκπομπής) εμφανίζονται στην οθόνη ο τίτλος και τα ονόματα των συντελεστών· κατ' επέκτ. τελειώνει κάτι: Το έργο αρχίζει απότομα, πριν καν πέσουν ~. Έφυγα πριν πέσουν ~ (του) τέλους.|| (μτφ.) ~ ~ τέλους για τον ... (: τελειώνει η καριέρα του)., πέφτω (και) στη φωτιά & (σπάν.) ρίχνομαι στη φωτιά (για κάποιον) (μτφ.): θυσιάζομαι: Για την οικογένειά μου είμαι έτοιμος να πέσω ~., την πέφτω (αργκό) 1. ξαπλώνω, πλαγιάζω: Πάω να την πέσω (λιγάκι) (= να κοιμηθώ). 2. προσεγγίζω ερωτικά: Της την έπεσε. ΣΥΝ. καμακώνω (1), τα ρίχνω, φλερτάρω (1) 3. επιτίθεμαι: Της την πέσανε τρεις τύποι, για να της πάρουν την τσάντα.|| (μτφ.) Μου την έπεσε άγρια (= μου επιτέθηκε λεκτικά, μου την είπε)., ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου βλ. μετοχή, βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) βλ. καράβι, δεν θα (πέσω να) πεθάνω (κιόλας) βλ. πεθαίνω, δεν μου πέφτει λόγος βλ. λόγος, δεν πέφτει καρφίτσα βλ. καρφίτσα, έπεσαν σαν (τις) ακρίδες βλ. ακρίδα, έπεσε από την Ακρόπολη και στάθηκε όρθιος βλ. ακρόπολη, έπεσε από το βάθρο του βλ. βάθρο, έπεσε από τον θρόνο βλ. θρόνος, έπεσε περονόσπορος βλ. περονόσπορος, έπεσε στα μάτια (κάποιου) βλ. μάτι, έπεσε στη μαρμίτα βλ. μαρμίτα, έπεσε/έλαχε ο κλήρος (σε κάποιον) βλ. κλήρος, έπεσε/έχει πέσει να πεθάνει βλ. πεθαίνω, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έχει πέσει στα πατώματα βλ. πάτωμα, η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει βλ. μύτη, θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! βλ. πλακώνω, θα πέσουν κορμιά βλ. κορμί, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) βλ. κολυμπώ, κόπηκε/έπεσε η γραμμή βλ. γραμμή, με κομμένα/πεσμένα (τα) φτερά βλ. φτερό, μου έπεσαν τα νεφρά βλ. νεφρά, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου πέφτει το λαχείο βλ. λαχείο, μου πέφτουν τα μούτρα βλ. μούτρο, μου τρέχουν τα σάλια/τρέχουν τα σάλια μου βλ. σάλιο, να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει βλ. ταβάνι, όποιος σκάβει το(ν) λάκκο του άλλου/αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα βλ. λάκκος, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο βλ. σύννεφο, περνώ κάποιον από λεπίδι/πέφτει λεπίδι βλ. λεπίδι, πέσαμε στην περίπτωση βλ. περίπτωση, πέσε πίτα να σε φάω βλ. πίτα, πέφτει η μύτη/η μούρη μου βλ. μύτη, πέφτει μούγκα/μουγκαμάρα βλ. μούγγα, πέφτει στα χέρια κάποιου βλ. χέρι, πέφτει στην αντίληψή μου βλ. αντίληψη, πέφτει στο κενό βλ. κενό, πέφτει σύρμα βλ. σύρμα, πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) βλ. μάτι, πέφτει τσεκούρι βλ. τσεκούρι, πέφτει/θα πέσει παντόφλα βλ. παντόφλα, πέφτουν (οι) υπογραφές βλ. υπογραφή, πέφτουν (πολλά) κεφάλια