Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λαχανίδα λα-χα-νί-δα ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. ποικιλία λάχανου (επιστ. ονομασ. Brassica oleracea, var. acephala) με ελεύθερα, δηλ. χωρίς κεφαλή, φύλλα που τρώγονται κυρ. ως βραστή σαλάτα. Βλ. κράμβη. [< μεσν. λαχανίδες]

κράμβη

κράμβη κράμ-βη ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. γένος ποωδών φυτών (Brassica) που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το λάχανο, το κουνουπίδι και το γουλί. Βλ. ελαιο~, κραμπολάχανο, λαχανίδα, μπρόκολο. [< αρχ. κράμβη ‘λάχανο’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.