Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • λαχανοπώλης λα-χα-νο-πώ-λης ουσ. (αρσ.): μανάβης. Βλ. -πώλης. [< αρχ. λαχανοπώλης]

-πώλης

-πώλης {-πωλών | σπάν. θηλ. -πώλισσα} (λόγ.): επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει τον πωλητή, έμπορο συγκεκριμένου είδους: βενζινο~/λαχειο~/χαρτο~. Aνθο-πώλισσα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.