βλ. κεφάλι, πέφτουν μύτες βλ. μύτη, πέφτουν οι μάσκες βλ. μάσκα, πέφτουν/χαμηλώνουν/κατεβαίνουν οι τόνοι & ρίχνω/χαμηλώνω/κατεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, πέφτω από τα σύννεφα βλ. σύννεφο, πέφτω έξω βλ. έξω, πέφτω κάτω βλ. κάτω, πέφτω μέσα βλ. μέσα, πέφτω πάνω σε κάποιον/κάτι βλ. πάνω & επάνω, πέφτω στα γόνατα βλ. γόνατο, πέφτω στα μαλακά βλ. μαλακός, πέφτω στα τέσσερα βλ. τέσσερις, πέφτω στη λούμπα βλ. λούμπα, πέφτω στο κρεβάτι βλ. κρεβάτι, πέφτω στο στόμα κάποιου βλ. στόμα, πέφτω στον πειρασμό βλ. πειρασμός, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πέφτω/πιάνομαι/μπλέκω/μπερδεύομαι στα δίχτυα/στα πλοκάμια κάποιου βλ. δίχτυ, πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι βλ. μούτρο, πήγε/έπεσε να με φάει βλ. πηγαίνω & πάω, πιάστηκε (σαν τον ποντικό)/έπεσε στη φάκα βλ. φάκα, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) βλ. πόδι, ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου βλ. αυτί, στα/από τα νύχια κάποιου βλ. νύχι, τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό βλ. χρήμα, την έπεσε/την έχει πέσει από δίπλα/από κοντά (σε κάποιον) βλ. δίπλα, το μήλο κάτω απ' τη μηλιά (θα πέσει) βλ. μήλο, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω [< μεσν. πέφτω < αρχ. πίπτω, γαλλ. tomber]

πράγμα

πράγμα [πρᾶγμα] πράγ-μα ουσ. (ουδ.) {πράγμ-ατος | -ατα, -άτων} & (λαϊκό) πράμα 1. οτιδήποτε άψυχο έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις· γενικότ. οτιδήποτε υπάρχει (συγκεκριμένο ή αφηρημένο) και δεν θέλει ή δεν μπορεί κάποιος να το προσδιορίσει με ακρίβεια: Πρόσωπο, ζώο ή ~. Ελαττωματικό/καινούργιο/μεταχειρισμένο ~. (οικ.) Πρώτο/φρέσκο πράμα (= εμπόρευμα, προϊόν).|| (μειωτ.) Μην το πιείτε αυτό το ~.|| Ένα ~ δεν μπορώ να καταλάβω ... Δύσκολο ~ (το) να κρατάς τις ισορροπίες. Οι δύο έννοιες δεν σημαίνουν το ίδιο ~. Η υπεροψία είναι κακό ~. Το μόνο ~ που του ζήτησα είναι να ... Το πρώτο ~ που προσέχω σε έναν άνθρωπο είναι ... Τέτοιο ~ δεν έχω ξαναδεί. Δεν υπάρχει χειρότερο ~ από το ... Αγόρασα διάφορα ~ατα (βλ. ψώνια). Τα βασικά/στοιχειώδη ~ατα της ζωής (= αγαθά). Κάποια ~ατα δεν λέγονται. Δεν κατάλαβα/συγκράτησα και πολλά ~ατα απ' όσα είπε.|| (προφ.) Το πράμα της/του (= τα γεννητικά όργανα· πβ. απαυτά, τέτοιο). Έκρυψαν το ~ (= παράνομο εμπόρευμα, συνήθ. ναρκωτικά). Βλ. χαζόπραμα. 