Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • λαμαρίνα λα-μα-ρί-να ουσ. (θηλ.) 1. μεταλλικό έλασμα, συνήθ. λεπτό: ανοξείδωτη/γαλβανισμένη/διάτρητη/στραντζαριστή ~. Κοπή/φύλλα ~ας. Επένδυση με ~. Δάπεδο/στέγη από ~. ~ες αυτοκινήτων. 2. μεγάλο, ρηχό, ορθογώνιο ταψί: Ψήνετε τα κουλουράκια στη ~ του φούρνου. ● Υποκ.: λαμαρινίτσα & λαμαρινούλα (η) (σπάν.) ● ΦΡ.: δάγκωσε τη λαμαρίνα (προφ.): ερωτεύτηκε, συνήθ. παράφορα. Πβ. την πάτησα. [< βεν. lamarin]
  • λαμαρινάς λα-μα-ρι-νάς ουσ. (αρσ.) (προφ.): τεχνίτης που κατασκευάζει ή επισκευάζει αντικείμενα από λαμαρίνα. Πβ. φαναρτζής. Βλ. -άς.

-ας

-ας 1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.