Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λακωνίζω λα-κω-νί-ζω ρ. (αμτβ.) (αρχαιοπρ.): εκφράζομαι λακωνικά. ΑΝΤ. μακρηγορώ, μακρολογώ, πλατειάζω. Συνήθ. στη ● ΦΡ.: το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν (γνωμ.): για να δηλωθεί η αξία του σύντομου και περιεκτικού τρόπου έκφρασης. Πβ. η σιωπή είναι χρυσός, τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. [< μτγν. λακωνίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.