2. γεγονός, περιστατικό ή θέμα, ζήτημα που απασχολεί κάποιον: σημαντικό/σοβαρό ~. Η έκβαση των ~άτων. Για ποιο ~ μιλάμε; Το πρώτο/τελευταίο ~ που μου ήρθε στο μυαλό/σκέφτηκα ήταν ... Το ~ (πβ. υπόθεση) είναι πολύπλοκο/σύνθετο. Το ~ για το οποίο διαφωνούν περισσότερο είναι ... Όπως και να το πάρεις το ~, θα έπρεπε να ... Το ~ σήκωνε συζήτηση. Το ~ έχει ως εξής. Αν υπάρξει αμοιβαίο ενδιαφέρον, το ~ προχωράει κανονικά. Θα φανεί το ~. Το ~ θέλει προσοχή/σκέψη/υπομονή/ψάξιμο. Δεν βλέπεις την ουσία του ~ατος. Για την ιστορία του ~ατος, ας σημειωθεί ότι ... Μυστήρια/παράξενα/περίεργα/φοβερά ~ατα. Βλέπω/κρίνω τα ~ατα συνολικά. Είναι κρίμα, αλλά αυτά τα ~ατα συμβαίνουν. 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} δουλειά, ασχολία, ενέργεια: Το πρώτο ~ που κάνω είναι να ... Κάνει πολλά και ενδιαφέροντα ~ατα.|| (προφ.) Είναι σοβαρά ~ατα αυτά; (= πβ. φέρσιμο, συμπεριφορά). Δεν είναι για μεγάλα ~ατα (= για σπουδαίες πράξεις, κατορθώματα). Έχει χίλια ~ατα στο μυαλό του (= πολλές έγνοιες). 4. ΝΟΜ. καθετί που έχει ο άνθρωπος στην κατοχή του· περιουσιακό στοιχείο, κτήμα: ακίνητο/κινητό ~. Κατάσχεση/μίσθωση/νομέας/χρήση του ~ατος. Φυσική εξουσία του προσώπου επί του ~ατος.πράγματα & πράματα (τα) 1. η πραγματική (πολιτική, κοινωνική ή ατομική) κατάσταση, τα δεδομένα, οι συνθήκες: εκπαιδευτικά/καλλιτεχνικά/οικονομικά/πολιτιστικά ~. Δύσκολα τα ~. Όπως βλέπω/δείχνουν τα ~, δεν μας συμφέρει να ... Τα ~ πάνε από το κακό στο χειρότερο/άσχημα/καλά/στραβά. Αγρίεψαν/άλλαξαν/βελτιώθηκαν/σοβάρεψαν/χειροτέρευσαν τα ~. Για κοίτα κάτι ~. Είδε τα ~ με άλλο μάτι. Θα φτιάξουν τα ~. Τα ~ πήραν ενδιαφέρουσα τροπή. Τα ~ ήρθαν βολικά/καλύτερα απ' ό,τι φανταζόμουν. Αντιμετωπίζω/δέχομαι/παίρνω τα ~ όπως έρχονται. Κάντε τα ~ όσο πιο απλά γίνεται. Έχει θαρραλέα στάση απέναντι στα ~. Συμμετέχει ενεργά στα ~. Τόλμησε μια βαθιά τομή στα ~. Άσε τα ~ να εξελιχθούν/κυλήσουν από μόνα τους. Ο ανασχηματισμός έγινε υπό την πίεση των ~άτων. 2. (+ γεν. προσώπου) προσωπικά αντικείμενα (ρούχα, παπούτσια, βιβλία, αποσκευές): Μάζεψε/πήρε/τακτοποίησε τα ~ά της/του. Άφησαν/έχασαν/ξέχασαν τα ~ά τους στο αεροδρόμιο. Βλ. μικρο~, ψιλο~. ● Υποκ.: πραγματάκι & πραματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια πράγματα: οι υποθέσεις, τα ζητήματα που αφορούν όλους τους πολίτες: Ασχολούμαι με τα ~ ~. Συμμετοχή των νέων στα ~ ~. Πβ. κοινά. Βλ. πολιτικά. [< γαλλ. la chose publique] , πράγμα καθ' εαυτό: ΦΙΛΟΣ. (στην καντιανή φιλοσοφία) η πραγματικότητα που υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα. [< γερμ. das Ding an sich] , εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή βλ. επιτροπή, νέα τάξη (πραγμάτων) βλ. τάξη ● ΦΡ.: άλλο πρά(γ)μα! