Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λαθραίος , α, ο [λαθραῖος] λα-θραί-ος επίθ.: που γίνεται ή μεταφέρεται κρυφά, επειδή είναι παράνομος: ~α: διακίνηση (= λαθροδιακίνηση)/εισαγωγή (ναρκωτικών)/μετανάστευση (= λαθρομετανάστευση). ~ο: εμπόριο (= λαθρεμπόριο)/κυνήγι (= λαθροθηρία).|| ~ο: συνάλλαγμα. ~α: καύσιμα/όπλα. Εντοπίστηκαν/κατασχέθηκαν ~α τσιγάρα.|| ~οι: επιβάτες (= λαθρεπιβάτες).|| (μτφ.) ~ες: ματιές (= κλεφτές). ● Ουσ.: λαθραία (τα) (προφ.): ενν. εμπορεύματα. ● επίρρ.: λαθραία [< αρχ. λαθραῖος ‘μυστικός, κρυφός’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.