λαμαρίνα λα-μα-ρί-να ουσ. (θηλ.) 1. μεταλλικό έλασμα, συνήθ. λεπτό: ανοξείδωτη/γαλβανισμένη/διάτρητη/στραντζαριστή ~. Κοπή/φύλλα ~ας. Επένδυση με ~. Δάπεδο/στέγη από ~. ~ες αυτοκινήτων.2. μεγάλο, ρηχό, ορθογώνιο ταψί: Ψήνετε τα κουλουράκια στη ~ του φούρνου. ● Υποκ.: λαμαρινίτσα & λαμαρινούλα (η) (σπάν.) ● ΦΡ.: δάγκωσε τη λαμαρίνα (προφ.): ερωτεύτηκε, συνήθ. παράφορα. Πβ. την πάτησα. [< βεν. lamarin]
λαμαρινάς λα-μα-ρι-νάς ουσ. (αρσ.) (προφ.): τεχνίτης που κατασκευάζει ή επισκευάζει αντικείμενα από λαμαρίνα. Πβ. φαναρτζής. Βλ. -άς.
-ας
-ας1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~.2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.