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι μοναδικό ή αξιοσημείωτο: Μια παράσταση ~ ~! ~ ~ ο καθαρός αέρας! Μου έφτιαξε ένα φαΐ, ~ ~!, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι διαφορετικό από κάτι άλλο: ~ ο ενθουσιασμός ~ η αγάπη., ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: ας ακολουθήσουμε τη χρονική ή λογική αλληλουχία: ~ ~: πρώτο ..., δεύτερο ..., τρίτο ..., βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι: αντιμετωπίζω ρεαλιστικά την πραγματικότητα., δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα & λίγο/μικρό πράγμα το έχεις & λίγο/μικρό πράγμα είναι να ... (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία ορισμένης κατάστασης: Τουλάχιστον είναι υγιής, δεν είναι και λίγο ~. Έχει δική του δουλειά, λίγο (πράγμα) το έχεις αυτό; Δεν είναι (και) λίγο/μικρό πράγμα (= είναι σημαντικό, σπουδαίο) να είσαι πρωταθλητής. Λίγο/μικρό πράγμα είναι να έχεις φίλους στις δύσκολες στιγμές;, δεν λέει/λένε (και) πολλά πράγματα (προφ.) 1. δεν είναι σημαντικός, δεν αξίζει: Το έργο του δεν λέει ~. 2. (+ για) δεν παρέχει ασφαλή, πλήρη στοιχεία: Οι επιμέρους δείκτες δεν λένε ~ για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης., είμαι/έρχομαι στα πράγματα: ανεβαίνω στην εξουσία, έχω ηγετική θέση: Ποιο κόμμα είναι στα ~; Όταν ήρθε στα ~, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα., (ως) εκ των πραγμάτων (λόγ.): (όπως προκύπτει) από τα γεγονότα, από την πραγματικότητα: Ο υπουργός υποχρεώθηκε ~ ~ να προχωρήσει σε δηλώσεις. Τίθεται ~ ~ ζήτημα αναδιάταξης της οικονομίας., εν τοις πράγμασι (αρχαιοπρ.): στην πράξη., έξω από τα πράγματα: χωρίς ενημέρωση και εκτός δράσης: Βρίσκομαι/είμαι/μένω ~ ~., έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του: τον απασχολούν άλλες σκέψεις, έγνοιες: Πήγα να του μιλήσω, αλλά ~ ~., κορίτσι/παιδί πράμα (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί η παιδική ηλικία ή αθωότητα, που δεν συνάδει με ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά: Ξημεροβραδιάζεται ~ ~ σε ύποπτα μαγαζιά., μέσα στα πράγματα & στα πράγματα 1. για πρόσωπο ενεργό σε έναν τομέα, ενημερωμένο ή/και σε θέση-κλειδί: Βρίσκεται/είναι ~ ~ (: στην πρώτη γραμμή). 2. για κάποιον που είναι στη μόδα. Πβ. ιν, τρέντι., πολύ πρά(γ)μα (προφ.): για να δηλωθεί πληθώρα, αφθονία: Αν ψάξεις, θα βρεις ~ ~., πού τέτοιο πρά(γ)μα! (προφ.): για κάτι που δεν έχει συμβεί ή δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Θα πας διακοπές; Μπα, ~ ~. Πβ. πού τέτοια τύχη!, πρά(γ)μα που σαλεύει (μτφ.-προφ.): λέγεται για φρέσκο ψάρι και καταχρ. για πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα., πράγμα που/το οποίο ... (εισάγει αναφορική πρόταση): γεγονός, ζήτημα που: Η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί, ~ ~ σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει καμία αλλαγή., πώς είναι/πάνε τα πράγματα; (προφ.): ποια είναι η κατάσταση, η εξέλιξη των πραγμάτων;: -~ ~ στη δουλειά/στο εξωτερικό/στο σπίτι; -Καλά/μια χαρά/όπως τα ξέρεις., σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! (προφ.