Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λαίδη λαί-δη ουσ. (θηλ.) 1. (στη Μεγάλη Βρετανία) γυναικείος τίτλος ευγενείας· η σύζυγος του λόρδου. Βλ. μιλέδη. 2. (μτφ.-συχνά ειρων.) γυναίκα που εμπνέει τον σεβασμό για το ήθος, την πορεία της σε κάποιον χώρο ή/και την αριστοκρατικότητά της. Πβ. κυρία. [< αγγλ. lady]

μιλέδη

μιλέδημι-λέ-δη ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): τιμητικός τίτλος προσφώνησης λαίδης. Βλ. μιλόρδος. [< αγγλ. milady]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.