Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λαφυραγώγηση λα-φυ-ρα-γώ-γη-ση ουσ. (θηλ.) & λαφυραγωγία (λόγ.): αρπαγή λαφύρων ή γενικότ. κλοπή: ~ αρχαίων μνημείων/ιερών (= σύληση)/μουσείων.|| (κατ' επέκτ.) ~ του δημοσίου χρήματος/του Κράτους/των ταμείων. Πβ. διαγούμισμα, διαρπαγή, λεηλασία, πλιάτσικο. [< μεσν. λαφυραγώγησις· μτγν. λαφυραγωγία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.