-συνήθ. ειρων.): για κάτι που δεν είναι τόσο σημαντικό ή δύσκολο όσο το παρουσιάζουν: Σε χαιρέτησε ο πρόεδρος; ~ ~! ~ ~, και τι έγινε; ΣΥΝ. σιγά/σπουδαία τα λάχανα!, τι πρά(γ)μα (εμφατ., σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις): τι: ~ ~ είναι αυτό; Για ~ ~ πρόκειται ακριβώς; Δεν καταλαβαίνω για ~ ~ μιλάς. Σε ~ ~ αναφέρεσαι; Τι πράμα είσαι συ (= τι είδους άνθρωπος);|| (ως έκφρ. έκπληξης) -Θα μετακομίσω στο εξωτερικό. -~ ~ (: τι έκανε λέει);, τι πρά(γ)μα είναι αυτό & τι πρά(γ)μα κι αυτό (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: ~ ~ με τον καιρό! Όλο βρέχει! Μα ~ ~ να μην μπορεί να συγκρατηθεί!, τι πρά(γ)ματα είναι αυτά (προφ.): ως έκφραση έντονης αποδοκιμασίας για συγκεκριμένη ενέργεια ή συμπεριφορά: ~ ~; Ντροπή! Μα είσαι σοβαρός; ~ ~ που λες;, (πράγματα) εκτός συναλλαγής βλ. συναλλαγή, άκου πράγματα! βλ. ακούω, βάζω τα πράγματα στη θέση τους βλ. θέση, ζορίζουν/στενεύουν τα πράγματα βλ. ζορίζω, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) βλ. καιρός, κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του βλ. ώρα, καιρός παντί πράγματι βλ. καιρός, καλώς εχόντων των πραγμάτων βλ. καλώς, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, νοικοκυρεμένα πρά(γ)ματα βλ. νοικοκυρεύω, ντροπής πρά(γ)ματα! βλ. ντροπή, ξηγημένα πρά(γ)ματα βλ. ξηγημένος, όνομα και πρά(γ)μα βλ. όνομα, όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... βλ. αν, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πάω τα πράγματα βλ. πηγαίνω & πάω, πράματα και θάματα/θαύματα βλ. θάμα, πρόσωπα και πράγματα βλ. πρόσωπο, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); βλ. βλέπω, σκούρα/ζόρικα τα πράγματα βλ. σκούρος, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, τζάμπα πράμα βλ. τζάμπα, τίμια/δίκαια πράγματα! βλ. τίμιος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση, το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω, το πράγμα μιλάει (από) μόνο του βλ. μιλώ [< αρχ. πρᾶγμα, μεσν. πράμα, γαλλ. chose(s), γερμ. Ding]

σχήμα

σχήμα [σχῆμα] σχή-μα ουσ. (ουδ.) {σχήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. εξωτερική μορφή, περίγραμμα αντικειμένου και γενικότ. σχέδιο, η παράστασή του: ακαθόριστο/ακανόνιστο/ασύμμετρο/ελικοειδές/κανονικό/στρογγυλό/συμμετρικό/σφαιρικό ~. ~ αβγού (= ωοειδές ~). Διαφορετικά/ίδια/όμοια ~ατα. Αποκτώ/δίνω/παίρνω ~.|| Ζωγραφίζω/σχεδιάζω ένα ~. ~ατα στον τοίχο/στην άμμο. Κόσμημα σε ~ καρδιάς. Καναπές με ~ πι.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) ~ τσέπης. Βιβλίο μεγάλου/μέτριου/μικρού ~ατος. Σελίδα ~ατος Α3/Α4/Α5.