Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λακκούβα λακ-κού-βα ουσ. (θηλ.) & λακούβα: κοίλωμα επιφάνειας, συνήθ. του εδάφους: βαθιά ~. ~ με νερό (βλ. λούτσα). Δρόμος γεμάτος ~ες. Έπεσε σε μια ~. Πβ. βαθούλωμα, βούλιαγμα, γούβα, λάκκος, λούμπα.|| (σε συνταγές:) Ανοίγετε μια μικρή ~ στο κέντρο της ζύμης. ● Υποκ.: λακκουβίτσα (η) ● Μεγεθ.: λακκουβάρα (η) [< παλαιό σλαβ. lokŭva]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.