Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λαοφιλής , ής, ές λα-ο-φι-λής επίθ. {λαοφιλ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.) & (σπάν.) λαοφίλητος: αγαπητός, αρεστός στον λαό: ~ής: ηγέτης. Πβ. λαοπρόβλητος.|| ~ής: ομάδα. ~ές: άθλημα (π.χ. ποδόσφαιρο). ΣΥΝ. δημοφιλής ΑΝΤ. λαομίσητος [< γαλλ. populaire]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.