|| (ΜΟΥΣ.) Ρυθμικό ~ όγδοο με δύο δέκατα έκτα. 2. ΓΕΩΜ. κάθε σύνολο σημείων, επιφανειών στον χώρο· ειδικότ. κάθε στερεό σώμα που εξετάζεται ως προς την εξωτερική του μορφή: γραμμικό/επίπεδο ~. Γεωμετρικά ~ατα (: κύκλος, ορθογώνιο, τετράγωνο, τραπέζιο, τρίγωνο). 3. (μτφ.) σύνολο προσώπων με καθορισμένη αρμοδιότητα που συνεργάζονται για συγκεκριμένο σκοπό: διοικητικό/εταιρικό/ευέλικτο/θεατρικό/οργανωτικό/πολιτικό ~. (ΑΘΛ.) Η ομάδα κατέβηκε με αμυντικό/επιθετικό ~. Το νέο ~ της εκτελεστικής επιτροπής.|| (συχνά για μουσικό συγκρότημα) Λαϊκό/μοντέρνο/μουσικό/νεανικό/παραδοσιακό/ρεμπέτικο/ροκ ~.|| (ΠΟΛΙΤ.) Αριστερό/δεξιό/φοιτητικό ~. 4. ενιαίο, οργανωμένο και ολοκληρωμένο σύνολο γνώσεων, ιδεών και αρχών: θεωρητικό/ιδεολογικό/φιλοσοφικό ~. ΣΥΝ. σύστημα (10) 5. ΕΚΚΛΗΣ. η αμφίεση ή κυρ. η ιδιότητα του μοναχού ή του κληρικού: Περιβλήθηκε το μοναχικό ~. ΣΥΝ. άμφια.|| Φέρει το ιερατικό ~. Πβ. ράσο. ● Υποκ.: σχηματάκι (το): μόνο στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: (σχήμα) πρωθύστερο: ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο αναφέρεται πρώτα εκείνο που θα έπρεπε να ακολουθεί μετά: π.χ. Η ανατροφή και η γέννηση του Ηρακλή., κυβερνητικό σχήμα: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ο πρωθυπουργός και το εκάστοτε υπουργικό συμβούλιο: η δομή/τα μέλη/η ορκωμοσία/η σύνθεση του ~ού ~ατος. Υπουργοί εκτός ~ού ~ατος. [< γαλλ. formation gouvernementale] , σχήμα (λόγου): ΦΙΛΟΛ. τυποποιημένη φράση που χρησιμοποιείται μεταφορικά και έχει καθιερωθεί κυρ. για λόγους έμφασης ή αισθητικής. Βλ. έλξη, κύκλος, ομοιοτέλευτο, σύμφυρση, υπαλλαγή, υπερβατό, χιαστό., (σχήμα) ασύνδετο βλ. ασύνδετος, (σχήμα) πολυσύνδετο βλ. πολυσύνδετος, αγγελικό σχήμα βλ. αγγελικός, ανακόλουθο (σχήμα) βλ. ανακόλουθος, οξύμωρο σχήμα/σχήμα οξύμωρο βλ. οξύμωρος, σχήμα εκ παραλλήλου βλ. παράλληλος, σχήμα εξ αναλόγου βλ. ανάλογος, σχήμα κατά το νοούμενο βλ. νοούμενο, σχήμα λιτότητας βλ. λιτότητα, σχήμα υποφοράς και ανθυποφοράς βλ. ανθυποφορά, υπερβατό σχήμα βλ. υπερβατός, χορευτικό σχήμα βλ. χορευτικός ● ΦΡ.: δεν είναι σχήμα λόγου βλ. λόγος [< αρχ. σχῆμα, γαλλ. schéma, αγγλ. schema 3,4: γαλλ. forme 5: μεσν. ~]

ψηλός

ψηλός, ή, ό ψη-λός επίθ. & (λαϊκό-λογοτ.) αψηλός ΑΝΤ. χαμηλός 1. που έχει ύψος μεγαλύτερο από τον μέσο όρο ή από αυτό που θεωρείται κανονικό ή συνηθισμένο: ~ή: γυναίκα. ~ό: παιδί. ~ και άχαρος (= κρεμανταλάς)/λεπτός (= ψηλόλιγνος). Πόσο ~ είναι (: τι ύψος έχει); ΑΝΤ. κοντός.|| ~ός: πύργος/φράκτης. ~ή: γέφυρα. ~ό: αμάξωμα/βουνό/δέντρο/εμπόδιο/κτίριο/ποτήρι (βλ. κολονάτος)/σπίτι/τείχος/τραπέζι/φυτό. ~ές: μπότες. ~ά: τακούνια. Καρέκλα με ~ή πλάτη. Η ομάδα έπαιξε με ~ό σχήμα (: με ψηλούς παίκτες). 