Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λασποβροχή λα-σπο-βρο-χή ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΕΩΡ. βροχή που προκαλείται από σύννεφα σκόνης, η οποία μεταφέρεται από τις αφρικανικές ερήμους, δημιουργώντας λάσπη: ~ έπνιξε την πόλη. Βλ. αμμοθύελλα.

αμμοθύελλα

αμμοθύελλα[ἀμμοθύελλα] αμ-μο-θύ-ελ-λα ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΕΩΡ. δυνατός άνεμος, συνήθ. στις ερήμους, που σηκώνει και μετακινεί μεγάλες ποσότητες άμμου ή και σκόνης: σαρωτικές/σφοδρές ~ες. Ξέσπασε ~ που περιόρισε την ορατότητα. Βλ. λασποβροχή, χιονοθύελλα. [< αγγλ. sandstorm]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.