Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λακωνικός , ή, ό λα-κω-νι-κός επίθ. 1. σύντομος και περιεκτικός: ~ός: τίτλος/τρόπος έκφρασης. ~ή: ανακοίνωση/απάντηση/δήλωση/περιγραφή. ~ό: κείμενο/σχόλιο. Πβ. αποφθεγματ-, δωρ-, ελλειπτ-, επιγραμματ-, συνοπτ-, τηλεγραφ-ικός, λιτός.|| ~ός: συνομιλητής. Πβ. λιγομίλητος, ολιγόλογος. ΑΝΤ. αμετροεπής, πολυλογάς, φλύαρος. 2. που σχετίζεται με τη Λακωνία ή/και τους Λάκωνες. Πβ. σπαρτιατικός. ● επίρρ.: λακωνικά & (σπάν.-λόγ.) -ώς [-ῶς]: στη σημ. 1. Πβ. διά βραχέων, εν ολίγοις. [< 1: μτγν. λακωνικός, γαλλ. laconique, αγγλ. laconic 2: αρχ. Λακωνικός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.