2. που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος ή υψόμετρο: ~ό: παράθυρο/ταβάνι (βλ. ψηλοτάβανος). ~ά: κλαδιά/ντουλάπια/ράφια.|| ~ή: κορυφή. Το πιο ~ό σημείο. 3. που βρίσκεται στα ανώτερα επίπεδα μιας κλίμακας, υψηλός: ~ή: βαθμολογία/θερμοκρασία/περιεκτικότητα/πίεση (= υπέρταση)/τάση/χοληστερίνη. ~ό: κόστος. ~ές: συχνότητες/τιμές. ~ά: εισοδήματα/επιτόκια/ποσοστά. ● Ουσ.: ψηλά (τα): σημείο που είναι σε αρκετά μεγάλο υψόμετρο: Χιονίζει στα ~ της πόλης.|| (μτφ.) Η ομάδα θέλει να διατηρηθεί στα ~ της βαθμολογίας. Πβ. ρετιρέ. ● Υποκ.: ψηλούτσικος , η, ο: συνήθ. στις σημ. 1, 3: γεματούλης και ~ (ΑΝΤ. κοντούτσικος). ● ΣΥΜΠΛ.: το πιο ψηλό/το κορυφαίο σκαλί βλ. σκαλί ● ΦΡ.: απ' τα ψηλά στα χαμηλά (και απ' τα πολλά στα λίγα) (παροιμ.): σε περιπτώσεις μετάβασης από μια κατάσταση ευημερίας, ευτυχίας ή ισχύος σε μια ακριβώς αντίθετη: Έτσι είναι η ζωή, ~ ~! Πβ. από δήμαρχος κλητήρας., στο ψηλό παιχνίδι: (στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ) στην περίπτωση που η μπάλα παίζεται στον αέρα, οπότε πλεονέκτημα έχουν συνήθ. οι ψηλοί ή αλτικοί παίκτες: Η ομάδα είναι δυνατή ~ ~ (: διαθέτει ψηλούς παίκτες). Αρκετά καλός ~ ~ και εξίσου επικίνδυνος με την μπάλα στα πόδια. ΑΝΤ. στο χαμηλό παιχνίδι, τα ψηλά σκαλοπάτια {σπανιότ. στον εν.} (μτφ.): οι ανώτερες θέσεις: ~ ~ της ιεραρχίας. Αναρριχήθηκε/διατηρήθηκε/παρέμεινε στα ~ ~ του πίνακα. Θέλει να φτάσει στο πιο ~ό ~ι., (να ζήσεις) σαν τα ψηλά βουνά! βλ. βουνό, τα ψηλά καπέλα βλ. καπέλο ● βλ. ψηλά [< μεσν. ψηλός]

ψωμί

ψωμί ψω-μί ουσ. (ουδ.) {ψωμ-ιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. βασικό είδος διατροφής που φτιάχνεται από ζύμη αποτελούμενη από αλεύρι, νερό, αλάτι και μαγιά και ψήνεται στον φούρνο: άζυμο/άσπρο/αφράτο/βιολογικό/γαλλικό (βλ. μπαγκέτα)/ζεστό/ζυμωτό/ιταλικό (βλ. τσιαπάτα, φοκάτσια)/καλαμποκίσιο (πβ. μπομπότα)/καψαλισμένο (βλ. μπρουσκέτα)/κριθαρένιο/μαύρο/μπαγιάτικο/παραδοσιακό/πιτυρούχο/πολύσπορο/σκληρό/σπιτικό/σταρένιο/στρογγυλό/σύμμικτο/τραγανό/φρέσκο/φρυγανισμένο ~. ~ με προζύμι (βλ. ανεβατό)/σουσάμι. ~ διαίτης/ολικής αλέσεως/σικάλεως/φόρμας. ~ για/του τοστ. ~ με ελιές (= ελιόψωμο)/σταφίδες (= σταφιδόψωμο). ~ και (= ψωμοτύρι)/με τυρί (= τυρόψωμο). ~ στα κάρβουνα. Η κόρα/η ψίχα/τα ψίχουλα του ~ιού. Μαχαίρι/μηχανή (= αρτοπαρασκευαστής)/ξύλο κοπής ~ιού. Ένα κιλό/μια φραντζόλα ~. Μια φέτα ~. Πβ. άρτος. Βλ. αρτο-, αρτοσκευάσματα, εφτάζυμο, κουλούρα, κουτσούνα, λαγάνα, λαδό-, τηγανό-, χριστό-ψωμο, παξιμάδι, φρυγανιά. 