Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λίφτινγκ λί-φτινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & λίφτιγκ 1. ΙΑΤΡ. (στην πλαστική χειρουργική) επέμβαση που έχει ως σκοπό να βελτιώσει τα ορατά σημάδια γήρανσης στο πρόσωπο και τον λαιμό (ρυτίδες, χαλάρωση, εναπόθεση λίπους): ~ και βλεφαροπλαστική. Έκανε ~. Το ~ (δεν) πέτυχε. Πβ. τράβηγμα του δέρματος. Βλ. αισθητική/κοσμητική ιατρική, ανόρθωση προσώπου, μπότοξ, υαλουρονικό οξύ.|| (κατ' επέκτ.) ~ δοντιών. ΣΥΝ. ρυτιδεκτομή, ρυτιδοπλαστική 2. (μτφ.-προφ.) ανακαίνιση, ανανέωση, βελτιωτική αλλαγή: επιχείριση-~ σε παλιά κτίρια. Ολικό/ριζικό ~ σε όλους τους τομείς/στο ρόστερ. [< 1: αγγλ. face-lifting, 1922, face-lift, 1926, γαλλ. lifting, 1855. 2: γαλλ. ~, 1985]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.