2. (κατ' επέκτ.) τα προς το ζην: αγώνας για το ~. Με το κλείσιμο της επιχείρησης, πολλές οικογένειες έχασαν το ~ τους. 3. (ΚΔ) τα υλικά αγαθά: Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ~. ● Υποκ.: ψωμάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: χωριάτικο ψωμί/ψωμί χωριάτικο βλ. χωριάτικος, ψωμί πολυτελείας βλ. πολυτέλεια ● ΦΡ.: (λέω) το ψωμί ψωμάκι (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζω μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, είμαι πολύ φτωχός: Με τέτοια κρίση, θα πούμε ~ ~!, για ένα κομμάτι/ένα καρβέλι/μια μπουκιά ψωμί (μτφ.-προφ.): για πολύ λίγα χρήματα: Δούλευε όλη μέρα ~ ~. Πούλησε το οικόπεδο ~ ~. ΣΥΝ. αντί/έναντι πινακίου φακής, δεν έχει ψωμί να φάει (μτφ.-προφ.): είναι πολύ φτωχός, λιμοκτονεί. Πβ. ψωμολυσσάω., έχει (πολύ) ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.): απαιτεί πολύ χρόνο, έχει ακόμη πολλή δουλειά μέχρι να ολοκληρωθεί: Η υπόθεση ~ ~., έχει ψωμί/φαΐ (μτφ.-προφ.): έχει κέρδος, όφελος, κυρ. οικονομικό, ή παρουσιάζει ενδιαφέρον: Η δουλειά ~ ~, μην την αφήσεις! Μυρίστηκε ότι έχει ψωμί (= ζουμί) η υπόθεση κι άρχισε να ψάχνει πληροφορίες., θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα & πολύ ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.) 1. χρειάζεται πολύς χρόνος, προσπάθεια ή/και υπομονή για να πετύχει κάτι: Έχει να φάει ~ ~, για να γίνει καλός στη δουλειά του. Θέλω πολλά ψωμιά ακόμα, για να σε φτάσω! 2. θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα: Είναι γερό σκαρί, έχει να φάει ~ ~., τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του & (σπάν.) τα καρβέλια του (μτφ.-προφ.) 1. (για πρόσ.) δεν θα ζήσει ή δεν θα παραμείνει στη θέση του για πολύ καιρό ακόμα: || Λίγα είναι τα ~ του στην εταιρεία, σύντομα θα τον απολύσουν. Μη στενοχωριέσαι κι είναι μετρημένα ~ ~! 2. (για πράγμα) έχει παλιώσει, δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο: Τα 'φαγε ~ ~ το αμάξι/κομπιούτερ., το γλυκό/πικρό ψωμί (μτφ.-προφ.): για ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία: το γλυκό ~ της εξουσίας/νίκης. Το πικρό ~ της προσφυγιάς., το καθημερινό ψωμί (μτφ.) 1. ο βιοπορισμός: Δούλευε σκληρά, για να βγάζει ~ ~. Πβ. άρτος ο επιούσιος. Βλ. μεροκάματο. 2. καθετί σύνηθες: Η αδικία έγινε ~ ~. [< γαλλ. le pain quotidien] , τρώω ψωμί (από κάποιον) (μτφ.-προφ.): μου προσφέρει δουλειά και μισθό: Χιλιάδες εργαζόμενοι τρώνε ~ από τις επιχειρήσεις/τα χέρια του., βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, βούτυρο στο ψωμί βλ. βούτυρο, και ξερό ψωμί βλ. ξερός, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, ψωμί κι ελιά/ελιές βλ. ελιά [< μεσν. ψωμί < μτγν. ψωμίον < αρχ. ψωμός ‘κομμάτι ψωμιού ή άλλου πράγματος’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.